Η καταγραφή έγινε από μια φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για την περιπέτεια που έζησαν τα μέλη μιας οικογένειας από τη Ριζούντα του Πόντου:
«Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άντρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια…
Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι’ αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που είχε κρύψει ο άντρας της στον φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι, μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα, ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί. Πράγματι, η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μία εβδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της. Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε, μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του. Έψαξαν λοιπόν και οι δύο στο φούρνο και βρήκαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: «Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα».
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ’ ένα απ’ αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πράγματι, ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και έγραφε: ”Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πω. Ό,τι θέλεις εσύ και η αδερφή μου είμαι στη διάθεσή σου, είμαι κοντά σας…».
***********************************************************************************************
Επιστολή μελλοθανάτου Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων στην Αμισό
Φυλακές Αμάσειας, Οκτώβριος 1921
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλή μου σύζυγε, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Καταδικάστηκα σε θάνατο ενώ είμαι αθώος. Ήταν θέλημα Θεού, γι’ αυτό και εγώ δεν λυπάμαι. Κι εσείς μη λυπηθείτε. Έχω πίστη, ότι θα συναντηθούμε στην άλλη ζωή. Σας στέλνω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Όσο ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργο αυτό το αφήνω μόνο σε σένα. Για εσένα και για τα παιδιά μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθείς και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε από αυτή την καταιγίδα, να πάτε κοντά στους γονείς μας και να γράψεις και στον Φώτη και τον Χρύσανθο την παράκλησή μου, να λάβουν υπό την μέριμνα τους την Ιουλία και την Χρυσάνθη. Tη βέρα και το ρολόι μου παρέδωσα στον Bαλιoύλη να σας τα φέρει. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολή στη φυλακή και είμαι ήσυχος. Εξομολογήθηκα, έγινε λειτουργία και κοινώνησα. Θα πεθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μην κλάψετε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας. Σας φιλώ όλους εκ ψυχής. Ο δικός σας,
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