Ἀνέστη Γ. Κεσελόπουλου
Ὁμοτίμου Καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ λειτουργικὸ ἦθος, χωρὶς νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Παπαδιαμάντη. Οἱ ἀγρυπνίες, οἱ θεῖες Λειτουργίες καὶ γενικότερα ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσδιόριζαν ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Μαζὶ μὲ τοὺς ἥρωες τῶν διηγημάτων του «ἠσθάνετο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά του», ὅταν βρισκόταν στὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων. Ὁ ἴδιος σὲ αὐτοβιογραφικό του διήγημα καταθέτει μαρτυρία τῆς δικῆς του τακτικῆς συμμετοχῆς στὶς ἀγρυπνίες τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, ὅταν βρισκόταν στὴν Ἀθῆνα. Ἀναπολεῖ: «Καὶ ὅταν ἐνίοτε ἐπέστρεφα τὴν αὐγὴν εἰς τὴν οἰκίαν, ὅπου ἐξημέρωνε ἑορτὴ καὶ εἶχα ἀγρυπνήσει τὴν νύκτα ἐν θρησκευτικῇ συνάξει εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον». Ἐκεῖ δὲν βρισκόταν ὡς ἁπλὸς ἐκκλησιαζόμενος, ἀλλὰ ὡς ψάλτης τοῦ δεξιοῦ ἀναλογίου.
Κείμενα ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ ἀποτελοῦν ἀτράνταχτες μαρτυρίες γιὰ τὸν ψάλτη καὶ τυπικάρη Παπαδιαμάντη. Τὸ πρῶτο ἀνήκει στὴ γραφίδα ἑνὸς μᾶλλον οὐδέτερου καὶ ὄχι ἰδιαίτερα θρησκευομένου ἀνθρώπου -ποὺ ἴσως καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴν κατάλαβε τὶ μᾶς χάρισε- τοῦ Γεράσιμου Βώκου καὶ ἐπιγράφεται «Ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον». Ἐκεῖ μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφονται καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἦσαν δὲ οἱ ψάλται, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, οἱ ἀπὸ Σκιάθου δίδυμοι διηγηματογράφοι καὶ τρυφερώτατοι συγγραφεῖς, οἱ ἀληθεῖς καὶ εὐσεβέστατοι οὗτοι Χριστιανοί. Ὁ πρῶτος, ὁ καὶ ἐν τῇ «Ἀκροπόλει» συνάδελφος, εἶχε μεταρσιωθῆ ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν ἱερῶν τούτων καθηκόντων. Αἴγλη ἀπολύτου εὐτυχίας ἐφώτιζε τὴν δασύτριχα μορφήν του μὲ τὴν σγουρὰν μαύρην γενειάδα καὶ τὴν ὁμόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ἦτο ἀγνώριστος καὶ ἡ μορφὴ ἐκείνη ἡ τόσο σκυθρωπὴ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας ἐδῶ εἰς τὸ γραφεῖον, ἐφαιδρύνετο ὑπεράνω τοῦ ἱεροψαλτικοῦ ἀναλογίου. Ἔψαλλε δὲ ὁ συγγραφεὺς τῆς «Νοσταλγοῦ» μετὰ ζέσεως καὶ πάθους ἀληθινοῦ, ἐντείνων τὴν φωνήν, τηρῶν τὸν χρόνον διὰ βιαίας καταφορᾶς τῆς χειρός του ἐπὶ τοῦ ἐρείσματος τοῦ στασιδίου, ἀλλὰ τηρῶν συγχρόνως καὶ τὴν τάξιν τοῦ ναοῦ» [1].
Τὸ δεύτερο κείμενο ἀνήκει στὸν Κ. Α. Ψάχο, γνωστὸ ἱεροψάλτη, καθηγητὴ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ συγγραφέα μουσικῶν βιβλίων. Ἔχει τίτλο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης» καὶ κινεῖται στὸν ἴδιο ἄξονα μὲ τὸ πρῶτο: «Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι μόνο ἀριστοτέχνης ἐν τῷ γράφειν, [..] ἐπὶ πᾶσιν ὅμως εἶναι τέλειος Χριστιανός, ἀκόμη δὲ καὶ καλὸς ἱεροψάλτης. Εἶναι πολλὰ ἔτη τώρα, ἀφ’ ὅτου ὁ θαυμάσιος αὐτὸς ἄνθρωπος ψάλλει τακτικὰ ἐν ταπεινῷ ἰδιωτικῷ ναϋδρίω, τιμωμένῳ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου εἰς τὸν περίβολον οἰκίας τινὸς παρὰ τὸν Παλαιὸν στρατῶνα. Τὸ ναΐδριον αὐτό, δὲν ἀφήνει μεγάλην ἑορτήν, χωρὶς νὰ τελέση ἀγρυπνίαν μέχρι πρωΐας κατὰ τὰς διατάξεις τὰς τυπικὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἰς τὰς ἀγρυπνίας αὐτὰς συρρέουσιν ὡρισμένα σχεδὸν πρόσωπα, διανυκτερεύοντα καὶ προσευχόμενα ἐν ἀνυποκρίτῳ κατανύξει καὶ ὑπὸ τοὺς ἤχους τῆς καλλιτέρας ἴσως μουσικῆς, ἥτις ἀπαιτεῖται εἰς τοιαύτας παννυχίδας πρὸς δοξολογίαν τοῦ Ὑψίστου. Ὁ Παπαδιαμάντης εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τὴν θέσιν του. Ἀπέναντί του εἰς τὰ ἀριστερὰ ψάλλει τακτικώτατα ἐπίσης ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης […]. Εἶναι οἱ δύο Διόσκουροι τῆς νεωτέρας λογοτεχνίας, ἀλλὰ καὶ πιστοὶ ἐξ ἴσου εἰς τὰς ἀγρυπνίας τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου. Σημειωτέον ὅτι ἀμφότεροι δὲν ψάλλουσιν πρὸς ἐπίδειξιν, ἀλλὰ ψάλλουσιν ἐκ συνειδήσεως διὰ νὰ προσευχηθῶσι καὶ νὰ ἐπικοινωνήσωσι πρὸς τὸ θεῖον, μὲ πίστιν ἀληθῆ, ἡ ὁποία κατέστη ἐγγενὴς τοῦ πνεύματός των. Ὁ Παπαδιαμάντης, διὰ νὰ περιορισθῶ τώρα εἰς αὐτόν, γνωρίζει ἀπὸ στήθους ὅλα τὰ κείμενα, ὅπως καὶ τὴν μουσικὴν ὅλων τῶν κανόνων, εἰς τοὺς ὁποίους πρὸ πάντων εἶναι ἀμίμητος. Εἶναι εἰδήμων τῶν τυπικῶν διατάξεων τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ ὅλων ἐν γένει τῶν ἱερῶν ἀκουλουθιῶν, ψάλλει δὲ μὲ ὅλως ἀτομικόν του ἰδίωμα τοὺς πολυελέους τῶν ἀγρυπνιῶν πάσης ἑορτῆς Δεσποτικῆς, Θεομητορικῆς καὶ τῶν Ἁγίων» [2]. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ «ὅλως ἀτομικόν του ἰδίωμα», δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο ἰδίωμα, ποὺ ἦταν γνωστότατο καὶ ἐν χρήσει στὴν κολλυβαδικὴ Σκιάθο, ἄγνωστο ὅμως ἀκόμη καὶ στοὺς περίφημους ψάλτες καὶ καθηγητὲς τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς τῆς Ἀθήνας.
Ἡ τρίτη μαρτυρία, ποὺ ἀποτελεῖ νοσταλγικὴ ἀναπόληση καὶ πραγματικὴ κατάθεση ψυχῆς, ἀνήκει στὸ νεαρὸ τότε Κωνσταντῖνο Ζερβάκο, μετέπειτα σεβαστὸ γέροντα καὶ ξακουστὸ πνευματικό, τὸν πατέρα Φιλόθεο, καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου. Ὑπάρχει κατατεθειμένη στὴν Κιβωτὸ τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὁ μακαριστὸς π. Φιλόθεος γράφει: «Μέχρι σήμερον ποὺ ἔχουν παρέλθη 45 ἔτη, ὁσάκις ἀναπολήσω εἰς τὴν μνήμην μου τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδην καὶ τὰς κατανυκτικὰς ἐκείνας ἀγρυπνίας καὶ ἱερὰς μυσταγωγίας, τὰς ὁποίας ἐτέλουν οἱ ἀείμνηστοι π. Ἀντώνιος καὶ ὁ ἁπλοῦς καὶ ἀκέραιος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ παπα- Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, μοὶ φαίνεται ὡσὰν νὰ ἀκούω τὴν ἱερὰν ἐκείνην ὑμνωδίαν, ἡ ὁποία ὡμοίαζε ὡσὰν ὑμνωδία ἀγγελικὴ καὶ προσευχὴ κατανυκτική. Δὲν θὰ λησμονήσω τὴν εὐλάβειαν καὶ προσοχὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης καὶ Παπαδιαμάντης, μὲ τὴν σιγανὴν καὶ ταπεινὴν φωνήν των. Ἐφαίνοντο ὄχι ὅτι ἔψαλλον, ἀλλ’ ὅτι προσηύχοντο καὶ συνωμίλουν μὲ τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅταν ἔψαλλε τὰ τροπάρια τῆς Δευτέρας Παρουσίας: «Ὅταν μέλλεις ἔρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι, Κριτὰ δικαιότατε… Ὅταν τίθωνται θρόνοι καὶ ἀνοίγωνται βίβλοι, καὶ Θεὸς εἰς κρίσιν καθέζηται… Ἐννοῶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν, ὅταν μέλλομεν πάντες, γυμνοὶ καὶ ὡς κατάκριτοι τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι…» τὰ ἔψαλλε μὲ τοιαύτην συναίσθησιν καὶ φόβον, ὥστε ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἵστατο ἔμπροσθεν τοῦ φοβεροῦ Κριτηρίου. Ὅταν δὲ ἔψαλλε τὰ τοῦ Παραδείσου τροπάρια, ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἐξίστατο καὶ ἡρπάζετο ὡς εἰς Παράδεισον. Ὡσαύτως, ὅταν ἔψαλλε τὰ Ἀναστάσιμα τροπάρια καὶ κανόνας, ἐφαίνετο ὡς χαίρων καὶ ἀλλόμενος, καθὼς ὁ Θεοπάτωρ Δαυΐδ «πρὸ τῆς σκιώδου Κιβωτοῦ ἥλατο σκιρτῶν» [3].
Ὡστόσο ἡ μαρτυρία τοῦ μακαριστοῦ π. Φιλοθέου εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ὄχι μόνο γιὰ τὸν κατανυκτικὸ ψάλτη καὶ τὸν εὐλαβῆ τυπικάρη Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ εὐρύτερο ἦθος τοῦ Σκιαθίτη, ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ὀρθόδοξο. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου: «Ἐπειδὴ δὲ ἔψαλλον (ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης) μετὰ συνέσεως καὶ εὐλαβείας, δὲν ἐπέτρεπον εἰς ψάλτας ποὺ ἤρχοντο διὰ νὰ ψάλωσι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔψαλλον συνετῶς καὶ μετεχειρίζοντο ὄχι τὰς φυσικάς των φωνάς, ἀλλὰ θυμελικάς, προσποιητὰς καὶ ἀτάκτους φωνάς. Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅστις ἦτο καὶ εὐέξαπτος, τοὺς ἐδίωκε. – Φύγετε, τοὺς ἔλεγε, ἐδῶ εἶναι τόπος προσευχῆς. Πηγαίνετε νὰ τραγουδήσετε εἰς τὰ θέατρα. Πολλάκις καὶ ἐμὲ ὅστις ἤμην βοηθός του καὶ μαθητής, ὅταν ἔκανα καμμίαν παραφωνίαν ἢ παρατονίαν, μὲ ἐδίωκεν. – Φύγε, μοὶ ἔλεγε, παῦσε, κλεῖσε τὸ στόμα σου, ἀπρόσεκτε. Ἐγὼ παρεμέριζα, ἀλλὰ γρήγορα τοῦ περνοῦσε ὁ θυμὸς καὶ πάλιν μὲ ἐκάλει. – Κώστα, ἔλα νὰ ψάλης. Ἐγὼ ἐπειδὴ εἶχον ζῆλον νὰ μάθω, ἀμέσως ἔτρεχον καὶ ἔψαλλον. Ἦτο δὲ τόσο ταπεινός, ὥστε πολλάκις μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀγρυπνίας ἔμπροσθεν πολλῶν μοὶ ἐζήτει συγχώρησιν. – Κώστα, μοὶ ἔλεγεν (τοῦτο ἦτο τὸ κοσμικόν μου ὄνομα), νὰ μὲ συγχωρέσης, διότι σὲ ἐλύπησα. Καὶ ἐγὼ τῷ ἔλεγον: – Ἐγὼ πταίω, διδάσκαλε, διότι εἶμαι ἀπρόσεκτος. Σὲ εὐχαριστῶ δέ, διότι μὲ τὰς παρατηρήσεις ποὺ μοῦ κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος καὶ μὲ τὰς ἐπιπλήξεις μὲ διδάσκεις τὴν ὑπομονὴν τῆς ὁποίας ἔχω ἀνάγκην. Ὀμολογῶ, ὅτι ἀπὸ τὴν τάξιν ἐκείνην ἡ ὁποία παρετηρεῖτο εἰς τὸ ἐκκλησάκι ἐκεῖνο τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου ἔλαβον μεγάλην ὠφέλειαν» [4].
