Ἡ νεοελληνική μας γλῶσσα βρίθει ἀπὸ λόγιους τύπους. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς λόγιας γλωσσικῆς μας παράδοσης δυσκολεύει τοὺς ὁμιλητές. Τὰ ἐπίθετα ποὺ συστηματικὰ κακοπαθοῦν εἶναι τὰ ἀρχαῖα σιγμόληκτα σὲ -ης, -ης, ες. Χρειάζεται προσοχὴ στὴ γενικὴ ἑνικοῦ (-ους) καὶ στὴν ὀνομαστικὴ τοῦ οὐδετέρου (-ες).
Τὰ ἐπίθετα ποὺ κλίνονται σύμφωνα μὲ τὸ διεθνής-διεθνής-διεθνές κρατοῦν σὲ ὅλες τὶς πτώσεις τον τόνο στὴ λήγουσα. Στὴν αἰτιατικὴ τοῦ ἑνικοῦ στὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκὸ γένος περισπῶνται, καθὼς καὶ στὴν ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ τοῦ οὐδετέρου.
Τὰ ἐπίθετα ποὺ κλίνονται σύμφωνα μὲ τὸ συνήθης-συνήθης-σύνηθες ἀνεβάζουν τον τόνο στὴν προπαραλήγουσα, στὴν ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ στὸν ἑνικὸ ἀριθμὸ του οὐδετέρου.
ἀρσενικὸ καὶ θηλυκὸ
ὁ/ἡ διεθνής τοῦ/τῆς διεθνοῦς τὸν/τὴν διεθνῆ διεθνή
οἱ διεθνείς τῶν διεθνῶν τοὺς/τὶς διεθνεῖς διεθνεῖς |
|
|
|
|
|
|
|
|
τὸ διεθνές τοῦ διεθνοῦς τὸ διεθνές διεθνές
τὰ διεθνῆ τῶν διεθνῶν τὰ διεθνῆ διεθνῆ |
|
|
ὁ/ἡ συνήθης
τοῦ/τῆς συνήθους
τὸν/τὴν συνήθη
συνήθη
οἱ συνήθεις
τῶν συνήθων
τοὺς/τὶς συνήθεις
συνήθεις
τὸ σύνηθες
τοῦ συνήθους
τὸ σύνηθες
σύνηθες
τὰ συνήθη
τῶν συνήθων
τὰ συνήθη
συνήθη
Κατὰ τὸ ἀληθὴς κλίνονται, μεταξύ ἄλλων, τὰ ἐπίθετα: ἀβαθής, ἀβλαβής, ἀγενής, ἀειθαλής, ἀκριβής, ἀμαθής, ἀναιδής, ἀπαθής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀτυχής, ἀφανής, ἀφελής, διαρκής, διεθνής, δυστυχής, εἰλικρινής, ἐμφανής, ἐπαρκής, ἐπιεικής, ἐπιβλαβής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, εὐφυής, ὁλοσχερής, παρεμφερής, πολυπληθής, πρωτοφανής, σαφής, συνεπής, συνεχής, ὑγιής, ψευδής, ψυχοπαθής. Νὰ σημειωθῇ ὅτι τὰ ἐπίθετα σὲ -ής ξεπερνοῦν τὰ 500. Ἐπίσης, ἐπίθετα μέ τά ἀκόλουθα λεξικά ἐπιθήματα:
–ειδής/-ειδές (π.χ., ἑλικοειδής, κυματοειδής, ὁμοειδής, ὀφιοειδής)
–ετής/-ετές (π.χ., διετής, πενταετής, πολυετής)
–κερδής/-κερδές (π.χ., ἐπικερδής, αἰσχροκερδής, ἀφιλοκερδής)
–μελής/-μελές (π.χ., πολυμελής, ὀλιγομελής, ἀρτιμελής)
–πρεπής/-πρεπές (π.χ., ἀξιοπρεπής, δουλοπρεπής, ξενοπρεπής)
-τελής/-τελές (π.χ., αὐτοτελής, ἰδιοτελής, ἀνιδιοτελής)
-φιλῇς/-φιλές (π.χ., δημοφιλής, λαοφιλής, προσφιλής).
Κατὰ τὸ συνήθης κλίνονται, μεταξύ ἄλλων, τὰ ἑξῆς ἐπίθετα: ἀήθης, ἀσυνήθης, αὐθάδης, αὐτάρκης, διαμήκης, ἐπιμήκης, εὐήθης, εὐμεγέθης, κακοήθης, καλοήθης, οὐρανομήκης, ὑπερμεγέθης.
῞Οσα λήγουν σὲ -ήθης, -έθης, -μήκης, -άρκης, -άδης ἀνεβάζουν τὸν τόνο στὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ τοῦ οὐδετέρου: τὸ καλόηθες στοιχεῖο, τὸ ἐπίμηκες κτήριο, τὸ αὔταρκες κράτος, τὸ αὔθαδες ἄτομο, τὸ εὐμέγεθες κτίσμα. Ἀντιθέτως δὲν μετακινοῦν τὸν τόνο στὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ οὐδετέρου ὅσα ἐπίθετα λήγουν σὲ -ήρης, -ώδης, -ώλης: τὸ κλινῆρες παιδί, τὸ εὐῶδες ἄνθος, τὸ ἐξῶλες ἄτομο.
Τὰ παροξύτονα ἐπίθετα σὲ -ης διατηροῦν τὸν τόνο τῆς γενικῆς πληθυντικοῦ στὴν παραλήγουσα (συνήθων, ποδήρων). Μόνο τὰ λήγοντα σὲ -ώδης τονίζουν τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ στὴ λήγουσα: ὁ ἐλώδης, τῶν ἐλωδῶν. (Βλ. Γεωργία Κατσούδα, Σύγχρονη Πρακτικὴ Γραμματική, σελ. 82-84, ἐκδόσεις Ἄγκυρα, 2007, 14η ἔκδοση).
Ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ συμβουλὴ τοῦ Λυπουρλῆ νὰ χρησιμοποιοῦμε, ἐφόσον μᾶς προκαλεῖ σύγχυση ἡ κλίση τῶν συγκεκριμένων ἐπιθέτων, ἄλλα συνώνυμα μὲ ὁμαλὴ κλίση! (Λυπουρλῆ Δημητρίου, Γλωσσικὲς Παρατηρήσεις, σελ. 132-133, Θεσσαλονίκη 1994, ἐκδόσεις «Παρατηρητής»). Σύμφωνα μὲ τὸν κ. Λυπουρλῆ ἀντὶ τοῦ ἀσθενοῦς ἐπιχειρήματος νὰ λέμε τοῦ ἀδύνατου ἐπιχειρήματος. Εἶναι λοιπὸν προτιμότερο, σύμφωνα μὲ τὸν κ. Καθηγητῆ, νὰ καταργήσουμε ὑπὲρ τὰ 500 ἰσοσύλλαβα ἐπίθετα σὲ -ης, ἀπὸ τὰ μάθουμε δύο κλιτικὰ παραδείγματα! Εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ στάσις νιώθεται!
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα