ΦΩΝΕΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Ἀ­μα­λί­α Κ. Ἠ­λιά­δη

Φι­λό­λο­γος-Ἱ­στο­ρι­κὸς

      Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φύ­σης καὶ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γῆς εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα:

•Ἑ­νό­τη­τα στὸ φω­τι­σμέ­νο κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀν­τί­θε­τα, δι­ά­σπα­ση στὴ γή­ϊ­νη ἐ­πι­φά­νεια, μὲ ἄ­με­σο ἀ­πο­τέ­λε­σμα στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ψυ­χὴ καὶ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α.

•Ἑ­νό­τη­τα στὸ θρη­σκευ­τι­κὸ καὶ φυ­λε­τι­κὸ φρό­νη­μα (Δω­δε­κά­θε­ο, Ὀ­λυμ­πιά­δες, κ.λ.π.), ἀλ­λὰ μὲ δι­ά­σπα­ση στὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ δι­α­μόρ­φω­ση (Πό­λεις, Δῆ­μοι, κ.λ.π.).

      Αὐ­τὴ τὴ δι­α­πί­στω­ση τὴν εἶ­χαν κά­νει πρῶ­τα ἀ­π᾿ ὅ­λους τὰ ἱ­ε­ρα­τεῖ­α τῶν Ἀρ­χαί­ων να­ῶν καὶ προ­σπά­θη­σαν νὰ τὴν ξε­πε­ρά­σουν, ὁ­δη­γών­τας τοὺς Ἕλ­λη­νες σὲ μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ ἑ­νό­τη­τα. Μέ­σα σὲ αὐ­τὰ τὰ πλαί­σια τῆς ἑ­νό­τη­τας πρέ­πει νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν οἱ προ­σπά­θει­ες τῶν Ἀμ­φι­κτι­ο­νι­ῶν, μὲ κο­ρω­νί­δα αὐ­τὴ τῶν Δελ­φῶν, μὲ τὰ πα­ράλ­λη­λα κη­ρύγ­μα­τά της γιὰ τὴν “Δελ­φι­κὴ Ἰ­δέ­α” καὶ μὲ κυ­ρι­ό­τε­ρο ἐ­πί­τευγ­μά της τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῶν ἐμ­φυ­λί­ων πο­λέ­μων ἀ­νά­με­σα στοὺς Ἕλ­λη­νες, κα­θὼς καὶ οἱ Ὀ­λυμ­πιά­δες, ποὺ εἶ­χαν τὸ ἴ­διο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Οἱ Δελ­φοὶ ὅ­μως πέ­τυ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρα: Χρό­νο μὲ τὸ χρό­νο, τὰ κοι­νὰ ση­μεῖ­α τῶν Ἑλ­λή­νων ὑ­ψώ­νον­ταν πά­νω ἀ­πὸ κά­θε δι­α­χω­ρι­στι­κὸ πα­ρά­γον­τα, οἱ δε­σμοὶ με­τα­ξύ τους γί­νον­ταν ὅ­λο καὶ ἰ­σχυ­ρό­τε­ροι, ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς εἰ­ρή­νης γιὰ μί­α με­γα­λύ­τε­ρη καὶ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρη ἄ­νο­δο τοῦ πνεύ­μα­τος πρό­βα­λε ὅ­λο καὶ πιὸ ἄ­με­ση καὶ οἱ ἀν­θρω­πι­στι­κὲς ἀ­ξί­ες συναντοῦσαν ὅλο καί μεγαλύτερο σεβασμό.

      Ἀ­κό­μη τὸ μαν­τεῖ­ο τῶν Δελ­φῶν, ἔ­χον­τας πάν­τα τὸ ρό­λο τοῦ συμ­φι­λι­ω­τή ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­τι­μα­χό­με­νους, ἐ­πέ­βαλ­λε τοὺς πρώ­τους «Κα­νό­νες Δι­ε­θνοῦς Δι­καί­ου», ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­τας στοὺς ἀν­τι­πά­λους νὰ κα­τα­στρέ­φουν τὰ ὑ­δρα­γω­γεῖ­α, νὰ μο­λύ­νουν τὰ πη­γά­δια καὶ νὰ σκο­τώ­νουν τοὺς αἰχ­μα­λώ­τους.

     Μὲ τὴν πά­ρο­δο ὅ­μως τῶν αἰ­ώ­νων ἡ μὲν Ὀ­λυμ­πια­κὴ Ἰδέ­α πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λὺ κύ­ρια στὸ ἀ­θλη­τι­κὸ ἰ­δε­ῶ­δες, σὲ βά­ρος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς της ὑ­πό­στα­σης, ἐ­νῶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ὴ τῶν Δελ­φῶν ἐ­πὶ τῶν πραγ­μά­των τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων-κρα­τῶν ἐ­ξα­σθε­νοῦ­σε ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἀ­δι­ά­κο­πους πο­λέ­μους καὶ ὑ­πο­νο­μευ­ό­με­νος ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς ἐ­χθρούς, ὁ νό­τιος ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­φθι­νε πο­λι­τι­κά, στρα­τι­ω­τι­κὰ θρη­σκευ­τι­κά, δι­οι­κη­τι­κά, κοι­νω­νι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κά. Αὐ­τὸ ποὺ ἀ­πὸ τὴν φύ­ση τους δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δι­α­κρί­νουν οἱ πο­λι­τι­κοί, δι­οι­κη­τι­κοὶ καὶ στρα­τι­ω­τι­κοὶ ἡ­γέ­τες, αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἡ  ἑλ­λη­νι­κὴ φυ­λὴ γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­ση, τὴν Ἐ­θνι­κὴ συ­νέ­νω­ση, τὸ δι­εῖ­δαν καὶ τὸ δι­α­τύ­πω­σαν θε­ω­ρη­τι­κὰ τρί­α κυ­ρί­ως με­γά­λα πνεύ­μα­τα: Ὁ Γορ­γί­ας, ὁ Λυ­σί­ας καὶ ὁ Ἰ­σο­κρά­της. Καὶ οἱ τρεῖς τους δι­έ­κρι­ναν ἐγ­καί­ρως ὅ­τι ὁ πο­λι­τι­κὸς κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸς τῶν Ἑλ­λή­νων ἦ­ταν ὑ­πεύ­θυ­νος γιὰ τοὺς ἐμ­φυλίους πο­λέ­μους. Αὐ­τὸν τὸ φαῦ­λο κύ­κλο θέ­λη­σαν νὰ ἐ­ξα­λεί­ψουν καὶ νὰ δώ­σουν στοὺς Ἕλ­λη­νες νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι ὅ­λα τὰ προ­βλή­μα­τά τους μπο­ροῦ­σαν νὰ λυ­θοῦν μό­νο μὲ τὴ συ­νένωσήτους.

