Ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

14-4-2020

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,

τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,

ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,

ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,

ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,

ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,

ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·

ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,

κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους

τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

 

Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἁγία Κασσιανὴ κατέχουν τὰ πρωτεῖα στὴν ἀμαύρωση τῆς τιμῆς καὶ τῆς ὑστεροφημίας τους ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους. Οἱ περισσότεροι, ἀκόμα καὶ σήμερα, νομίζουν ὅτι ἦταν πόρνες. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν δαιμονισμένη καὶ ὄχι πόρνη, καὶ ἡ ἁγία Κασσιανὴ ἔγραψε τὸ ὁμώνυμο τροπάριο ποὺ ἀναφέρεται στὴν πόρνη ἡ ὁποία ἄλειψε μὲ μύρο τὸν Κύριο. Ἔγραψε γιὰ τὴν πόρνη, δὲν ἦταν πόρνη. Ἡ Ὁσία Κασσιανὴ (9ος αἰῶνας) εἶναι ἡ κορυφαία γυναῖκα ὑμνογράφος. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829-842). Σύμφωνα μὲ τὸν θρῦλο ἔλαβε μέρος στὰ αὐτοκρατορικὰ καλλιστεῖα, στὴν τελετὴ ἐπιλογῆς νύφης γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο. Σὲ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτορας ἐπέλεγε τὴν σύζυγο τῆς ἀρεσκείας του, δίνοντάς της ἕνα χρυσὸ μῆλο. Γοητευμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Κασσιανῆς, ὁ νεαρὸς αὐτοκράτορας τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε: «Ὡς ἄρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα» (ἄρα ἀπὸ τὴν γυναῖκα, δηλ. τὴν Εὔα, δὲν προέρχονται τὰ φαῦλα). Ἡ Κασσιανὴ ἀμέσως τοῦ ἀπάντησε: «Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα» (ἄρα ἀπὸ τὴν γυναῖκα δὲν προέρχονται τὰ καλύτερα), ἀναφερόμενη στὴν Παναγία. Ὁ Θεόφιλος φοβήθηκε νὰ νυμφευτῇ μία τόσο ἔξυπνη γυναῖκα, τὴν ἀπέρριψε καὶ  ἀντ’ αὐτῆς ἐπέλεξε τὴν Θεοδώρα. Τότε ἡ Κασσιανὴ ἐνεδύθη τὸν μοναχικὸ τρίβωνα. Τὸ 843 μ.Χ. ἵδρυσε ἕνα κοινόβιο στὰ δυτικὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ὁποίου ἔγινε καὶ πρώτη ἡγουμένη. Λέγεται ὁ Θεόφιλος μετάνοιωσε καὶ τὴν ἀναζήτησε. Ἡ Κασσιανὴ ἦταν μόνη στὸ κελλί της γράφοντας τὸ τροπάριο ποὺ θὰ ἀναλύσουμε παρακατιόντες, Κύριε ἡ ἐν πoλλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή. Ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν ἄφιξη τοῦ Θεοφίλου κρύφτηκε. Ἄφησε ὅμως τὸν ἡμιτελῆ ὕμνο πάνω στὸ τραπέζι της. Ὁ Θεόφιλος μπῆκε στὸ κελλί της καὶ βρῆκε τὸ χειρόγραφο. Μόλις τὸ διάβασε, κάθισε καὶ πρόσθεσε ἕνα στίχο στὸν ὕμνο. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ στίχος αὐτὸς ἦταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔᾳ τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης στὶς ἐπιστολὲς ποὺ τῆς ἀποστέλλει ἀναφέρει ὅτι οἱ στίχοι της ἔχουν σοφία καὶ σύνεση καὶ ἀποτελοῦν σημαντικὸ συλλεκτικὸ ποιητικὸ ὑλικό. 

 

«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», Κύριε, ἡ γυναῖκα ἡ ὁποία περιέπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες. Πτώση λοιπὸν ἡ ἁμαρτία, πτώση ἀπὸ μεγάλο ὕψος. Ἀπὸ βασιλιᾶς στὸν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος κατήντησε νὰ τρώῃ ξυλοκέρατα. 

«τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν», ἐπειδὴ κατάλαβε μὲ ὅλες της τὶς αἰσθήσεις, συνειδητοποίησε ὅτι ἤσουν Θεός, ἀνέλαβε ἔργο μυροφόρου. Τὸ «αἰσθάνομαι» σήμαινε ἀντιλαμβάνομαι μὲ τὶς αἰσθήσεις μου, νιώθω, γνωρίζω πολὺ καλὰ κάτι.

«ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει», κλαίγοντας γοερὰ Σοῦ φέρνει μύρα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό Σου. Τὸ «ὀδύρομαι» (κλαίω γοερά, θρηνῶ ἀπαρηγόρητα) προέρχεται ἀπὸ τὸν μέλλοντα τοῦ «ἐσθίω» (τρώω)· εἶναι κλάμα ἔντονο ποὺ «τρώει» τὴν ψυχή. 

«Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας», ἀλλοίμονο -λέει-, διότι ζῶ μέσα στὴν νύχτα, ζῶ μέσα στὸν παροξυσμὸ τῆς ἀκολασίας. Ὁ οἶστρος εἶναι ἡ μεγάλη μύγα ποὺ εἰσδύει στὰ διάφορα ὄργανα τῶν κατοικίδιων ζώων καὶ προκαλεῖ ἴλιγγο ποὺ τρελαίνει τὸ ζῶο. Ὁ Σωκράτης ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του «οἶστρο τῆς πόλεως». Συνεκδοχικὰ οἶστρος εἶναι ὁτιδήποτε ἐξάπτει ὑπερβολικά, καθετὶ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ τρέλα, παραφροσύνη.

«ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας», θεοσκότεινος ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας, ποὺ δὲν ἀφήνει οὔτε μιὰ ἀχτίδα φωτός, ἔστω ἀμυδροῦ, ὅπως τῆς σελήνης, νὰ μπῇ στὴν ψυχή μου. Ζόφος εἶναι τὸ βαθὺ σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοῦ κάτω κόσμου, τοῦ Ἄδη.

«Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», δέξου τὶς πηγὲς τῶν δακρύων

«ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ», Ἐσὺ ποὺ ὑψώνεις τὸ θαλασσινὸ νερὸ καὶ τὸ μεταβάλλεις σὲ σύννεφα

«κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας», λύγισε πρὸς ἐμένα ἐνώπιον τῶν στεναγμῶν τῆς καρδιᾶς μου

«ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει», Ἐσὺ ποὺ ἔκλινες τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν ἄφατη κένωση (ἐνανθρώπηση) Σου.

«Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας», θὰ καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους Σου πόδας.

«ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις», καὶ θὰ τοὺς σπογγίσω μὲ τὶς πλεξίδες τῆς κεφαλῆς μου. Ὁ βόστρυχος, ἡ πλεξίδα μαλλιῶν, προέρχεται ἀπὸ τὸν «βότρυν» τὸ τσαμπὶ μὲ τὰ σταφύλια. Ἡ πρώην πόρνη εἶχε κερδίσει χρήματα πολλὰ ἀπὸ τὴν πορνεία, τώρα χωρὶς φειδὼ ἀγοράζει μύρο ἐκ «νάδρου πιστικῆς πολυτελοῦς». Ἡ νάδρος εἶναι ἰνδικὸ φυτό, ἀπὸ τὴν λιπαρὴ ρίζα τοῦ ὁποίου κατασκευάζεται ἀρωματικὸ ἔλαιο. Πιστικὸς εἶναι ὁ ὑγρός. Ἡ γυναῖκα ξοδεύει  ὅσα τὴν ξόδευαν.

«ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν», αὐτοὺς τοὺς πόδας ἄκουσε ἡ Εὔα στὸν Παράδεισο, ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ ποὺ παρέβη τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ,

«κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη», καὶ ἀπὸ τὸν κρότο ποὺ διαπέρασε τὰ ἀφτιά της, ἀπὸ τὸν φόβο κρύφτηκε. Ἡ ἁμαρτία μᾶς κάνει δειλούς, χάνουμε τὴν παρρησία μας πρὸς τὸν Θεό. Ἀντιθέτως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πιὸ δειλὸ τὸν κάνει παλληκάρι. Ὅσο ἑνώνεται κανεὶς μὲ τὸν Θεό, τόσο δὲν φοβᾶται τίποτε (Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης).

«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους», τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ τὴν ἄβυσσο τῆς κρίσεως Σου,

«τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;», ποιός μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου. 

«Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος», μήν μὲ παραβλέψῃς τὴν δούλη Σου, Ἐσὺ ποὺ ἀμέτρητο ἔλεος.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα