Παναγία της Σπηλιάς – Η κυρά των Αγράφων

(Προσκύνημα στὴν Παναγία τῆς Σπηλιᾶς)

Του π. Δημητρίου Μπόκου

Προπαραμονὴ τῆς Παναγίας ἀπόγευμα ξεκινοῦσαν οἱ συντροφιές μας γιὰ τὸ μεγάλο προσκύνημα στὴν Παναγία τῆς Σπηλιᾶς.

Ἀπρόσιτη ἀετοφωλιὰ στὴν καρδιὰ τῶν Ἀγράφων, ἡ ἱστορικὴ μονὴ τῆς Σπηλιᾶς ἀποτελεῖ, αἰῶνες τώρα, πνευματικὸ φάρο μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς, ποὺ συνενώνει γύρω ἀπὸ ἕναν ὀρεινό, μοναδικὰ μεγαλειώδη ὄγκο τέσσερα γειτονικὰ γεωγραφικὰ συγκροτήματα: Τὴ βορεινὴ Εὐρυτανία, τὴν ὀρεινὴ Ἀργιθέα τῆς Καρδίτσας, τὸ Ἄνω καὶ Κάτω Ραδοβύζι τῆς Ἄρτας (δῆμος Τετραφυλλίας παλιότερα) καὶ τὸν θρυλικὸ Βάλτο τῆς Ἀκαρνανίας.

Σκαρφαλωμένη σὲ ἀπόκρημνη βραχώδη προβολή, κοντὰ στὰ 1000 μ. ὑψόμετρο, ἡ μονὴ δεσπόζει στὴ στενὴ κοιλάδα -χαράδρα περισσότερο- μὲ τὸ Πετριλιώτικο ρέμα νὰ κυλάει στὸ βάθος της. Ἐπιβλητικὰ βουνὰ γύρω της -Τύμπανος, Καράβα καὶ ἄλλες πανύψηλες κορφές- ξεπερνώντας τὰ 2.000 μ., συνθέτουν μὲ πρωτόφαντη μεγαλοπρέπεια τοπία ἐκρηκτικῆς ἄγριας ὀμορφιᾶς.

Ἡ ἱστορία της χάνεται στοὺς θρύλους μιᾶς ὁλόκληρης χιλιετίας. Ἡ παράδοση μιλάει γιὰ δυὸ εὐλαβεῖς μοναχοὺς (Παρθένιο καὶ Ἀθανάσιο) ἀπ’ τὴ μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους κοντὰ στὸ χωριὸ Στεφανιάδα Καρδίτσας. Αὐτοὶ εἶχαν ξεκινήσει (τὸ 1064 κατὰ μία ἐκδοχή) γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μὰ λογάριαζαν χωρὶς …τὴν Παναγία.

Φτάνοντας ἐκεῖ ποὺ σήμερα βρίσκεται ἡ μονή, βλέπουν σὲ ὄνειρο τὴν Παναγία. Τοὺς φανερώνει τὴν ἐπιθυμία της νὰ παραμείνουν ἐκεῖ καὶ νὰ τῆς χτίσουν μοναστήρι. Τρομαγμένοι οἱ δυὸ μοναχοὶ ξαναγυρίζουν στὴ μονή τους. Ἀναφέρουν στὸν γέροντα ἡγούμενο τὸ γεγονὸς καὶ ἐκεῖνος τοὺς συμβουλεύει νὰ ὑπακούσουν στὸ θέλημα τῆς Παναγίας. Ἔτσι μὲ δεύτερη ὑπόδειξή της οἱ δυὸ μοναχοὶ βρίσκουν τὴν εἰκόνα της σὲ πολὺ δύσβατο σημεῖο, μέσα σὲ σπηλιά, μὲ τὸ καντήλι της ἀναμμένο νὰ καίει μπροστά της.

Τὸ μέρος ὅμως ἦταν ἄνυδρο. Γιὰ νὰ χτίσουν ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ φέρνουν τὸ νερὸ ἀπὸ δυὸ ὧρες μακριά. Σπρωγμένοι ἀπὸ τὴ λειψυδρία, ἀναζήτησαν ἀρχικὰ ἄλλη τοποθεσία γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς μονῆς. Μὰ ἡ Παναγία τὸ φρόντισε καὶ αὐτό. Ὑπέδειξε στὸν πρωτομάστορα ἕνα βράχο, σὲ ἀπόσταση πέντε μόλις λεπτῶν ἀπὸ τὴ θέση ὅπου ἔγινε ἡ φανέρωση τῆς εἰκόνας. Σπάζοντας τὸν βράχο, ξεπήδησε ἄφθονο νερὸ ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα. Ἔτσι χτίστηκε, ἀφιερωμένος στὴν Κοίμηση, ὁ πρῶτος μικρὸς ναὸς τῆς Παναγίας, πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ὅπου μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο βρέθηκε ἡ εἰκόνα της.

Ἡ εἰκόνα ἀναπαριστᾶ τὴν Παναγία Ὁδηγήτρια. Πιθανολογεῖται ὅτι ἀνήκει στὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ φιλοτέχνησε ὁ πρῶτος ἁγιογράφος της, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστής. Ἔγινε φημισμένη γιὰ τὰ πολλά της θαύματα, ποὺ τῆς ἔδωσαν καὶ τὸ ὄνομα Γιάτρισσα.

Τὸ 1677, μὲ ἐπίσημο ἔγγραφο-σιγίλλιο τοῦ πατριάρχη Διονυσίου τοῦ Δ΄, ἡ μονὴ ἀνακηρύσσεται Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακή. Ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἀνέφερε τὸ 1064 ὡς ἔτος κτίσεως τῆς μονῆς, καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τοῦ 1854. Τὸ 1736 δίπλα στὸν ἀρχικὸ μικρὸ ναὸ χτίζεται νέος μεγαλύτερος, ἀφιερωμένος στὴ Ζωοδόχο Πηγή, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ σημερινὸ καθολικὸ τῆς μονῆς. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δεκαπενταύγουστο, πανηγυρίζει καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα. Ἐπιγραφὴ ποὺ διασώζεται δεξιὰ τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ, ἀναφέρει τοὺς νέους κτίτορες, Παρθένιο, Ἰωνά, Γαβριὴλ καὶ Ἀνανία.

Ἀπόρθητο φυσικὸ ὀχυρὸ ἡ μονή, ὑπῆρξε ἐπὶ τουρκοκρατίας, ὅπως ὅλα τὰ μοναστήρια, βάση καὶ ὁρμητήριο τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ θρυλικοῦ ἥρωα Κατσαντώνη καὶ κυρίως τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ἀπὸ τὸ 1837 καὶ ἑξῆς ἀποτέλεσε τὸ στρατηγεῖο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1854.

Ἂν καὶ ἐξαιρετικὰ δυσπρόσιτο, τὸ μοναστήρι γέμιζε προσκυνητὲς ὅταν γιόρταζε, ἰδιαίτερα στὴ γιορτὴ τῆς Κοίμησης, τὸ καλοκαίρι. Οἱ κάτοικοι τῶν γύρω περιοχῶν περιέβαλλαν μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὴν Παναγία τὴ Σπηλιώτισσα. Ὁ διάχυτος σεβασμός τους ἐκδηλωνόταν μὲ τὰ πολλά τους τάματα πρὸς τὸ μεγαλύτερο προσκύνημα τῶν Ἀγράφων. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία στὰ μέρη μας νὰ τάξουν ὅλα τὰ παιδιά τους στὴν Παναγία καὶ νὰ τὰ πάνε νὰ προσκυνήσουν στὴ Χάρη της. Αὐτὸ σήμαινε βέβαια μιὰ ὁλόκληρη ἐκστρατεία. Οἱ μετακινήσεις ὅλες γίνονταν μὲ τὰ πόδια.

