Ἀμαλία Κ. Ἠλιάδη
Φιλόλογος-Ἱστορικὸς
Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά τῆς Ἑλληνικῆς φύσης καὶ τῆς Ἑλληνικῆς γῆς εἶναι ἡ ἑνότητα:
•Ἑνότητα στὸ φωτισμένο καταγάλανο οὐρανὸ καὶ ἀντίθετα, διάσπαση στὴ γήϊνη ἐπιφάνεια, μὲ ἄμεσο ἀποτέλεσμα στὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ ἰδιοσυγκρασία.
•Ἑνότητα στὸ θρησκευτικὸ καὶ φυλετικὸ φρόνημα (Δωδεκάθεο, Ὀλυμπιάδες, κ.λ.π.), ἀλλὰ μὲ διάσπαση στὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ διαμόρφωση (Πόλεις, Δῆμοι, κ.λ.π.).
Αὐτὴ τὴ διαπίστωση τὴν εἶχαν κάνει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τὰ ἱερατεῖα τῶν Ἀρχαίων ναῶν καὶ προσπάθησαν νὰ τὴν ξεπεράσουν, ὁδηγώντας τοὺς Ἕλληνες σὲ μία εἰρηνικὴ ἑνότητα. Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια τῆς ἑνότητας πρέπει νὰ τοποθετηθοῦν οἱ προσπάθειες τῶν Ἀμφικτιονιῶν, μὲ κορωνίδα αὐτὴ τῶν Δελφῶν, μὲ τὰ παράλληλα κηρύγματά της γιὰ τὴν “Δελφικὴ Ἰδέα” καὶ μὲ κυριότερο ἐπίτευγμά της τὸν περιορισμὸ τῶν ἐμφυλίων πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, καθὼς καὶ οἱ Ὀλυμπιάδες, ποὺ εἶχαν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Οἱ Δελφοὶ ὅμως πέτυχαν περισσότερα: Χρόνο μὲ τὸ χρόνο, τὰ κοινὰ σημεῖα τῶν Ἑλλήνων ὑψώνονταν πάνω ἀπὸ κάθε διαχωριστικὸ παράγοντα, οἱ δεσμοὶ μεταξύ τους γίνονταν ὅλο καὶ ἰσχυρότεροι, ἡ ἀνάγκη τῆς εἰρήνης γιὰ μία μεγαλύτερη καὶ οὐσιαστικότερη ἄνοδο τοῦ πνεύματος πρόβαλε ὅλο καὶ πιὸ ἄμεση καὶ οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἀξίες συναντοῦσαν ὅλο καί μεγαλύτερο σεβασμό.
Ἀκόμη τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἔχοντας πάντα τὸ ρόλο τοῦ συμφιλιωτή ἀνάμεσα στοὺς ἀντιμαχόμενους, ἐπέβαλλε τοὺς πρώτους «Κανόνες Διεθνοῦς Δικαίου», ἀπαγορεύοντας στοὺς ἀντιπάλους νὰ καταστρέφουν τὰ ὑδραγωγεῖα, νὰ μολύνουν τὰ πηγάδια καὶ νὰ σκοτώνουν τοὺς αἰχμαλώτους.
Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τῶν αἰώνων ἡ μὲν Ὀλυμπιακὴ Ἰδέα περιοριζόταν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ κύρια στὸ ἀθλητικὸ ἰδεῶδες, σὲ βάρος τῆς πνευματικῆς της ὑπόστασης, ἐνῶ ἡ ἐπιρροὴ τῶν Δελφῶν ἐπὶ τῶν πραγμάτων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν ἐξασθενοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους πολέμους καὶ ὑπονομευόμενος ἀπὸ ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ὁ νότιος ἑλληνισμὸς ἔφθινε πολιτικά, στρατιωτικὰ θρησκευτικά, διοικητικά, κοινωνικὰ καὶ πνευματικά. Αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴν φύση τους δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν οἱ πολιτικοί, διοικητικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ ἡγέτες, αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ γιὰ νὰ ἐπιβιώση, τὴν Ἐθνικὴ συνένωση, τὸ διεῖδαν καὶ τὸ διατύπωσαν θεωρητικὰ τρία κυρίως μεγάλα πνεύματα: Ὁ Γοργίας, ὁ Λυσίας καὶ ὁ Ἰσοκράτης. Καὶ οἱ τρεῖς τους διέκριναν ἐγκαίρως ὅτι ὁ πολιτικὸς κατακερματισμὸς τῶν Ἑλλήνων ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τοὺς ἐμφυλίους πολέμους. Αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο θέλησαν νὰ ἐξαλείψουν καὶ νὰ δώσουν στοὺς Ἕλληνες νὰ καταλάβουν ὅτι ὅλα τὰ προβλήματά τους μποροῦσαν νὰ λυθοῦν μόνο μὲ τὴ συνένωσήτους.
Πρῶτος ἐξέφρασε τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Γοργίας, σὲ ἕνα Πανηγυρικὸ ποὺ ἐκφώνησε στὴν Ὀλυμπία, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τοῦ 392 π.Χ. Τὴν ἴδια ἰδέα ἐπανέλαβε καὶ λίγο ἀργότερα, στὴν Ἀθήνα, σὲ ἕνα ἐπικήδειο πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν τοῦ δεκάχρονου “Κορινθιακοῦ” Πολέμου, αὐτοῦ ποὺ ἀκολούθησε λίγα χρόνια μετὰ τὸν τριαντάχρονο Πελοποννησιακό. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος «ἐξέπεμψε» μετὰ ἀπὸ 4 ἢ 8 χρόνια καὶ ὁ Λυσίας. Πάλι στὴν Ὀλυμπία, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τοῦ 388 π.Χ., σὲ λόγο του, κάλεσε τοὺς ἁπανταχοῦ Ἕλληνες νὰ σταματήσουν τοὺς ἐμφυλίους πολέμους, νὰ ἑνωθοῦν πρῶτα καὶ νὰ πολεμήσουν ὕστερα, ὄχι μόνο τοὺς Πέρσες ποὺ καραδοκοῦσαν, ἀλλὰ καὶ τὸν τύραννο Διονύσιο τῶν Συρακουσῶν. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι τὸ παράδειγμα τοῦ Γοργία καὶ τοῦ Λυσία ἀκολούθησαν κι ἄλλοι Ἕλληνες διανοούμενοι. Τὶς ἀπόψεις τοῦ Γοργία, τοῦ Λυσία καὶ τοῦ Ἰσοκράτη, ἀσπάστηκε καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ὁ ὁποῖος σπούδασε καὶ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἀργότερα ἀνέλαβε νὰ διαπλάση τὰ πνεύματα τῶν νεαρῶν Μακεδόνων εὐγενῶν ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο θὰ ἦταν οἱ ἡγέτες τοῦ αὐριανοῦ κόσμου, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν μεταφέρη καὶ νὰ μὴν διδάξη τὶς ἀπόψεις τοῦ Λυσία καὶ τοῦ Ἰσοκράτη, ὅταν ὁ τελευταῖος ἦταν γνωστὸ πὼς εἶχε ἐναποθέσει ὅλες τὶς ἐλπίδες του γιὰ τὴ συνένωση τῶν Ἑλλήνων στὸν βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας Φίλιππο, ἀφοῦ πρωτίστως εἶχε ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μέσῳ τῶν διαγγελμάτων του καὶ μὲ ἄλλους Βασιλεῖς καὶ περίμενε τὸν κατάλληλο ποὺ θὰ καταλάβαινε τὴ σημασία τῆς συνένωσης καὶ θὰ ἀναλάμβανε τὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο.
Ὁ Ἰσοκράτης εἶχε παρακολουθήσει προσεκτικὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων σὲ ὁλόκληρο τὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, ἀπὸ τὴ Κύπρο μέχρι τὴ Σικελία, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴ Βοιωτία καὶ εἶχε πλέον πεισθεῖ ὅτι ἀπὸ πουθενὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιοχὲς καὶ τοὺς πολιτικοὺς ἢ στρατιωτικούς τους ἀρχηγούς, ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν μποροῦσε νὰ περιμένη τίποτα ἀποτελεσματικό. Ἡ παντοδύναμη Ἑλλάδα τοῦ 5ου αἰώνα ποὺ ἔτρεμαν οἱ Πέρσες, οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι δὲν ὑπῆρχε πιά. Ἡ ἐπαίσχυντη καὶ ταπεινωτικὴ “Ἀνταλκίδειος” εἰρήνη τοῦ 386 π.Χ. εἶχε σώσει τὴν Περσία, διέλυσε ὅμως τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔκανε ρυθμιστὴ τῶν πολιτικῶν της πραγμάτων ἕνα ξένο, τὸ Μεγάλο Βασιλέα. Οἱ Ἰωνικὲς πόλεις ἦταν πάλι Περσικές, ἄδοξα καὶ ἀμαχητί, τὸ ἴδιο καὶ ἡ Κύπρος, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες εἶχαν ὑποχρεωθεῖ νὰ διαλύσουν τὶς τοπικὲς συμμαχίες τους, ἀφήνοντας τὶς διάφορες πόλεις-κράτη τους τελείως «αὐτόνομες», ἕρμαια στὶς διαθέσεις βαρβάρων ἐπιδρομέων τοῦ Βορρᾶ. Μόνο ἡ Θήβα καὶ ἡ Σπάρτη προσπάθησαν κάτι νὰ κάνουν ἀλλὰ μάταια. Οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι εἶχαν ἀποδυναμώσει τοὺς Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιδράσουν. Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο ἀνησυχητικό. Ὑπῆρχαν μεγάλα πλήθη φτωχῶν κι ἀνέργων ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔβρισκαν δουλειὰ σὰν μισθοφόροι καὶ γυρνοῦσαν ληστεύοντας τοὺς τόπους ποὺ τύχαινε νὰ περνοῦν.
Ὁ Ἰσοκράτης βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Φιλίππου τῆς Μακεδονίας ἕνα χαρισματικὸ ἡγέτη, ἄξιο νὰ ἐπιτελέση τὸ δύσκολο ἔργο τῆς συνένωσης τῶν Ἑλλήνων. Ἀρκεῖ, κατὰ τὸν Ἰσοκράτη, νὰ καταλάβαινε πὼς οἱ Ἕλληνες δὲν σήκωναν ἀρχηγὸ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀπόλυτου μονάρχη, οὔτε ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἐπιβαλλόταν στὶς πόλεις μὲ τὴ βία. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὁ Φίλιππος ἀκολούθησε τὸ ὅραμα τοῦ Ἰσοκράτη καὶ τῶν ἄλλων. Νικητὴς κυρίαρχος ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου μετὰ τὴ μάχη τῆς Χαιρώνειας, φέρθηκε στοὺς ἀντιπάλους του ὡς σὲ συμμάχους καὶ ὄχι ὡς ἐχθρούς. Δὲν πρόσβαλε τὰ δημοκρατικά τους αἰσθήματα, σεβάστηκε τὴν ἀνεξαρτησία τῶν πόλεων, ἐπέβαλε ὅμως τὴ συνένωση, τὴ διαρκῆ μεταξύ τους εἰρήνη καὶ τὸν ἑαυτό του σὰν ἀρχηγό, σὰν ἡγεμόνα καὶ στρατηγὸ αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Φίλιππος κατάφερε νὰ ὑλοποιήση πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπὶ τόσα χρόναι ζητοῦσε ἐπίμονα ὁ Ἰσοκράτης.
