Τοῦ Βασιλείου Χ. Στεργιούλη
Ἡ εσπερινὴ ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μοιάζει μὲ πύλη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν πιὸ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τὴν Μεγάλη Ἐβδομάδα.
Οἱ ἀκολουθίες της ἀγγίζουν τὶς ψυχὲς μὲ χάρη, ἀνάλαφρα, βαθιά, λυτρωτικά. Τὶς κατανύσσουν καὶ τὶς μεταρσιώσουν. Τὶς ὑψώνουν πάνω ἀπὸ τὰ γήινα καὶ φθαρτά.
Ποιός δὲν ἔζησε τὸ κατανυκτικὸ μεγαλεῖο τους; Ποιά καρδιὰ δὲν συγκίνησε ἡ γλυκιὰ μελωδία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὕμνου: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον …»; Ποιά ψυχὴ δὲν ἔνοιωσε θρησκευτικὴ ἔξαρση καὶ κατάνυξη τὸ ἐσπέρας τῆς Μεγάλης Τρίτης κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ ἄφθαστου σὲ ποιητικὴ ἔξαρση καὶ λυρισμὸ ποιήματος τῆς εὐσεβοῦς ποιήτριας τοῦ Βυζαντίου, μοναχῆς Κασσιανῆς: « Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»; Ποιός δὲν συγκλονίστηκε τὴν Μεγάλη Πέμπτη βράδυ κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου μέσα στὸν ναό, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν πένθιμο ἦχο τῆς καμπάνας καὶ ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση καὶ τὴν ψαλμωδία τοῦ ἐξαίσιου τροπαρίου: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»; Ποιόν δὲν ἄγγιξε ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ πρωί, ἡ εἰκόνα τῆς Ἀποκαθηλώσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ τῆς ἀκολουθούσης αὐτὴν λιτανεύσεως τοῦ Ἐπιταφίου ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ἐνῶ ψάλλεται τὸ κατανυκτικὸν τροπάριο τῶν ἀποστίχων: « Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου Σε νεκρὸν ὁ Ἀριμαθαίας καθεῖλε…»; Ποιός δὲν σιγόψαλε τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀκολουθώντας τοὺς ἱεροψάλτες, τὰ γλυκύτατα « Ἐγκώμια » τοῦ Ἐπιταφίου γύρω ἀπὸ τὸν ναό; Ποιός δὲν αἰσθάνθηκε σκιρτήματα ἱερᾶς χαρᾶς καὶ ἐνθουσιασμοῦ τὸ πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ ψαλμικοῦ στίχου: « Ἀνάστα ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πάσι τοῖς ἔθνεσιν»; ( Ψαλμ. 81, 8). Καὶ ποιόν, τέλος, δὲν χαροποίησε καὶ δὲν ἐνθουσίασε ἡ ἄπλετη φωτοχυσία τῆς ἀναστάσιμης νύχτας, ποὺ θυμίζει τὴ νίκη τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως πάνω στὶς δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου; Καθὼς καὶ ἡ βουτηγμένη στὸν ἦχο τῆς καμπάνας χαρμόσυνη ψαλμωδία τοῦ θριαμβευτικοῦ παιάνα « Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»;
Εἶναι πραγματικὰ ἀπροσμέτρητο τὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος. Γι’ αυτὸ ἀκριβῶς καὶ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς λοιπὲς ἐβδομάδες τοῦ ἔτους. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε τὴν προσωνυμία Μεγάλη. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ ὀνομασία δὲν ὀφείλεται στὴν μεγάλη χρονικὴ διάρκεια τῆς ἐβδομάδος αὐτῆς, ἀλλὰ στὸ ὅτι «μεγάλες καὶ ἀπερίγραπτες ὑπῆρξαν οἱ ὠφέλειες ποὺ λάβαμε ἀπὸ αὐτήν ». Αὐτὴ τὴν ἐβδομάδα, συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατέρας, «καταργήθηκε ἡ βασιλεία τοῦ Ἄδου, θανατώθηκε ὁ θάνατος, νικήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἔπαυσε ἡ κατάρα, ἀνοίχθηκε ὁ παράδεισος».
Αὐτὰ τὰ κοσμοσωτήρια γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους μὲ τὴν ὑπέρχρονη καὶ ὑπεριστορική τους σημασία, μᾶς ἀξιώνει ἡ χάρις καὶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ ξαναζήσουμε πάλι λατρευτικὰ στὶς πανευφρόσυνες ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος. Νὰ χαροῦμε τὸ πνευματικό τους βάθος. Κι’ ἀναστημένοι πνευματικά, νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν Χριστό, τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου καἰ τοῦ Ἄδου.
Νὰ εὐχηθοῦμε νὰ ἀποτελέσουν αἰτία καὶ ἀφορμὴ νὰ ἐμβαθύνουμε στὸν ἄφθαστο πνευματικό τους πλοῦτο τῶν ἡμερῶν καὶ νὰ βιώσουμε τὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὶς σωστές τους διαστάσεις. Νὰ μὴν μείνουμε στὴν σφαῖρα τοῦ συναισθήματος καὶ στὴν ἐπιφανειακὴ γνώση. Ἀλλὰ νὰ νιώσουμε ἀληθινὴ κατάνυξη καὶ συντριβὴ καρδίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ποὺ ὁδήγησαν τὸν Χριστὸ στὸν σταυρικὸ θάνατο. Καὶ ἀνάλαφροι ψυχικά, νὰ ἀρχίσουμε ἕνα καλύτερο πνευματικὸ ξεκίνημα ζωῆς, γιὰ τὸ καλύτερο.