Ἡ «ἐκκλησιαστικὴ ἐλίτ»

Tῆς Μαρίας Κορνάρου

Μία θλιβερὴ, ἀπὸ τὶς πολλὲς θλιβερὲς, ἐπιπτώσεις τοῦ κορωνοϊοῦ στὴ ζωή μας, εἶναι ὁ διχασμὸς ποὺ φαίνεται νὰ ἔχει ἐπιφέρει στὴν Ἐκκλησία μας. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει ὅτι εἶναι καινούριο φαινόμενο, ἀφοῦ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἴσως καὶ πλέον τῆς ἐκατονταετηρίδος, ὑπάρχει διχασμὸς στὸ σώμα τοῦ Χριστοῦ. Πέρα ἀπὸ τὸν κανονικὸ διχασμό, τὸ σχίσμα μὲ τοὺς παλαιοημερολογίτες, ὑπάρχει ἕνα ἄτυπο ρήγμα ἀνάμεσα σὲ ἱερεῖς καὶ λαϊκοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία πιὸ σθεναρὴ καὶ προσηλωμένη στὴν παράδοση ἐκκλησιαστικὴ στάση, καὶ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσαρμογὴ – ἤ καὶ ἕνα συμβιβασμὸ – μὲ τὸ σύγχρονο κόσμο ὥστε νὰ σταθεῖ ἡ Ἐκκλησία στὶς νέες συνθῆκες. Ὁ κορωνοϊός, λοιπόν, καὶ τὰ συνακόλουθα δρακόντεια μέτρα ἐναντίον τῆς θείας λατρείας καὶ φλέγοντα δογματικὰ ζητήματα ποὺ ἐτέθησαν, λειτούργησε καὶ στὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ στὴν πολιτικὴ ζωή, ὡς καταλύτης γιὰ νὰ ἐξωτερικευθοῦν τὰ ὑποβόσκοντα ζητήματα. Ταυτοχρόνως ἔθεσε ἕνα νέο ζήτημα «διαχωρισμοῦ» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας: ὁ διαχωρισμὸς ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ μετέχουν στὴ θεία λατρεία τὸν καιρὸ τῆς ἀπαγόρευσης, καὶ σὲ ὅσους δὲν τὴν ἔχουν ἤ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν ἀξιοποιήσουν. Ἔχουν μάλιστα διατυπωθεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἐγκυρότητα τῆς συμμετοχῆς στὴ θεία λατρεία ἐν μέσῳ ἀπαγορεύσεως, ἐπειδὴ ἔτσι λέγεται ὅτι δημιουργεῖται ἕνα εἶδος «ἐκλεκτῶν» οἱ ὁποίοι διαχωρίζονται ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σώμα, δρεπόμενοι τοὺς καρποὺς τῶν ἰδιωτικῶν εὐκαιριῶν λατρείας.

Δεδομένης τῆς χαλεποῦς περιόδου γιὰ το ποίμνιο, διερωτᾶται κανεὶς κατὰ πόσον εἶναι ἀληθινὰ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι ἡ διατύπωση τέτοιων ἐνστάσεων. Ἄλλωστε γιὰ νὰ καταλἠξω σὲ αὐτὴ τὴ μομφὴ πρὸς τοὺς ὁλίγους «ἐκλεκτούς», πρέπει νὰ ξεκινήσω ἀπὸ ἕνα λογισμὸ φθόνου: «Γιατὶ αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγώ;» Ἐὰν δὲν κοινωνῶ ἐγώ, ἐὰν δὲν πηγαίνω στὴν ἐκκλησία ἐγώ, νὰ μὴν πηγαίνεις οὔτε ἐσύ! Ἀλήθεια, θὰ τὸ σκεφτόταν αὐτὸ ἕνας ἀδελφὸς πρὸς τὸν ἀδελφό του; Ἐπειδὴ εἴμαστε, ὅσο καὶ ἄν τὸ ξεχνᾶμε, ἀδέλφια μέσα στὴν Ἐκκλησία. Είμαστε ἀδέλφια προορισμένα νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία θὰ εὐφραινόμαστε ἀπὸ τὸ φὼς τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ θέα τῶν προσώπων τῶν ἀδελφῶν μας! Πῶς μπορῶ λοιπὸν νὰ κακιώσω τὸν ἀδελφό μου, ἐπειδὴ μετέσχε στὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ; Τὸν ἴδιο προορισμὸ δὲν ἔχουμε; Ἄς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδὴ στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα σώμα, ὠφελοῦνται ὅλα τὰ μέλη ἀπὸ τὴ Χάρη ποὺ θὰ λάβει ἕνα μέλος. Τόσο κοντά εἴμαστε, ποὺ οἱ ἄγιοι λένε ὅτι καθῶς λέμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Ἐλέησόν Με», στὸ «Με» πρέπει νὰ χωρᾶμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὰ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ἔτσι λαμβάνοντας τὴ Θεία Κοινωνία, θὰ ωφεληθοῦν καὶ οἱ ἀδελφοί μας. Ἡ θυσία τοῦ Κυρίου προσφέρεται γιὰ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ σώμα, γιὰ τοὺς μετέχοντες, γιὰ τοὺς ἀπόντες καὶ τοὺς ἀδιάφορους, ὠφελεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ σαφῶς δὲ μποροῦν νὰ μετέχουν σὲ αὐτὸ ὅπως ἐμεῖς. Ἡ θυσία δὲ αὐτή, δὲ νοεῖται νὰ προσφέρεται ἐὰν δὲν ὑπάρχει κάποιος γιὰ νὰ μετέχει σὲ αὐτὴν, κοινωνώντας τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Καὶ μόνο οἱ Θεῖες Λειτουργίες ποὺ γίνονται, ἀκόμη καὶ ἄν δὲν ἔχουμε ἐμεῖς προσωπικὰ μετέχει, μὰς ὠφελοῦν. Γι’αὐτὸ πιστεύουμε ὅτι ἔχει εὐλογία ἡ Πατρίδα μας, ὅπου τελούνται καθημερινῶς χιλιάδες Θεῖες Λειτουργίες, ἀνελλιπῶς, ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια. Ἑμεῖς οἱ ἴδιοι βιώσαμε, καὶ ἄν ἀκόμη δὲν τὸ καταλἀβαμε, τὴν ὠφέλεια ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴν τἐλεση τῶν μυστηρίων, αὐτὲς τὶς ἡμέρες τοῦ ἐγκλεισμοῦ.  Ἐπειδὴ ὅταν παρανόμως μὰς ἀπαγόρευσαν νὰ μετέχουμε στὴ θεία λατρεία, ἀνακουφιστήκαμε ὅταν μάθαμε ὅτι τουλάχιστον λειτουργεῖ στὴν ἔνορία μας ὁ παπάς, ὅτι κοινωνεῖ ἕστω ὁ ψάλτης…

Εἶναι πρωτόγνωρες ἀλλὰ καὶ κρίσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Δοκιμαζόμαστε ὁ καθένας ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι μαζὶ σὰ σωμα. Ἄς ἀναλογιστοῦμε τοὺς χιλιάδες Χριστιανοὺς ποὺ διώκονται γιὰ τὴν πίστη τους καὶ δὲν ἔχουν βέβαια τὴν «πολυτέλεια» νὰ συμμετέχουν σταθερὰ καὶ μαζικὰ στὴν Κυριακάτικη λατρεία. Ἄφησε ὁ Θεὸς καὶ μοιάσαμε καὶ μ’αύτοὺς τοὺς ἀδελφούς μας στὴν Ἑλλάδα. Ὅμως χάνοντας τὸ προνόμιο τῆς ἑνότητας καὶ καθολικῆς μετοχῆς στὴ λατρεία, λαμβάνουμε ὅμως τὴν τόλμη, τὴν καρτερία, τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ λατρεία, καὶ ἄλλες εὐλογημένες καταστάσεις ποὺ βιώνει κανεὶς μόνο ὅταν τὸν ἐμποδίζουν απὸ τὴν Πίστη. Ἐπιστρέφοντας σὺν Θεῷ στὴν ἐλεύθερη λατρεία, θὰ δοῦμε καθαρὰ ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι κάποιος ἐπίπλαστος «διχασμὸς» στὸν καιρὸ τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀλλὰ ὁ διχασμὸς τοῦ φρονήματος ἐντὸς Ἐκκλησίας ποὺ καλὰ κρατεῖ, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ περίσταση. Πῶς θὰ φτάσει μία διχασμένη Ἐκκλησία στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου κυριαρχεῖ ἀπόλυτη ὁμοφωνία; «Καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ’ἐαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι» (Μαρκ. γ’ 24)…