Δηλαδὴ: •Ἕνωσε πρῶτα τούς Ἕλληνες καὶ μετὰ προετοίμασε τὴν ἐναντίον τῶν Περσῶν ἐκστρατεία.
•Νικητής παντοδύναμος μετὰ τὴν μάχη στὴ Χαιρώνεια, δὲν ἐπέβαλλε κανένα ἀτιμωτικὸ ἢ ταπεινωτικὸ ὅρο εἰρήνης στοὺς ἡττημένους.
•Ὅλα τὰ μέχρι τότε ἀνεξάρτητα κράτη διατήρησαν τὴν ἀνεξαρτησία τους. •Κανένα Ἑλληνικὸ κράτος δὲν ὑποχρεώθηκε νὰ συμμετάσχη χωρὶς τὴ θέλησή του στὴν “Κοινὴ Εἰρήνη”. Παράδειγμα ἡ Σπάρτη ποὺ ἀπουσίαζε. Ὅλοι διατήρησαν τὴν αὐτονομία τους, ἀρκεῖ νὰ μὴν ζημίωναν τὴν Πανελλήνια συνένωση καί συνεργασία.
Σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ Φίλιππος ἦταν ὁ πραγματιστής, αὐτὸς ποὺ ἔκανε πράξη τὸ ὅραμα τοῦ μεγάλου θεωρητικοῦ Ἰσοκράτη καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων διανοουμένων ποὺ ὁραματίστηκαν τὴ μεγάλη συνένωση καὶ ἑτοίμασαν πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ τὸ δρόμο τῆς συνένωσης τῶν Ἑλλήνων.
Οἱ φιλολογικὲς πηγὲς ποὺ ἀνάγονται σὲ ἐποχὴ παλαιότερη ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. π.Χ. σὲ πολὺ λίγες περιπτώσεις χρησιμοποιοῦν τοὺς ὅρους Ἕλληνες (ἢ Πανέλληνες) καὶ πάλι μὲ ἀσαφῆ γεωγραφικὴ ἀναφορά. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὅμως τοῦ 5ου αἰώνα καὶ εἰδικότερα μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ περσικοῦ κινδύνου τείνουν νὰ προσλάβουν νόημα Ἐθνικὸ καὶ πολιτισμικὸ μὲ ἐμφανῆ ἀντιδιαστολὴ πρὸς ἄλλους λαοὺς, μὴ Ἕλληνες. Αὐτὴ ἡ διαφοροποίηση εἶναι λογικὸ νὰ ἑρμηνευτῆ ὡς συνέπεια τὸν κινδύνου ποὺ ὤθησε τοὺς Ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς νὰ ἰσχυροποιήσουν τούς δεσμούς πού ὑπῆρχαν καὶ νὰ ἐπιζητήσουν συνεργασία καὶ μία δυνατὴ μορφὴ ἕνωσης.
Στὸ πολιτικὸ πεδίο ὁ Ἰσοκράτης ὑπῆρξε θερμὸς ὑπέρμαχος τῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μὲ ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Φίλιππο τῆς Μακεδονίας τὸν ἐνθάρρυνε καὶ τὸν παρότρυνε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Πίστευε, δηλαδή, πὼς ἦταν ἀναγκαῖο νὰ συνενωθοῦν ὅλοι οἱ Ἕλληνες κάτω ἀπὸ τὴ νέα ἰσχυρὴ Μακεδονικὴ ἡγεσία, γιὰ νὰ ἐκστρατεύσουν στὴ συνέχεια ἐναντίον τῶν κοινῶν ἐχθρῶν τους, τῶν Περσῶν. Οἱ Ἀθηναῖοι, τιμώντας ἀργότερα τὴ μνήμη του, τὸν κήδεψαν μὲ Δημόσια δαπάνη καὶ πάνω στὸν τάφο του τοποθέτησαν μία σειρήνα, ὡς σύμβολο, κατὰ κάποιον τρόπο, τῆς τεράστιας ρητορικῆς σαγήνης τοῦ Ἰσοκρατείου λόγου.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε στὴν προκειμένη περίπτωση ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ ἱστορικοῦ, ἀλλὰ ἐκείνη τοῦ ρήτορα. Ὁ ρήτορας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες εἶναι ὄργανο παρασκευῆς ἰδεολογίας καὶ μετατόπισης τῆς κοινῆς γνώμης καὶ συνεπῶς χρησιμοποιεῖ ὅλα ἐκεῖνα τά τεχνάσματα τοῦ λόγου ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἐπιτύχη τοὺς στόχους του. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, οἱ πολιτικοὶ ἢ οἱ δικηγόροι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ὁ ἱστορικός, ἀντιθέτως, καταγράφει γεγονότα. Ὁ ρήτορας ὠθεῖ τὴν κοινὴ γνώμη στὴν παραγωγὴ γεγονότων.
Ἂς ἔρθουμε τώρα σὲ δύο παρεξηγημένες καὶ παραποιημένες γιὰ τὴν ἐποχὴ μας φράσεις τοῦ Ἰσοκράτη. Τὴν πρώτη ἔχουν καταχραστεῖ παντοειδεῖς φορεῖς καὶ ἰδιῶτες. Τὴν παραθέτουμε καὶ ταυτόχρονα τὴν ἑρμηνεύουμε ἐδῶ πρὸς ἀποκατάσταση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας: «Καὶ μᾶλλον Ἕλληνες καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». Πρὸς ἐντυπωσιασμὸ μπορεῖ κάποιος νὰ ἀπομονώση λέξεις καὶ νὰ δώση τὴν δική του ἐκδοχή, ποὺ εἶναι παραπλανητική. Καὶ αὐτὸ κάνουν οἱ κακῶς νοούμενοι προοδευτικοὶ καὶ οἱ ἡμιμαθεῖς ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται «προχωρημένοι». Θὰ προσπαθήσουμε, ὅπως προανέφερα, νὰ ἀποδώσουμε τὴν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἐπιτακτικὸ νὰ δώσουμε ὅλη τὴν παράγραφο: «Τοσοῦτον δ᾿ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾿ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας, ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». (Ἰσοκράτης, “Πανηγυρικός”, 50).
[Μετάφρ. κατὰ λέξη: Τόσον πολὺ ἡ πόλις μᾶς ἔχει ἀφήσει πίσω κατὰ τὴν φρόνηση καὶ τὸν λόγον ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε οἱ μαθηταί της νὰ ἔχουν καταστῆ διδάσκαλοι τῶν ὑπολοίπων καὶ νὰ ἔχη, ἔτσι, ἐξυψώσει τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων εἰς διάκρισιν ὑπεροχῆς πνευματικῆς καὶ ὄχι πλέον ἁπλῶς τοῦ γένους (δίκην, δηλαδή, συμφύτου γνωρίσματος τῶν Ἑλλήνων, κατὰ κοινὴν ἀναγνώρισιν), μὲ ἀποτέλεσμα μᾶλλον πλέον νὰ καλοῦνται Ἕλληνες αὐτοὶ ποὺ κυρίως μετέχουν τῆς ἰδικῆς μας (Ἀθηναϊκῆς) παιδείας παρὰ ἁπλῶς καὶ συλλήβδην οἱ τοῦ αὐτοῦ μὲ ἡμᾶς γένους]. Ὃ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον: «Τόσο πολὺ ξεπέρασε ἡ πόλη μας, ἡ Ἀθήνα, τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε οἱ μαθητὲς της ἔγιναν δάσκαλοι τῶν ἄλλων. Καὶ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων δημιούργησε τὴν πεποιημένη (:πλαστὴν) ἐντύπωση νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι (:δοκεῖν εἶναι) χαρακτηριστικὸ ὄχι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας. Καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται (καλεῖσθαι καὶ ὄχι καλεῖν) ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὄχι ἀπό μᾶς, Ἕλληνες μᾶλλον οἱ μετέχοντες τῆς ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως καὶ ὄχι τῆς κοινῆς καταγωγῆς». Ὁ Ἰσοκράτης θέλοντας, ἑπομένως, νὰ ἐπαινέση τοὺς Ἀθηναίους τούς εἶπε ὅτι εἶχαν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀκμῆς ποὺ πλέον ἡ ἔννοια “Ἕλληνας” εἶχε ταυτιστεῖ μὲ αὐτούς, καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀκμῆς, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς παιδείας τοὺς χρησιμοποιοῦνταν γιὰ νὰ περιγράψουν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔμοιαζαν στὸν πολιτισμό. Δηλαδὴ ἡ ἔννοια Ἕλληνας δὲν ἦταν πλέον μόνο ἐθνολογικὸς χαρακτηρισμὸς ἀλλὰ τίτλος τιμῆς, δηλώνοντας τὸν πολιτισμένο ἄνθρωπο. Κάποιος, μπορεῖ Ἐθνικὰ νὰ ἦταν Ἕλληνας, ἀλλὰ ἂν ἦταν ἀπολίτιστος, θὰ τὸν ἀντιμετώπιζαν ὡς βάρβαρο οἱ σύγχρονοί του, ἂν καὶ Ἕλληνας στὴν καταγωγή.
Ὁ Γερμανὸς ἱστορικὸς ULRICH WILCKEN ἔγραψε σχετικά: «Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ Ἰσοκράτης δὲν θέλει νὰ συμπεριλάβη (ὅπως ὑποστηρίχθηκε συχνὰ) στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐξελληνισμένους αὐτοὺς βαρβάρους, γιατί γι᾿ αὐτὸν οἱ βάρβαροι, ἰδιαίτερα οἱ Πέρσες, ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι οἱ “φυσικοὶ” ἐχθροὶ τῶν Ἑλλήνων (Πανηγ. παρ. 158, πρβλ. Παναθ. παρ. 163). Τὸ νόημα τῆς φράσεως εἶναι μᾶλλον ὅτι ὁ Ἰσοκράτης θεωρεῖ πραγματικοὺς Ἕλληνες μόνον τοὺς Ἕλληνες ἐκείνους ποὺ εἶχαν λάβει Ἀττικὴ μόρφωση». (ULRICH WILCKEN-ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1976, Μετάφραση τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ι. Τουλουμάκου).
Γιὰ νὰ ἀντιληφθῆ κανεὶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Ἰσοκράτους (“Πανηγυρικός”), ἂς δοῦμε τί γράφει σχετικὰ μὲ τὴν “Πανελλήνιον ἰδεολογίαν” τοῦ Ἰσοκράτους ὁ καθηγητὴς Θεοδωρᾶτος: «Ἡ Ἑλλάς, ὑπεστήριζεν (ὁ Ἰσοκράτης), ἀποτελεῖ ἑνιαίαν κοινότητα φυλετικὴν καὶ πολιτιστικὴν καὶ ὅμως σπαράσσεται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς ἐμφυλίους πολέμους, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν κατ᾿ εὐθείαν εἰς τὴν φθορὰν καὶ τὴν παρακμήν, ἐνῶ ἀπέναντί της στέκουν οἱ βάρβαροι τῆς Ἀσίας, φυσικοὶ καὶ προαιώνιοι ἐχθροί της, ποὺ καλλιεργοῦν τὸν ἐμφύλιον ἑλληνικὸν σπαραγμὸν καὶ προκαλοῦν τὴν ἑλληνικὴν ἀπαθλίωσιν. Μία λοιπὸν ἀπομένει ὁδὸς σωτηρίας: Νὰ παύση ἡ διχόνοια, νὰ συμφιλιωθοῦν οἱ Ἕλληνες, νὰ συνειδητοποιήσουν πλήρως τὴν φυλετικὴν καὶ πολιτιστικήν τους ἑνότητα καὶ νὰ ἐκστρατεύσουν ἐναντίον τῶν βαρβάρων της Ἀσίας”.
Ὁ Ἰσοκράτης ἀναφέρεται στὴ συνέχεια στὴν προσφορὰ τῶν Ἀθηνῶν στὸν Ἑλληνισμό, μία προσφορὰ Πολεμική, Ἠθική, Οἰκονομικὴ καὶ Πολιτιστική (παράγραφος 50). Ἐὰν σκεφθεῖ κανεὶς μάλιστα ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς ἀφορᾶ τὸ 380 π.Χ., ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ Ἑλληνιστικὰ Βασίλεια καὶ οὔτε βέβαια “βάρβαροι μὲ Ἑλληνικὴ Παιδεία”, εἶναι σαφέστατο ὅτι ὁ συλλογισμός του δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν σημερινή του χρήση καὶ ὄχι μόνο δὲν ἐπεκτείνει τὸν Ἑλληνισμὸ στοὺς βαρβάρους μὲ “Ἑλληνικὴ Παιδεία”, ἀλλὰ ἀπευθύνεται ἀποκλειστικὰ στοὺς Ἕλληνες, ποὺ τοὺς “περιορίζει” εἰς τοὺς ἔχοντας «Ἀττικὴν Μόρφωση». Ἐπιπροσθέτως, πίστευε πὼς οἱ ἀλλοδαποὶ ἦταν πλέον διασκορπισμένοι σὲ ὅλον τὸν Ἑλληνικὸ τόπο, ὄχι γιατί οἱ βάρβαροι κατάφεραν νὰ κατακτήσουν τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες παράτησαν τὶς πόλεις τους, καὶ συστήνει στὸν Φίλιππο νὰ διώξη ὅλους τούς βαρβάρους μὲ φοβέρα καὶ συνάμα νὰ φέρη εὐπορία στοὺς Ἕλληνες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰσοκράτης θεωρεῖται ὁ πατέρας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Πρῶτος διατυπώνει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης, διατήρησης καὶ περαιτέρω ἀνάπτυξης τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Τὸ δεύτερο παρεξηγημένο καὶ παρερμηνευμένο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγιτικὸ του λόγο καὶ ἔχει στὸ πρωτότυπο ὡς ἑξῆς: «Οἱ γὰρ κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ᾿ ἢ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ᾿ ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ᾿ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τούς πολίτας ἐποίησεν». (Ἰσοκράτης, “Ἀρεοπαγιτικός”, 20). [Μετάφρ.: Διότι ἐκεῖνοι ποὺ διοικοῦσαν τὴν πόλη τότε (ἐνν. στὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνα καὶ τοῦ Κλεισθένη), δὲν δημιούργησαν ἕνα πολίτευμα τὸ ὁποῖο μόνο κατ᾿ ὄνομα νὰ θεωρεῖται τὸ πιὸ φιλελεύθερο καὶ τὸ πιὸ πρᾶο ἀπὸ ὅλα, ἐνῶ στὴν πράξη νὰ ἐμφανίζεται διαφορετικὸ σὲ ὅσους τὸ ζοῦν. Οὔτε ἕνα πολίτευμα ποὺ νὰ ἐκπαιδεύη τοὺς πολίτες ἔτσι ὥστε νὰ θεωροῦν δημοκρατία τὴν ἀσυδοσία, ἐλευθερία τὴν παρανομία, ἰσονομία τὴν ἀναίδεια καὶ εὐδαιμονία τὴν ἐξουσία τοῦ καθενὸς νὰ κάνη ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ ἕνα πολίτευμα τὸ ὁποῖο, δείχνοντας τὴν ἀπέχθειά του γιὰ ὅσους τὰ ἔκαναν αὐτὰ καὶ τιμωρώντας τους, ἔκανε ὅλους τούς πολίτες καλύτερους καὶ πιὸ μυαλωμένους].