Ἡ μάνα μας, εὐλαβικὴ ψυχή, μακαρίτισσα τώρα -Θεὸς σχωρέσ’ την-, πήγαινε κάθε φορὰ καὶ ἀπὸ ἕνα της παιδὶ στὸ μεγάλο προσκύνημα. Μικρὸ παιδὶ στὴν Ε΄ Δημοτικοῦ, εἶχα τὴν εὐκαιρία κι ἐγὼ νὰ περπατήσω στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιᾶς. Ἀπὸ τὸ χωριό μας (Καστανιὰ Ἄνω Ραδοβυζίου Ἄρτας) ξεκινούσαμε τὸ ἀπόγευμα τῆς προπαραμονῆς καὶ διανυκτερεύαμε σὲ φιλικὲς οἰκογένειες στὴ Γρέβια ἢ στὶς Πηγές, τελευταῖα χωριὰ τῆς Ἄρτας στὰ ὅρια μὲ τὴ Θεσσαλία, ἀπὸ ὅπου τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ-πρωὶ διαβαίναμε τὸν Ἀχελῶο ποταμὸ καὶ μπαίναμε στὴν περιοχὴ τῆς ὀρεινῆς Ἀργιθέας.

Τὸ πέρασμα γινόταν ἀπὸ τὴ μόνη διαθέσιμη πρόσβαση, ποὺ ἦταν ἡ γέφυρα Κοράκου. Παλιὸ ἱστορικὸ γεφύρι, ποὺ χτίστηκε μὲ τὴ φροντίδα τοῦ «ἁγίου τῶν γεφυριῶν», τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνα, μητροπολίτη Λάρισας. Ὁ ἅγιος μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο φρόντισε γιὰ τὴν ἐπικοινωνία τῶν δυσπρόσιτων περιοχῶν τῶν Ἀγράφων, χτίζοντας πολλὰ γεφύρια, ὑπέροχα μνημεῖα τέχνης ὅλα. Τὸ θεογέφυρο Κοράκου (τοῦ Ἄσπρου τὸ γιοφύρι ἢ τοῦ Κόρακα τὸ διόφυρο) ἦταν τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα. Μὲ αὐτὸ ἑνώθηκαν οἱ ὀρεινὲς περιοχὲς Ραδοβυζίου (Ἄρτας), Ἀργιθέας (Καρδίτσας), Εὐρυτανίας καὶ Βάλτου (Ἀκαρνανίας). Τὸ γεφύρι ἦταν πέτρινο, μονότοξο, τὸ μεγαλύτερο στὰ Βαλκάνια, μὲ ὕψος 24 μ., ἄνοιγμα τόξου 49,50 μ. καὶ συνολικὸ μῆκος 80 μ. Ἦταν μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ τὸ γνωστὸ γεφύρι τῆς Πλάκας στὸν Ἄραχθο ποταμό.

Κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων του, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ ἅγιος Βησσαρίων, ἀνεβασμένος στὴ μέση της καμάρας, φώναξε στοὺς μαστόρους καὶ στὸ πλῆθος ἀποκάτω: «Πῶς μὲ βλέπετε, παιδιά;» «Σὰν κόρακα, δέσποτα», ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ἀστειευόμενοι, βλέποντας τὸ ράσο του νὰ ἀνεμίζει στὰ ὕψη. «Ἔ, τότε, ἂς εἶναι “Γεφύρι τοῦ Κοράκου” τὸ ὄνομά του», εἶπε γελώντας καὶ ὁ ἅγιος. Καὶ συνέστησε πατρικά: «Νὰ προσέχετε πάντοτε τὸ γεφύρι. Νὰ ἐπιδιορθώνετε τὴ φθορά του. Δὲν θέλω καθόλου ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῆς Ἐκκλησίας σας στὴ Μητρόπολή μου (ἡ Μητρόπολη τῆς Λάρισας ἔφτανε τότε μέχρι καὶ τὴν ὀρεινὴ Ἄρτα [Ἄνω καὶ Κάτω Ραδοβύζι]). Πάντοτε θὰ εἶμαι κοντά σας καὶ θὰ σᾶς προστατεύω». Εὐγνώμονες οἱ εὐλαβεῖς κάτοικοι γιὰ τὸ μοναδικὸ αὐτὸ ἔργο, ἔστησαν μικρὸ εἰκόνισμα-προσκυνητάρι τοῦ ἁγίου, λίγο πρὶν τὴν εἴσοδο τοῦ γεφυριοῦ (ἀπ’ τὴ μεριὰ τῆς Ἄρτας).

Τὸ ἐπιβλητικὸ κατασκεύασμα θεμελιώθηκε μὲ ἀρραγῆ σταθερότητα στοὺς γρανιτένιους βράχους τοῦ κάθετου φοβεροῦ φαραγγιοῦ καὶ ἔδεσε ἁρμονικὰ μὲ τὸ ἀπρόσιτο ἄγριο φυσικὸ περιβάλλον. Τὰ ὁρμητικὰ παγωμένα νερὰ τοῦ Ἀσπροπόταμου ἐπιτέλους δαμάστηκαν. Γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ δαπάνη του ὁ ἅγιος Βησσαρίων, εἶχε περιοδεύσει ὅλα τὰ Βαλκάνια. Ἔφτασε, λένε, μέχρι καὶ τὴν Οὐκρανία. Τὸ γεφύρι χτίστηκε τὸ 1514-1515 (κατ’ ἄλλους τὸ 1527-1529) μὲ τέλεια ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τεχνικὴ κατασκευὴ (ὅπως ἀπέδειξαν καὶ σύγχρονες μελέτες τῶν εἰδικῶν) καὶ θεωρήθηκε τὸ πιὸ παράτολμο γεφύρι. Ἄντεξε ἐπὶ 434 χρόνια σὲ ὅλες τὶς φυσικὲς καταστροφές, στὸν μέγα καὶ φοβερὸ σεισμὸ τῆς 11ης Ἰουλίου 1566, ποὺ συνοδεύτηκε ἀπὸ μετασεισμοὺς ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο ἔτος, στοὺς σεισμοὺς τοῦ 1743, 1751, 1781, στὶς κατακλυσμιαῖες πλημμύρες τοῦ 1700 καὶ 1729, ποὺ ὀνομάστηκαν «νέος κατακλυσμὸς τοῦ Νῶε», σὲ ὅλες τὶς θεομηνίες καὶ τὶς φοβερὲς κατεβασιὲς τοῦ Ἄσπρου (Ἀχελώου).

Ἡ ἀνθρώπινη μανία ὅμως ἀποδείχτηκε πιὸ καταστροφικὴ ἀπὸ κάθε φυσικὴ λαίλαπα. Στὶς 28 Μαρτίου 1949, στὴ θύελλα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου μεταξὺ ἀνταρτῶν καὶ ἐθνικοῦ στρατοῦ, ὁ θρύλος τῶν γεφυριῶν μπῆκε στὸ στόχαστρο τῶν ἀντιμαχομένων. Τελικὰ ἀνατινάχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες τοῦ Δ. Σ. Ε. Ἕνα μοναδικὸ μνημεῖο τέχνης, ἀληθινὸ κόσμημα τῆς ἑλληνικῆς καὶ παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, χάθηκε ὁριστικά. Γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ἡ ἐπικοινωνία ἑκατέρωθεν διακόπηκε. Ὁ μεγάλος διχασμὸς κατέστρεψε τὸ μοναδικὸ ἑνοποιὸ στοιχεῖο τῆς περιοχῆς. Μιὰ ἐπίπεδη ἄχαρη τσιμεντένια κατασκευὴ ἀντικατέστησε ἀργότερα τὸ φημισμένο γεφύρι, διασώζοντας ἀπ’ τὴν ὑπέροχη ὀμορφιά του μόνο τὸ ὄνομα. Καμμιὰ σοβαρὴ προσπάθεια μέχρι στιγμῆς δὲν ἔχει ἀναληφθεῖ ἐπίσημα γιὰ ἀναστήλωση, παρὰ τὶς ἐπίμονες ἐνέργειες τῶν τοπικῶν πολιτιστικῶν καὶ λαογραφικῶν συλλόγων.

Στὸ μοναστήρι φτάναμε τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς, μετὰ ἀπὸ κοπιαστικὴ ὁδοιπορία στὶς ἀτέλειωτες βουνοπλαγιὲς τῶν Ἀγράφων. Προσπερνούσαμε τὸ ἱστορικὸ διάσελο «Τὰ πέντε ἀδέρφια», τὴν κρυστάλλινη Καπετανόβρυση καὶ διασχίζαμε ἢ βλέπαμε ἀντικρυστὰ πολλὰ μικρὰ γραφικὰ χωριουδάκια (τὸ Λιάσκοβο-σημερινὸ Πετρωτό, τὸν Μάραθο, τὴ Στεφανιάδα, τὰ Κουμπουριανά, τοὺς συνοικισμοὺς τοῦ Πετρίλου), χαμένα στὶς παρυφὲς τῶν βουνῶν καὶ τὰ ρέματα. Λίγο πρὶν τὸ μοναστήρι ἀφήναμε δεξιά μας μιὰ ὀρεινὴ πανέμορφη λιμνούλα. Εἶχε προκύψει πολὺ πρόσφατα, τὸν ἴδιο ἐκεῖνο χρόνο ποὺ πραγματοποιήσαμε τὸ προσκύνημά μας (1963), ὅταν κοντὰ στὸ χωριὸ Στεφανιάδα, μετὰ ἀπὸ δυνατὸ σεισμό, μιὰ κατολίσθηση τοῦ βουνοῦ ἔφραξε παραπόταμο τοῦ Πετριλιώτη.

Φτάναμε κατάκοποι ἀπ’ τὴν πεζοπορία, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ τὴ δεκαπενθήμερη αὐστηρὴ νηστεία τῆς Παναγίας, ποὺ τὰ χρόνια ἐκεῖνα τηρούσαμε κι ἐμεῖς τὰ παιδιὰ χωρὶς ἐξαίρεση, χωρὶς ἀντίρρηση, χωρὶς κανένα παράπονο. Οἱ χῶροι τῆς μονῆς κατακλύζονταν ἀπ’ τὴ μεγάλη κοσμοσυρροή. Μετὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς Κοιμήσεως ἀκολουθοῦσε ὁλονύχτια ἀγρυπνία. Ἀφοῦ προσκυνούσαμε εὐλαβικὰ τὴ θαυματουργική της εἰκόνα, ἐμεῖς τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι δὲν ἄντεχαν, κλέβαμε λίγον ὕπνο, ὁπουδήποτε βρισκόταν ἔστω καὶ ἐλάχιστος χῶρος, στὰ πλακόστρωτα, στὶς ἄκρες της αὐλῆς, ὅπου ἔστρωναν οἱ γυναῖκες κιλίμια, φτιαγμένα στὸν ἀργαλειὸ μὲ τὰ χέρια τους καὶ ὅ,τι ἄλλα στρωσίδια εἶχαν πρόχειρα. Τὰ μάτια μας ἔκλειναν, καθὼς μᾶς νανούριζαν οἱ γλυκειὲς καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ οἱ μοναχοὶ μὲ τὶς μελωδικές τους ψαλμωδίες, ποὺ ἀντηχοῦσαν μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ναό.

Οἱ ὕμνοι τῆς Παναγίας μιλοῦσαν γιὰ τὰ παράδοξα γεγονότα τῆς Κοίμησης καὶ τῆς Μετάστασής της. Τότε βέβαια, μικρὰ ἐμεῖς, δὲν δίναμε καμμιὰ σημασία σ’ αὐτά, οὔτε καταλαβαίναμε τίποτε ἀπὸ τὰ δρώμενα καὶ ψαλλόμενα. Τρέχαμε ἁπλῶς ἀπὸ ‘δῶ καὶ ἀπὸ ‘κεῖ μὲ τὴ φιλοπερίεργη διάθεση τῶν παιδιῶν. Ἀκούγοντας ὅμως ἢ διαβάζοντας τώρα, σὲ μεγάλη ἡλικία, τὰ θεσπέσια ἐκεῖνα τροπάρια, στέκομαι πάντοτε ἐκστατικὸς μπρὸς στὸ βαθὺ μυστήριο τῆς Θεομήτορος. Γιατί νὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ περάσει ἀπὸ τὸν θάνατο ἀκόμα καὶ αὐτὴ ποὺ γέννησε τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς; Δυὸ στοιχεῖα συνέπραξαν καίρια σ’ αὐτό.

α. Ἦταν καὶ αὐτὴ θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ, ὑποκείμενη στὸν θάνατο, ἄνθρωπος ὅπως καὶ μεῖς. Ὄχι κάποιο πλάσμα ἐξωπραγματικό.

β. Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός της δὲν θέλησε νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο. Ἡ μητέρα του δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ τὸν μιμηθεῖ.

«Φωνὴ γὰρ ἦν Θεοῦ», ἦταν θέλημα Θεοῦ, ὅσοι δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ χῶμα, νὰ ξαναγυρίσουν στὸ χῶμα. «Οὐ γάρ ἐστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον». Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δέχτηκε νὰ πεθάνει, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ περάσουν ἀπὸ τὴ διαδικασία τοῦ θανάτου. Διαβαίνουν καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων τὶς πύλες τοῦ ἅδη, μὰ ὄχι γιὰ νὰ κρατηθοῦν ἐκεῖ μόνιμα. Αὐτὸ συνέβαινε πρίν, τὸν παλιὸ καιρό, ὅταν βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ πρόξενος τοῦ θανάτου. Τώρα περνᾶνε τὶς πύλες τοῦ ἅδη, ὄχι γιὰ νὰ χαθοῦν μέσα σ’ αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διερευνήσουν καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τὸ πρωτόγνωρο μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, νὰ μυηθοῦν περισσότερο στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ὁ φυσικὸς θάνατος λοιπὸν ἔφτασε μέχρι καὶ τὴν Ἀειπάρθενο. Ὄχι γιὰ νὰ τὴ νικήσει καὶ νὰ τὴν ἐξουσιάσει, ὅπως ἐμᾶς. Κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο νὰ συμβεῖ στὴν Παναγία. Ἁπλῶς τὸν γεύθηκε σὰν ὕπνο. Ὕπνο ποὺ μᾶς μεταμορφώνει σὲ μιὰ θεοειδὴ κατάσταση καὶ μᾶς κατευθύνει ἀπὸ τὰ ἐδῶ πρὸς τὰ ἐλπιζόμενα μὲ μιὰ ἐκστατική, ἀκαταμάχητη δύναμη. Τέτοιον ὕπνο κοιμήθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος γιὰ νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ πλευρὰ καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ δημιουργία τοῦ εἴδους μας (μὲ τὴν πλάση τῆς γυναίκας). Κάπως ἔτσι καὶ ἡ Παναγία, «φυσικῶς ἀφυπνώσασα», γεύθηκε μὲν τὸν θάνατο, ἀλλὰ δὲν κρατήθηκε ἀπὸ αὐτόν. Πέρασε ἀπὸ αὐτὸν ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε φτιάξει γιὰ μᾶς ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός, μέσα στὴν πρόνοιά του γιὰ ὅλα.

Ἔτσι ἡ Παναγία δὲν παρέλειψε τίποτε ἀπὸ ὅσα ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ πέρασε ὅλα μὲ τὸν πιὸ τέλειο καὶ καινοφανῆ τρόπο. Μὲ τὴν ψυχή της μεγαλύνει τὸν Κύριο καὶ ἀγαλλιᾶται μὲ τὸ πνεῦμα της. Ἀλλὰ μεταλλάσσεται καὶ τὸ σῶμα της. Συντελεῖται πάνω της μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ θέωση. Ἴδια μὲ τὴ θέωση ἐκείνη ποὺ μὲ ἀπόρρητο τρόπο ἔλαβε χώρα στὴ μήτρα της, ὅταν σαρκώθηκε μέσα της ὁ Ὑπέρθεος Υἱός της. Ὅταν δηλαδὴ πῆρε πάνω του τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἀναπλάσει, θεώνοντάς την, χαρίζοντάς την ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ σὲ μᾶς καὶ ἀνεβάζοντάς μας ἔτσι ἀπ’ τὸν ἐπίγειο χῶρο στοὺς οὐρανούς, αυτὸς ποὺ ποτέ του δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε.

(Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, «Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου», PG 97, 1048-1055, σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση).

Ὁ μεγάλος συνωστισμὸς στοὺς περιορισμένους χώρους τῆς μονῆς δημιουργοῦσε κάποτε καὶ ἀτυχήματα. Συνέβη νὰ πέσουν κατὰ καιροὺς ἄνθρωποι στοὺς φοβεροὺς γκρεμοὺς ποὺ ζώνουν τὴ μονή. Ἄλλοι σώθηκαν θαυματουργικά, ἄλλοι ὄχι. Τὸν καιρὸ ποὺ κάναμε τὸ προσκύνημά μας ἐκεῖ, εἴχαμε ἀκούσει κι ἐμεῖς ἕνα τέτοιο περιστατικὸ γιὰ μιὰ κοπέλα (ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας). Ἦταν ἀρραβωνιασμένη, εὐκατάστατη, μὲ καλὴ προίκα ποὺ ἔφτανε κάπου στὶς 700 λίρες (σὲ λίρες ὑπολόγιζαν τότε τὴν προίκα). Πρὶν πραγματοποιήσει τὸ ταξίδι της, εἶχε δεῖ, ὅπως ἔλεγαν, τὴν Παναγία στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε νὰ μὴν κάνει τὸ προσκύνημα ποὺ σχεδίαζε. Ἐκείνη ὅμως δὲν ἔδωσε σημασία στὴν προειδοποίηση τῆς Παναγίας καὶ πῆγε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσει σὲ γκρεμὸ κοντὰ στὴ μονὴ καὶ νὰ σκοτωθεῖ. Ἀνεξερεύνητες οἱ βουλὲς τοῦ Ὑψίστου! Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ἀκούγαμε τέτοιες ἱστορίες καὶ παγώναμε. Ἡ καρδιά μας ἔτρεμε ἀπὸ τὸ δέος.

Κοντὰ στὰ ξημερώματα μᾶς ξυπνοῦσαν βιαστικὰ οἱ μανάδες μας. Μᾶς ἔβρεχαν ὅπως-ὅπως τὸ πρόσωπο μὲ τὸ παγωμένο νερὸ τῆς βρύσης ποὺ ἔτρεχε ἀσταμάτητα στὴν κορφὴ τῆς αὐλῆς. Ἡ ὁλονυχτία κόντευε πιὰ να τελειώσει. Ἀγουροξυπνημένα μπαίναμε ὅλα σὲ μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, περιμένοντας ἀνυπόμονα νὰ κοινωνήσουμε. Καὶ στὴ συνέχεια, νύχτα σχεδόν, πρὶν ἀκόμα καλοφέξει, παίρναμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Μπροστά μας εἴχαμε κοπιαστικὴ ἀτέλειωτη πεζοπορία.

Περπατούσαμε ὁλημερὶς μέσα στὸ αὐγουστιάτικο λιοπύρι γιὰ νὰ φτάσουμε αὐθημερὸν στὸ χωριό μας. Οἱ μεγάλοι θυμοῦνταν καὶ μᾶς μιλοῦσαν καθ’ ὁδὸν γιὰ τὶς τεράστιες πεζοπορίες ποὺ ἔκαναν στοὺς ἴδιους ἐκείνους δρόμους τὸν καιρὸ τῆς Κατοχῆς, ὅταν θέριζε κόσμο καὶ κοσμάκη ἡ πείνα. Γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ ψωμὶ τῆς φαμίλιας τους, κατέβαιναν ἀπὸ τὰ χωριά μας, μὲ τὰ πόδια πάντα, στὴν Ἄρτα, μιὰ ὁλόκληρη μέρα δρόμο. Ἀπὸ τὶς ἁλυκὲς τοῦ Ἀμβρακικοῦ (Κόπραινα) φορτωνόταν ὁ καθένας ἕνα σακὶ ἁλάτι. Ξαναγύριζαν ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνέχιζαν πεζοπορώντας μέχρι τὴ Θεσσαλία (Καρδίτσα-Τρίκαλα), ὅπου ἄλλαζαν τὸ ἁλάτι μὲ ἕνα φόρτωμα καλαμπόκι. Ἡ μπομπότα (τὸ σκληρὸ καλαμποκίσιο ψωμί) τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ἦταν ἡ βάση τῆς διατροφῆς. Ἔσωσε κόσμο.

Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση κρατοῦσε σχεδὸν μιὰ βδομάδα. Φορτωμένοι πήγαιναν, φορτωμένοι γύριζαν, ἄνθρωποι ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴν πείνα. Καὶ ἦταν βέβαια καὶ τυχεροί, ἂν εὕρισκαν καλαμπόκι, ἂν τοὺς ἐπέτρεπαν οἱ Ἰταλοί, ποὺ εἶχαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους τὶς ἀποθῆκες, νὰ πάρουν. Ὑπῆρχαν καὶ φορὲς ποὺ γύριζαν ἄπρακτοι. Μᾶς ἔδειχναν τὶς βρύσες μὲ τὰ καθαρὰ κρυστάλλινα νερὰ ποὺ ὑπῆρχαν στὸ διάβα τους. Σταματοῦσαν ἐξαντλημένοι ἐκεῖ νὰ πάρουν ἀνάσα, ὅπως τώρα κι ἐμεῖς. «Μὰ πῶς νὰ τὸ πιοῦμε τότε, θεονήστικοι, αὐτὸ τὸ παγωμένο νερό;» ἔλεγαν, ἀναπολώντας μελαγχολικὰ τοὺς περασμένους τους καημούς.

Ἐμεῖς ἀκούγαμε σιωπηλὰ καὶ δὲν πιστεύαμε. Φάνταζαν ἥρωες καὶ μάρτυρες στὰ μάτια μας οἱ ἁπλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι. Ἡ χήρα ἀπὸ τὰ νιάτα της γιαγιά μου ποὺ ἀνάστησε μόνη της ἑφτὰ παιδιά, οἱ γονεῖς μου, οἱ συντοπίτες μου ὅλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ σήκωσαν ἀγόγγυστα, καρτερικὰ τὸ βάρος τῶν στερημένων ἐκείνων ἐποχῶν.

Φτάναμε στὸ χωριό μας ἐνῶ εἶχε πέσει τὸ σούρουπο, σχεδὸν νύχτα, μὲ τὰ πρῶτα ἀστέρια νὰ λαμπυρίζουν στὸν οὐρανό. Τὰ πόδια μας πονοῦσαν, δὲν ὑπάκουαν πιὰ ἀπὸ τὴν κούραση. Τὰ μάτια μας ἔκλειναν ἀπὸ τὴ νύστα καὶ τὴν ἐξάντληση. Πέφταμε ξεροὶ στὸ φτωχικό μας στρῶμα, κατάχαμα ὅλοι στὴ σειρά, μὰ ἡ γλυκειὰ μορφὴ τῆς Μεγαλόχαρης Κυρᾶς τῶν Ἀγράφων δὲν ἔπαυε νὰ μᾶς συνοδεύει. Ἡ ἀνάμνησή της ἔκανε τὴν καρδιά μας ἀνάλαφρη.

Ἂν καὶ σφάλιζε τὰ βλέφαρά μας ὁ ὕπνος, στὰ ὄνειρά μας ἀναδυόταν ὁ πόθος νὰ βρεθοῦμε ξανὰ καὶ ξανὰ στὶς ἀπάτητες κορφὲς τῶν βουνῶν μας, στὸν ἁγιασμένο τόπο τῆς Χάρης της. Ἐκεῖ ποὺ ἡ Πανάχραντη, ἀγαπημένη Μητέρα μας, ἀκούραστη, ὑψιπετοῦσα μὲ τὶς «δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου» ποὺ τῆς ἔχουν δοθεῖ (Ἀποκ. 12, 14), ἐποπτεύει, ἀγρυπνεῖ, ἀγωνιᾶ, σκεπάζει νύχτα-μέρα τὰ παιδιά της, τὰ καλεῖ μὲ στοργὴ στὴ μητρική της ἀγκαλιά, χωρὶς νὰ λησμονεῖ οὔτε ἕνα. Τί μάνα κι αὐτὴ ἡ Παναγία!

«Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»!

Δεκαπενταύγουστος 2020

Ἀντιύλη

Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα