ΑΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου-Φιλολόγου
Μ.Α. Θεολογίας- ὑπ. διδάκτορος Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Δύο ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς καὶ τὸ Ἰσλάμ. Οἱ θρησκεῖες[1] αὐτὲς ἀριθμοῦν ἑκατομμύρια πιστοὺς ἀνὰ τὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανισμὸς θεωρεῖται παλαιότερος ἀπὸ τὴν Ἰσλαμικὴ θρησκεία. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε περίπου λίγο πρὶν τὸ 4 π.Χ., μεταξὺ 8 καὶ 6 π.Χ.[2], ἐνῷ ὁ Μωάμεθ γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6 αἰ. μ.Χ. Ὁρόσημο γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ θεωρεῖται τὸ ἔτος 1 μ.Χ. κατὰ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντίστοιχα γιὰ τὸ Ἰσλὰμ θεωρεῖται καθοριστικὴ χρονολογία τὸ 622, ἀφετηρία τῆς ἰσλαμικῆς χρονολογήσεως. Τὸ ἔτος αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἡ φυγὴ τοῦ Μωάμεθ ἀπὸ τὴ Μέκκα καὶ ἡ ἄφιξή του στὴ Μεδίνα[3].
Ὑπάρχουν βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο Θρησκειῶν, ὅπως ἡ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ, τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλα ὅσα αὐτὴ συνεπάγεται, ἡ πίστη ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Στὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις οἱ διαφορὲς κορυφώνονται κυρίως στὴν ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴ θέση τῆς γυναίκας, καθὼς καὶ τὴ μορφὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ΩΝ, ὁ ὑπάρχων, ὁ Κύριος καὶ δημιουργὸς ὅλων τῶν νοερῶν καὶ ὑλικῶν δημιουργημάτων ποῦ φανερώθηκε (ἀποκαλύφθηκε) στὸν κόσμο σὲ τρεῖς ὑποστάσεις (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα). Καὶ τὰ τρία πρόσωπα μαζὶ φανερώνονται γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Θεὸς Λόγος (μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση Ἰησοῦς Χριστός), τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἐπίσης ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπητός, ὁ μονογενής, ποὺ ἔχει διπλὴ γέννηση: ἀπὸ τὸν Πατέρα, χωρὶς μητέρα, ἀχρόνως καὶ ἐν χρόνῳ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδὴ Θεάνθρωπος. Μὲ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως, σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεώς Του ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία. Μὲ τὴν ἀνάληψή Του, ἀνεβάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Πατέρα καὶ τὴν τοποθετεῖ ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ πρότερον, στὴν κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ τώρα ἐργάζεται στὴ Ἐκκλησία καὶ τελειώνει (καθαγιάζει) τὰ μυστήρια. Ὁ Χριστιανὸς τὸ δέχεται ἀρχικά, ὡς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (ποὺ ἐπίσης ὀνομάζονται Ἅγιον Πνεῦμα) στὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος. Ἐκεῖ λαμβάνει ὅλες τὶς δωρεές Του, τὶς ὁποῖες, ἐὰν θελήσει νὰ ἀξιοποιήσει, μπορεῖ νὰ καταξιωθεῖ τῆς μεγάλης χάριτος ποῦ εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Θεὸ καὶ τελικὰ ἡ προσωπική του θέωση κατὰ χάρη καὶ ὁ ἁγιασμός. Ὁ Χριστιανὸς γνωρίζει τὸν Θεὸ «ἀγνώστως» (μὲ τρόπο ὑπὲρ τὴν κτίση) μετέχοντας στὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καὶ ὄχι στὴν οὐσία Του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές, ἀλλὰ ἡ οὐσία Του ἀμέθεκτη. Μόνο τὸ Κοράνιο[4] ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ αἰσθητὸ σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχει ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, γιὰ τὸ Χριστιανισμό, ὁ Θεὸς εἶναι κοντὰ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Πατήρ του καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀνήκουν ὡς μέλη στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κεφαλὴ τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Σύμφωνα μὲ τὸ Κοράνιο ὁ Ἰησοῦς οὔτε σταυρώθηκε, οὔτε θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀναστήθηκε: «Καί εἶπον· ἡμεῖς ἐφονεύσαμεν τόν Μεσσίαν Ἰησοῦ, υἱόν τῆς Μαριάμ, τὸν ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ. Οὐχί, δέν ἐφόνευσαν, δέν ἐσταύρωσαν αὐτόν, ἀλλ΄ ἕτερον τινά ὅμοιον αὐτῷ … Οἱ δέ συζητήσαντες ἐπί τοῦ ἀντικειμένου τούτου (τῆς ἀνάστασης), ἔμειναν αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐν τῇ ἀμφιβολίᾳ· δέν ἤσαν βέβαιοι περί τούτου, ἀλλά κατ’ εἰκασίαν. Ἀληθῶς οὗτοι δέν ἐφόνευσαν αὐτόν, ἀλλ’ ὁ Θεός ἐν τῇ ἰσχύι καί σοφίᾳ αὐτοῦ, μετεκαλέσατο αὐτόν»[5]. Ἀποδεκτό, ὅμως, εἶναι τό γεγονός τῆς ἀναλήψεως τοῦ Ἰησοῦ, «Οὗτοι (οἱ Ἰουδαῖοι) δέν ἐφόνευσαν αὐτόν (τόν Ἰησοῦ), ἀλλ’ ὁ Θεός ἀνύψωσε αὐτόν πρός Ἑαυτόν»[6]. Ἀντίθετα, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε, ἔπαθε, πέθανε πάνω στὸ σταυρό, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαινισθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νὰ ἐπανασυνδεθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀντικειμενικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος.
Μία σημαντικὴ διαφορὰ μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Κορανίου εἶναι ἡ θέση τῆς γυναίκας. Μὲ βάση τὴ Βίβλο, ὁ Θεὸς ἔπλασε τὴ γυναίκα ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ Ἀδὰμ γιὰ νὰ εἶναι ἰσότιμη μὲ ἐκεῖνον, βοηθὸς καὶ συνοδοιπόρος του στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Χριστὸς ἐξύψωσε τὴ θέση τῆς γυναίκας. Δίδασκε ὅτι τὰ δύο φύλα εἶναι ἰσότιμα, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ»[7]. Ὁ γάμος εἶναι ἕνας ἱερὸς θεσμὸς ἀνάμεσα σὲ μία γυναίκα καὶ ἕναν ἄνδρα γιὰ τὴ Χριστιανικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ μοιχεία σὲ ἕναν ὀρθόδοξο γάμο εἶναι καταδικαστέα τόσο γιὰ τὸν ἄνδρα ὅσο καὶ γιὰ τὴ γυναίκα καὶ ἀποτελεῖ κολάσιμο ἁμάρτημα γιὰ ὅποιον ἀπὸ τοὺς δύο τὴ διαπράξει. Καὶ τὰ δύο φύλα ἔχουν τὶς ἴδιες δυνατότητες σωτηρίας καὶ ἁγιασμοῦ, ἐφ’ ὅσον μάλιστα τὸ ἱερότερο ἀνθρώπινο πρόσωπο γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι γυναίκα, «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ».
Ἀντίθετα οἱ γυναῖκες στὴν ἰσλαμικὴ κοινωνία θεωροῦνται κατώτερα ὄντα. Στὸ Κοράνιο ὑπογραμμίζεται ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἄνδρα σὲ σχέση μὲ τὴ γυναίκα: «Οἱ ἄνδρες εἶναι ἀνώτεροι τῶν γυναικῶν ἕνεκα τῆς ἰδιότητος δὶ’ ἧς ὁ Θεὸς ὕψωσε τοὺς μὲν ἐπὶ τῶν δέ, καὶ διότι οἱ ἄνδρες προικίζουσι τὰς γυναίκας ἐκ τοῦ πλούτου αὐτῶν. Αἱ ἐνάρετοι γυναῖκες εἶναι εὐπειθεῖς καὶ ὑπήκοοι, τηροῦσι μετὰ προσοχῆς, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, ὅ,τι ὁ Θεὸς διέταξε νὰ τηρεῖται ἀνέπαφον. Ὀνειδίζετε ἐκείνας, ὧν τὴν ἀπείθειαν πτοεῖσθε· θέλετε ὁρίσει εἰς αὐτὰς χωριστὴν κοίτην, ἔστε πρὸς αὐτὰς εὐμενεῖς». Ὁ Μωάμεθ διατεινόταν πὼς ἡ νοημοσύνη τῶν γυναικῶν εἶναι ἀνεπαρκής, καὶ πὼς τοὺς ἔλειπε καὶ ἡ κοινὴ λογικὴ:
«Ὦ, γυναῖκες, θὰ πρέπει νὰ κάνετε ἐλεημοσύνες καὶ νὰ ζητᾶτε πολλὲς φορὲς τὴν συγχώρηση, ἐπειδὴ σᾶς εἶδα μαζικὰ ἀνάμεσα στοὺς κατοίκους τῆς Κόλασης. / Μία σοφὴ κυρία ἀπὸ αὐτὲς εἶπε: «Πῶς εἶναι, ἀγγελιοφόρε τοῦ Ἀλλάχ, καὶ τὸ εἶδος μας εἶναι μαζικὰ στὴν Κόλαση;» Πάνω σ’ αὐτὸ παρατήρησε ὁ Ἅγιος Προφήτης: «Καταριέστε πολύ, καὶ εἶστε ἀγνώμονες στοὺς συζύγους σας. Κανέναν ἄλλο δὲν ἔχω δεῖ, ποῦ νὰ τοῦ λείπει ἡ κοινὴ λογικὴ καὶ νὰ χωλαίνει στὴν πίστη, ἐνῷ (ταυτόχρονα) νὰ κλέβει τὴν γνώση τῶν σοφῶν, παρὰ μόνο ἐσᾶς». … «Ἡ ἔλλειψη κοινῆς λογικῆς (κρίνεται ἐπαρκῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς) ὅτι ἡ μαρτυρία δύο γυναικὼν ἰσοῦται μὲ τὴ μαρτυρία ἑνὸς ἀνδρός. Αὐτὸ εἶναι μία ἀπόδειξη τῆς ἔλλειψης στὶς γυναῖκες κοινῆς λογικῆς[8].
Μὲ βάση τὸ Κοράνιο δὲν θεσπίζεται ἡ μονογαμία ἀνάμεσα σὲ ἕναν ἄνδρα καὶ μία γυναίκα. Καθοσιώνεται ἡ πολυγαμία τοῦ ἄνδρα: «Ἐὰν φοβῆσθε μήπως ἀδικήσητε τὰ ὀρφανά, μὴ λαμβάνετε συζύγους, ἢ δύο, τρεῖς ἢ καὶ τεσσάρας ἐκ τῶν γυναικὼν τῆς ἀρεσκείας ὑμῶν. Ἐὰν εἰσέτι φοβῆσθε μὴ ἀδικήσητε αὐτά, μὴ νυμφευθῆτε ἢ μίαν μόνην, ἢ ὅ,τι προμηθευθεῖ ἡ δεξιά ὑμῶν»[9]. Ὁ μόνος ὅρος ποὺ ὑπάρχει γιὰ τὴν πολυγαμία εἶναι ἡ τήρηση ἰσότητας μεταξὺ τῶν συζύγων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἄνδρα καὶ νὰ νυμφεύεται μόνον ὅσες μπορεῖ νὰ θρέψει. Παράλληλα μὲ τὶς νόμιμες συζύγους ὁ Μουσουλμάνος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀπεριόριστο ἀριθμὸ παλλακίδων: «Δὲν ἐπιτρέπεται ὑμῖν νὰ λαμβάνητε σύζυγον ἐκ τῶν ἐλευθέρων ὑπάνδρων γυναικῶν, ἐκτὸς ἂν κατακτήσητε αὐτὰς διὰ τῆς δεξιᾶς ὑμῶν (δηλ. δούλη ἀπὸ πόλεμο ἢ ἀγορά). Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐφ’ ὑμῶν νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις ἐπιτρέπεται ὑμῖν νὰ λαμβάνητε συζύγους διὰ τοῦ ἀργυρίου ὑμῶν ἃς θὰ μεταχειρίζησθε εὐπρεπῶς»[10].
Ἡ δούλη γυναίκα γίνεται παλλακίδα καὶ βρίσκεται στὴν ἀπόλυτη διάθεση τοῦ κυρίου της χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένας σεβασμὸς γιὰ τὴν προσωπικότητά της. Ἀντίθετα στὸ Χριστιανισμὸ ἡ γυναίκα, ἀκόμα καὶ ὡς αἰχμάλωτη εἶναι ἕνα ὂν μὲ προσωπικότητα ποὺ μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἀπόλυτα σεβαστή.
Στὸ θέμα τοῦ γάμου μία Μουσουλμάνα ἀπαγορεύεται νὰ νυμφευθεῖ ἕναν ἀλλόπιστο, ἀντίθετα αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ τὸν Μουσουλμάνο. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Ὀρθοδοξία, ἀπαγορεύεται ὁ Χριστιανὸς εἴτε ἄνδρας εἶναι εἴτε γυναίκα νὰ παντρευτεῖ κάποιον ἀλλόθρησκο, ἀκόμα καὶ ἑτερόδοξο. Σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ διαζύγιο στὸ μουσουλμανικὸ κόσμο, αὐτὸ ἰσχύει μόνο ἐὰν ζητηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνδρα· «Ὅσοι ἔταξαν νὰ ἀπέχωσι τῶν γυναικὼν αὐτῶν, δίδεται αὐτοῖς τετράμηνος προθεσμία. Ἴσως ἐν τῷ διαστήματι τούτῳ ἐπανέλθωσιν εἰς αὐτάς· ὁ Κύριος εἶναι ἐπιεικὴς καὶ ἐλεήμων. / Δὲν εἶναι ἁμάρτημα νὰ ἀποβάλητε γυναίκα μετὰ τῆς ὁποίας δὲν συνεζεύχθητε, ἢ εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ὠρίσατε προίκα. Δότε εἰς αὐτὴν τὰ χρειώδη εὐπρεπῶς, ὡς ἁρμόζει»[11]. Ἡ ἴδια ἡ διαδικασία τοῦ διαζυγίου εἶναι ὑπερβολικὰ ἁπλή. Ἀρκεῖ ὁ σύζυγος νὰ ἀνακοινώσει ἐπίσημα ὅτι «ἀπὸ τώρα σὲ ἀπολύω»[12]. Τὸ διαζύγιο στὴν Ὀρθοδοξία ἐπιτρέπεται μόνο γιὰ σοβαροὺς λόγους στοὺς ὁποίους προσβάλλεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν δύο συζύγων ἢ κάποιου ἐξ αὐτῶν κινδυνεύει ἡ σωματικὴ ἀκεραιότητα. Τέλος ἡ διαδικασία τοῦ διαζυγίου εἶναι σύνθετη καὶ χρειάζεται κάποιο χρόνο.
Στὸ Ἰσλὰμ ἡ γυναίκα ποὺ μοιχεύει τιμωρεῖται μὲ θάνατο μέσῳ λιθοβολισμοῦ ἢ μὲ κάποια ἄλλη σκληρὴ τιμωρία, ἐνῷ ὁ ἄντρας μένει ἀτιμώρητος ἐὰν εἶναι Μουσουλμάνος. Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ μοιχεία ἀποτελεῖ ἠθικὸ ὄνειδος τόσο γιὰ τὸν ἄνδρα ὅσο καὶ γιὰ τὴ γυναίκα.
Ἄλλο ἕνα μὴ κοινὸ σημεῖο ἀνάμεσα στὶς δύο θρησκεῖες εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ποὺ διδάσκει ὁ Χριστιανισμὸς (βλ. τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, Λουκ.10,30-37 ), εἴτε αὐτὸς εἶναι ὁμόθρησκος εἴτε ἑτερόθρησκος. Ὁ Χριστιανισμὸς διακηρύττει τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ταυτόχρονα διδάσκει ὅτι ἡ ζωή, ἡ τιμὴ καὶ ἡ περιουσία τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι σεβαστή. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος κ.ἄ., ἔφτιαξαν ἱδρύματα στὰ ὁποῖα ἔβρισκαν φροντίδα, ἀγάπη καὶ τροφὴ ἄνθρωποι ἀνεξαρτήτως φύλου, ἐθνικότητας καὶ θρησκείας. Ἀντίθετα τὸ Κοράνιο πρεσβεύει τὸν σεβασμὸ τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καὶ τῆς περιουσίας μόνο τῶν ὁμοπίστων[13].
Τέλος, μία ἀκόμη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δύο θρησκεῖες εἶναι ὅτι κυρίαρχο στοιχεῖο στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν του Ἰσλὰμ εἶναι ἡ διὰ παντὸς μέσου ἐπιβολὴ τῆς θρησκευτικῆς των παραδοχῆς. Ἀντίθετα ὁ Χριστὸς δίδασκε τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή του νὰ ἀσπασθεῖ κάποιος τὸ χριστιανικὸ δόγμα. Ὁ Χριστὸς τόνιζε: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν»[14].
Ὁ βίαιος προσηλυτισμὸς στὸ Ἰσλὰμ τονίζεται μὲ τὴ σούρα τοῦ Κορανίου, «Ἡ Μετάνοια»[15]: «Ὅταν παρέλθωσι οἱ ἱεροὶ μῆνες τότε φονεύετε τοὺς πολυθεϊστάς, ὅπου ἂν συναντήσετε, ζωγρεῖτε πολιορκοῦντες καὶ ἐνεδρεύοντες αὐτούς», καθὼς καὶ μὲ τὴ σούρα, «Ὁ Μωάμεθ», «Ὁπόταν συναντᾶτε τοὺς ἀπίστους φονεύετε καὶ κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερρῶς τὰ δεσμὰ τοῦ αἰχμαλώτου. Μετὰ δὲ τὴν κατάπαυση τῆς μάχης ἄφετε αὐτὸν ἐλεύθερον ἢ ἀνταλλάξατε ἀντὶ λύτρων. Πράττετε οὕτως· ἐὰν ἐβούλετο ὁ Θεὸς θὰ ἐθριάμβευε ὁ ἴδιος ἐπ’ αὐτῶν ἀλλὰ ὑποβάλλει ὑμᾶς εἰς τὸν πόλεμον διὰ νὰ δοκιμάσει τοὺς μὲν διὰ τῶν δέ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀπωλέσει τὰ ἔργα τῶν πεσόντων ἐν τῇ μάχῃ ὑπὲρ πίστεως. Θὰ εἰσαγάγει αὐτοὺς εἰς τὸν Παράδεισον ὅν ἤδη ὑπέδειξεν αὐτοῖς. Ὅσοι πιστοὶ ἐὰν συνδράμετε τὸν Θεὸν εἰς τὴν μάχην Αὐτοῦ κατὰ τῶν ἀπίστων, καὶ ὁ Θεὸς θὰ συνδράμει ὑμᾶς κατευθύνων τὰ ὑμέτερα διαβήματα»[16].
Ὁ πόλεμος στὴν Ὀρθοδοξία δικαιολογεῖται μόνο ὅταν γίνεται γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση μιᾶς χώρας ἀπὸ ἕναν κατακτητή, γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, τῆς οἰκογένειας, τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν. Ἀντίθετα ποτὲ στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ ἱεροῦ πολέμου. Τὸ ὄρο τὸν συναντᾶμε στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων Σταυροφοριῶν γιὰ τὴν ἐπανάκτηση ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τῆς κυριότητας τῶν Ἁγίων Τόπων. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἤθελαν νὰ κατακτήσουν ἐδάφη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ἔγινε στὴν Δ΄ Σταυροφορία τὸ 1204.
Ἀντίθετα στὸ Ἰσλὰμ κυριαρχεῖ συχνὰ ἡ φράση «ἱερὸς πόλεμος» (τζιχάντ). Ἡ σημασία ποὺ δίνεται στὴ φράση αὐτή, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ βίαιη ἐξάπλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἀλλάχ, στὴν ὁποία ἔγινε ἀναφορὰ παραπάνω. Σήμερα πίσω ἀπὸ τὴν ἰδεολογία τοῦ ἱεροῦ πολέμου κρύβονται τρομοκρατικὲς ὀργανώσεις, ὅπως ἡ Ἄλ Κάιντα. Τὰ μέλη της, φανατισμένοι ἰσλαμιστές, εἶναι ὑπαίτια γιὰ πολλὰ τυφλὰ χτυπήματα, τόσο στὸ δυτικὸ κόσμο ὅσο καὶ στὰ ἀραβικὰ κράτη, ποῦ στοίχισαν τὶς ζωὲς σὲ πολλοὺς ἀθώους ἀνθρώπους. Μὲ τὸν ὅρο τζιχὰντ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν διαφόρων τρομοκρατικῶν ὀργανώσεων δείχνουν δῆθεν τὴν ἀντίδρασή τους στὴν καταπίεση ποῦ ἀσκοῦν κάποιες δυτικὲς χῶρες σὲ ἀραβικὰ κράτη ἢ Μουσουλμανικοὺς πληθυσμούς. Στὴν πραγματικότητα οἱ Μουσουλμάνοι ποὺ διαπράττουν τέτοιες ἐνέργειες δὲν εἶναι ἥρωες ἀλλὰ ψυχροὶ δολοφόνοι. Σίγουρα ὅλοι θὰ θυμοῦνται πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὴν ἀνατίναξη τοῦ ἀεροπλάνου γνωστῆς ἀμερικανικῆς ἑταιρείας πάνω ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικό[17], παρασέρνοντας στὸν θάνατο ὅλους τοὺς ἐπιβάτες του. Ἐπίσης ἕνα φρικιαστικὸ γεγονὸς ποὺ καλύφθηκε μὲ τὴ μάσκα τοῦ ἱεροῦ πολέμου ὑπῆρξε τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς καταλήψεως ἑνὸς σχολείου στὴ Ρωσία ἀπὸ Τσετσένους Μουσουλμάνους[18] ἄνδρες καὶ γυναῖκες (τὶς γνωστὲς «μαῦρες χῆρες») κατὰ τὸ ὁποῖο σκοτώθηκαν πολλὰ παιδιά, γονεῖς καὶ ἐκπαιδευτικοί.
Ἡ μεγάλη ἀντίθεση μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμ εἶναι ὅτι γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς Ὀρθοδοξίας χρειάστηκε τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Ἀντίθετα ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλὰμ στηρίχθηκε σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὸ ξίφος καὶ τὴ φωτιά, δηλαδὴ στὴ χρήση βίας.
Τέλος στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀποδεκτὸς ὁ θεσμὸς τῆς δουλείας, κάτι ποῦ δὲν δέχεται ὁ Χριστιανισμός, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, «Εἶστε ὅλοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς πίστεώς σας στὸν Ἰησοῦ Χριστό, κὰθ΄ ὅτι ὅσοι ἐν Χριστῷ ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος ἢ Ἕλληνας, δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ἐπειδὴ εἶστε ὅλοι ἕνα, ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ. Ἂν ἀνήκετε στὸν Χριστό, τότε εἶστε γόνοι τοῦ Ἀβραάμ, καὶ κληρονόμοι σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία»[19]. Στὸ Ἰσλάμ δοῦλος μπορεῖ νά εἶναι κάποιος ποὺ εἶναι Μουσουλμάνος. Στό Κοράνιο ὁ θεσμός τῆς δουλείας θεωρεῖται ὅτι θεμελιώνεται μέσα στό Λόγο τοῦ Ἀλλάχ.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι προφανὲς ὅτι ὑπάρχουν διαφορὲς μεταξὺ Ἰσλὰμ καὶ Ὀρθοδοξίας. Βασικὴ διαφορά τους εἶναι ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεό. Ἡ διδασκαλία τῆς κάθε θρησκείας γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, τὴ σταύρωση, τὴν ἀνάσταση ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάληψή Του. Ἡ σαφὴς ὑποτίμηση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ Κοράνιο τόσο στὴν κοινωνία, ὅσο καὶ στὸ γάμο ἀλλὰ καὶ στὸ διαζύγιο. Ὁ ἱερὸς πόλεμος στὸν ὁποῖο προτρέπει τοὺς πιστούς της ἡ ἰσλαμικὴ θρησκεία νὰ συμμετάσχουν. Τέλος, ὁ θεσμὸς τῆς δουλείας, ποὺ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ. Τὰ μὴ κοινὰ στοιχεῖα μεταξύ του Ἰσλὰμ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ φανοῦν καλύτερα μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν δύο θρησκειῶν ἀπὸ τὸν 7ο ἕως καὶ τὸ 18ο αἰώνα. Μέσα στοὺς αἰῶνες αὐτοὺς οἱ συγκυρίες ἔφεραν πολὺ κοντὰ τοὺς πιστοὺς τῶν δύο θρησκειῶν καὶ συνέβαλαν στὴ δημιουργία ἑνὸς σκληροῦ καὶ ἀνελέητου ἀνταγωνισμοῦ ἐπικράτησης μεταξὺ Ἰσλαμιστῶν καὶ Χριστιανῶν, τοῦ ὁποίου θύματα ὑπῆρξαν κυρίως οἱ δεύτεροι.
[1] Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν θεωρεῖται θρησκεία μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Ἱδρυτής της δὲν θεωρεῖται κάποιος ἄνθρωπος, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς ἄλλες ὑπάρχουσες θρησκεῖες. Ἱδρυτὴς της εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ποὺ ἐνανθρώπησε κάποια συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ μέσα στὴν ἱστορία. Ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως τέλειος Θεὸς.
[2] Μὲ βάση τὶς ἀρχαιολογικὲς ἀνακαλύψεις εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 4 π.Χ., δεδομένου ὅτι ὁ Ἡρώδης βασίλεψε ἀπὸ τὸ 37 ὡς τὸ 4 π.Χ. Συνεπάγεται, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ ὑπολογιστικὸ λάθος κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ., ὡς ἔτος γεννήσεώς του ὁρίσθηκε τὸ 753 ἀπὸ κτίσεως Ρώμης, δηλαδὴ 3-4 χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὴν πραγματικὴ χρονολογία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἀφηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλὰ μὲ μετέπειτα ὑπολογισμοὺς ποὺ ἀγνοοῦσαν ὅλα τὰ δεδομένα. Δὲν ἀλλάζει λοιπὸν τίποτα ἀπὸ τὰ ὅσα γράφονται στὰ Εὐαγγέλια, παρὰ μόνο μετατίθενται κατὰ 3- 4 χρόνια ἐνωρίτερα τὰ γεγονότα σὲ σχέση μὲ τὸ δικό μας ἡμερολόγιο.
Ἡ χρονολόγηση ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ προτάθηκε ἀπὸ τὸν Σκύθη μοναχὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα Διονύσιο τὸν Μικρὸ (532 μ.Χ.), ἡγούμενο μοναστηριοῦ στὴ Ρώμη, κατὰ τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα. Μέχρι τότε, ἡ χρονολόγηση γινόταν, εἴτε μὲ ἀφετηρία τὴν Κτίση τῆς Ρώμης εἴτε «ἀπὸ Διοκλητιανοῦ», δηλαδὴ μὲ ἀφετηρία τὴν 29η Αὐγούστου τοῦ 284 μ.Χ., ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Διοκλητιανὸς (καθ’ ὑπόθεση) ἀνακηρύχτηκε αὐτοκράτορας. Ἀφοῦ, λοιπόν, δημιουργήθηκε ἡ χρονολόγηση μὲ ἀφετηρία τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, οἱ μετέπειτα προσπάθειες τῶν σοφῶν ἐπικεντρώθηκαν στὸν ἀκριβῆ προσδιορισμὸ τῆς χρονολογίας της. Προφανῶς ὁ Διονύσιος εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ λάθος ἀφετηρία! Ἐν προκειμένῳ αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀξιοπιστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν βρίσκεται στὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι στὸ πότε ἀκριβῶς Ἐκεῖνος γεννήθηκε.
[3] «Οἱ πηγὲς δὲν συμφωνοῦν ἀπολύτως ὡς πρὸς τὸν καθορισμὸ τῆς ἡμερομηνίας μεταναστεύσεως τοῦ Μωάμεθ ἀπὸ τὴ Μέκκα στὴ Μεδίνα, τῆς περίφημης Hijrah (Ἐγίρα ἢ Ἔγιρα ἢ Ἐγεῖρα). Συνήθως τὴν τοποθετοῦν στὴν 8η ἢ τὴ 12η τοῦ μηνὸς Rabic al-Awwal (20η ἢ 24η Σεπτεμβρίου 622). Πιθανότερο φαίνεται ὅτι οἱ ἀνωτέρω προσδιορισμοὶ σχετίζονται μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ Μωάμεθ στὴ Μεδίνα. … Ὡς πρώτη, ὅμως, ἡμέρα τοῦ ἔτους ὁρίσθηκε ὄχι ἡ πραγματικὴ ἡμέρα τῆς «μεταναστεύσεως», ἀλλὰ ἡ 1η τοῦ μηνὸς Muharram (Παρασκευὴ) ποὺ συμπίπτει μὲ τὴ 16η Ἰουλίου τοῦ 622», Ἀ. Γιαννουλάτου, ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, Ἰσλάμ. Θρησκειολογική Ἐπισκόπηση, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006, σσ. 117, 118.
[4] Στὸ κεφάλαιο «Οἱ Ποιηταὶ» 26, 192, ἀναφέρεται: «Τὸ Κοράνιο αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος κόσμου … εἶναι αἰώνιο καὶ ἀδημιούργητο, ποῦ ὑπῆρχε ἀνέκαθεν μὲ τὸν Θεὸ ὡς αἰώνια φανέρωση τῆς θείας θελήσεως». Τὸ συγκεκριμένο βιβλίο, ποῦ βρίσκεται στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἁπλῶς ἀντίγραφο τοῦ οὐρανίου πρωτοτύπου, τὸ ὁποῖο στὴν Ἰσλαμικὴ ὁρολογία ἀποκαλεῖται: «Μητέρα τῆς Βίβλου», «Καλῶς διατηρούμενη πλάκα». Τὸ οὐράνιο αὐτὸ πρωτότυπο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀνακοινώθηκε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Μωάμεθ, βρίσκεται πάντοτε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θεωρεῖται ἄναρχο, ἀδημιούργητο, ἀλάνθαστο. Τὴ θέση τὴν ὁποία ἔχει στὴν χριστιανικὴ θεολογία ὁ Υἱός, ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε στὸ Ἰσλὰμ τὸ Κοράνιο. Ο Η. Kraemer στὸ ἔργο του, The Christian Message in a Non-Christian World,London 1938, 217-218, ὑπογραμμίζει: «The foundation of Islam is not, The Word became flesh. It is, The Word became book. It is quite logical and intelligible that Islam should have developed its own species of Logos speculation in the well-known dogma of the uncreated, pre-existent and celestial Quran»: «θεμέλιό τοῦ Ἰσλὰμ δὲν εἶναι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», ἀλλά «ὁ Λόγος ἔγινε βιβλίο». Πρβλ. Ἀ. Γιαννουλάτου, Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας, Ἰσλάμ. Θρησκειολογική Ἐπισκόπηση, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006, σσ. 143, 231.
[5] Γυναῖκες 4: 156.
[6] Αὐτόθι.
[7] Γαλ. 3, 28.
[8] Sahih Muslim, Abdul Hamid Siddiqi, μεταφρ., ἀρ. 142.
[9] Αὐτόθι 4, 3.
[10] «Αἱ Γυναῖκες» 4, 28.
[11] «Ἡ Βοῦς» 2, 226.237.
[12] R. Roberts, The Social Laws of the Quran, London 19712, σ. 25.
[13] «Ἡ Νυκτερινὴ Ὁδοιπορία» 17, 24-25, 28-31, 33-41.
[14] Μάρκ. 8, 38.
[15] «Ἡ Μετάνοια» 9, 5.
[16] Πρβλ. «Τά Λάφυρα» 8, 73,76. «Ὁ Σίδηρος» 57, 10. «Ἡ Βοῦς» 2, 189: «Μάχεσθε μέχρις ὅτου ἀποσοβηθεῖ ἀφ’ ὑμῶν ὁ κίνδυνος τοῦ πειρασμοῦ, καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει ἄλλη λατρεία εἰμὴ ἡ τοῦ μόνου Θεοῦ. Ἂν οἱ ἐχθροὶ θέσωσι τέρμα εἰς τὰς πράξεις αὐτῶν, τότε ἅς παύσωσιν αἱ ἐχθροπραξίαι, ἐκτὸς ἂν πρόκειται περὶ ἀσεβῶν».
[17] Πρόκειται γιὰ τὴν πτήση PanAm103, ἀεροπλάνου Boeing 747, ἀπὸ Λονδίνο πρὸς Ν. Ὑόρκη, τὸ ὁποῖο ἐξερράγη μὲ βόμβα στὶς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 1988, σκοτώνοντας 259 ἐπιβαίνοντες στὸ ἀεροπλάνο καὶ 11 κατοίκους τῆς πόλεως Lockerbie τῆς Νοτίου Σκωτίας.
[18] Στὶς ἀρχὲς Σεπτεμβρίου τοῦ 2004 ὁμάδα τρομοκρατῶν Τσετσένων καὶ Ἰνγκουσίων πῆρε 1,100 ὁμήρους ἀπὸ τὸ Σχολεῖο τοῦ Beslan στὴ Βόρειο Ὀσσετία – μεταξὺ αὐτῶν καὶ 777 παιδιά. Τὸ περιστατικὸ κατέληξε στὸν θάνατο 334 ὁμήρων (πλὴν τῶν ἀπωλειῶν τῶν τρομοκρατῶν καὶ τῶν δυνάμεων ἀσφαλείας), ἀπὸ τοὺς ὁποίους 186 παιδιά.
[19] Γαλ. 3, 26-29