Ὁ Ἰσοκράτης δὲν μίλησε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση γιὰ «Δημοκρατία ποὺ αὐτοκαταστρέφεται». Αὐτὸ εἶναι προϊὸν παρερμηνείας, ἴσως προϊὸν ἐκ τῶν ὑστέρων ἑρμηνείας, ποὺ καμμιὰ σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν πραγματικὴ ρήση τοῦ Ἰσοκράτη. Ἀποτελεῖ ἴσως τὴν προσφιλή «καταφυγὴ» τῆς ἐποχῆς μας μετὰ τὴν ὑποβάθμιση τοῦ Κοινοβουλίου, τὸ χάσμα μεταξὺ τῶν προεκλογικῶν ἐξαγγελιῶν καὶ ὅσων ἐφαρμόζουν οἱ πολιτικὰ δρῶντες, τὴν προώθηση σὲ σημαντικὲς θέσεις τῶν ἀρεστῶν καὶ ὄχι τῶν ἀρίστων. Ὁ ἰσοκρατικὸς Ἀρεοπαγιτικὸς στηλιτεύει τὴν δυνητικὴ κατάντια τῆς ἄλλοτε Ἀθηναίων Πολιτείας σὲ Ἀθηναίων Ὀχλοκρατία.
Ὁ Ἰσοκράτης εἶχε ἤδη συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ «σχετικὸ» σύστημα ἀξιῶν δὲν εἶχε τὴν ἀναγκαία ψυχολογικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἑλκύση τοὺς ἀνθρώπους στὸν κοινὸ δεσμὸ τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης ποὺ θὰ σταθεροποιοῦσε τοὺς δεσμοὺς μίας κοινωνίας ἐν ἀποσυνθέσει. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο προώθησε ἕνα πολιτικὸ ἰδανικὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἑνώση τὸ Πανελλήνιο καὶ τὸ κατάλληλο πρόσωπο –τὸν Φίλιππο– ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πραγματώση. Παράλληλα θεωροῦσε, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι σύγχρονοί του διανοητές, τὴν ἐκπαίδευση ὡς λυτρωτὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου.
Μία φιλοσοφικὴ καὶ εὑρύτερη προσέγγιση τῆς ἰσοκρατικῆς θεώρησης τῆς ἑνωτικῆς ἑλληνικότητας διαφαίνεται στὸ ρητορικὸ λόγο τοῦ Ἰσοκράτη «Πανηγυρικός». Ὁ «Πανηγυρικὸς» εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης ποὺ ἄρχισε μὲ τὴν προσωκρατικὴ φιλοσοφία, εἰδικότερα μὲ τὸν Παρμενίδη καὶ τὸν Ἡράκλειτο καὶ ἀφορᾶ τὴ Γιγαντομαχία ἀνάμεσα στὸ “Εἶναι” καὶ στὸ “Φαίνεσθαι”. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Ἰσοκράτη ἀναφέρεται σὲ Ἕλληνες καὶ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο διανοίας καὶ αὐτοπραγμάτωσης. Ὁ Ἕλληνας ρήτορας ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες κατέκτησαν τὸ “Εἶναι” καὶ ξέφυγαν ἀπὸ τὸ ἁπλὸ “Φαίνεσθαι”. Κατέκτησαν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν κοινὴ ἐσωτερικότητα τοῦ “Ἀγαθοῦ” ποὺ διακήρυξαν μεγάλοι φιλόσοφοι, ξεπερνώντας ἐξωτερικοὺς καὶ ἐπιφανειακοὺς διαχωρισμοὺς –γένους, πόλεως, οἰκονομικῆς κατάστασης κ.λ.π. Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Ἰσοκράτη εἶναι ἕνας δημόσιος ἔπαινος γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ 4ου αἰ. τῆς 85ης περίπου Ὀλυμπιάδος, ὅτι ὡς Ἔθνος “Εἶναι” καὶ δὲν ὑπόκεινται πλέον σὲ ἕνα καταστροφικὸ γιὰ αὐτοὺς “γίγνεσθαι”. Μέσα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Παιδεία ἡ Ἑλλάδα προσδιορίσθηκε σὲ σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ “Ἀγαθὸ” ἄρα μπορεῖ ὡς «ἕνα», ὡς μία πνευματικὴ ὁλότητα σὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα νὰ ὁραματισθῆ καὶ νὰ πράξη τὸ “Πανελλήνιο ἀγαθό”. Τὸ “Πανελλήνιο ἀγαθὸ” ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὴν μυητικὴ αὐτὴ φράση καὶ ἀπὸ τὸν μυητικὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Ἰσοκράτους εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες πλέον “Εἶναι”. Ἂν θυμηθοῦμε τὸν Παρμενίδη θὰ ὁρίσουμε αὐτὸ τὸ “Εἶναι” ὡς ταύτιση τῆς Ἑλληνικῆς σκέψης καὶ πράξης. Πλέον, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰσοκράτη, ὅλοι οἱ Ἕλληνες μποροῦν ἀπὸ κοινοῦ νὰ μετουσιώσουν σὲ πράξη ὅσα ἰδανικὰ διὰ τῆς παιδείας αἰῶνες κατασκεύαζαν καὶ μετέφεραν ἀπὸ τοὺς πατέρες πρὸς τὰ τέκνα.
Τὸ βάθος τῆς Ἰσοκρατικῆς αὐτῆς «Εἰρήνης» εἶναι ἀπύθμενο,ἔχει σχέση μὲ τὴν ἡσυχία τοῦ “Εἶναι”, καὶ σίγουρα τονίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναφέρεται σὲ Ἕλληνες. Τοὺς καλεῖ σὲ μία κοινὴ ἀνάμνηση ἑνὸς Ἑλληνικοῦ παρελθόντος, ἡ ὁποία εἶναι ἐπίτευγμα τῶν «εὖ φρονούντων». Ὡς γνωστὸν ἡ φρόνηση ἀπὸ τὸ “φρήν” εἶναι καθαρὰ Ἑλληνικὴ λέξη καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ λογικὴ διαμόρφωση καὶ ἐλεγξιμότητα τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας κατὰ τρόπο ποὺ μόνο οἱ Ἕλληνες ὁραματίσθηκαν. Παράλληλα ὁ Ἰσοκράτης ὑπεραμύνεται τῆς Δημοκρατίας, τὴν ὁποία θεωροῦσε ὡς τὸ ἰδανικὸ πολίτευμα, θλιβόμενος γιὰ τὴ μεταμόρφωσή της σὲ Ὀχλοκρατία. Ὁ δὲ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὅπως ἀπεδείχθη, διατήρησε μία πορεία πολὺ κοντινὴ στὶς θέσεις τοῦ Ἰσοκράτη παρὰ ὁποιουδήποτε ἄλλου. Οἱ σκέψεις τοῦ Ἰσοκράτη θὰ συνοδεύσουν τὸ Ἀλέξανδρο μέχρι τὴν Ἰνδία: “Μέλλω γὰρ σοὶ συμβουλεύειν προστῆναι τῆς τε τῶν Ἑλλήνων ὁμονοίας καὶ τῆς ἐπὶ τοὺς βαρβάρους στρατείας: Ἔστι δὲ τὸ μὲν πείθειν πρὸς τοὺς Ἕλληνας συμφέρον, τὸ δὲ βιάζεσθαι πρὸς τοὺς βαρβάρους χρήσιμον. “Φίλιππος ἐδάφιο 16, καί “τοῖς μὲν γὰρ ἱκανὴν τὴν οἶκοι χώραν κατέλιπον, τοῖς δὲ πλείῳ τῆς ὑπαρχούσης ἐπόρισαν: Ἅπαντα γὰρ περιεβάλοντο τὸν τόπον, ὅν νῦν τυγχάνομεν κατέχοντες. Ὥστε καὶ τοῖς ὕστερον βουληθεῖσιν ἀποικῖσαι τινὰς καὶ μιμήσασθαι τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν πολλὴν ραστώνην ἐποίησαν: Οὐ γὰρ αὐτοὺς ἔδει κτωμένους χώραν διακινδυνεύειν, ἀλλ᾿ εἰς τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν ἀφορισθεῖσαν, εἰς ταύτην οἰκεῖν ἰόντας. Καίτοι τὶς ἂν ταύτης ἡγεμονίαν ἐπιδείξειεν ἢ πατριωτέραν, τῆς πρότερον γενομένης πρὶν τὰς πλεῖστας οἰκισθῆναι τῶν Ἑλληνίδων πόλεων, ἢ μᾶλλον συμφέρουσαν, τῆς τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναστάτους ποιησάσης, τοὺς δ᾿ Ἕλληνας εἰς τοσαύτην εὐπορίαν προαγαγούσης.”Πανηγυρικός ἐδάφιο 36-37.
Τὸ σίγουρο εἶναι πὼς ὑπῆρχε ἔντονη ἡ τάση γιὰ ἀνάδειξη ἑνὸς ἡγέτη ποὺ στὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμὴ θὰ πραγμάτωνε τὴν ἕνωση τῶν Ἑλλήνων ἀφοῦ κάτι παρόμοιο ἀναζητοῦσε καὶ ἡ Ἀκαδημία. Ἄρα ἡ «ἕνωση» αὐτὴ ποὺ –δικαιολογημένα– σήμανε τὸ τέλος τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀλλὰ προέκυψε ἀπὸ ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα καὶ σαφή ἐπιταγὴ τῶν καιρῶν.
Οἱ ἀνθρώπινες πράξεις ὅμως κρίνονται ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐκστρατείας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, προέκυψε ἕνας ἐντελῶς καινούργιος κόσμος ποὺ ἀνέτρεψε παραδοσιακὲς πολιτειακὲς φόρμες, διεύρυνε τὴν ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ γενικὰ ἄλλαξε τὸ ροῦ τῆς ἱστορίας. Ὅσοι στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη ἔλαβαν μέρος στὴ νομὴ τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου καὶ μποροῦσαν στὸ ἑξῆς νὰ καθορίζουν καὶ τὴν τύχη του. Ἀποδείχτηκε πολὺ διορατικὸ καὶ φρόνιμο ἐκ μέρους τους νὰ μὴν ἀπουσιάζουν ἀπὸ μία προσπάθεια ποὺ θὰ ἀνύψωνε τὴν ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ σφαίρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ καὶ τοὺς ἴδιους ἀπὸ «πολυτίμους ὑπηρέτας» τῶν Μακεδόνων σὲ ρυθμιστὲς τῆς μοίρας τοῦ νέου κόσμου. Ἐπιβεβαιώθηκε περίτρανα ἡ ρήση ποὺ θέλει τὴν τύχη νὰ εὐνοῆ τοὺς τολμηρούς.
Κι ἀπ᾿ τὴν θαυμάσια Πανελλήνιαν ἐκστρατεία,
τὴν νικηφόρα, τὴν περίλαμπρη,
τὴν περιλάλητη, τὴν δοξασμένη
ὡς ἄλλη δὲν δοξάσθηκε καμμιά,
τὴν ἀπαράμιλλη: Βγήκαμ᾿ ἐμεῖς·
Ἑλληνικὸς καινούργιος κόσμος, μέγας.
Ἐμεῖς· οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς,
οἱ Σελευκεῖς, κ᾿ οἱ πολυάριθμοι
ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καὶ Συρίας,
κ᾿ οἱ ἐν Μηδίᾳ, κ᾿ οἱ ἐν Περσίδι, κι ὅσοι ἄλλοι.
Μὲ τὲς ἐκτεταμένες ἐπικράτειες,
μὲ τὴν ποικίλη δράση τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν.
Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιὰ
ὡς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν πήγαμεν, ὡς τοὺς Ἰνδούς.
«…Ὁ μεγάλος ποιητὴς γίνεται μάντης…».
Κι ὁ Καβάφης εἶναι μεγάλος Ποιητής.
Τί μαντεύει ὅμως γιὰ ἐμᾶς, ὁ Καβάφης; Ἂς ὁδηγηθεῖ ἡ σκέψη μας στὰ ἀποτελέσματα καὶ στοὺς ἀπογόνους τῆς θαυμάσιας, νικηφόρας, περίλαμπρης, περιλάλητης, δοξασμένης, ἀπαράμιλλης τεχνολογικῆς ἐξέλιξης ποὺ συντελεῖται μπροστὰ στὰ μάτια μας. Τὴ μετατροπὴ τῶν ἀπογόνων μας σὲ ἐξελιγμένα, ταχύτατα, βιολογικὰ συστήματα μικροηλεκτρονικῆς. Σὲ ἐξαρτημένα ὄντα, ἑνὸς πολύπλοκου τεχνολογικοῦ ἐλεγκτή; Καὶ φέρετε στὸ μυαλό σας, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γραφῆ τὸ ποίημα μὲ τίτλο «Στὰ 2200 μ.Χ.» τὸ Σολωμικὸ “Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. “Τὸν ἀγήρατο Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ποὺ γοητεύει διαχρονικά, τὸν κόσμο ποὺ ἀναδύεται ἀπ᾿ τὴν Ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ τέχνη. Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο οἱ «τροπὲς» καὶ οἱ ἑτερότητες ὑπάρχουν ἀλλὰ στὸ πλαίσιο τῆς ἑνότητας ποὺ συνέχει ὅλες τὶς ἐκφάνσεις του. Αὐτὰ ἂς ἀναλογιστοῦμε κι ἂς ἀναπλάθουμε, ποιητικὰ καὶ δημιουργικά, τὸ δικό μας, σημερινὸ κόσμο:
«Κι ἀκοῦστε πρέπει κι ὁ ἄνθρωπος κάθε φορά
πού θέλει νὰ ξαναβρῆ τὰ νειάτα του
νὰ ᾿ρχεται στὸ ποτάμι τῆς ὀμορφιᾶς νὰ λούζεται».
Στὸ ποτάμι τῆς πληρότητας τῆς χαρισμένης ὀμορφιᾶς, τῆς βεβαιότητας πέραν τοῦ φυσικοῦ μας θανάτου.
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία:
Botsford & Robinson. Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία, ΜΙΕΤ, (Ἀθήνα 1996).
Ἡροδότου Ἱστορία, 8ο βιβλίο, «Οὐρανία», κεφάλαιο 144 (ΑΥΤΙΣ ΔΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, ΕΟΝ ΟΜΑΙΜΟΝ ΤΕ ΚΑΙ ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΝ, ΚΑΙ ΘΕΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΕ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΙ ΗΘΕΑ ΤΕ ΟΜΟΤΡΟΠΑ, ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΤΑΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΟΥΚ ΑΝ ΕΥ ΕΧΟΙ).
Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι τοῦ Εὐριπίδη, στίχοι 1400-1401.
Πανηγυρικὸς Ἰσοκράτους.
Ἰσοκράτης–Δεύτερη ἐπιστολὴ πρὸς Φίλιππο (338, ἐδάφιο 5).
Ἰσοκράτης, Ἅπαντα, Τόμος 4: Περὶ τῆς εἰρήνης, Ἀρεοπαγιτικός, Φίλιππος, (μτφρ. Σ. Παπαϊωάννου), Κάκτος, (Ἀθήνα, 1992).
Ἰσοκράτης, Περὶ εἰρήνης, Κατὰ τῶν Σοφιστῶν, Ἐπιστολαὶ πρὸς Φίλιππον καὶ Ἀλέξανδρον, (μτφρ. Μ. Ξάνθου) Ζῆτρος, (Ἀθήνα, 2001).
Kennedy G., Ἱστορία τῆς Κλασσικῆς Ρητορικῆς, (μτφρ. Ν. Νικολούδης), Παπαδήμας, (Ἀθήνα,4 2003).
Mathieu G., Οἱ πολιτικὲς ἰδέες τοῦ Ἰσοκράτη, (μτφρ.: Κ. Διαμαντάκου), Καρδαμίτσας, (Ἀθήνα, 1995).
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82 (Ἄρθρο γιὰ Ἰσοκράτη).
http://www.wfu.edu/~zulick/300/bibisocrates.html (Ἐπιλεγμένες πηγὲς γιὰ τὸν Ἰσοκράτη στὸ Wake Forest University.