Ἔρχεται, Ἦρθε, θὰ Ξανάρθει

Tον Χριστὸ τὸν γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Εἶναι «προαιώνιος», «συνάναρχος» μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Θὰ δοῦμε πῶς αὐτὸ οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς Βίβλου καὶ κυρίως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ «συναμβάνουν» στοὺς λόγους τους καὶ τὰ κείμενά τους.

Ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Γένεση, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Καὶ ἐδῶ τίθεται τὸ πρῶτο ἐρώτημα. Μὲ ποιὸ τρόπο εἶναι «κατ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἔχει σῶμα, ἐνῶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος; Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του ποῦ ἐπρόκειτο νὰ ἐνανθρωπήσει. Ἡ Σάρκωσή του ἦταν στὸ σχέδιό του. Ὁ Θεὸς ἤθελε τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Ἄνθρωπο, ἤθελε μιὰ ἰδιαίτερη σχέση μαζί του, ὅπως τὸ ἔδειξε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀφοῦ ὅλα «εἶπε καὶ ἔγιναν», ἐνῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τον «ἔπλασε» καὶ στὴν συνέχει τὸν φίλησε, «ἐνεφύσησε» στὸ πρόσωπό του, δίνοντάς του ψυχὴ ζῶσα. Ἄρα ὁ Χριστὸς συνυπῆρχε πάντοτε καὶ ἦταν συνδημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἡ ἀγάπη καὶ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἐμφανής, καὶ δὲν ἔπαψε ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔπεσε» (Γεν.3,15). Εἶναι ἡ ὑπόσχεσή Του, πρὸς τὸν Διάβολο, ὅτι θὰ γεννηθεῖ κάποιος, ποῦ θὰ τοῦ συντρίψει τὸ κεφάλι. Ὁ διάβολος γνωρίζει αὐτὸν τὸ λόγο ἀπὸ τότε καὶ πάντα «ἀνησυχοῦσε», μὲ τὴν ταυτότητα αὐτοῦ τοῦ προσώπου., Ἡ «ἀγωνία» του θὰ αὐξηθεῖ, ἔτι περαιτέρω, ὅταν τὸν 8ο αἰῶνα π. Χ. ὁ προφήτης Ησαΐας, συμπληρώνοντας αὐτὴν τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεση, θὰ πεῖ, ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὸ καίριο χτύπημα, θὰ εἶναι ὁ υἱὸς μιᾶς παρθένου γυναίκας (Ησ.7,14). Στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα πολλοὶ ἀμφισβήτησαν καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν χριστολογική αὐτὴ προσέγγιση, δὲν εἶναι ὅμως λίγοι καὶ ὅσοι ταυτίζουν τὴν γυναῖκα αὐτὴ μὲ τὴν Παρθένο Μαρία. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλλες πολλὲς προφητεῖες, ποῦ ἀφοροῦν σὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου φανερώνεται ὅτι αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ καθαιρέτης τοῦ αρχαίκακου, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γιὰ παράδειγμα ὁ προφήτης Ζαχαρίας, μίλησε γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καθήμενος «ἐπὶ πόλου ὄνου» (Ζαχ.9,9), περὶ τοῦ πάθος του ὁ Ησαΐας μιλᾶ σὰν νὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό του, στὰ γνωστὰ ἄσματα τοῦ Δούλου (Ἠσ.52,13-53,12), καὶ τόσα ἄλλα.