Ἐξάλλου καὶ ἕνα ἀκόμη κείμενο, ποὺ γράφτηκε ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη, προσμαρτυρεῖ ὄχι μόνο τὶς ψαλτικές του ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ τὴ βαθειὰ γνώση τοῦ τυπικοῦ ποὺ τὸν διέκρινε. Τὸ ἄρθρο εἶναι τοῦ Ἰ. Θ. Τσώκλη καὶ φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Πρακτικὸς ψάλτης Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης». Καὶ ἐδῶ, βέβαια, ὁ Σκιαθίτης φωτογραφίζεται μὲ φόντο τὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου.
«Φαίνεται ὅτι ἡ προικοδότειρα φύσις ὡς ἐπροίκισεν αὐτὸν διὰ τῶν τόσων ἄλλων προτερημάτων, ἅτινα ἀνέδειξαν αὐτὸν μέγαν, οὕτως ἐπροίκισε τὸν Παπαδιαμάντην καὶ διὰ μουσικοῦ ὠτός, ἱκανοῦ νὰ δέχηται πρὸς ἀποτύπωσιν καὶ τὰς πλέον δυσκόλους μουσικὰς γραμμὰς διὰ νὰ παραμείνωσιν εἰς αὐτὸν διὰ βίου γνωσταί. Διὰ τοῦτο ἠκούομεν ψάλλοντα τὸν Παπαδιαμάντην, οὐχὶ διὰ νὰ «βγάλη τὸν παπᾶ», κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον ἐπὶ ἀρχαρίων καὶ ἀπείρων ψαλτῶν, ἀλλὰ διὰ νὰ «βγάλη» ὁλόκληρον ὁλονύκτιον ἀκολουθίαν διαρκείας συνήθως ὀκτὼ περίπου ὡρῶν, ἀποτελουμένην ἀπὸ Μέγαν Ἑσπερινόν, πλήρη Ὄρθρον καὶ μεγάλην Λειτουργίαν, ἐν τοῖς ὁποίοις ψάλλονται διάφορα καὶ ποικίλα, μακροσκελῆ δὲ συνήθως, μέλη, τῶν ὁποίων ἡ ἐκτέλεσις παρουσιάζει τεχνικὰς δυσχερείας ἀνυπερβλήτους καὶ ὑπ’ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πλέον ἐμπείρων ψαλτῶν.
Πάντα τὰ πρὸς διεξαγωγὴν μιᾶς τοιαύτης ὁλονυκτίου ἀκολουθίας, τυπικαὶ δηλονότι διατάξεις καὶ ἐκκλησιαστικὰ μέλη, ἦσαν γνωστότατα εἰς τὸν Παπαδιαμάντη. Τὸ τυπικὸν λεγόμενον τοῦ Ἁγίου Σάββα, τὸ διαλαμβάνον σὺν τοῖς ἄλλοις λεπτομερῶς καὶ τὰς τυπικὰς διατάξεις τῶν ὁλονυκτίων τούτων ἀκολουθιῶν, ἐγνώριζεν ἐκ μνήμης ὁ Παπαδιαμάντης ἐν ὅλαις αὐτοῦ ταῖς λεπτομερείαις. Τὰ ἰδιόρρυθμα καὶ ποικίλα τῶν Πολυελέων, τῶν ἐπιλεγομένων «Ἐκλογῶν», μέλη, ὡς καὶ τὰ ἐξ ἴσου ἰδιόρρυθμα καὶ ὅλως ἄγνωστα τῷ μουσικῷ κόσμῳ τῶν πόλεων «Προσόμοια», τοῦ Ἁγιορειτικοῦ τρόπου, ταῦτα πάντα ἦσαν τόσον θαυμασίως πιστῶς ἀποτετυπωμένα εἰς τὸ οὖς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὥστε πᾶς ὁ ἀκούων αὐτὸν ψάλλοντα ταῦτα νὰ σχηματίζη ἀκράδαντον πεποίθησιν, ὅτι ὁ ἀνὴρ οὗτος εἶχε κάμει μακρὰς σπουδὰς μουσικῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, ἐν ᾧ ταύτης οὐδ’ ἄκρῳ κἂν δακτύλῳ ἥψατο» [5].
Βέβαια, ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὑπάρχουν τώρα πιὰ σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴ φράση «ἐν ᾧ ταύτης οὐδ’ ἄκρῳ κἂν δακτύλῳ ἥψατο» ἢ καὶ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης «δὲν ἐγνώριζε οὐδὲ γρῦ μουσικῆς» [6], ἀφοῦ ἡ ἄποψη ποὺ θέλει τὸν Παπαδιαμάντη νὰ ἀγνοεῖ τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἔχει ἀνασκευασθεῖ ἀπὸ ἀρκούντως πειστικὲς μελέτες, ποὺ εἶδαν τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας [7]. Ὡστόσο, τὸ ἄλλο σκέλος τῆς μαρτυρίας τοῦ Τσώκλη γιὰ τὸν φιλακόλουθο καὶ καλὸ τυπικάρη Παπαδιαμάντη παραμένει ἀτράνταχτο. Μάλιστα ἡ συνέχεια τοῦ ἄρθρου βουκινίζει ὄχι μόνο τὴν ψαλτικὴ τοῦ ἀπόδοση καὶ ἱκανότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ὁλόθυμη συμμετοχὴ τοῦ στὰ ψαλλόμενα καὶ δρώμενα τῆς θείας λατρείας: «Ἐκεῖνο ὅμως ὅπερ προὐκάλει ἔτι μᾶλλον τὸν θαυμασμὸν καὶ τὴν ἔκπληξιν, ἦτο ἡ πιστοτάτη ἐκ μνήμης ἐκτέλεσις ὑπὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἁπάντων γενικῶς τῶν «Εἱρμῶν» τῶν Κανόνων, τῶν πολυπληθῶν τούτων καὶ πολυποικίλων εἰς τόνον καὶ μέλος τύπων τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, τοὺς ὁποίους ἀπεριορίστου μόνον μουσικῆς μνήμης καὶ πολυετοῦς πείρας ψάλτης δύναται νὰ ἐκτελέση ἐκ στήθους, καὶ πάλιν ἴσως οὐχὶ τόσον πιστῶς μὲ τὴν ἔκπαλαι καθιερωμένην μουσικὴν γραμμὴν τῶν Εἱρμῶν τούτων. Ἐν τῇ ἐκτελέσει δὲ τῶν μελῶν τούτων, ὁ Παπαδιαμάντης ἦτο ἀμίμητος. Κατ’ αὐτὴν μετεχειρίζετο ἰδιάζοντά τινα τρόπον ἐκφράσεως καὶ χρωματισμοῦ τῆς φωνῆς, προδίδοντα μίαν ἐγνωσμένην προσπάθειαν ἐξωτερικεύσεως καὶ διερμηνείας τῶν διαφόρων συναισθημάτων τῆς χαρᾶς ἢ τῆς θλίψεως, ἢ καὶ ἄλλου τινός, τὰ ὁποῖα ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἐγεννῶντο καθ’ ἣν στιγμὴν οὗτος συνήντα ἐν τῷ ψάλλειν φράσεις, περιεχούσας ἐννοίας παραγωγικὰς τῶν τοιούτων συναισθημάτων» [8].
Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἰχνογράφηση τοῦ Τσώκλη βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη συμφωνία καὶ συστοιχία μὲ τὶς ἀποτυπώσεις τοῦ Βώκου, τοῦ Ψάχου καὶ τοῦ π. Φιλοθέου Ζερβάκου. Παρότι τὰ κείμενα αὐτὰ γράφτηκαν σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ διαφορετικὲς ἐσωτερικὲς καταβολές, βιώματα καὶ παρορμήσεις, ὡστόσο πιστοποιοῦν πειστικότατα τὴν ἴδια ἀλήθεια, ἀφοῦ καὶ οἱ τέσσερεις γνώρισαν προσωπικὰ τὸν κυρ Ἀλέξανδρο καὶ ὑπῆρξαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν ψαλτικῶν τοῦ ἱκανοτήτων. Αὐτὸ κάνει ἰδιαίτερα ζωντανὲς τὶς μαρτυρίες τους καὶ βεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.
Τέλος, ὅταν κάποιοι νοσταλγοὶ τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος ἀντιμετώπιζαν μὲ ἐμφανῆ ἀνυποληψία τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ὡς μὴ ἑλληνική, ὁ Παπαδιαμάντης μετὰ λόγου γνώσεως ἀντιτείνει ὅτι γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ ἐκτιμήσει κανεὶς ἕνα πρᾶγμα τόσο ἁβρό, ὅσο εἶναι ἡ βυζαντινὴ μουσική, πρέπει νὰ ἔχει ἡ ἁπλότητα ἢ λεπτότητα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ ψευτοαριστοκρατία ἔχασε πρὸ πολλοῦ τὴν ἁπλότητα, ἐνῷ ποτὲ δὲν κατόρθωσε νὰ φτάσει σὲ κάποιο βαθμὸ λεπτότητας. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἀνεπανάληπτος Παπαδιαμάντης: «Ἄλλως ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον ἑλληνικὴν ὅσον πρέπει νὰ εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα, ὡς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ’ εἶναι ἡ μόνη γνησία καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δι’ ἡμᾶς, ἐὰν δὲν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων».
* Τὸ κείμενο ἔχει ὡς βάση τὸ βιβλίο τοῦ Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Ἀπό τόν Παπαδιαμάντη στόν Πεντζίκη, ἐκδ. Τό Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003.
1. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις 28.3.1894, ἀνατυπώθηκε στὴ Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1934 καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸν τόμο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εἴκοσι κείμενα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, προλ.- ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ἀθῆνα 1979, σ. 18-19.
2. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν εφημερίδα Φόρμιγξ 15-31 Μαρτίου 1908 καὶ αναδημοσιεύθηκε τὸ 1979 στὸν ανωτέρω μνημ. τόμο, σ. 53-54.
3. «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδην», περ. Κιβωτός, τ. Β΄, Φεβρουάριος 1953, σ. 45-46.
4. .Ὅ.π.
5. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν ἐφημ. Φόρμιγξ 15-31 Δεκεμβρίου 1910. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου φαίνεται ὅτι νεκρολογεῖται ὁ Παπαδιαμάντης, ἐνῷ ἡ ἡμερομηνία τῆς ἐφημερίδας εἶναι προγενέστερη τοῦ θανάτου του. Προφανῶς τό φύλλο τῆς ἐφημερίδας τυπώθηκε μὲ καθυστέρηση καὶ ἔτσι συμπεριέλαβε καὶ τὸ ἄρθρο τοῦ Τσώκλη. Ἀναδημοσιεύεται τὸ 1979 στὸν μνημ. τόμο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εἴκοσι κείμενα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, σ. 60-61.
6. Ὅ.π., σ. 60.
7. Ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης πιθανότατα γνώρισε βυζαντινὴ μουσικὴ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγελο Μαντὰ μὲ ἀνακοίνωσή του στὸ συνέδριο «Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ἡ ἐποχή του», ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ ΥΠ.ΠΟ. στὴ Σκιάθο 4 καὶ 5 Μαΐου τοῦ 1989 στὸ πλαίσιο τῶν ἐκδηλώσεων Πολιτιστικὸ Αἰγαῖο Γ΄. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Νέα Ἑστία, τεῦχος 1604, 1 Μαΐου 1994, σ. 589-597.
8. Ἰ. Θ. Τσώκλη, μν. ἔρ., σ. 61-62.