Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης (1780(;) – 1841) ήταν εκ των σημαντικών ηρώων της Επανάστασης του 1821. Επικεφαλής Τσακώνων αγωνιστών συνέβαλε αποφασιστικά στην άλωση της Μονεμβασιάς (23/7/1821) και κυρίως στην άλωση της Τριπολιτσάς (23/9/1821), στις κομβικές δηλαδή πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων, που θεμελίωσαν την Εθνεγερσία. Έλαβε επίσης με επιτυχία μέρος στη Μάχη των Δερβενακίων.
Οι Τσάκωνες φημίζονται για τη νοικοκυροσύνη τους και την φιλοπατρία τους. Εκ των πρώτων πήραν τα όπλα κατά της οθωμανικής τυραννίας και ήταν σημαντική η οικονομική εισφορά τους στον Αγώνα, θυσιάζοντας τις περιουσίες που είχαν αποκτήσει στην Κωνσταντινούπολη και τον πλούτο που αποκόμιζαν συμμετέχοντας στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις κυρίως των Σπετσιωτών. Όταν θέλησαν να πείσουν τους Σπετσιώτες να σπεύσουν και να βοηθήσουν στην άλωση της Μονεμβασιάς τους δήλωσαν «ότι θυσιάζουν όλοι οι κάτοικοι Πραστού, εις όσα έχουν πλοία συμμετοχάς, εν σταθερά καρδία, υπέρ του Έθνους κ’ εν ταυτώ υπέρ Ελευθερίας, χωρίς να απαιτήσωσιν άλλας αντιμισθίας».
Οι θυσίες και οι εισφορές των Τσακώνων μένουν στους πολλούς άγνωστες. Ίσως να έφταιξε η απομόνωσή τους. Ο κύριος τόπος τους, το Λεωνίδιο, ο «σίγουρος τόπος» για τον Κολοκοτρώνη, δεν γνώρισε τούρκο, αλλά ήταν αποκλεισμένος από στεριά. Δεν υπήρχε δρόμος. Λόγω θέσης υπήρξε τόπος εξορίας – εκεί θέλησαν να στείλουν οι Κουντουριώτες τη Μπουμπουλίνα για να την εξουδετερώσουν -, ή τόπος περισυλλογής, όπως ήταν για τον Βρεσθένης Θεοδώρητο.
Πηγή ιστορική συμμετοχής και δράσης του καπετάν Γεωργάκη Μανωλάκη και των άλλων Τσακώνων στρατιωτικών και πολιτικών στην Επανάσταση είναι το 3.281 στίχων επικό ποίημα «Η Λάκαινα», του ιερέως του Πραστού – πρωτεύουσας της Τσακωνιάς πριν τον κάψει ο Ιμπραήμ και αυτή μεταφερθεί στο Λεωνίδιο – Θεοδώρου Νικ. Οικονόμου, του Κανικλέους (1811-1877), πού γεννήθηκε και απεβίωσε στο Λεωνίδιο. Αυτοδίδακτος αλλά με ταλέντο ποιητή έγραψε ένα πρωτότυπο ποιητικό αριστούργημα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και αναπαιστικό δεκαεξασύλλαβο, σε άρτιες μετρικές αναλογίες.
Μια δεύτερη ιστορική πηγή είναι ο Μιχαήλ Δέφνερ ( Βαυαρία 1848-Αθήνα 1934) σημαντικός φιλόλογος, γλωσσολόγος και αρχαιολόγος φιλέλληνας και στη συνέχεια Έλληνας (πήρε την ελληνική υπηκοότητα και έζησε έως το τέλος της ζωής του στην Ελλάδα). Αυτός τα έτη 1874 και 1875 διέμεινε στο Λεωνίδιο, για να μάθει την τοπική τσακωνική διάλεκτο και για να πληροφορηθεί τα της συμμετοχής των Τσακώνων στην Επανάσταση του 1821 από τους επιζώντες γέροντες αγωνιστές.
Στα όσα ο Δέφνερ έγραψε για τη συμμετοχή των Τσακώνων στην Επανάσταση του 1821 συνέβαλε ο συμβολαιογράφος του Λεωνιδίου Νικόλαος Ζωγράφος. Στις 16 Μαρτίου 1821 ήταν παρών στην μετά τη Θεία Λειτουργία και Δοξολογία κήρυξη της Επαναστάσεως από τους Τσάκωνες στον ιστορικό ναό της Παναγίας στο Λεωνίδιο. Παρών επίσης στη σύλληψη αξιωματικού του Ιμπραήμ, το 1826, που αποκάλυψε στους Τσάκωνες ότι οι Αιγύπτιοι δεν θα επιτεθούν στο Λεωνίδιο, γιατί φοβούνται ότι θα εγκλωβιστούν εκεί και θα συντριβούν. Σχετικά με τη συμμετοχή των Τσακώνων στην Επανάσταση έγραψαν, μεταξύ άλλων, ο Νικ. Σπηλιάδης στην «Ιστορία» του και ο Φωτάκος στα «Απομνημονεύματά» του.
Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τρεις μήνες, προ της έκρηξης της Επανάστασης με οικείους του ετοίμαζαν όπλα και πολεμοφόδια στο σπίτι του. Στις 18 Μαρτίου με τετρακόσιους Τσάκωνες αγωνιστές αναχώρησε από το Λεωνίδιο προς πολιορκία της Μονεμβασίας. Παράλληλα έστειλε στις Σπέτσες τον πεθερό του Αναγνώστη Τροχάνη για να προωθήσει την από θαλάσσης βοήθεια των Σπετσιωτών στην πολιορκία, με κίνητρο όσα σημειώθηκαν προηγουμένως. Οι Σπετσιώτες έστερξαν και πολιόρκησαν την Μονεμβασία με έξι μπρίκια. (Μιχ. Δέφνερ «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Πελοποννησιακά, Τόμος ΚΑ΄, Αθήναι, 1955, 202-203).
Η μετά από σκληρό αγώνα παράδοση της Μονεμβασίας από τους Τούρκους έγινε στον Καντακουζηνό, αντιπρόσωπο του αρχηγού Δημ. Υψηλάντη. Γράφει η «Λάκαινα»: «Προ δε του Καντακουζηνού ο Βέης γονατίζει και σπάθην χρυσοπάρυφον και κλείδας του κομίζει. Ο δε την σπάθην έζωσε στον Καπετάν Γιωργάκη, τας κλείδας δ’ έλαβεν αυτός θέσας εις το θυλάκι. Και «Ζήτω η κλεινή Ελλάς και η Ελευθερία!» κράζουσι και πυροβολούν στρατός κι από τα πλοία» (Θεοδώρου Πρωτοπαπά Οικονόμου του και Κανικλέους «Η Λάκαινα», ιστορικόν ποίημα, Εν Αθήναις, Τυπογρ, Δ. Ειρηνίδου, 1859, στίχοι 3068-3073).
Μετά την άλωση της Μονεμβασιάς ο Γεώργιος Μανωλάκης ποθούσε να συμμετάσχει στην άλωση της Τριπολιτσάς, που είχε αρχίσει στις αρχές Ιουνίου 1821, και δεν χρειάστηκε να τον παροτρύνει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τον ονόμαζε «Γεωργάκη τον Τζάκονα». (Θεοδ. Κολοκοτρώνη «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής 1770-1836», Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφεως, 1846, σελ. 80). Την 3η Αυγούστου ήταν στην περιοχή της Τριπόλεως, επικεφαλής 500 ανδρών.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο πορθητής της Τριπολιτσάς ήταν ο Μανώλης Ντούνιας (ή Δούνιας), από το σώμα των Τσακώνων του καπετάν Γεωργάκη, όπως αναφέρει σωστά ο Νικόλαος Σπηλιάδης («Απομνημονεύματα 1821-1843», Αθήναι, 1972, Τ. Α΄, σελ. 243). Λόγω του μεγάλου ηρωισμού και αθανάτου κλέους του πορθητού αγωνιστές και ιστορικοί παρέκαμψαν το γεγονός, ή το αλλοίωσαν… Ένας μύθος που λέγεται θεωρούσε ως πορθητή κάποιον «Κεφάλα», που, για τους Τσάκωνες, δεν ήταν άλλος από τον καπετάν Γεωργάκη Μανωλάκη, πούχε το παρατσούκλι «κεφάλας». (Ανωνύμου «Η Κυνουρία κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Αθήναι, 1930, σελ. 15 και 42).
Στον Εμφύλιο και στις συνωμοσίες των φατριών που είχαν σχηματίσει οι Κωλέττης και Μαυροκορδάτος με τους Κουντουριώτες σε βάρος των στρατιωτικών ο Γεωργάκης Μανωλάκης ήταν σταθερά υπέρ του Κολοκοτρώνη και των άλλων στρατιωτικών. (Βλ. Θάνου Βαγενά «Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης – Μιχαλάκης», Εκδ. Συλλόγου «Λεωνίδιον», Αθήναι, 1973, σελ. 65-108). Όταν ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε από το μοναστήρι της Ύδρας και ανέλαβε πάλι την ηγεσία των Ελλήνων στον πόλεμο κατά του Ιμπραήμ, κάλεσε με έγγραφό του τον «Γεωργάκη τον Τζάκονα» να τεθεί υπό τις διαταγές του, πράγμα που έγινε καθώς ήτανε πάντα ο πιστός στον Γέρο του Μοριά καπετάνιος.
Για τα μετεπαναστατικά του χρόνια λίγα είναι γνωστά. Ένα από αυτά είναι ότι βοήθησε στο να μαθαίνουν γράμματα τα Τσακωνόπουλα, με τη συμβολή του στη δημιουργία «Γενικής Σχολής» στο Λεωνίδιο. Ένα ακόμη που πληροφορούμαστε από τη διαθήκη που άφησε είναι ότι ανεψιός του ήταν ο αγωνιστής του 1821 Γιαννάκης Σαραντάρης, πρόγονος του σημαντικού ποιητή και στοχαστή Γιώργου Σαραντάρη και του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Σαραντάρη (1933- ), που είναι εκ των συγχρόνων ευεργετών του Λεωνιδίου. Για τον Μανωλάκη γράφτηκαν και δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά γράφει: «…Περίμενε Τρομπολιτσά, σε δυο, σε τρεις ημέρες, θαρθούν τα Τσακωνόπουλα και ο καπετάν Γεωργάκης να ιδής Πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι…» (Γ. Παπαγεωργίου «Ιστορία του Πραστού, Αθήναι, 1970, σελ. 111).-