Αν και το γενικό θέμα «Το Άγιον Όρος και ή Μακεδονία» φαντάζει εκ πρώτης όψεως ευρύ
Πολλά είναι βέβαια τα επί μέρους θέματα, για τα όποια θα
— Μακεδόνες Αγιορείτες με
— Αγιορείτες Άγιοι, Νεομάρτυρες, Διδάσκαλοι, πατερικές και έκκλησιαστικές φυσιογνωμίες με καταγωγή ή χώρο δράσεως την Μακεδονία,
— Η ενεργός συμμετοχή των Αγιορειτών στις ’Επαναστάσεις του 1821 καί του 1854 (με καταστρεπτικά για το ’
— Ο σπουδαίος ρόλος πού διαδραμάτισαν στην βαρεία τουρκοκρατούμενη Μακεδονία τα Αγιορείτικα μετόχια, καθώς και ό επίσης σημαντικός ρόλος τους μετά την Μικρασιατική καταστροφή σαν πρώτα καταφύγια και εστίες του δραστήριου και προοδευτικοί) προσφυγικού στοιχείου πού τόσο τόνωσε την ελληνικότητα τής Μακεδονίας μας.
Ωστόσο θεωρώ βέβαιο πώς το κυριότερο θέμα πού είχαν στον νου τους οι εμπνευστές αυτής τής ήμερίδος είναι ή εμφάνισης του
‘Αξιολογώντας ρεαλιστικά τις δυνατότητές μου θά προσπαθήσω νά έξηγήσω τι ήταν έκεΐνο πού κατώρθωσε νά διαφυλάξει καί νά βγάλει τό ‘Άγιο ’Όρος σώο μέσα άπό μιά δίνη φυλετικών άνταγωνισμών, γεωπολιτικών άναμετρήσεων καί υποβολιμαίων προτάσεων γιά άνεξαρτητοποίηση καί διεθνοποίηση.
Άν λοιπόν στήν συνέχεια άκούσετε κάποιες άπόψεις καί έρμηνεΐες πού θά έκαναν ίσως έναν αύστηρό ιστορικό νά χαμογελάσει, παρακαλώ νά τις άποδώσετε μάλλον στον Αγιορείτη καλόγερο παρά στον ομιλητή μιας επιστημονικής ήμερίδος.
Γιά νά καταλάβουμε τήν άρχικά φιλική καί άδελφική διάθεση τών Αγιορειτών πρός τούς νεοφερμένους καί απλοϊκούς Ρώσους μοναχούς, πού ξεφορτώνονταν κατά έκατοντάδες στις ’Αθωνικές άκτές άπό τά ρωσικά άτμόπλοια καί οι περισσότεροι γίνονταν άθελά τους πιόνια μιας μεγαλεπήβολης άλλά καί συγχρόνως ιερόσυλης πολιτικής, κρίνουμε άναγκαΐο νά κάνουμε μιά σύντομη άνασκόπηση στήν προηγούμενη ιστορία του ’Άθω καί νά άγγίξουμε τό ιδεολογικό υπόβαθρο τής αύτοκρατορίας του Βυζαντίου, του πνεύματος του όποιου φορέας καί συνεχιστής είναι μέχρι καί σήμερα τό ‘Άγιο ’Όρος.
Σέ άντίθεση μέ τήν μονολιθικά λατινική Δύση ή ορθόδοξη Ανατολή άντιμετώπισε μέ κατανόηση καί εύσπλαχνία τις γλωσσικές καί έθνοπολιτιστικές ιδιαιτερότητες τών λαών της.
Παρά τό γεγονός ότι ή Θεολογία καί ή Εκκλησιαστική Διοίκηση έκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσα άπό τον Ελληνισμό, άπό πολύ νωρίς συναντάται τό φαινόμενο τής εκκλησιαστικής διοικητικής αύτονομίας καί τής αύτόχθονος θεολογικής παραδόσεως καί γραμματείας σέ λαούς όπως οι Συροι, οι Κόπται, οι Αρμένιοι, οι ’Ίβηρες (Γεωργιανοί), οί Πέρσαι, οι ’Ινδοί, οι Αίθίοπες καί πιο πρόσφατα οί Ρώσοι καί οί Σέρβοι.
Μάλιστα ή ίδια ή Εκκλησία βοήθησε μέ τούς φωτιστές καί ιεραποστόλους της στήν δημιουργία φιλολογικών γλωσσών καί έθνικής γραμματείας σέ λαούς βάρβαρους καί άπολίτιστους, δπως πολύ χαρακτηριστικά αύτό έγινε στον χώρο τών Βαλκανίων καί τής Ρωσίας μέ τούς φωτιστές τών Σλάβων Κύριλλο καί Μεθόδιο καί τούς μαθητές τους.
Ειδικά ή Μακεδονία κατά τόν Μεσαίωνα καί τήν Τουρκοκρατία άπετέλεσε τόν ιστορικό έκείνο χώρο, οπού συναντήθηκαν όλοι οί ορθόδοξοι λαοί τής Βαλκανικής υπό ποικίλες ιδιότητες καί περιστάσεις:
Οί ‘Έλληνες ώς αύτόχθονες, οί άλλοι ώς νομάδες, έπιδρομείς ή καί κατακτητές. Οί έθνοπολιτικές άλλαγές είχαν πάντοτε πρόσκαιρο χαρακτήρα, οί πόλεμοι δέν ήταν ποτέ έθνικοί, μέ τήν σημερινή σημασία του όρου, άλλά δήλωναν τήν βαθμιαία ώρίμανση των πρώην βαρβάρων έθνών μέσα σέ μιά ορθόδοξη βυζαντινή κοινοπολιτεία.
Έτσι, κάποιοι Βούλγαροι ή Σέρβοι ήγεμόνες στέφονταν «αύτοκράτορες Βουλγάρων καί Ρωμαίων» ή ((Σέρβων καί Ρωμαίων» άντιστοίχως, ή βυζαντινή άρχιτεκτονική καί έκκλησιαστική τέχνη άποτυπωνόταν άνεξάλειπτα στά μνημεία τής Βαλκανικής καί πάνω άπ ’ όλα τό Αγιον Όρος πλημμύριζε άπό άλλοεθνείς μοναχούς.
‘Ωστόσο τό υφάδι, πάνω στο όποιο ύφαινόταν κάθε φορά τό καινούργιο εθνικό μωσαϊκό παρέμενε πάντα ή κοινή ορθόδοξη πίστις καί οι πνευματικές καί πολιτιστικές άξιες του Βυζαντίου, πού διά τής Εκκλησίας είχαν γίνει πιά κοινή πολιτιστική κληρονομιά όλων των λαών τής Βαλκανικής.
Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πουμε ότι τήν έποχή αύτή τό Αγιο ’Όρος άποτελουσε τήν βαθύτερη συνείδηση τής Μακεδονίας, ένός χώρου όπου ό πολιτισμός του Βυζαντίου γινόταν πολιτισμός μιας άρκετά μεγάλης όμάδος έθνοτήτων πού ζουσαν μέσα σ’αύτόν. Άν καί ή πληθυσμιακή άναλογία τών διαφόρων λαών μεταβλήθηκε πολλές φορές εις βάρος τών Ελλήνων στήν Μακεδονία καί στο Όρος, καί τά δυο ποτέ δέν επαψαν νά είναι έλληνικά στήν συνείδηση όλων.
Ειδικά στο Αγιο Όρος υπήρξαν έποχές πού οι Σέρβοι κατείχαν πλήν του Χιλανδαρίου, τις μονές ‘Αγ. Παύλου καί Σιμωνόπετρας, ένώ τούς συναντουμε καί στις μονές Ξηροποτάμου, Ξενοφώντος, Γρηγορίου, Ζωγράφου καί Κωνσταμονίτου.
Στο Πρωτάτο επανειλημμένα έκλέγεται Πρώτος σερβικής καταγωγής, χωρίς όμως νά άλλάζει ή γλώσσα τής συνάξεως τών γερόντων πού παραμένει ή έλληνική. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τούς Βουλγάρους, οί όποιοι πλήν τής Ζωγράφου, συναντώνται καί στις μονές ‘Αγ. Παντελεήμονος, Χιλανδαρίου, Φιλοθέου, Ξενοφώντος καί Άγ. Παύλου.
Τό φαινόμενο συνεχίζεται καί στήν τουρκοκρατία, κατά τήν όποια ό χριστιανικός πληθυσμός τής Μακεδονίας άραιώνει σημαντικά καί συσπειρώνεται κυρίως γύρω άπό τούς Ελληνες καί τό Πατριαρχείο, τό όποιο έθναρχει όχι μόνο τών Ελλήνων, άλλά καί δλων τών χριστιανικών έθνών (μιλλέτ).
Έτσι πολλοί άπό αύτούς άποκτούν έλληνική έθνική συνείδηση παρά τό γεγονός ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα.
Οπως καί στά βυζαντινά χρόνια, οί ορθόδοξοι Χριστιανοί προσέρχονται στο ’Όρος άδιακρίτως έθνικότητος, γιά νά μονάσουν: Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, ’Ίβηρες, Ρουμάνοι καί κυρίως “Ελληνες.
Τήν έποχή αύτή κατά τον καθηγητή Χρήστου τό Αγιο ’Όρος προσέφερε κάτι περισσότερο άπό ενα θρησκευτικό αγιασμό στους λαούς του βορρά, παρηγορία στούς υποδούλους καί ένδυμάμωση στούς ελευθέρους. Τούς έπέτρεψε νά αποκτήσουν συνείδηση τής ορθόδοξης ταυτότητάς των, καί ακόμη συνείδηση τής εθνικής ύποστάσεώς των.
Τό εθνικό φρόνημα των σλαβικών λαών του Αίμου καί τών ρουμανικών λαών επάνω άπό τόν Δούναβη άφυπνίσθηκε άπό άγιορειτες ομογενείς τους ή καί Ελληνες .
Είναι πολύ χαρακτηριστική ή βαθμιαία άποδέσμευσις τών Βλάχων καί Μολδαβών άπό τήν σλαβική έπιρροή, χάρις στήν έλληνική έπιρροή τών Φαναριωτών ήγεμόνων καί του πλήθους τών άγιορειτικών μετοχίων στή χώρα τους, πού οδήγησε μέ τήν σειρά της στήν καλλιέργεια τής ρουμανικής γλώσσας καί τήν δημιουργία ρουμανικής έθνικής συνειδήσεως.
Πολυάριθμοι στά τέλη του 15ου αίώνος οι ξενόγλωσσοι μοναχοί, μέ τόν καιρό μειώνονται σημαντικά σέ σημείο, ώστε κατά τά μέσα του 18ου αίώνος μόνο ένα μοναστήρι νά παραμένει ξενόφωνο, τό Ζωγράφου, καί αύτό όχι πλήρως.
Ο άριθμός τών Σλάβων καί Ρουμάνων μοναχών αύξάνεται πάλι σημαντικά στά τέλη του 18ου καί τις άρχές του 19ου αίώνος χάρις στο άναγεννητικό κίνημα του
Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, έλληνομαθους Ουκρανού πού άνδρώθηκε στήν Βλαχία καί τό Αγιον ’Όρος καί έφυγε πάλι παίρνοντας μαζί του πλήθος έλληνικών χειρογράφων, γιά νά δημιουργήσει μεγάλα μοναστικά κέντρα στήν Μολδαβία μέ Σλάβους καί Μολδαβούς μοναχούς καί μέ μεγάλη άκτινοβολία καί έπίδραση σέ όλο τόν μοναχισμό τής Ρωσίας.
Τό κίνημά του, παράλληλο μέ έκεΐνο τών Κολλυβάδων μέσα στο Αγιο ’Όρος, έκανε νά στραφεί καί πάλι τό ένδιαφέρον τών σλαβικών καί ρουμανικών λαών πρός τό Αγιο ’Όρος, τήν μοναδική πιά αύτή κοιτίδα του γνησίου μοναχικού πνεύματος, έστω κι αν αύτό τώρα βρισκόταν κυρίως στις βιβλιοθήκες καί τις έρήμους του καί οχι τόσο στά μεγάλα μοναστήρια.
Η έλληνική έπανάστασις άνέκοψε αύτή τήν εύοίωνη έξέλιξη του μοναχισμού στο Αγιο ’Όρος μέ τά γνωστά σέ όλους μας άποτελέσματα. ‘Ωστόσο μετά τό τέλος της οι ξενόγλωσσοι μοναχοί έπιστρέφουν καί πάλι μαζί μέ τούς Ελληνες στις μοναχικές έστίες τους, έστω καί αν είναι ολιγάριθμοι αύτήν τήν φορά.
’Ίσως ξενίσει πολλούς τό γεγονός ότι τήν έποχή αύτή ή παρουσία τών Σέρβων καί τών Ρώσων είναι σχεδόν άνύπαρκτη, ένώ μόνο οι Βούλγαροι κατέχουν τό Ζωγράφου καί κατά τό ήμισυ τό Χιλανδάρι μαζί μέ τούς ‘Έλληνες καί λίγοι Ρουμάνοι, κυρίως Μολδαβοί, ζουν ήσυχα καί άσκητικά στήν ιδιόρρυθμη σκήτη του ‘Αγίου Δημητρίου του Λάκκου, πού θυμίζει τίς χωμένες σέ δασωμένα φαράγγια σκήτες τής πατρίδος τους.
Η σημερινή έθνική έκπροσώπησις τών ορθοδόξων λαών στά μεγάλα μοναστικά καθιδρύματα του ’Άθω (1 ρωσική, 1 βουλγαρική καί 1 σέρβική μονή, καί 1 ρωσική καί 1 ρουμανική κοινοβιακή σκήτη) πρέπει νά γνωρίζουμε ότι είναι καρπός μιας έξελίξεως πού άρχισε μόλις στις άρχές του 19ου αίώνος, εφτασε στο άποκορύφωμά της λίγο πριν άπό τήν Ρωσική έπανάσταση καί πήρε τήν κατιούσα μέ τούς Βαλκανικούς καί τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Ποιές είναι όμως οί κινητήριες δυνάμεις πού κρύβονται πίσω άπό αύτήν τήν ιστορική έξέλιξη στο “Αγιο ’Όρος;
’Έχουν σχέση μέ τίς εύρύτερες άνακατάξεις στήν Βαλκανική, τό ’Ανατολικό Ζήτημα καί στή συνέχεια τό Μακεδονικό;
Προσωπικά πιστεύω πώς ή έθνική άφύπνισις τών λαών τής Βαλκανικής μέ πρωτοπόρους τούς Ελληνες μόνο άπό πολύ περιωρισμένη έποψη έπηρεάστηκε άπό τον γαλλικό Διαφωτισμό, ό όποιος χαρακτηριζόταν άπό έναν καίριο καί καινοφανή γιά τά δεδομένα τής ’Ανατολής έθνικισμό. Τό τι εγινε βέβαια στή συνέχεια μέ τήν ίδρυση τών έθνικών κρατιδίων καί τήν επιρροή τών Μεγάλων Δυνάμεων είναι άλλη ιστορία.
Γιά τήν έποχή πού μιλουμε όμως, ας μήν ξεχνάμε πώς ό Διαφωτισμός του Ρήγα καί τής Φιλικής μιλά γιά κοινό ξεσηκωμό δλων τών ’Ορθοδόξων Χριστιανικών λαών ένάντια στον τουρκικό ζυγό.
Έτσι ή έθνική άφύπνισις τών λαών τής Βαλκανικής τείνει μάλλον νά συνεχίσει τήν προ τής τουρκικής κατακτήσεως βυζαντινή κοινοπολιτειακή παράδοση παρά νά δημιουργήσει άνεξάρτητα καί άλληλοσυγκρουόμενα έθνικά βασίλεια δυτικου τύπου. Ξεκινά καί συσπειρώνεται γύρω άπό τήν ’Εκκλησία καί δέν είναι άντιεκκλησιαστική όπως στήν Δύση.
Η άλλοίωσις καί ό έκδυτικισμός αύτής τής έθνικής άφυπνίσεως έπεισέρχονται δόλια μέ τον δούρειο ίππο τής προστατευτικής πολιτικής τής Ρωσίας, πού προβάλλει άρχικά σάν υπερασπιστής τών ’Ορθοδόξων, κερδίζοντας τήν συμπάθειά τους, ένώ στήν ούσία έχει προ πολλου έκδυτικισθεί καί έχει μάθει, δπως οί Δυτικοί, νά χρησιμοποιεί ιερόσυλα τήν ’Εκκλησία γιά τήν έξυπηρέτηση τών έπεκτατικών της βλέψεων.
Διαβλέποντας όμως τήν άναπόφευκτη ήγεμονία τών Ελλήνων στά ’Ορθόδοξα Βαλκάνια, ή Ρωσία δημιουργεί καί συντηρεί τον πανσλαβισμό καί τό βουλγαρικό σχίσμα, βάζοντας έτσι τά πρώτα σπέρματα τής διχόνοιας στά βαλκανικά έθνη.
Παράλληλα οί υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις σπεύδουν νά άπογυμνώσουν τό νεοιδρυτο έλληνικό βασίλειο άπό κάθε μνήμη του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος μέ τήν άπόσχιση άπό τό Πατριαρχείο, τόν διωγμό του μοναχισμού, τόν έκδυτικισμό τής Εκκλησίας καί τήν κατά κόρον καλλιέργεια του Διαφωτισμού καί ένός γαλλικού τύπου ρομαντικού έθνικισμου.
’Έτσι φτάνουμε στον φυλετικό άνταγωνισμό καί τό Μακεδονικό Ζήτημα, πού όμως στό ‘Άγιο ’Όρος παίρνει μιά έντελώς ξέχωρη καί παράξενη διάσταση.
Σ΄ έναν χώρο πού ούτε ό πανσλαβισμός, άλλά ουτε καί ό δυτικός Διαφωτισμός μπόρεσαν νά εισχωρήσουν καί νά έπιδράσουν άποτελεσματικά στις ψυχές τών γνησίων Αγιορειτών μοναχών, πού ζουν άνέκαθεν άδελφωμένοι καί άφοσιωμένοι στό υπερκόσμιο ιδανικό του άγιασμου καί τής λατρείας του άληθινου Θεου, ή πολιτική τής Άγιας Πετρούπολης καταφεύγει στήν μέθοδο τής έκ τών έξω τεχνίτης άλλοιώσεως του μοναχικού πληθυσμου, ρίχνοντας παράλληλα τό όνομα του Άγιου ’Όρους στις τράπεζες τών διαπραγματεύσεων καί τών Διεθνών Συνθηκών τών Μεγάλων Δυνάμεων.
Όπως πολύ σωστά παρατηρεί o καθηγητής κ. Χρήστου :
Στον Άθωνα, λόγω τής ιδιομορφίας του χώρου, τελικώς ό Ανταγωνισμός πραγματοποιήθηκε χωριστά άπό τούς σλαβικούς λαούς:
Οι Σέρβοι, απασχολημένοι μέ άλλα τοπικά τους ζητήματα, σχεδόν δέν μετείχαν καθόλου καί εμφανίσθηκαν πολύ άργά,
οι Βούλγαροι εμειναν μόνοι (δηλαδή δέν είχαν σχέση μέ τό κέντρο τους διότι δέν είχαν μετάσχει στό Βουλγαρικό Σχίσμα) καί ούσιαστικώς οι Ρώσοι άγωνίζονταν γιά τήν μονοκρατορία.
Γιά νά μπορέσουν δμως νά θέσουν σέ έφαρμογή τά σχέδιά τους πέρα άπό τά άνεξάντλητα κονδύλια τής τσαρικής κυβερνήσεως πού προέρχονταν άπό τόν όβολό του άνυποψίαστου εύσεβους ρωσικού λαου, στό ‘Άγιο ’Όρος δέν διέθεταν άλλο μέσο παρά αύτή τήν ίδια τήν άγιορειτική παράδοση καί τούς αιωνόβιους μοναχικούς θεσμούς, στούς οποίους κατόρθωσαν νά εισχωρήσουν δόλια γιά νά τούς καταστρέψουν στή συνέχεια έκ τών έσω καί νά δώσουν ένα έντελώς διαφορετικό πρόσωπο στό ‘Άγιο ’Όρος, τό όποιο αν πετύχαιναν τά σχέδιά τους θά ήταν σήμερα μιά υπερπόντια σοβιετική κτήση, όπως άκριβώς τό Χόνγκ-Κονγκ καί ή Σιγκαπούρη γιά τήν Αγγλία.
Δέν κρίνω σκόπιμο νά έξιστορήσω έδώ τά καθέκαστα τής άλώσεως τής καθαρά έλληνικής καί μόνο κατά παράδοσιν ρωσικής μονής του Άγιου Παντελεήμονος, τής άναγωγής σέ κοινοβιακή σκήτη του κελιού του Άγιου Άνδρέου πάνω άπό τίς Καρυές, τής έκθέσμου έπεκτάσεως καί αύξήσεως τής κοινοβιακής σκήτης του Προφήτου Ηλιου καί τήν μετατροπή τών μετοχίων Χρωμίτσης καί Θηβαΐδος σέ υποψήφιες κοινοβιακές σκήτες.
Εκείνο πού θέλω νά τονίσω είναι πώς παρακολουθώντας κανείς άπό κοντά δλη αύτή τήν παράξενη ιστορία άπό τήν εισδοχή τών πρώτων Ρώσων άσκητών τής Καψάλας στο έλληνικό κοινόβιο του Άγιου Παντελεήμονος τό 1838 μέχρι τήν Συνθήκη τής Λωζάνης τό 1923 καί τήν ψήφιση του Καταστατικου Χάρτη του Αγίου ’Όρους τό 1924, άποκομίζει τήν έντύπωση πώς τό ’Όρος εισέρχεται καί έξέρχεται άπό μιά εθνολογική μετεξέλιξη πού δέν προκαλεΐται πάντοτε έξωθεν ούτε καί είναι πάντοτε υποβολιμαία, χρησιμοποιώντας πάντοτε τήν ίδια θύρα τής χιλιόχρονης παραδόσεως καί τών αιωνόβιων μοναχικών θεσμών του.
’Ίσως φαίνεται παράξενο αύτό πού υποστηρίζω, άλλά ή παράδοση είναι έκείνη πού δίνει στο φυλετισμό τίς άφορμές καί τά άδύνατα σημεία, γιά νά εισχωρήσει στήν άγιορειτική άδελφότητα καί ή ίδια είναι έκείνη πού τελικά τον άποβάλλει σάν ξένο σώμα καί δίνει τήν σωστή λύση στο θέμα τής αύτοδιαθέσεως του Άγιου ’Όρους.
’Έτσι στήν περίπτωση τής άγιορειτικής παραδόσεως βλέπουμε νά έφαρμόζεται τό ρητό του Αποστόλου: Οταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμί καί νά άποδεικνύεται έτσι ό γνήσια χριστιανικός καί εύαγγελικός χαρακτήρας της.
Καί γιά νά γίνω πιο συγκεκριμένος:
Οταν ό καλοκάγαθος ήγούμενος Γεράσιμος ό έκ Δράμας μετά τό τέλος τής Έπαναστάσεως καί τών βανδαλισμών τών Τούρκων καλεί τούς Ρώσους άσκητές τής Καψάλας νά έγκαταβιώσουν στήν κατ ’ όνομα μόνο «μονή του Ρωσικού» καί νά βοηθήσουν μέ τίς γνωριμίες τους στήν Ρωσία στήν έξάλειψη του τεραστίου χρέους τής μονής καί στήν άνοικοδόμησή της, τότε μιλάει ή παράδοσις.
Οταν άπογοητευμένοι άπό τον άθέμιτο άγώνα γιά έκρωσισμό του μοναστηριου έκ μέρους τών Ρώσων άδελφών τους, άναχωρουν άπό αύτό 28 Ελληνες μοναχοί, τότε μιλά ή παράδοσις.
Οταν οί Βουλγαρορθόδοξοι μοναχοί του Ζωγράφου δέν μετέχουν στο βουλγαρικό σχίσμα, άλλά μένουν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε μιλά ή παράδοσις.
Οταν οί ίδιοι μοναχοί σέ έρώτηση του Ρώσου πρεσβευτου στήν Κωνσταντινούπολη κόμη Ίγνάτιεφ, γιατί δέν κοινοβιάζουν Ρώσους στο μοναστήρι τους, δίνουν τήν άπάντηση «γιατί φοβούμαστε μήπως βγάλουν έμάς άπό τήν μονή μας», τότε μιλά ή παράδοσής.
Οταν μετά τήν έπίσκεψη του Σέρβου βασιλέως ’Αλεξάνδρου του Α’ στο Χιλανδάρι καί τήν ύπόσχεσή του νά φροντίσει γιά τήν έξόφληση τών χρεών του καί νά καθορίσει έτήσια έπιχορήγηση, οι Βούλγαροι καί Ελληνες μοναχοί παραχωρούν πολύ σύντομα τήν διοίκηση τής μονής στούς μέχρι πριν λίγο άνύπαρκτους Σέρβους πού άρχισαν νά συρρέουν, τότε νικά ή παράδοσις.
Οταν μετά τήν άπαίτηση του ένωμένου ρουμανικου κράτους νά μετονομασθεί ή μολδαβική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου σέ «ρουμανική», ό Νήφων καί ό Νεκτάριος, πιστοί στήν μολδαβική φιλορωσική παράδοση, διαφωνούν, έγκαταλείπουν τήν σκήτη μέ 20 μοναχούς καί έγκαθίστανται στο Ιάσιο προσπαθώντας νά άποτρέψουν τήν άλλαγή ή νά παραδώσουν τήν σκήτη στούς Ρώσους, τότε μιλα ή παράδοσις.
’Αλλά καί όταν έπιστρέφουν πίσω, πεπεισμένοι γιά τήν άναγκαιότητα τής άλλαγής καί γίνονται δεκτοί, τότε έμπλουτίζεται ή παράδοσις.
Οταν σύσσωμη ή ‘Ιερά Κοινότης υποβάλλει εκτενές υπόμνημα υπογεγραμμένο άπό τις τρεις σλαβικές μονές στήν Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου, όπου καταρρίπτει ενα πρός ένα τά έπιχειρήματα του διαβοήτου υπομνήματος τών Ρώσων Κελιωτών πού ζητούσαν τήν κατάργηση του ίσχύοντος άντιπροσωπευτικου διοικητικού συστήματος του Άγιου ’Όρους, τήν άντικατάστασή του δι ’ άπλου πλειοψηφικού, τήν ούδετεροποίηση του Άγιου ’Όρους καί τήν συγκυριαρχία τών ’Ορθοδόξων Κρατών έπ ’ αύτου, τότε επικρατεί ή παράδοσις.
Οταν στο ίδιο υπόμνημα ή Ιερά Κοινότης διαδηλώνει τήν άκράδαντη θέληση του Σώματος νά ένωθεί ό τόπος μέ τήν δορυκτήτρια Ελλάδα, στήν όποια δέον νά μεταβιβασθουν όλα τά δικαιώματα τής προκατόχου Τουρκίας μετά τής παρακλήσεως μόνον ή τής συστάσεως, όπως σεβασθεί τό πανάρχαιον προνομιακόν καθεστώς του ‘Ιερού ημών Τόπου καί τη ρήση αύτό άπαραχάρακτον πρός βίον τών Μοναχών όντως όσιον.
Καί όταν άμέσως παρακάτω διαπιστουται ότι:
Ούδεμία ταύτης άλλη οδός φέρει εις τήν ήσυχίαν καί σωτηρίαν ήμών. Επιποθούμεν δέ καί έπιδιώκομεν τήν μετά τής δορυκτητρίας Ελλάδος ενωσιν ήμών, καθ΄ όσον εχομεν διαβεβαιώσεις ότι τό πανάρχαιον ήμών καθεστώς θά διατηρηθεί άλώβητον καί ό ‘Ιερός ήμών Τόπος θά αύτοδιοικήται ώς καί μέχρι του νυν υπό τών είκοσιν Αντιπροσώπων τών Ιερών Μονών τότε θριαμβεύει ή παράδοσις.
Οταν μετά τήν ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους άπό τούς άντιπροσώπους όλων τών μονών πλήν του ρωσικού, άρχίζουν νά παρακάθηνται στις συνάξεις σάν νά μή συνέβαινε τίποτε καί οί άντιπρόσωποι του ρωσικού, τότε διασφαλίζεται καί κατοχυρώνεται ή παράδοσις.
Ό Ιερός Τόπος, υστέρα άπό μιά έναγώνια ταλαιπωρία ένός αίώνος σώζεται παρά τρίχα άπό μιά ύποβολιμαία πολιτική πρόταση δήθεν άνεξαρτητοποιήσεως καί διεθνοποιήσεώς του, πού θά τόν μετέτρεπε σέ κέντρο πολιτικών παθών, φυλετικών ταραχών, κομματικών ερίδων καί θά φυγάδευε τήν ιερότητα, τήν γαλήνη καί τήν άπαραίτητη γιά τήν άπρόσκοπτη συνέχιση τής μοναστικής παραδόσεως ήσυχία.
Άς τό προσέξουμε ιδιαίτερα αύτό:
Η αύτοδιάθεσις του Άγιου ’Όρους υπέρ τής Ελλάδος δέν έχει φυλετικά ή πληθυσμιακά κριτήρια.
Τό Άγιο ’Όρος προσβλέπει σ’αύτήν καθόσον εχει διαβεβαιώσεις δτι τό πανάρχαιό τον καθεστώς θά διατηρηθεί άλώβητον καί ό ‘Ιερός Τόπος θά αύτοδιοικήται, πρός βίον τών Μοναχών όντως όσιον!!
‘Όλοι γνωρίζουν ότι ή Κυβέρνησις του Βενιζέλου ήταν έτοιμη νά δεχθεί τήν ρωσική λύση τής διεθνοποιήσεώς ή συγκυριαρχίας, αν τής παρέχονταν άλλα πιο σπουδαία γι αύτήν άνταλλάγματα. Γι ’ αύτό καί παρέλειπε διακριτικά νά άσκεΐ τά κυριαρχικά της δικαιώματα στό ‘Άγιο ’Όρος μέχρι τήν Συνθήκη τής Λωζάνης.
Θά μπορούσαμε νά πούμε ότι ή προσάρτησις του Άγιου Όρους ήταν γι ’ αύτήν περισσότερο μιά έπιφόρτισις μέ μιά διεθνή υποχρέωση παρά ένα επίτευγμα .τής έξωτερικής της πολιτικής.
Τό Άγιο ’Όρος χάρισε άπό μόνο του τόν έαυτό του στήν Ελλάδα καί δι’αύτής στον κόσμο ολόκληρο.
Όσο γιά τό όλο καί πιο άποδυναμωμένο Οικουμενικό Πατριαρχείο άρκεί μόνο νά άναφέρουμε, ότι άκριβώς έκείνος ό Πατριάρχης, πού θέλησε νά υπαγάγει τό Άγιο ’Όρος στό ίσχύον γιά όλα τά σταυροπηγιακά μοναστήρια κανονικό δίκαιο καί νά τό άπογυμνώσει σχεδόν άπό όλα τά πανάρχαια προνόμιά του, είναι αύτός πού φάνηκε ό περισσότερο ένδοτικός στις ισχυρές πιέσεις τής ρωσικής διπλωματίας καί άνοιξε διάπλατα τήν πόρτα γιά τόν ρωσικό εποικισμό του (’Ιωακείμ ό Β’).
Θά μπορούσε λοιπόν κάλλιστα τό ’Όρος νά είναι σήμερα ένα αύτοδιοίκητον τμήμα του Ελληνικού Κράτους μέ σλαβικό κατά πλειοψηφία μοναχικό πληθυσμό, αν δέν προλάβαινε ή Ρωσική Έπανάστασις, οί δύο πόλεμοι καί οί άκόλουθες πολιτικές καί κοσμοθεωριακές άνακατατάξεις στήν Ανατολική Ευρώπη.
Προσωπικά πιστεύω πώς καί στήν περίπτωση αύτή τό ‘Άγιο ’Όρος θά παρέμενε άναλλοίωτο στήν προσήλωσή του πρός τήν κυρίαρχο Ελλάδα.
Μέ κάνει όμως νά άμφιβάλλω σοβαρά γιά τήν προσήλωση τής ‘ Ελλάδος στις διεθνείς δεσμεύσεις της ή στενόκαρδη έθνικιστική πολιτική του ‘Υπουργείου Εξωτερικών σέ σχέση μέ τά ξενόφωνα μοναστικά καθιδρύματα, ή όποια έπεκράτησε κυρίως μετά τήν λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οτι ό ψυχρός πόλεμος δέν είναι ή μοναδική αίτια άποδεικνύει τό γεγονός ότι τήν στιγμή αύτή πού μιλουμε πολλοί άλλοεθνείς Άγιορείται στερουνται ταυτοτήτων καί έπισήμων ταξιδιωτικών έγγράφων, σέ άντίθεση μέ τό Σύνταγμα καί τον Καταστατικό Χάρτη του Άγιου ’Όρους πού τούς έπικυροί αύτομάτως τήν έλληνική ιθαγένεια άμα τή προσλήψει τους σέ άγιορειτική μονή, άνευ ούδεμιας άλλης διατυπώσεως.
Επίσης κατά καιρούς πολλοί υποψήφιοι προσκυνηταί άπό τίς ομόδοξες χώρες παρεμποδίζονται καί καταταλαιπωρουνται άπό ύπαλλήλους του ίδίου ‘Υπουργείου.
Θέτω καί τά δύο αύτά φαινόμενα ύπ’ οψιν τής νέας Κυβερνήσεως, σάν μία κακή κληρονομιά του παρελθόντος καί σάν αποτέλεσμα μιας κοντόφθαλμης έθνικής πολιτικής πού πρέπει τουλάχιστον νά θεωρείται παρωχημένη, σήμερα, μετά τίς κοσμογονικές πολιτικές άλλαγές στις άνατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Άν είναι πιά καιρός νά ξαναφέρουμε τον Θεό στό σχολειό καί στο σπίτι, σύμφωνα μέ τήν πρόσφατη ρήση του Πρωθυπουργου στό Αγιο ’Όρος, ίσως δέν θά ήταν άσχημη ιδέα νά βάλουμε καί λίγο Βυζάντιο στήν έξωτερική μας πολιτική.
Τό Αγιο ’Όρος έγκαταλειμμένο άπό κάθε έξωτερική προστασία βγήκε σώο άπό μιά τρομερή περιπέτεια μέ μοναδικό γνώμονα τίς αιωνόβιες παραδόσεις του καί μοναδική δύναμη τήν προστασία τής Θεοτόκου καί τών Άγιων του.
Κι αύτό, γιατί μή θέλοντας νά άπεμπολήσει τίς ζωντανές μοναχικές παραδόσεις καί τούς θεσμούς του έμαθε νά είναι δυνατό μέσα στήν άδυναμία καί έγκατάλειψή του, ένωμένο μέσα στήν άσυνεννοησία καί άποκέντρωσή του καί συνετό μέσα στήν άπερισκεψία καί άφρονησιά του.
Είθε ή ζείδωρη αύτή άγιορειτική μοναχική παράδοση νά έξακολουθεΐ νά ζεΐ καί στήν νέα έποχή πού διαγράφεται γιά τούς ομόδοξους λαούς της Ανατολικής Εύρώπης καί νά άκτινοβολεί σ’ αύτούς τήν ζεστασιά της παρουσίας του Άληθινου Θεου πού τόσο στερήθηκαν δλα αύτά τά χρόνια.