      Πρῶ­τος ἐ­ξέ­φρα­σε τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τὴ ὁ Γορ­γί­ας, σὲ ἕ­να Πα­νη­γυ­ρι­κὸ ποὺ ἐκ­φώ­νη­σε στὴν Ὀ­λυμ­πί­α, στοὺς Ὀ­λυμ­πια­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ 392 π.Χ. Τὴν ἴ­δια ἰ­δέ­α ἐ­πα­νέ­λα­βε καὶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Ἀ­θή­να, σὲ ἕ­να ἐ­πι­κή­δει­ο πρὸς τι­μὴν τῶν νε­κρῶν τοῦ δε­κά­χρο­νου “Κο­ριν­θια­κοῦ” Πο­λέ­μου, αὐ­τοῦ ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε λί­γα χρό­νια με­τὰ τὸν τρι­αν­τά­χρο­νο Πε­λο­πον­νη­σια­κό. Στὸ ἴ­διο μῆ­κος κύ­μα­τος «ἐ­ξέ­πεμ­ψε» με­τὰ ἀ­πὸ 4 ἢ 8 χρό­νια καὶ ὁ Λυ­σί­ας. Πά­λι στὴν Ὀ­λυμ­πί­α, στοὺς Ὀ­λυμ­πια­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ 388 π.Χ., σὲ λό­γο του, κά­λε­σε τοὺς ἁ­παν­τα­χοῦ Ἕλ­λη­νες νὰ στα­μα­τή­σουν τοὺς ἐμ­φυλίους πο­λέ­μους, νὰ ἑ­νω­θοῦν πρῶ­τα καὶ νὰ πο­λε­μή­σουν ὕ­στε­ρα, ὄ­χι μό­νο τοὺς Πέρ­σες ποὺ κα­ρα­δο­κοῦ­σαν, ἀλ­λὰ καὶ τὸν τύ­ραν­νο Δι­ο­νύ­σιο τῶν Συ­ρα­κου­σῶν. Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­τι τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Γορ­γί­α καὶ τοῦ Λυ­σί­α ἀ­κο­λού­θη­σαν κι ἄλ­λοι Ἕλ­λη­νες δι­α­νο­ού­με­νοι. Τὶς ἀ­πό­ψεις τοῦ Γορ­γί­α, τοῦ Λυ­σί­α καὶ τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη, ἀ­σπά­στη­κε καὶ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὁ ὁ­ποῖ­ος σπού­δα­σε καὶ ἔ­ζη­σε πολ­λὰ χρό­νια στὴν Ἀ­θή­να. Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­νέ­λα­βε νὰ δι­α­πλά­ση τὰ πνεύ­μα­τα τῶν νε­α­ρῶν Μα­κε­δό­νων εὐ­γε­νῶν ποὺ μα­ζὶ μὲ τὸν Ἀ­λέ­ξαν­δρο θὰ ἦ­ταν οἱ ἡ­γέ­τες τοῦ αὐ­ρια­νοῦ κό­σμου, ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ μὴν με­τα­φέ­ρη καὶ νὰ μὴν δι­δά­ξη τὶς ἀ­πό­ψεις τοῦ Λυ­σί­α καὶ τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη, ὅ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἦ­ταν γνω­στὸ πὼς εἶ­χε ἐ­να­πο­θέ­σει ὅ­λες τὶς ἐλ­πί­δες του γιὰ τὴ συ­νέ­νω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων στὸν βα­σι­λιὰ τῆς Μα­κε­δο­νί­ας Φί­λιπ­πο, ἀ­φοῦ πρω­τί­στως εἶ­χε ἔρ­θει σὲ ἐ­πα­φὴ μέ­σῳ τῶν δι­αγ­γελ­μά­των του καὶ μὲ ἄλ­λους Βα­σι­λεῖς καὶ πε­ρί­με­νε τὸν κα­τάλ­λη­λο ποὺ θὰ κα­τα­λά­βαι­νε τὴ ση­μα­σί­α τῆς συ­νέ­νω­σης καὶ θὰ ἀ­να­λάμ­βα­νε τὸ δύ­σκο­λο αὐ­τὸ ἔρ­γο.

      Ὁ Ἰ­σο­κρά­της εἶ­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει προ­σε­κτι­κὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν γε­γο­νό­των σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ χῶ­ρο, ἀ­πὸ τὴ Κύ­προ μέ­χρι τὴ Σι­κε­λί­α, τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο καὶ τὴ Βοι­ω­τί­α καὶ εἶ­χε πλέ­ον πει­σθεῖ ὅ­τι ἀ­πὸ που­θε­νὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­ο­χὲς καὶ τοὺς πο­λι­τι­κοὺς ἢ στρα­τι­ω­τι­κούς τους ἀρ­χη­γούς, ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­μέ­νη τί­πο­τα ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ἡ παν­το­δύ­να­μη Ἑλ­λά­δα τοῦ 5ου αἰ­ώ­να ποὺ ἔ­τρε­μαν οἱ Πέρ­σες, οἱ Φοί­νι­κες καὶ οἱ Καρ­χη­δό­νιοι δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά. Ἡ ἐ­παί­σχυν­τη καὶ τα­πει­νω­τι­κὴ “Ἀν­ταλ­κί­δει­ος” εἰ­ρή­νη τοῦ 386 π.Χ. εἶ­χε σώ­σει τὴν Περ­σί­α, δι­έ­λυ­σε ὅ­μως τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἔ­κα­νε ρυθ­μι­στὴ τῶν πο­λι­τι­κῶν της πραγ­μά­των ἕ­να ξέ­νο, τὸ Με­γά­λο Βα­σι­λέ­α. Οἱ Ἰω­νι­κὲς πό­λεις ἦ­ταν πά­λι Περ­σι­κές, ἄ­δο­ξα καὶ ἀ­μα­χη­τί, τὸ ἴ­διο καὶ ἡ Κύ­προς, ἐ­νῶ οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­χαν ὑ­πο­χρε­ω­θεῖ νὰ δι­α­λύ­σουν τὶς το­πι­κὲς συμ­μα­χί­ες τους, ἀ­φή­νον­τας τὶς δι­ά­φο­ρες πό­λεις-κρά­τη τους τε­λεί­ως «αὐ­τό­νο­μες», ἕρ­μαι­α στὶς δι­α­θέ­σεις βαρ­βά­ρων ἐ­πι­δρο­μέ­ων τοῦ Βορ­ρᾶ. Μό­νο ἡ Θή­βα καὶ ἡ Σπάρ­τη προ­σπά­θη­σαν κά­τι νὰ κά­νουν ἀλ­λὰ μά­ται­α. Οἱ ἐμ­φύ­λιοι πό­λε­μοι εἶ­χαν ἀ­πο­δυ­να­μώ­σει τοὺς Ἕλ­λη­νες οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀν­τι­δρά­σουν. Μα­ζὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τά, ὑ­πῆρ­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο ἀ­νη­συ­χη­τι­κό. Ὑ­πῆρ­χαν με­γά­λα πλή­θη φτω­χῶν κι ἀ­νέρ­γων ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­ο­χὲς τῆς Ἑλ­λά­δας, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν ἔ­βρι­σκαν δου­λειὰ σὰν μι­σθο­φό­ροι καὶ γυρ­νοῦ­σαν λη­στεύ­ον­τας τοὺς τό­πους ποὺ τύ­χαι­νε νὰ περ­νοῦν.
     Ὁ Ἰ­σο­κρά­της βρῆ­κε στὸ πρό­σω­πο τοῦ Φι­λίπ­που τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἕ­να χα­ρι­σμα­τι­κὸ ἡ­γέ­τη, ἄ­ξιο νὰ ἐ­πι­τε­λέ­ση τὸ δύ­σκο­λο ἔρ­γο τῆς συ­νέ­νω­σης τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀρ­κεῖ, κα­τὰ τὸν Ἰ­σο­κρά­τη, νὰ κα­τα­λά­βαι­νε πὼς οἱ Ἕλ­λη­νες δὲν σή­κω­ναν ἀρ­χη­γὸ μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀ­πό­λυ­του μο­νάρ­χη, οὔ­τε ἄν­θρω­πο ποὺ θὰ ἐ­πι­βαλ­λό­ταν στὶς πό­λεις μὲ τὴ βί­α. Ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα, ὁ Φί­λιπ­πος ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη καὶ τῶν ἄλ­λων. Νι­κη­τὴς κυ­ρί­αρ­χος ὅ­λου τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου με­τὰ τὴ μά­χη τῆς Χαι­ρώ­νειας, φέρ­θη­κε στοὺς ἀν­τι­πά­λους του ὡς σὲ συμ­μά­χους καὶ ὄ­χι ὡς ἐ­χθρούς. Δὲν πρό­σβα­λε τὰ δη­μο­κρα­τι­κά τους αἰ­σθή­μα­τα, σε­βά­στη­κε τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τῶν πό­λε­ων, ἐ­πέ­βα­λε ὅ­μως τὴ συ­νέ­νω­ση, τὴ δια­ρκῆ με­τα­ξύ τους εἰ­ρή­νη καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του σὰν ἀρ­χη­γό, σὰν ἡ­γε­μό­να καὶ στρα­τη­γὸ αὐ­το­κρά­το­ρα τῶν Ἑλ­λή­νων. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ὁ Φί­λιπ­πος κα­τά­φε­ρε νὰ ὑ­λο­ποι­ή­ση πολ­λὰ ἀ­πὸ ­ἐ­κεῖ­να ποὺ ἐ­πὶ τό­σα χρό­ναι ζη­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να ὁ Ἰ­σο­κρά­της.

Δη­λα­δὴ:                                                                                                                         •Ἕ­νω­σε πρῶ­τα το­ύς Ἕλ­λη­νες καὶ με­τὰ προ­ε­τοί­μα­σε τὴν ἐ­ναν­τί­ον τῶν Περσῶν ἐκστρατεία.

•Νι­κη­τής παν­το­δύ­να­μος με­τὰ τὴν μά­χη στὴ Χαι­ρώ­νεια, δὲν ἐ­πέ­βαλ­λε κα­νέ­να ἀ­τι­μω­τι­κὸ ἢ τα­πει­νω­τι­κὸ ὅ­ρο εἰ­ρή­νης στοὺς ἡτ­τη­μέ­νους.

•Ὅλα τὰ μέ­χρι τό­τε ἀ­νε­ξάρ­τη­τα κρά­τη δι­α­τή­ρη­σαν τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τους.                                                                                                                          •Κα­νέ­να Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος δὲν ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νὰ συμ­με­τά­σχη χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή του στὴν “Κοι­νὴ Εἰ­ρή­νη”. Πα­ρά­δειγ­μα ἡ Σπάρ­τη ποὺ ἀ­που­σί­α­ζε. Ὅ­λοι δι­α­τή­ρη­σαν τὴν αὐ­το­νο­μί­α τους, ἀρ­κεῖ νὰ μὴν ζη­μί­ω­ναν τὴν Πα­νελ­λή­νια συ­νέ­νω­ση καί συ­νερ­γα­σί­α.

Σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ὁ Φί­λιπ­πος ἦ­ταν ὁ πραγ­μα­τι­στής, αὐ­τὸς ποὺ ἔ­κα­νε πρά­ξη τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ με­γά­λου θε­ω­ρη­τι­κοῦ Ἰ­σο­κρά­τη κα­θὼς καὶ ὅ­λων τῶν ἄλ­λων δι­α­νο­ου­μέ­νων ποὺ ὁ­ρα­μα­τί­στη­καν τὴ με­γά­λη συ­νέ­νω­ση καὶ ἑ­τοί­μα­σαν πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἠ­θι­κὰ τὸ δρό­μο τῆς συ­νέ­νω­σης τῶν Ἑλ­λή­νων.

Οἱ φι­λο­λο­γι­κὲς πη­γὲς ποὺ ἀ­νά­γον­ται σὲ ἐ­πο­χὴ πα­λαι­ό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν 5ο αἰ. π.Χ. σὲ πο­λὺ λί­γες πε­ρι­πτώ­σεις χρη­σι­μο­ποι­οῦν τοὺς ὅ­ρους Ἕλ­λη­νες (ἢ Πα­νέλ­λη­νες) καὶ πά­λι μὲ ἀ­σα­φῆ γε­ω­γρα­φι­κὴ ἀ­να­φο­ρά. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς ὅ­μως τοῦ 5ου αἰ­ώ­να καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα με­τὰ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ περ­σι­κοῦ κιν­δύ­νου τεί­νουν νὰ προσ­λά­βουν νό­η­μα Ἐθνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὸ μὲ ἐμ­φα­νῆ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ πρὸς ἄλ­λους λα­οὺς, μὴ Ἕλ­λη­νες. Αὐ­τὴ ἡ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση εἶ­ναι λο­γι­κὸ νὰ ἑρ­μη­νευ­τῆ ὡς συ­νέ­πεια τὸν κιν­δύ­νου ποὺ ὤ­θη­σε τοὺς Ἑλ­λη­νι­κοὺς πλη­θυ­σμοὺς νὰ ἰ­σχυ­ρο­ποι­ή­σουν τούς δε­σμούς πού ὑ­πῆρ­χαν καὶ νὰ ἐ­πι­ζη­τή­σουν συ­νερ­γα­σί­α καὶ μί­α δυ­να­τὴ μορ­φὴ ἕ­νω­σης.

Στὸ πο­λι­τι­κὸ πε­δί­ο ὁ Ἰ­σο­κρά­της ὑ­πῆρ­ξε θερ­μὸς ὑ­πέρ­μα­χος τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ μὲ ἐ­πι­στο­λὲς πρὸς τὸν Φί­λιπ­πο τῆς Μα­κε­δο­νί­ας τὸν ἐν­θάρ­ρυ­νε καὶ τὸν πα­ρό­τρυ­νε πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή. Πί­στευ­ε, δη­λα­δή, πὼς ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ συ­νε­νω­θοῦν ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες κά­τω ἀ­πὸ τὴ νέ­α ἰ­σχυ­ρὴ Μα­κε­δο­νι­κὴ ἡ­γε­σί­α, γιὰ νὰ ἐκ­στρα­τεύ­σουν στὴ συ­νέ­χεια ἐ­ναν­τί­ον τῶν κοι­νῶν ἐ­χθρῶν τους, τῶν Περ­σῶν. Οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι, τι­μών­τας ἀρ­γό­τε­ρα τὴ μνή­μη του, τὸν κή­δε­ψαν μὲ Δη­μό­σια δα­πά­νη καὶ πά­νω στὸν τά­φο του το­πο­θέ­τη­σαν μί­α σει­ρή­να, ὡς σύμ­βο­λο, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο, τῆς τε­ρά­στιας ρη­το­ρι­κῆς σα­γή­νης τοῦ Ἰ­σο­κρα­τεί­ου λό­γου.

Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὅ­τι δὲν ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ τὴν ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τοῦ ρή­το­ρα. Ὁ ρή­το­ρας ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­ναι ὄρ­γα­νο πα­ρα­σκευ­ῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καὶ με­τα­τό­πι­σης τῆς κοι­νῆς γνώ­μης καὶ συ­νε­πῶς χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά τε­χνά­σμα­τα τοῦ λό­γου ποὺ θὰ τοῦ ἐ­πι­τρέ­ψουν νὰ ἐ­πι­τύ­χη τοὺς στό­χους του. Ὅ­πως, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, οἱ πο­λι­τι­κοὶ ἢ οἱ δι­κη­γό­ροι στὴ ση­με­ρι­νὴ ἐ­πο­χή. Ὁ ἱ­στο­ρι­κός, ἀν­τι­θέ­τως, κα­τα­γρά­φει γε­γο­νό­τα. Ὁ ρή­το­ρας ὠ­θεῖ τὴν κοι­νὴ γνώ­μη στὴν πα­ρα­γω­γὴ γε­γο­νό­των.

Ἂς ἔρ­θου­με τώ­ρα σὲ δύ­ο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νες καὶ πα­ρα­ποι­η­μέ­νες γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ μας φρά­σεις τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη. Τὴν πρώ­τη ἔ­χουν κα­τα­χρα­στεῖ παν­το­ει­δεῖς φο­ρεῖς καὶ ἰ­δι­ῶ­τες. Τὴν πα­ρα­θέ­του­με καὶ ταυ­τό­χρο­να τὴν ἑρ­μη­νεύ­ου­με ἐ­δῶ πρὸς ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­λή­θειας: «Καὶ μᾶλ­λον Ἕλ­λη­νες κα­λεῖ­σθαι τοὺς τῆς παι­δεύ­σε­ως τῆς ἡ­με­τέ­ρας ἢ τοὺς τῆς κοι­νῆς φύ­σε­ως με­τέ­χον­τας». Πρὸς ἐν­τυ­πω­σια­σμὸ μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ ἀ­πο­μο­νώ­ση λέ­ξεις καὶ νὰ δώ­ση τὴν δι­κή του ἐκ­δο­χή, ποὺ εἶ­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κή. Καὶ αὐ­τὸ κά­νουν οἱ κα­κῶς νο­ού­με­νοι προ­ο­δευ­τι­κοὶ καὶ οἱ ἡ­μι­μα­θεῖς ποὺ αὐ­το­α­πο­κα­λοῦν­ται «προ­χω­ρη­μέ­νοι». Θὰ προ­σπα­θή­σου­με, ὅ­πως προ­α­νέ­φε­ρα, νὰ ἀ­πο­δώ­σου­με τὴν ἀ­λή­θεια. Γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐ­πι­τα­κτι­κὸ νὰ δώ­σου­με ὅ­λη τὴν πα­ρά­γρα­φο: «Το­σοῦ­τον δ᾿ ἀ­πο­λέ­λοι­πεν ἡ πό­λις ἡ­μῶν πε­ρὶ τὸ φρο­νεῖν καὶ λέ­γειν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὥ­σθ᾿ οἱ ταύ­της μα­θη­ταὶ τῶν ἄλ­λων δι­δά­σκα­λοι γε­γό­να­σι καὶ τὸ τῶν Ἑλ­λή­νων ὄ­νο­μα πε­ποί­η­κε μη­κέ­τι τοῦ γέ­νους, ἀλ­λὰ τῆς δι­α­νοί­ας δο­κεῖν εἶ­ναι, καὶ μᾶλ­λον Ἕλ­λη­νας κα­λεῖ­σθαι τοὺς τῆς παι­δεύ­σε­ως τῆς ἡ­με­τέ­ρας, ἢ τοὺς τῆς κοι­νῆς φύ­σε­ως με­τέ­χον­τας». (Ἰ­σο­κρά­της, “Πα­νη­γυ­ρι­κός”, 50).

[Με­τά­φρ. κα­τὰ λέ­ξη: Τό­σον πο­λὺ ἡ πό­λις μᾶς ἔ­χει ἀ­φή­σει πί­σω κα­τὰ τὴν φρό­νη­ση καὶ τὸν λό­γον ὅ­λους τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὥ­στε οἱ μα­θη­ταί της νὰ ἔ­χουν κα­τα­στῆ δι­δά­σκα­λοι τῶν ὑ­πο­λοί­πων καὶ νὰ ἔ­χη, ἔ­τσι, ἐ­ξυ­ψώ­σει τὸ ὄ­νο­μα τῶν Ἑλ­λή­νων εἰς δι­ά­κρι­σιν ὑ­πε­ρο­χῆς πνευ­μα­τι­κῆς καὶ ὄ­χι πλέ­ον ἁ­πλῶς τοῦ γέ­νους (δί­κην, δη­λα­δή, συμ­φύ­του γνω­ρί­σμα­τος τῶν Ἑλ­λή­νων, κα­τὰ κοι­νὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σιν), μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα μᾶλ­λον πλέ­ον νὰ κα­λοῦν­ται Ἕλ­λη­νες αὐ­τοὶ ποὺ κυ­ρί­ως με­τέ­χουν τῆς ἰ­δι­κῆς μας (Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς) παι­δεί­ας πα­ρὰ ἁ­πλῶς καὶ συλ­λή­βδην οἱ τοῦ αὐ­τοῦ μὲ ἡ­μᾶς γέ­νους]. Ὃ ἐ­στὶ με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον: «Τό­σο πο­λὺ ξε­πέ­ρα­σε ἡ πό­λη μας, ἡ Ἀ­θή­να, τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὥ­στε οἱ μα­θη­τὲς της ἔ­γι­ναν δά­σκα­λοι τῶν ἄλ­λων. Καὶ τὸ ὄ­νο­μα τῶν Ἑλ­λή­νων δη­μι­ούρ­γη­σε τὴν πε­ποι­η­μέ­νη (:πλα­στὴν) ἐν­τύ­πω­ση νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι (:δο­κεῖν εἶ­ναι) χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὄ­χι τοῦ γέ­νους, ἀλ­λὰ τῆς δι­α­νοί­ας. Καὶ νὰ ἀ­πο­κα­λοῦν­ται (κα­λεῖ­σθαι καὶ ὄ­χι κα­λεῖν) ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ὄ­χι ἀ­πό μᾶς, Ἕλ­λη­νες μᾶλ­λον οἱ με­τέ­χον­τες τῆς ἡ­με­τέ­ρας ἐκ­παι­δεύ­σε­ως καὶ ὄ­χι τῆς κοι­νῆς κα­τα­γω­γῆς». Ὁ Ἰ­σο­κρά­της θέ­λον­τας, ἑ­πο­μέ­νως, νὰ ἐ­παι­νέ­ση τοὺς Ἀ­θη­ναί­ους τούς εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χαν φτά­σει σὲ τέ­τοι­ο ση­μεῖ­ο ἀκ­μῆς ποὺ πλέ­ον ἡ ἔν­νοι­α “Ἕλ­λη­νας” εἶ­χε ταυ­τι­στεῖ μὲ αὐ­τούς, καὶ τὰ στοι­χεῖ­α τῆς ἀκ­μῆς, τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ καὶ τῆς παι­δεί­ας τοὺς χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψουν ἐ­κεί­νους ποὺ τοὺς ἔ­μοια­ζαν στὸν πο­λι­τι­σμό. Δη­λα­δὴ ἡ ἔν­νοι­α Ἕλ­λη­νας δὲν ἦ­ταν πλέ­ον μό­νο ἐ­θνο­λο­γι­κὸς χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς ἀλ­λὰ τί­τλος τι­μῆς, δη­λώ­νον­τας τὸν πο­λι­τι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο. Κά­ποι­ος, μπο­ρεῖ Ἐθνι­κὰ νὰ ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας, ἀλ­λὰ ἂν ἦ­ταν ἀ­πο­λί­τι­στος, θὰ τὸν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν ὡς βάρ­βα­ρο οἱ σύγ­χρο­νοί του, ἂν καὶ Ἕλ­λη­νας στὴν κα­τα­γω­γή.                                                                                                 

Ὁ Γερ­μα­νὸς ἱ­στο­ρι­κὸς ULRICH WILCKEN ἔ­γρα­ψε σχε­τι­κά: «Μὲ τὴν φρά­ση αὐ­τὴ ὁ Ἰ­σο­κρά­της δὲν θέ­λει νὰ συμ­πε­ρι­λά­βη (ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­χθη­κε συ­χνὰ) στοὺς Ἕλ­λη­νες καὶ τοὺς ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νους αὐ­τοὺς βαρ­βά­ρους, για­τί γι᾿ αὐ­τὸν οἱ βάρ­βα­ροι, ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ Πέρ­σες, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ εἶ­ναι οἱ “φυ­σι­κοὶ” ἐ­χθροὶ τῶν Ἑλ­λή­νων (Πα­νηγ. παρ. 158, πρβλ. Πα­ναθ. παρ. 163). Τὸ νό­η­μα τῆς φρά­σε­ως εἶ­ναι μᾶλ­λον ὅ­τι ὁ Ἰ­σο­κρά­της θε­ω­ρεῖ πραγ­μα­τι­κοὺς Ἕλ­λη­νες μό­νον τοὺς Ἕλ­λη­νες ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­χαν λά­βει Ἀτ­τι­κὴ μόρ­φω­ση». (ULRICH WILCKEN-ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1976, Με­τά­φρα­ση τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ κ. Ι. Του­λου­μά­κου).

Γιὰ νὰ ἀν­τι­λη­φθῆ κα­νεὶς τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Ἰ­σο­κρά­τους (“Πα­νη­γυ­ρι­κός”), ἂς δοῦ­με τί γρά­φει σχε­τι­κὰ μὲ τὴν “Πα­νελ­λή­νιον ἰ­δε­ο­λο­γί­αν” τοῦ Ἰ­σο­κρά­τους ὁ κα­θη­γη­τὴς Θε­ο­δω­ρᾶτος: «Ἡ Ἑλ­λάς, ὑ­πε­στή­ρι­ζεν (ὁ Ἰ­σο­κρά­της), ἀ­πο­τε­λεῖ ἑ­νια­ίαν κοι­νό­τη­τα φυ­λε­τι­κὴν καὶ πο­λι­τι­στι­κὴν καὶ ὅ­μως σπα­ράσ­σε­ται συ­νε­χῶς ἀ­πὸ τοὺς ἐμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὁ­δη­γοῦν κα­τ᾿ εὐ­θεί­αν εἰς τὴν φθο­ρὰν καὶ τὴν πα­ρακ­μήν, ἐ­νῶ ἀ­πέ­ναν­τί της στέ­κουν οἱ βάρ­βα­ροι τῆς Ἀ­σί­ας, φυ­σι­κοὶ καὶ προ­αι­ώ­νιοι ἐ­χθροί της, ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦν τὸν ἐμ­φύ­λιον ἑλ­λη­νι­κὸν σπα­ραγ­μὸν καὶ προ­κα­λοῦν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴν ἀ­πα­θλί­ω­σιν. Μί­α λοι­πὸν ἀ­πο­μέ­νει ὁ­δὸς σω­τη­ρί­ας: Νὰ παύ­ση ἡ δι­χό­νοι­α, νὰ συμ­φι­λι­ω­θοῦν οἱ Ἕλ­λη­νες, νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν πλή­ρως τὴν φυ­λε­τι­κὴν καὶ πο­λι­τι­στι­κήν τους ἑ­νό­τη­τα καὶ νὰ ἐκ­στρα­τεύ­σουν ἐ­ναν­τί­ον τῶν βαρ­βά­ρων της Ἀ­σί­ας”.  

Ὁ Ἰ­σο­κρά­της ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ συ­νέ­χεια στὴν προ­σφο­ρὰ τῶν Ἀ­θη­νῶν στὸν Ἑλ­λη­νι­σμό, μί­α προ­σφο­ρὰ Πο­λε­μι­κή, Ἠ­θι­κή, Οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ Πο­λι­τι­στι­κή (πα­ρά­γρα­φος 50). Ἐ­ὰν σκε­φθεῖ κα­νεὶς μά­λι­στα ὅ­τι ὁ λό­γος αὐ­τὸς ἀ­φο­ρᾶ τὸ 380 π.Χ., ἐ­πο­χὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἀ­κό­μη τὰ Ἑλ­λη­νι­στι­κὰ Βα­σί­λεια καὶ οὔ­τε βέ­βαι­α “βάρ­βα­ροι μὲ Ἑλ­λη­νι­κὴ Παι­δεί­α”, εἶ­ναι σα­φέ­στα­το ὅ­τι ὁ συλ­λο­γι­σμός του δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὴν ση­με­ρι­νή του χρή­ση καὶ ὄ­χι μό­νο δὲν ἐ­πε­κτεί­νει τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ στοὺς βαρ­βά­ρους μὲ “Ἑλ­λη­νι­κὴ Παι­δεί­α”, ἀλ­λὰ ἀ­πευ­θύ­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στοὺς Ἕλ­λη­νες, ποὺ τοὺς “πε­ρι­ο­ρί­ζει” εἰς τοὺς ἔ­χον­τας «Ἀτ­τι­κὴν Μόρ­φω­ση». Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, πί­στευ­ε πὼς οἱ ἀλ­λο­δα­ποὶ ἦ­ταν πλέ­ον δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι σὲ ὅ­λον τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ τό­πο, ὄ­χι για­τί οἱ βάρ­βα­ροι κα­τά­φε­ραν νὰ κα­τα­κτή­σουν τὴν Ἑλ­λά­δα ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ οἱ ἴ­διοι οἱ  Ἕλ­λη­νες πα­ρά­τη­σαν τὶς πό­λεις τους, καὶ συ­στή­νει στὸν Φί­λιπ­πο νὰ δι­ώ­ξη ὅ­λους τούς βαρ­βά­ρους μὲ φο­βέ­ρα καὶ συ­νά­μα νὰ φέ­ρη εὐ­πο­ρί­α στοὺς Ἕλ­λη­νες. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἰ­σο­κρά­της θε­ω­ρεῖ­ται ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους. Πρῶ­τος δι­α­τυ­πώ­νει τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης, δι­α­τή­ρη­σης καὶ πε­ραι­τέ­ρω ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Τὸ δεύ­τε­ρο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο καὶ πα­ρερ­μη­νευ­μέ­νο ἀ­πό­σπα­σμα προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρε­ο­πα­γι­τι­κὸ του λό­γο καὶ ἔ­χει στὸ πρω­τό­τυ­πο ὡς ἑ­ξῆς: «Οἱ γὰρ κα­τ᾿ ἐ­κεῖ­νον τὸν χρό­νον τὴν πό­λιν δι­οι­κοῦν­τες κα­τε­στή­σαν­το πο­λι­τεί­αν οὐκ ὀ­νό­μα­τι μὲν τῷ κοι­νο­τά­τῳ καὶ πρα­ο­τά­τῳ προ­σα­γο­ρευ­ο­μέ­νην, ἐ­πὶ δὲ τῶν πρά­ξε­ων οὐ τοια­ύτην τοῖς ἐν­τυγ­χά­νου­σι φαι­νο­μέ­νην, οὐ­δ᾿ ἢ τοῦ­τον τὸν τρό­πον ἐ­παί­δευ­ε τοὺς πο­λί­τας ὥσθ᾿ ἡ­γεῖ­σθαι τὴν μὲν ἀ­κο­λα­σί­αν δη­μο­κρα­τί­αν, τὴν δὲ πα­ρα­νο­μί­αν ἐ­λευ­θε­ρί­αν, τὴν δὲ παρ­ρη­σί­αν ἰ­σο­νο­μί­αν, τὴν δ᾿ ἐ­ξου­σί­αν τοῦ ταῦ­τα ποι­εῖν εὐ­δαι­μο­νί­αν, ἀλ­λὰ μι­σοῦ­σα καὶ κο­λά­ζου­σα τοὺς τοι­ού­τους βελ­τί­ους καὶ σω­φρο­νε­στέ­ρους ἅ­παν­τας τούς πο­λί­τας ἐ­ποί­η­σεν». (Ἰ­σο­κρά­της, “Ἀ­ρε­ο­πα­γι­τι­κός”, 20). [Με­τά­φρ.: Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δι­οι­κοῦ­σαν τὴν πό­λη τό­τε (ἐνν. στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Σό­λω­να καὶ τοῦ Κλει­σθέ­νη), δὲν δη­μι­ούρ­γη­σαν ἕ­να πο­λί­τευ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο μό­νο κα­τ᾿ ὄ­νο­μα νὰ θε­ω­ρεῖ­ται τὸ πιὸ φι­λε­λεύ­θε­ρο καὶ τὸ πιὸ πρᾶ­ο ἀ­πὸ ὅ­λα, ἐ­νῶ στὴν πρά­ξη νὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κὸ σὲ ὅ­σους τὸ ζοῦν. Οὔ­τε ἕ­να πο­λί­τευ­μα ποὺ νὰ ἐκ­παι­δεύ­η τοὺς πο­λί­τες ἔ­τσι ὥ­στε νὰ θε­ω­ροῦν δη­μο­κρα­τί­α τὴν ἀ­συ­δο­σί­α, ἐ­λευ­θε­ρί­α τὴν πα­ρα­νο­μί­α, ἰ­σο­νο­μί­α τὴν ἀ­ναί­δεια καὶ εὐ­δαι­μο­νί­α τὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ κα­θε­νὸς νὰ κά­νη ὅ,τι θέ­λει, ἀλ­λὰ ἕ­να πο­λί­τευ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο, δεί­χνον­τας τὴν ἀ­πέ­χθειά του γιὰ ὅ­σους τὰ ἔ­κα­ναν αὐ­τὰ καὶ τι­μω­ρών­τας τους, ἔ­κα­νε ὅ­λους τούς πο­λί­τες κα­λύ­τε­ρους καὶ πιὸ μυ­α­λω­μέ­νους].

Ὁ Ἰ­σο­κρά­της δὲν μί­λη­σε στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση γιὰ «Δη­μο­κρα­τία­ ποὺ αὐ­το­κα­τα­στρέ­φε­ται». Αὐ­τὸ εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν πα­ρερ­μη­νεί­ας, ἴ­σως προ­ϊ­ὸν ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἑρ­μη­νεί­ας, ποὺ καμ­μιὰ σχέ­ση δὲν ἔ­χει μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ρή­ση τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἴ­σως τὴν προ­σφι­λή «κα­τα­φυ­γὴ» τῆς ἐ­πο­χῆς μας με­τὰ τὴν ὑ­πο­βάθ­μι­ση τοῦ Κοι­νο­βου­λί­ου, τὸ χά­σμα με­τα­ξὺ τῶν προ­ε­κλο­γι­κῶν ἐ­ξαγ­γε­λι­ῶν καὶ ὅ­σων ἐ­φαρ­μό­ζουν οἱ πο­λι­τι­κὰ δρῶν­τες, τὴν προ­ώ­θη­ση σὲ ση­μαν­τι­κὲς θέ­σεις τῶν ἀ­ρε­στῶν καὶ ὄ­χι τῶν ἀ­ρί­στων. Ὁ ἰ­σο­κρα­τι­κὸς Ἀ­ρε­ο­πα­γι­τι­κὸς στη­λι­τεύ­ει τὴν δυ­νη­τι­κὴ κα­τάν­τια τῆς ἄλ­λο­τε Ἀ­θη­ναί­ων Πο­λι­τεί­ας σὲ Ἀ­θη­ναί­ων Ὀ­χλο­κρα­τί­α.

Ὁ Ἰ­σο­κρά­της εἶ­χε ἤ­δη συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ὅ­τι τὸ «σχε­τι­κὸ» σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν δὲν εἶ­χε τὴν ἀ­ναγ­καί­α ψυ­χο­λο­γι­κὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἑλ­κύ­ση τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν κοι­νὸ δε­σμὸ τῆς ἑ­νό­τη­τας καὶ τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης ποὺ θὰ στα­θε­ρο­ποι­οῦ­σε τοὺς δε­σμοὺς μί­ας κοι­νω­νί­ας ἐν ἀ­πο­συν­θέ­σει. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­ώ­θη­σε ἕ­να πο­λι­τι­κὸ ἰ­δα­νι­κὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἑ­νώ­ση τὸ Πα­νελ­λή­νιο καὶ τὸ κα­τάλ­λη­λο πρό­σω­πο –τὸν Φί­λιπ­πο– ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ πραγ­μα­τώ­ση. Πα­ράλ­λη­λα θε­ω­ροῦ­σε, ὅ­πως καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι σύγ­χρο­νοί του δι­α­νο­η­τές, τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ὡς λυ­τρω­τὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σμου.

Μί­α φι­λο­σο­φι­κὴ καὶ εὑ­ρύ­τε­ρη προ­σέγ­γι­ση τῆς ἰ­σο­κρα­τι­κῆς θε­ώ­ρη­σης τῆς ἑ­νω­τι­κῆς ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας δι­α­φαί­νε­ται στὸ  ρη­το­ρι­κὸ λό­γο τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη «Πα­νη­γυ­ρι­κός». Ὁ «Πα­νη­γυ­ρι­κὸς» εἶ­ναι ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φι­κῆς πα­ρά­δο­σης ποὺ ἄρ­χι­σε μὲ τὴν προ­σω­κρα­τι­κὴ φι­λο­σο­φί­α, εἰ­δι­κό­τε­ρα μὲ τὸν Παρ­με­νί­δη καὶ τὸν Ἡ­ρά­κλει­το καὶ ἀ­φο­ρᾶ τὴ Γι­γαν­το­μα­χί­α ἀ­νά­με­σα στὸ “Εἶ­ναι” καὶ στὸ “Φαί­νε­σθαι”. Ὁ λό­γος αὐ­τὸς τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ Ἕλ­λη­νες καὶ στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ τρό­πο δι­α­νοί­ας καὶ αὐ­το­πραγ­μά­τω­σης. Ὁ Ἕλ­λη­νας ρή­το­ρας ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται γιὰ τὸ ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες κα­τέ­κτη­σαν τὸ “Εἶναι” καὶ ξέ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ ἁ­πλὸ “Φαί­νε­σθαι”. Κα­τέ­κτη­σαν τὴν ἐ­πα­φὴ μὲ τὴν κοι­νὴ ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα τοῦ “Ἀ­γα­θοῦ” ποὺ δι­α­κή­ρυ­ξαν με­γά­λοι φι­λό­σο­φοι, ξε­περ­νών­τας ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς καὶ ἐ­πι­φα­νεια­κοὺς δι­α­χω­ρι­σμοὺς –γέ­νους, πό­λε­ως, οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τά­στα­σης κ.λ.π. Ἡ φρά­ση αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη εἶ­ναι ἕ­νας δη­μό­σιος ἔ­παι­νος γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες τοῦ 4ου αἰ. τῆς 85ης πε­ρί­που Ὀ­λυμ­πιά­δος, ὅ­τι ὡς Ἔθνος “Εἶναι” καὶ δὲν ὑ­πό­κειν­ται πλέ­ον σὲ ἕ­να κα­τα­στρο­φι­κὸ γιὰ αὐ­τοὺς “γί­γνε­σθαι”. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Παι­δεί­α ἡ Ἑλ­λά­δα προσ­δι­ο­ρί­σθη­κε σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὸ “Ἀ­γα­θὸ” ἄ­ρα μπο­ρεῖ ὡς «ἕ­να», ὡς μί­α πνευ­μα­τι­κὴ ὁ­λό­τη­τα σὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἑ­νό­τη­τα νὰ ὁ­ρα­μα­τι­σθῆ καὶ νὰ πρά­ξη τὸ “Πα­νελ­λή­νιο ἀ­γα­θό”. Τὸ “Πα­νελ­λή­νιο ἀ­γα­θὸ” ποὺ ἐ­ξά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν μυ­η­τι­κὴ αὐ­τὴ φρά­ση καὶ ἀ­πὸ τὸν μυ­η­τι­κὸ αὐ­τὸ λό­γο τοῦ Ἰ­σο­κρά­τους εἶ­ναι ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες πλέ­ον “Εἶναι”. Ἂν θυ­μη­θοῦ­με τὸν Παρ­με­νί­δη θὰ ὁ­ρί­σου­με αὐ­τὸ τὸ “Εἶναι” ὡς ταύ­τι­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης καὶ πρά­ξης. Πλέ­ον, σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἰ­σο­κρά­τη, ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες μπο­ροῦν ἀ­πὸ κοι­νοῦ νὰ με­του­σι­ώ­σουν σὲ πρά­ξη ὅ­σα ἰ­δα­νι­κὰ διὰ τῆς παι­δεί­ας αἰ­ῶ­νες κα­τα­σκεύ­α­ζαν καὶ με­τέ­φε­ραν ἀ­πὸ τοὺς πα­τέ­ρες πρὸς τὰ τέ­κνα.

Τὸ βά­θος τῆς Ἰ­σο­κρα­τι­κῆς αὐ­τῆς «Εἰ­ρή­νης» εἶ­ναι ἀ­πύθ­με­νο,ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ “Εἶ­ναι”, καὶ σί­γου­ρα το­νί­ζει τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ Ἕλ­λη­νες. Τοὺς  κα­λεῖ σὲ μί­α κοι­νὴ ἀ­νά­μνη­ση ἑ­νὸς Ἑλ­λη­νι­κοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐ­πί­τευγ­μα τῶν «εὖ φρο­νούν­των». Ὡς γνω­στὸν ἡ φρό­νη­ση ἀ­πὸ τὸ “φρήν” εἶ­ναι κα­θα­ρὰ Ἑλ­λη­νι­κὴ λέ­ξη καὶ ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴ λο­γι­κὴ δι­α­μόρ­φω­ση καὶ ἐ­λεγ­ξι­μό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας κα­τὰ τρό­πο ποὺ μό­νο οἱ Ἕλ­λη­νες ὁ­ρα­μα­τί­σθη­καν. Πα­ράλ­λη­λα ὁ Ἰ­σο­κρά­της ὑ­πε­ρα­μύ­νε­ται τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, τὴν ὁ­ποί­α θε­ω­ροῦ­σε ὡς τὸ ἰ­δα­νι­κὸ πο­λί­τευ­μα, θλι­βό­με­νος γιὰ τὴ με­τα­μόρ­φω­σή της σὲ Ὀ­χλο­κρα­τί­α. Ὁ δὲ Μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ὅ­πως ἀ­πε­δεί­χθη, δι­α­τή­ρη­σε μί­α πο­ρεί­α πο­λὺ κον­τι­νὴ στὶς θέ­σεις τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη πα­ρὰ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου. Οἱ σκέ­ψεις τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη θὰ συ­νο­δεύ­σουν τὸ Ἀ­λέ­ξαν­δρο μέ­χρι τὴν Ἰν­δί­α: “Μέλ­λω γὰρ σοὶ συμ­βου­λεύ­ειν προ­στῆ­ναι τῆς τε τῶν Ἑλ­λή­νων ὁ­μο­νοί­ας καὶ τῆς ἐ­πὶ τοὺς βαρ­βά­ρους στρα­τεί­ας: Ἔ­στι δὲ τὸ μὲν πεί­θειν πρὸς τοὺς Ἕλ­λη­νας συμ­φέ­ρον, τὸ δὲ βι­ά­ζε­σθαι πρὸς τοὺς βαρ­βά­ρους χρή­σι­μον. “Φίλιππος ἐδάφιο 16, καί “τοῖς μὲν γὰρ ἱ­κα­νὴν τὴν οἶ­κοι χώ­ραν κα­τέ­λι­πον, τοῖς δὲ πλεί­ῳ τῆς ὑ­παρ­χού­σης ἐ­πό­ρι­σαν: Ἅ­παν­τα γὰρ πε­ρι­ε­βά­λον­το τὸν τό­πον, ὅν νῦν τυγ­χά­νο­μεν κα­τέ­χον­τες. Ὥ­στε καὶ τοῖς ὕ­στε­ρον βου­λη­θεῖ­σιν ἀ­ποι­κῖ­σαι τι­νὰς καὶ μι­μή­σα­σθαι τὴν πό­λιν τὴν ἡ­με­τέ­ραν πολ­λὴν ρα­στώ­νην ἐ­ποί­η­σαν: Οὐ γὰρ αὐ­τοὺς ἔ­δει κτω­μέ­νους χώ­ραν δι­α­κιν­δυ­νεύ­ειν, ἀλλ᾿ εἰς τὴν ὑφ᾿ ἡ­μῶν ἀ­φο­ρι­σθεῖ­σαν, εἰς ταύ­την οἰ­κεῖν ἰ­όν­τας. Καί­τοι τὶς ἂν ταύ­της ἡ­γε­μο­νί­αν ἐ­πι­δεί­ξει­εν ἢ πα­τρι­ω­τέ­ραν, τῆς πρό­τε­ρον γε­νο­μέ­νης πρὶν τὰς πλεῖ­στας οἰ­κι­σθῆ­ναι τῶν Ἑλ­λη­νί­δων πό­λε­ων, ἢ μᾶλ­λον συμ­φέ­ρου­σαν, τῆς τοὺς μὲν βαρ­βά­ρους ἀ­να­στά­τους ποι­η­σά­σης, τοὺς δ᾿ Ἕλ­λη­νας εἰς το­σαύ­την εὐ­πο­ρί­αν προ­α­γα­γού­σης.”Πανηγυρικός ἐδάφιο 36-37.

Τὸ σί­γου­ρο εἶ­ναι πὼς ὑ­πῆρ­χε ἔν­το­νη ἡ τά­ση γιὰ ἀ­νά­δει­ξη ἑ­νὸς ἡ­γέ­τη ποὺ στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱ­στο­ρι­κὴ στιγ­μὴ θὰ πραγ­μά­τω­νε τὴν ἕ­νω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­φοῦ κά­τι πα­ρό­μοι­ο ἀ­να­ζη­τοῦ­σε καὶ ἡ Ἀ­κα­δη­μί­α. Ἄ­ρα ἡ «ἕ­νω­ση» αὐ­τὴ ποὺ –δι­και­ο­λο­γη­μέ­να– σή­μα­νε τὸ τέ­λος τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων-κρα­τῶν δὲν ἦ­ταν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου ἀλ­λὰ προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα καὶ σα­φή ἐ­πι­τα­γὴ τῶν και­ρῶν.

 Οἱ ἀν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις ὅ­μως κρί­νον­ται ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος. Ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου, προ­έ­κυ­ψε ἕ­νας ἐν­τε­λῶς και­νού­ργιος κό­σμος ποὺ ἀ­νέ­τρε­ψε πα­ρα­δο­σια­κὲς πο­λι­τεια­κὲς φόρ­μες, δι­εύ­ρυ­νε τὴν ἔν­νοι­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ γε­νι­κὰ ἄλ­λα­ξε τὸ ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ὅ­σοι στά­θη­καν στὸ πλευρὸ τοῦ μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη ἔλαβαν μέρος στὴ νομὴ τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου καὶ μποροῦσαν στὸ ἑξῆς νὰ καθορίζουν καὶ τὴν τύχη του. Ἀποδείχτηκε πολὺ διορατικὸ καὶ φρόνιμο ἐκ μέρους τους νὰ μὴν ἀπουσιάζουν ἀπὸ μία προσπάθεια ποὺ θὰ ἀνύψωνε τὴν ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ σφαίρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ καὶ τοὺς ἴδιους ἀπὸ «πολυτίμους ὑπηρέτας» τῶν Μακεδόνων σὲ ρυθμιστὲς τῆς μοίρας τοῦ νέου κόσμου. Ἐπιβεβαιώθηκε περίτρανα ἡ ρήση ποὺ θέλει τὴν τύχη νὰ εὐνοῆ τοὺς τολμηρούς.

 

Κι ἀ­π᾿ τὴν θαυ­μά­σια Πα­νελ­λή­νιαν ἐκ­στρα­τεί­α,

τὴν νι­κη­φό­ρα, τὴν πε­ρί­λαμ­πρη,

τὴν πε­ρι­λά­λη­τη, τὴν δο­ξα­σμέ­νη

ὡς ἄλ­λη δὲν δο­ξά­σθη­κε κα­μμιά,

τὴν ἀ­πα­ρά­μιλ­λη: Βγή­κα­μ᾿ ἐ­μεῖς·

Ἑλ­λη­νι­κὸς και­νού­ργιος κό­σμος, μέ­γας.

Ἐ­μεῖς· οἱ Ἀ­λε­ξαν­δρεῖς, οἱ Ἀν­τι­ο­χεῖς,

οἱ Σε­λευ­κεῖς, κ᾿ οἱ πο­λυ­ά­ριθ­μοι

ἐ­πί­λοι­ποι Ἕλ­λη­νες Αἰ­γύ­πτου καὶ Συ­ρί­ας,

κ᾿ οἱ ἐν Μη­δί­ᾳ, κ᾿ οἱ ἐν Περ­σί­δι, κι ὅ­σοι ἄλ­λοι.

Μὲ τὲς ἐ­κτε­τα­μέ­νες ἐ­πι­κρά­τει­ες,

μὲ τὴν ποι­κί­λη δρά­ση τῶν στο­χα­στι­κῶν προ­σαρ­μο­γῶν.

Καὶ τὴν Κοι­νὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Λα­λιὰ

ὡς μέ­σα στὴν Βα­κτρια­νὴ τὴν πή­γα­μεν, ὡς τοὺς Ἰν­δούς.

 

«…Ὁ με­γά­λος ποι­η­τὴς γί­νε­ται μάν­της…».

Κι ὁ Κα­βά­φης εἶ­ναι με­γά­λος Ποι­η­τής.

 

Τί μαν­τεύ­ει ὅ­μως γιὰ ἐ­μᾶς, ὁ Κα­βά­φης; Ἂς ὁ­δη­γη­θεῖ ἡ σκέ­ψη μας στὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα καὶ στοὺς ἀ­πο­γό­νους τῆς θαυ­μά­σιας, νι­κη­φό­ρας, πε­ρί­λαμ­πρης, πε­ρι­λά­λη­της, δο­ξα­σμέ­νης, ἀ­πα­ρά­μιλ­λης τε­χνο­λο­γι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξης ποὺ συν­τε­λεῖ­ται μπρο­στὰ στὰ μά­τια μας. Τὴ με­τα­τρο­πὴ τῶν ἀ­πο­γό­νων μας σὲ ἐ­ξε­λιγ­μέ­να, τα­χύ­τα­τα, βι­ο­λο­γι­κὰ συ­στή­μα­τα μι­κρο­η­λε­κτρο­νι­κῆς. Σὲ ἐ­ξαρ­τη­μέ­να ὄν­τα, ἑ­νὸς πο­λύ­πλο­κου τε­χνο­λο­γι­κοῦ ἐ­λεγ­κτή; Καὶ φέ­ρε­τε στὸ μυα­λό σας, τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ γρα­φῆ τὸ ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Στὰ 2200 μ.Χ.» τὸ Σο­λω­μι­κὸ “Πάντ᾿ ἀ­νοι­χτά, πάντ᾿ ἄ­γρυ­πνα, τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μου. “Τὸν ἀ­γή­ρα­το Ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κὸ κό­σμο, ποὺ γο­η­τεύ­ει δι­α­χρο­νι­κά, τὸν κό­σμο ποὺ ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­π᾿ τὴν Ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α καὶ τέ­χνη. Σ᾿ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο οἱ «τρο­πὲς» καὶ οἱ ἑ­τε­ρό­τη­τες ὑ­πάρ­χουν ἀλ­λὰ στὸ πλαί­σιο τῆς ἑ­νό­τη­τας ποὺ συ­νέ­χει ὅ­λες τὶς ἐκ­φάν­σεις του. Αὐ­τὰ ἂς ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με κι ἂς ἀ­να­πλά­θου­με, ποι­η­τι­κὰ καὶ δη­μι­ουρ­γι­κά, τὸ δι­κό μας, ση­με­ρι­νὸ κό­σμο:

 

«Κι ἀ­κοῦ­στε πρέ­πει κι ὁ ἄν­θρω­πος κά­θε φο­ρά

πού θέ­λει νὰ ξα­να­βρῆ τὰ νειάτα του

νὰ ᾿ρ­χε­ται στὸ πο­τά­μι τῆς ὀ­μορ­φιᾶς νὰ λού­ζε­ται». 

Στὸ πο­τά­μι τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς χα­ρι­σμέ­νης ὀ­μορ­φιᾶς, τῆς βε­βαι­ό­τη­τας πέ­ραν τοῦ φυ­σι­κοῦ μας θα­νά­του.

 

Ἐν­δει­κτι­κὴ βι­βλι­ο­γρα­φί­α:

Botsford & Robinson. Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱ­στο­ρί­α, ΜΙΕΤ, (Ἀ­θή­να 1996).

Ἡ­ρο­δό­του Ἱ­στο­ρί­α, 8ο βι­βλί­ο, «Οὐ­ρα­νί­α», κε­φά­λαι­ο 144 (ΑΥΤΙΣ ΔΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, ΕΟΝ ΟΜΑΙΜΟΝ ΤΕ ΚΑΙ ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΝ, ΚΑΙ ΘΕΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΕ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΙ ΗΘΕΑ ΤΕ ΟΜΟΤΡΟΠΑ, ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΤΑΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΟΥΚ ΑΝ ΕΥ ΕΧΟΙ).

Ἰ­φι­γέ­νεια ἡ ἐν Αὐ­λί­δι τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, στί­χοι 1400-1401.

Πα­νη­γυ­ρι­κὸς Ἰ­σο­κρά­τους.

Ἰ­σο­κρά­της–Δεύ­τε­ρη ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς Φί­λιπ­πο (338, ἐ­δά­φιο 5).

Ἰ­σο­κρά­της, Ἅ­παν­τα, Τό­μος 4: Πε­ρὶ τῆς εἰ­ρή­νης, Ἀ­ρε­ο­πα­γι­τι­κός, Φί­λιπ­πος, (μτφρ. Σ. Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου), Κά­κτος, (Ἀ­θή­να, 1992).

Ἰ­σο­κρά­της, Πε­ρὶ εἰ­ρή­νης, Κα­τὰ τῶν Σο­φι­στῶν, Ἐ­πι­στο­λαὶ πρὸς Φί­λιπ­πον καὶ  Ἀ­λέ­ξαν­δρον, (μτφρ. Μ. Ξάν­θου) Ζῆ­τρος, (Ἀ­θή­να, 2001).

Kennedy G., Ἱ­στο­ρί­α τῆς Κλα­σσι­κῆς Ρη­το­ρι­κῆς, (μτφρ. Ν. Νι­κο­λού­δης), Πα­πα­δή­μας, (Ἀ­θή­να,4 2003).

Mathieu G., Οἱ πο­λι­τι­κὲς ἰ­δέ­ες τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη, (μτφρ.: Κ. Δι­α­μαν­τά­κου), Καρ­δα­μί­τσας, (Ἀ­θή­να,  1995).

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82 (Ἄρ­θρο γιὰ Ἰ­σο­κρά­τη).

http://www.wfu.edu/~zulick/300/bibisocrates.html (Ἐ­πι­λεγ­μέ­νες πη­γὲς γιὰ τὸν Ἰ­σο­κρά­τη στὸ Wake Forest University.