Αὐτὸ ποῦ γνωρίζουμε εἶναι, ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐμφανιζόταν» συχνὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὴν μορφὴ τοῦ «Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου». Ὅπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη διαβάζουμε περὶ «Ἀγγέλου Κυρίου», ἢ «Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», πρόκειται γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἄσαρκου ἀκόμα Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια κατέγραψε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐκφράζοντας βέβαια τὴν Πατερικὴ παράδοσή μας. Ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, θὰ ἀναφέρω μόνο τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Συγκινεῖ πολὺ ἡ Βιβλικὴ διήγηση, κατὰ τὴν ὁποία, ὁ Ἀβραὰμ ἀνεβαίνει στὸ βουνὸ γιὰ νὰ θυσιάσει τὸν υἱό του. Στὴν διαδρομὴ τὸ μικρὸ παιδί, ὁ Ἰσαὰκ (σημαίνει τὸ παιδὶ τῆς χαρᾶς) , ρωτᾶ τὸν πατέρα του, ποῦ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ θυσιάσουν, ἀφοῦ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν θυσία ὑπῆρχαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θυσιαζόμενο ζῶο. Ὁ Ἀβραὰμ μὲ σιγουριὰ ἀπαντᾶ στὸ παιδί του, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φροντίσει γι’ αὐτό. Ὅταν φθάνουν στὸ σημεῖο τῆς θυσίας καὶ ὑψώνει τὸ χέρι του μὲ τό μαχαίρι ὁ Ἀβραὰμ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν «Ἄγγελο Κυρίου» ποῦ τοῦ λέει: «Μὴν ἐπιβάλλεις τὴν χεῖρα σοῦ ἐπὶ τὸ παιδίον…..τώρα γνώρισα ὅτι φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἐπειδὴ δὲν λυπήθηκες τὸν ἀγαπητό σου υἱὸ γιὰ Μένα» (Γεν. 22,13). Γίνεται φανερὸ λοιπὸν ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κτιστὸ ἄγγελο, ἀλλὰ γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Τὸ παράδειγμα τῆς θυσίας αὐτῆς σαφῶς προτυπώνει τὴν Θυσία τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι συγκλονιστικὴ καὶ σχετικὴ ἡ ὁμιλία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, σχετικὰ μὲ τὸν ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρεται στὸν προφήτη Ἠλία, τὸν μεγάλο αὐτὸ προφήτη, ποὺ ὁ λόγος του καὶ ἡ ζωή τους ἦταν πραγματικὴ φωτιά. Ἀδιαπραγμάτευτος μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅσους τὴν ὑπηρετοῦσαν. Νὰ μὴν βρέξει «διατάζει» τὸν Θεὸ γιὰ τρεισήμισι ἔτη, γιὰ νὰ συνετιστεῖ ὁ λαός. Ὁ Θεὸς βέβαια τοῦ στέλνει παραδείγματα γιὰ τὸν μαλακώσει. Τὸ παράδειγμα μὲ τὴν χήρα γυναῖκα εἶναι χαρακτηριστικό. Ἀνομβρία καὶ ἄρα ξηρασία, ἀρρώστια καὶ θανατικὸ παντοῦ. Καὶ ὅμως ἀσυγκίνητος καὶ αὐστηρὸς ὁ Προφήτης. Ὑφίσταται καὶ αὐτὸς τὴν πεῖνα, γι’ αὐτὸ καὶ πηγαίνει, πιὸ μακριά, στὸ σπίτι μιᾶς φτωχῆς καὶ χήρας γυναίκας. Ἡ ἀσκητικὴ μορφή του σίγουρα τὴν ἐκπλήσσει. Κάνε μοῦ κάτι νὰ φάω, λέει ὁ προφήτης. Ἔχω λίγο ἀλεύρι, νὰ κάνω μιὰ πίτα γιὰ τὸ παιδί μου καὶ μετὰ θὰ πεθάνουμε, ἀπαντᾶ ἐκείνη. Ὡστόσο ἑτοιμάζει στὸν Προφήτη τὸ ζυμωτὸ ψωμί. Τὸ παιδὶ ὅμως πεθαίνει ἀπὸ ἀσιτία. Καὶ ὅμως δὲν μαλακώνει καὶ πάλι. Ἀνασταίνει τὸ παιδὶ καὶ ἀναχωρεῖ, σημεῖο ὅτι ὁ Θεός τον εὐλογεῖ γιατί βλέπει βαθύτερα τὰ κίνητρά του. Χρειάζεται ὅμως Κάποιος νὰ ἔρθει καὶ νὰ πάρει ἐπάνω του κάθε βάρος καὶ κάθε ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι αὐτὸς ποῦ βιάζεται πότε νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ κατέβει στὸν κόσμο. Προφήτη τοῦ Θεοῦ, ἔλα ἐπάνω στὸν οὐρανό, λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐσὺ δὲν εἶσαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶσαι γιὰ νὰ ζεῖς ὡς ἄγγελος ἀσώματος. Καὶ ὁ κόσμος τί θὰ γίνει; Στὸν κόσμο θὰ κατέβω ἐγὼ λέει ὁ Χριστός. Ἐγὼ θὰ σκύψω τὰ ἐπιδέσω τὰ σπασμένα καλάμια, θὰ ρίξει λάδι στὰ τρεμάμενα λυχνάρια, τοὺς ἀνθρώπους δηλαδὴ μὲ τὰ τόσα προβλήματα καὶ δυσκολίες. Δὲν θὰ λειτουργήσω ὅπως κάνουν οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ σὲ ἕναν τράγο φόρτωναν δῆθεν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ θὰ πάρω ἐπάνω μου τὸ βάρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἑκούσια, θεληματικά. Θὰ θυσιαστῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν ἔσχατο. Αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε τὰ Χριστούγεννα, ὅτι ὁ Θεὸς ἑκουσίως ἀναλαμβάνει τὸ βάρος ὅλων καὶ ἔτσι κατὰ τὸν Ἀπόστολο «τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίσει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Ἅ’Ιωαν.1,17).

Ὁ Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐμφανίζεται λοιπόν, ὡς αὔρα λεπτή, ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, «ἐν σώματι». Οἱ μαθητὲς τὸ πιστοποιοῦν μὲ βεβαιότητα, μὲ τὰ μάτια μας τὸν εἴδαμε ὁμολογοῦν, μὲ τὰ χέρια μας τὸν ψηλαφίσαμε.

Αὐτὸς ὁ Ἴδιος Χριστὸς ὑπάρχει καὶ σήμερα καὶ ζητᾶ καὶ κρούει καὶ παρακαλεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμά του. Κατὰ τὸν Προφήτη ζητᾶ τὴν καρδιά μας, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμία θυσία. Αὐτὸ εἶναι τὸ πολύτιμο δῶρο καὶ προσφορὰ σὲ Ἐκεῖνον. Οἱ Οὐρανοί του ἔδωσαν τὸν ἀστέρα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιο, οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνο, ἐμεῖς τοῦ προσφέραμε τὴν Παναγία καὶ ὁ καθένας τοῦ προσφέρει τὴν ὕπαρξή του.

Τοῦ αρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη