ΤΟ ΦΩΣ ΕΛΗΛΥΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ

 

Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου

Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως

 

      Ἂς ἀ­κού­σω­με τὴν πνευ­μα­τι­κὴν λύ­ρα ποὺ παί­ζει ὄ­χι ὁ ἁ­λι­εύς, οὔ­τε ὁ υἱ­ὸς τοῦ Ζε­βε­δαί­ου Ἰ­ω­άν­νης, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­ποῖ­ο γνω­ρί­ζει τὰ βά­θη τοῦ Θε­οῦ, τὸ Πνεῦ­μα λέ­γω. Δι­ό­τι τί­πο­τε ἀν­θρώ­πι­νο δὲν θὰ μᾶς εἰ­πῆ, ἀλ­λὰ θὰ ὁ­μι­λή­ση ἀ­πὸ τὶς ἀ­βύσ­σους τὶς πνευ­μα­τι­κές, ἀ­πὸ τὰ ἄ­γνω­στα ἐ­κεῖ­να μυ­στή­ρια, τὰ ὁ­ποῖ­α οὔ­τε οἱ Ἄγ­γε­λοι ἐ­γνώ­ρι­ζαν πρὶν πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν. Πράγ­μα­τι μα­ζὶ μέ μᾶς καὶ δι᾿ ἡ­μῶν ἔ­μα­θαν καὶ αὐ­τοὶ ὅ­σα ἐ­γνω­ρί­σα­με καὶ μεῖς διὰ τῆς φω­νῆς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου.

Καὶ βε­βαί­ως μᾶς ἐ­τί­μη­σε καὶ σ᾿ αὐ­τὸ ὁ Θε­ὸς ὄ­χι λί­γο, στὸ ὅ­τι δη­λα­δή, οἱ Ἄγ­γε­λοι ἔ­μα­θαν μα­ζὶ μὲ μᾶς αὐ­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­γνο­οῦ­σαν.

      Ἐ­πει­δὴ ὁ μὲν Ματ­θαῖ­ος ἄρ­χι­σε τὴν δι­ή­γη­ση ἀ­πὸ τὸν βα­σι­λέ­α Ἡ­ρώ­δη, ὁ δὲ Λου­κᾶς ἀ­πὸ τὸν Καί­σα­ρα Τι­βέ­ριον καὶ ὁ Μάρ­κος ἀ­πὸ τὸ βά­πτι­σμα Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φή­νον­τας ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­νῆλ­θε ὑ­πε­ρά­νω κά­θε χρό­νου καὶ αἰ­ῶ­νος, καὶ ἐ­ξα­κον­τί­ζον­τας τὴν δι­ά­νοι­α τῶν ἀ­κρο­α­τῶν πρὸς τὸ «ἐν ἀρ­χὴ ἦν» δὲν τὴν ἄ­φη­σε κά­που νὰ στα­θῆ, οὔ­τε ἔ­θε­σε ὅ­ριον, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι, τὸν Ἡ­ρώ­δη, τὸν Τι­βέ­ριο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη. Ἐ­κεῖ­νο πάν­τως, ποὺ ἀ­ξί­ζει νὰ θαυ­μά­σω­με μα­ζὶ μὲ αὐ­τὰ καὶ πρέ­πει νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σω­με εἶ­ναι ὅ­τι, οὔ­τε αὐ­τός, ποὺ ἄ­φη­σε τὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ἀ­νυ­ψω­θῆ πρὸς τὸν ὑ­ψη­λό­τε­ρον αὐ­τὸν λό­γο, ἔ­δει­ξε ἀ­μέ­λεια γιὰ τὴν θεί­αν Οἰ­κο­νο­μί­α, οὔ­τε ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­πέ­μει­ναν, σ᾿ αὐ­τὴν ἀ­πε­σι­ώ­πη­σαν τὴν προ­αι­ώ­νιον ὕ­παρ­ξη. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ, δι­ό­τι ἕ­να εἶ­ναι τὸ Πνεῦ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο κι­νεῖ ὅ­λων αὐ­τῶν τὶς ψυ­χές. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἐ­πέ­δει­ξαν πολ­λὴν συμ­φω­νί­α στὴν ἔκ­θε­ση τῶν γε­γο­νό­των.

 

      α1. «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος». Στὴν ἀρ­χὴ ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος. «Καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν».

Ἀ­γα­πη­τέ, ὅ­ταν ἀ­κού­ης Λό­γος, μὴ ἀ­νε­χθῆς πο­τὲ ἐ­κεί­νους ποὺ λέ­γουν ὅ­τι εἶ­ναι ἔρ­γο, ἀλ­λὰ οὔ­τε ἐ­κεί­νους, ποὺ νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι ἁ­πλὸς λό­γος. Δι­ό­τι οἱ λό­γοι τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πολ­λοὶ ποὺ τοὺς ἐ­φαρ­μό­ζουν καὶ οἱ Ἄγ­γε­λοι, ἀλ­λὰ κα­νεὶς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς λό­γους δὲν εἶ­ναι Θε­ός. Ἀλ­λ᾿ ἐ­κεῖ­νοι μὲν εἶ­ναι προ­φη­τεῖ­ες καὶ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­νῶ αὐ­τὸς ὁ Λό­γος εἶ­ναι μί­α οὐ­σί­α μὲ ὑ­πό­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ἀ­πα­θῶς. Γι᾿ αὐ­τὸ δη­λώ­νε­ται μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α Λό­γος. Τὸ «ἐν ἀρ­χῇ» φα­νε­ρώ­νει τὸ αἰ­ώ­νιο, τὸ δὲ «οὗ­τος ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­ὸν», (αὐ­τὸς ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ στὸν Θε­ὸ), μᾶς φα­νε­ρώ­νει τὸ συ­ναι­ώ­νιο. Δι­ό­τι ὁ Πα­τὴρ δὲν ἦ­ταν πο­τὲ χω­ρὶς Λό­γο, ἀλ­λὰ πάν­το­τε, ἦ­ταν Θε­ὸς μα­ζὶ μὲ Θε­όν, εἶ­χε δη­λα­δὴ δι­κή του ὑ­πό­στα­ση.

 

      α3. «Πάν­τα, δι᾿ αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το, καὶ χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἐν ὅ γέ­γο­νε». Ὁ μὲν Μω­ϋσῆς ἀρ­χί­ζον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς γε­νέ­σε­ως τοῦ κό­σμου καὶ τὴν συγ­γρα­φὴ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, μᾶς ὁ­μι­λεῖ πε­ρὶ τῶν αἰ­σθη­τῶν καὶ τὰ ἐκ­θέ­τει λε­πτο­με­ρῶς, («ἐν ἀρ­χῇ», λέ­γει, «ἐ­ποί­η­σε ὁ Θε­ὸς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ τὴν γῆν», (Γεν. α1), καὶ ἕ­πε­ται, προ­σθέ­τει ὅ­τι ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη καὶ τὸ φῶς καὶ δεύ­τε­ρος οὐ­ρα­νός, ὅ­τι ἀ­κο­λού­θως ἐμ­φα­νί­σθη­καν ἀ­στέ­ρες καὶ ζῶ­α, ὅ­λα τὰ γέ­νη τῶν ζώ­ων καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα, γιὰ νὰ μὴ μα­κρη­γο­ροῦ­με δι­η­γού­με­νοι κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς συν­το­μεύ­ον­τάς τα ὅ­λα αὐ­τά, σὲ μί­α λέ­ξη πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ αὐ­τὰ καὶ τὰ ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τά. Γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­κεῖ­νος μὲν ἂν καὶ βε­βαί­ως ἀ­νε­φέρ­θη στὸ μι­κρό­τε­ρο μέ­ρος τῆς κτί­σε­ως –δι­ό­τι δὲν μᾶς μί­λη­σε κα­θό­λου πε­ρὶ τῶν ἀ­ο­ρά­των δυ­νά­με­ων– ἀ­σχο­λεῖ­ται, λε­πτο­με­ρῶς μὲ αὐ­τά, ἐ­νῶ αὐ­τὸς ἐ­δῶ, ἐ­πει­δὴ ἐ­πεί­γε­ται νὰ ἀ­νέλ­θη πρὸς τὸν Ἴ­διον τὸν Ποι­η­τὴν τῆς κτί­σε­ως, εὐ­λό­γως, τὰ προ­σπερ­νᾶ ὅ­λα ἀ­φοῦ τό­σον αὐ­τὰ ὅ­σο καὶ ἐ­κεῖ­να ποὺ ἀ­πε­σι­ώ­πη­σε ἐ­κεῖ­νος τὰ πε­ρι­έ­λα­βε σὲ μί­α μι­κρὴ καὶ σύν­το­μη φρά­ση, τὴν «πάν­τα δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το». Καὶ γιὰ νὰ μὴ νο­μί­ζης ὅ­τι μᾶς ὁ­μι­λεῖ μό­νο γιὰ ἐ­κεῖ­να γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ἤ­δη μᾶς μί­λη­σε ὁ Μω­ϋ­σῆς, συμ­πλη­ρώ­νει ὅ­τι «καὶ  χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἕν, ὅ γέ­γο­νε», δη­λα­δὴ ὅ­τι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε, εἴ­τε τοῦ­το εἶ­ναι ὁ­ρα­τό, εἴ­τε ἀ­ό­ρα­το, τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως δὲν ἔ­λα­βε ὕ­παρ­ξη χω­ρὶς τὴν δύ­να­μη τοῦ Υἱ­οῦ.

Προ­σθέ­τον­τας δὲ, τὸ «ὅ γέ­γο­νε» δι­ορ­θώ­νει κά­θε ἄ­το­πη ἑρ­μη­νεί­α ποὺ μπο­ρεῖ ὕ­που­λα νὰ εἰ­σχω­ρή­ση ἐ­δῶ. Ἐ­πει­δή, δη­λα­δὴ εἶ­πε, «χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲν ἕν», γιὰ νὰ μὴν ἰ­σχυ­ρι­σθῆ κα­νείς: «Λοι­πόν, ἂν τὰ πάν­τα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δι᾿ Αὐ­τοῦ, ἑ­πο­μέ­νως καὶ τὸ Πνεῦ­μα δη­μι­ουρ­γή­θη­κε», χρει­ά­σθη­κε αὐ­τὴ ἡ προ­σθή­κη.

«Δι­ό­τι ἐ­γώ, λέ­γει, εἶ­πα ὅ­τι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε δι᾿ αὐ­τοῦ ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεῖ, εἴ­τε εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­το, εἴ­τε ἀ­σώ­μα­το, εἴ­τε στοὺς οὐ­ρα­νούς, γι᾿ αὐ­τὸ δὲν εἶ­πα ὅ­λα γε­νι­κῶς, ἀλ­λ᾿ ὁ­τι­δή­πο­τε δη­μι­ουρ­γή­θη­κε, ὅ­σα δη­λα­δὴ εἶ­ναι κτι­στά. Τὸ Πνεῦ­μα ὅ­μως δὲν εἶ­ναι κτι­στό».

Ἀ­φοῦ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὡ­μί­λη­σε πε­ρὶ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, προ­σθέ­τει καὶ τὸν πε­ρὶ προ­νοί­ας λό­γον λέ­γον­τας:  

      α4. «Ὅ­τι ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν». Γιὰ νὰ μὴν ἀ­πι­στή­ση κά­ποι­ος, πὼς τὰ τό­σο πολ­λὰ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς, με­γά­λα ἔρ­γα ἔ­γι­ναν δι᾿ Αὐ­τοῦ, πρό­σθε­σε, ὅ­τι «μέ­σα του ὑ­πῆρ­χε ζω­ή». Ὅ­πως ἀ­πὸ τὴν πη­γή, ἡ ὁ­ποί­α γεν­νᾶ ἀ­βύσ­σους, ὅ­σο καὶ ἂν ἀ­φαι­ρέ­σης, κα­θό­λου δὲν τὴν μει­ώ­νεις, ἔ­τσι καὶ ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς, ὅ­σα καὶ ἂν πι­στεύ­σης ὅ­τι πα­ρή­χθη­σαν καὶ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δι᾿  αὐ­τῆς, δὲν πρέ­πει κἄν νὰ φαν­τα­σθῆς ὅ­τι ἔ­στω καὶ κα­τ᾿ ἐ­λά­χι­στον ἐ­λατ­τώ­θη­κε. Μᾶλ­λον ὅ­μως θὰ ἀ­να­φέ­ρω τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ φω­τός, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι πιὸ οἰ­κεῖ­ο καὶ γνω­στὸ καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο καὶ αὐ­τὸς ὁ ἴ­διος προ­σέ­θε­σε εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως, λέ­γον­τας, «καὶ ἡ ζω­ὴ ἦν τὸ φῶς». Ὅ­πως τὸ φῶς, ὅ­σες μυ­ριά­δες δη­μι­ουρ­γη­μά­των καὶ ἂν φω­τί­ση, τί­πο­τε δὲν χά­νει ἀ­πὸ τὴν λαμ­πρό­τη­τά του, ἔ­τσι καὶ ὁ Θε­ὸς καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α καὶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴν πα­ρα­μέ­νει ἀ­νελ­λι­πής, ὅ­πως ἦ­ταν, χω­ρὶς νὰ ὑ­φί­στα­ται κα­μμί­αν ἐ­λάτ­τω­ση, ἢ ἀ­το­νί­α καὶ ἀ­δυ­να­μί­α ἀ­πὸ τὴν πολ­λὴν δη­μι­ουρ­γί­α. Ἀλ­λὰ πα­ρα­μέ­νει ὁ ἴ­διος ἀ­ναλ­λοί­ω­τος, ἔ­στω καὶ ἂν χρεια­σθῆ νὰ πα­ρα­χθοῦν μύ­ριοι ἢ καὶ ἄ­πει­ροι τοι­οῦ­τοι κό­σμοι καὶ ἐ­παρ­κεῖ γιὰ ὅ­λους, ὄ­χι μό­νον πρὸς δη­μι­ουρ­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ πρὸς δι­α­τή­ρη­ση καὶ συγ­κρά­τη­σή τους με­τὰ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τους, δι­ό­τι ἐ­δῶ τὸ ὄ­νο­μα τῆς ζω­ῆς δὲν ση­μαί­νει μό­νο τὴν δη­μι­ουρ­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ τὴν πρό­νοι­α πρὸς συν­τή­ρη­ση τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.  

Ἀλ­λὰ καὶ τὸν πε­ρὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως Λό­γο μᾶς προ­α­ναγ­γέ­λει καὶ ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ τώ­ρα νὰ μᾶς εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τὸ θαυ­μα­στὸ τοῦ­το γε­γο­νός, δι­ό­τι ἐφ᾿ ὅ­σον ἦλ­θε σὲ μᾶς ἡ ζω­ή, κα­ταρ­γή­θη­κε ἡ ἐ­ξου­σί­α τοῦ θα­νά­του καὶ ἀ­φοῦ ἔ­λαμ­ψε σὲ μᾶς τὸ φῶς, δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον τὸ σκό­τος, ἀλ­λὰ μέ­νει παν­το­τι­νὰ μέ­σα μας ἡ ζω­ὴ καὶ ὁ θά­να­τος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ὑ­πε­ρι­σχύ­ση αὐ­τῆς.

Πρῶ­τα λοι­πὸν μᾶς ἐ­δί­δα­ξε πε­ρὶ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ἔ­πει­τα μᾶς λέ­γει καὶ γιὰ τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς ψυ­χῆς, τὰ ὁ­ποῖα μᾶς ἐ­χά­ρι­σε μὲ τὴν ἔ­λευ­σή του. Αὐ­τὰ συμ­πε­ρι­έ­λα­βε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς σὲ μί­α μι­κρὴ φρά­ση: «Καὶ ἡ ζω­ὴ ἦ­ταν τὸ φῶς τῶν ἀν­θρώ­πων». Δὲν εἶ­πε: «ἦ­ταν τὸ φῶς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων», ἀλ­λὰ ὅ­λων γε­νι­κὰ τῶν ἀν­θρώ­πων δι­ό­τι δὲν ἦλ­θαν μό­νο οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἀλ­λὰ καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες στὴν θε­ο­γνω­σί­α, καὶ σὲ ὅ­λους ἀ­πὸ κοι­νοῦ προ­σε­φέρ­θη τοῦ­το τὸ φῶς.

Γιὰ ποι­ὸν λό­γο ὅ­μως δὲν πρό­σθε­σε καὶ τοὺς Ἀγ­γέ­λους καὶ εἶ­πε «τῶν ἀν­θρώ­πων;».

Ἐ­πει­δὴ τώ­ρα ὁ Λό­γος του ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ πρὸς αὐ­τοὺς εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τὰ ἀ­γα­θά.

 

       α9. «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ὅ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον».

Ποῦ εἶ­ναι λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νοι πού δὲν τὸν ὀ­νο­μά­ζουν Θε­ὸν ἀ­λη­θι­νό; Δι­ό­τι ἐ­δῶ μὲν ἔ­χει ὀ­νο­μα­σθῆ φῶς ἀ­λη­θι­νό, σὲ ἄλ­λα δὲ ση­μεῖ­α αὐ­το­α­λή­θεια καὶ αὐ­το­ζω­ή. Καὶ ἂν φω­τί­ζη κά­θε ἄν­θρω­πο πού ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο, πῶς ἔ­χουν μεί­νει τό­σοι ἀ­φώ­τι­στοι; Δι­ό­τι δὲν ἐ­γνώ­ρι­σαν ὅ­λοι τὸ σέ­βας τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς λοι­πὸν φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πος; Ὅ­σο ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ αὐ­τόν. Ἂν δὲ κά­ποι­οι, μὴ θέ­λον­τας νὰ δε­χθοῦν τὶς ἀ­κτί­νες τού­του τοῦ φω­τὸς ἔ­κλει­σαν τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς τῆς δι­α­νοί­ας τους, ἡ ἀ­πο­τύ­φλω­σή τους δὲν ὀ­φεί­λε­ται στὴ φύ­ση τοῦ φω­τός, ἀλ­λὰ στὴν ἐγ­κλη­μα­τι­κὴ εὐ­θύ­νη ἐ­κεί­νων ποὺ στέ­ρη­σαν τοὺς ἑ­αυ­τοὺς των αὐ­τῆς τῆς δω­ρε­ᾶς. Πρά­μα­τι ἡ Χά­ρις, ἔ­χει ἐκ­χυ­θῆ πρὸς ὅ­λους καὶ δὲν ἀ­πο­στρέ­φε­ται, οὔ­τε τὸν Ἕλ­λη­να, οὔ­τε τὸν βάρ­βα­ρο, οὔ­τε τὸν Σκύ­θη, οὔ­τε δοῦ­λο, οὔ­τε ἐ­λεύ­θε­ρο, οὔ­τε ἄν­δρα, οὔ­τε γυ­ναῖκα, οὔ­τε γέ­ρον­τα, οὔ­τε νέ­ο, ἀλ­λὰ προ­σφέ­ρε­ται σὲ ὅ­λους ὁ­μοί­ως, τοὺς κα­λεῖ κά­νον­τας σὲ ὅ­λους τὴν ἴ­δια τι­μή. Ὅ­σοι ὅ­μως δὲν θέ­λουν νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν αὐ­τὴν τὴν δω­ρε­ὰ, θὰ ἦσαν δί­και­οι ἐ­ὰν κα­τε­λό­γι­ζαν τὴν τύ­φλω­ση αὐ­τὴ στὸν ἑ­αυ­τό τους. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἡ εἴ­σο­δος εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους ἀ­νοι­κτὴ καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει, κα­νεὶς ποὺ νὰ τὴν πα­ρεμ­πο­δί­ζη, καὶ ἀ­πὸ θε­λη­μα­τι­κὴ κα­κί­α ὡ­ρι­σμέ­νοι μέ­νουν ἔ­ξω, ἀ­πὸ κα­νέ­να ἄλ­λον, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­πὸ τὴ δι­κή τους πο­νη­ρί­α χά­νον­ται.

 

       α­10. «Ἐν τῷ κό­σμῳ ἦν;». Ὄ­χι ὅ­μως ὡς σύγ­χρο­νος τοῦ κό­σμου, πρὸς Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε πρό­σθε­σε, «καὶ ὁ κό­σμος δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το». Μὲ αὐ­τὸ σὲ ἀ­νυ­ψώ­νει πά­λι στὴν προ­αι­ώ­νια ὕ­παρ­ξη τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­κού­σει ὅ­τι αὐ­τὸ ἐ­δῶ τὸ σύμ­παν εἶ­ναι δι­κό του ἔρ­γο, ἀ­κό­μη καὶ ἂν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­ναί­σθη­τος, ἢ ἐ­χθρός, ἢ ἀν­τί­πα­λος τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, εἴ­τε τὸ θέ­λει, εἴ­τε ὄ­χι, θὰ ἀ­ναγ­κα­σθῆ νὰ ὁ­μο­λο­γή­ση ὅ­τι ὁ ποι­η­τὴς ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του.

      «Καὶ ὁ κό­σμος αὐ­τὸν οὐκ ἔ­γνω». Κό­σμον ὀ­νο­μά­ζει ἐ­δῶ τὸ πλῆ­θος τὸ δι­ε­φθαρ­μέ­νο καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νο στὰ γή­ϊ­να πράγ­μα­τα, τὸν ἀ­προ­βλη­μά­τι­στο καὶ τα­ρα­χώ­δη καὶ ἀ­νό­η­το λα­ό. Κα­θό­σον οἱ φί­λοι τοῦ Θε­οῦ καὶ θαυ­μα­σταὶ του ὅ­λοι τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐν­σάρ­κω­σή του.

       Καὶ πε­ρὶ μὲν τοῦ Πα­τριά­ρχου καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς λέ­γει, ὀ­νο­μα­τι­κῶς ὅ­τι «ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὁ πα­τέ­ρας σας γε­μᾶ­τος ἀ­γα­λλί­α­ση πο­θοῦ­σε νὰ ἰ­δῆ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς πα­ρου­σί­ας μου καὶ τὴν εἶ­δε, καὶ ἐ­χά­ρη­κε»[1]. Πε­ρὶ δὲ τοῦ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέγ­χον­τας τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, ἔ­λε­γε: «Πῶς λοι­πὸν ὁ Δαυ­ΐδ, ἐμ­πνευ­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τὸν ὀ­νο­μά­ζει Κύ­ριον καὶ λέ­γει: «εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὸν Κύ­ριό μου, κά­θη­σε στὰ δε­ξιά μου;»[2].

      Καὶ σὲ πολ­λὰ ση­μεῖ­α τοὺς ἀν­τι­κρού­ει, ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τας τὸν Μω­ϋ­σῆ. Πε­ρὶ δὲ τῶν ἄλ­λων Προ­φη­τῶν ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος, δι­ό­τι ὁ Πέ­τρος λέ­γει ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Προ­φῆ­τες ἀ­πὸ τὸν Σα­μου­ήλ, τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν καὶ προ­α­νήγ­γει­λαν ἀ­πὸ πο­λὺ ἐ­νω­ρὶς τὴν πα­ρου­σί­α του λέ­γον­τας, «καὶ ὅ­λοι οἱ Προ­φῆ­τες ἀ­πὸ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ ἔ­πει­τα ὅ­σοι ὡ­μί­λη­σαν προ­α­νήγ­γει­λαν τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ- τές»[3].

      Στὸν Ἰ­α­κὼβ δὲ καὶ τὸν πα­τέ­ρα του, ὅ­πως καὶ στὸν παπ­ποῦ του, ἐμ­φα­νί­σθη­κε καὶ συ­νω­μί­λη­σε μα­ζί του καὶ τοὺς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, ὅ­τι θὰ τοῦ δώ­ση πολ­λὰ καὶ με­γά­λα ἀ­γα­θά, τὰ ὁ­ποῖ­α καὶ πραγ­μα­το­ποί­η­σε.

      Ὥ­στε, μο­λο­νό­τι δὲν εἶ­δαν τὴν ἔν­σαρ­κο πα­ρου­σί­α του, ἐν τού­τοις ἐ­γνώ­ρι­ζαν ὅ­τι πρό­κει­ται νὰ γί­νη καὶ τὴν ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν καὶ ἐ­πί­στευ­αν σ᾿ αὐ­τὸν ἂν καὶ δὲν τὸν εἶ­χαν δεῖ ἐν­σαρ­κω­μέ­νον.

      Ὅ­ταν λοι­πὸν σᾶς κα­τη­γο­ροῦν οἱ ἐ­θνι­κοὶ, λέ­γον­τας τὰ ἑ­ξῆς: «τί ἔ­κα­νε ὅ­μως ὁ Χρι­στὸς τὸν προ­η­γού­με­νο χρό­νο, τό­τε πού δὲν ἐ­πώ­πτευ­ε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος; Καὶ για­τί τέ­λος πάν­των ἦλ­θε νὰ ἀ­να­λά­βη τὴν ὑ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας τώ­ρα τε­λευ­ταῖα, ἀ­φοῦ ἐ­πὶ τό­σον χρό­νον μᾶς εἶ­χε ἀ­με­λή­σει;». Θὰ ἀ­παν­τή­σου­με, ὅ­τι καὶ προ­η­γου­μέ­νως εὑ­ρί­σκε­το στὸν κό­σμο καὶ προ­νο­οῦ­σε γιὰ τὰ ἔρ­γα του καὶ ἦ­ταν γνω­στὸς σὲ ὅ­λους τούς ἀ­ξί­ους. Ἐ­ὰν ὅ­μως ἰ­σχυ­ρί­ζε­σθε ὅ­τι δὲν εἶ­χε γί­νει γνω­στός, ἐ­πει­δὴ τό­τε δὲν τὸν ἐ­γνώ­ρι­ζαν ὅ­λοι, πα­ρὰ μό­νον οἱ γεν­ναῖ­οι, ἐ­κεῖ­νοι καὶ ἐ­νά­ρε­τοι, μὲ τὴν ἴ­δια λο­γι­κὴ θὰ πρέ­πει νὰ ὁ­μο­λο­γή­σε­τε, ὅ­τι οὔ­τε τώ­ρα αὐ­τὸς προ­σκυ­νεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­φοῦ οὔ­τε καὶ τώ­ρα τὸν γνω­ρί­ζουν ὅ­λοι. Ὅ­πως λοι­πὸν τώ­ρα κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀμ­φι­σβη­τή­ση ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν γνω­ρί­ζουν ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῶν ποὺ τὸν ἀ­γνο­οῦν, ἔ­τσι οὔ­τε γιὰ τοὺς πα­λαι­οὺς χρό­νους πρέ­πει νὰ ἔ­χω­με ἀμ­φι­βο­λί­ες, δι­ό­τι σὲ πολ­λούς, ἢ μᾶλ­λον σὲ ὅ­λους τούς γεν­ναί­ους καὶ θαυ­μά­σιους ἐ­κεί­νους ἄν­δρες εἶ­χε γί­νει γνω­στός.

      Ἂν δὲ κά­ποι­ος εἰ­πῆ: καὶ γιὰ ποι­ὸν λό­γο τό­τε δὲν τὸν πρό­σε­χαν καὶ δὲν τὸν ἐ­λά­τρευ­αν ὅ­λοι, ἀλ­λὰ μό­νον οἱ δί­και­οι; Θὰ ἐ­ρω­τή­σω καὶ ἐ­γώ. Για­τί οὔ­τε καὶ τώ­ρα τὸν γνω­ρί­ζουν ὅ­λοι; Καὶ τί λέ­γω πε­ρὶ τοῦ Χρι­στοῦ; Για­τί καὶ τὸν Πα­τέ­ρα του, οὔ­τε τό­τε, οὔ­τε τώ­ρα τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὅ­λοι; Ἀλ­λὰ ἄλ­λοι μὲν ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι τὰ πάν­τα λει­τουρ­γοῦν αὐ­το­μά­τως, ἄλ­λοι δὲ ἀ­να­θέ­τουν τὴν πρό­νοι­α τοῦ παν­τὸς στὰ δαι­μό­νια; Ὑ­πάρ­χουν μά­λι­στα καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­να­πλά­θουν ἄλ­λον θε­ὸν ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὸν, ἐ­νῶ κά­ποι­οι ἀπ᾿ αὐ­τοὺς βλα­σφη­μοῦν ἀ­πο­δί­δον­τας τὴν δύ­να­μή του στὸν ἀν­τί­πα­λό του καὶ θε­ω­ροῦν τοὺς νό­μους του, ἔρ­γον κά­ποι­ου πο­νη­ροῦ δαί­μο­νος;

      Τί λοι­πόν; Ἕ­νε­κα τού­του θὰ ἰ­σχυ­ρι­σθοῦ­με, ὅ­τι αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι οὔ­τε Θε­ός, ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι λέ­γουν με­ρι­κοί, καὶ θὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με ὅ­τι εἶ­ναι πο­νη­ρός; Δι­ό­τι καὶ αὐ­τὸ ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοὶ ποὺ τοῦ τὸ ἀ­πο­δί­δουν. Μα­κριὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν πα­ρα­φρο­σύ­νη καὶ τὴν τε­λεί­α τρέλ­λα. Ἐ­πει­δή, ἂν πρό­κει­ται νὰ δι­α­τυ­πώ­νου­με τὰ δόγ­μα­τα ἀ­πὸ τὴν κρί­ση τῶν μαι­νο­μέ­νων, τί­πο­τε δὲ μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νὰ ἐκ­δη­λώ­σου­με καὶ μεῖς μα­νί­α φο­βε­ρή.

      Λέ­γον­τας δη­λα­δὴ, ὅ­τι «ὁ Κό­σμος δὲν τὸν ἐ­γνώ­ρι­σε», ἀ­νέ­φε­ρε μὲ μί­αν λέ­ξη καὶ τὴν αἰ­τί­α τῆς ἀ­γνοί­ας τους. Δι­ό­τι δὲν εἶ­πε γε­νι­κῶς, ὅ­τι κα­νεὶς δὲν τὸν ἐ­γνώ­ρι­σε, ἀλ­λ᾿ ὅ­τι «ὁ κό­σμος δὲν τὸν ἐ­γνώ­ρι­σε», δη­λα­δὴ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ εἶ­ναι μό­νο στὸν κό­σμο προ­ση­λω­μέ­νοι καὶ φρο­νοῦν τὰ τοῦ κό­σμου. Δι­ό­τι ἔ­τσι συ­νή­θι­ζε νὰ τοὺς ὀ­νο­μά­ζη ὁ Χρι­στός, ὅ­πως ὅ­ταν λέ­γη: «Πά­τερ Ἅ­γιε­, καὶ ὁ κό­σμος σὲ οὐ ἔ­γνω»[4]. Ἑ­πο­μέ­νως ὄ­χι μό­νον αὐ­τόν, ἀλ­λὰ καὶ τὸν Πα­τέ­ρα του ἀ­γνό­η­σε ὁ κό­σμος, ὅ­πως ἔ­λε­γα.  

Δι­ό­τι τί­πο­τε δὲν θο­λώ­νει τό­σο τὴν δι­ά­νοι­α, ὅ­σο ἡ προ­σκόλ­λη­ση στὰ πα­ρόν­τα.

      Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πὸν αὐ­τά, ἀ­πο­σπά­σα­τε τοὺς ἑ­αυ­τούς σας ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ ἀ­πο­κό­ψε­τέ τους ἀ­πὸ τὰ σαρ­κι­κὰ πράγ­μα­τα, ὅ­σο εἶ­ναι δυ­να­τόν. Δι­ό­τι ἡ ζη­μιὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἀ­φο­ρᾶ σὲ τυ­χαῖ­α πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ στὰ κε­φα­λαι­ώ­δη ἀ­γα­θά. Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἄν­θρω­πος ποὺ ἐ­πι­μέ­νει στὰ πράγ­μα­τα τοῦ πα­ρόν­τος βί­ου νὰ ἐ­πι­τύ­χη τὰ γνή­σια ἀ­γα­θὰ τῶν οὐ­ρα­νῶν. Κατ᾿  ἀ­νάγ­κην δὲ αὐ­τὸς ποὺ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ αὐ­τὰ, θὰ ἐκ­πέ­ση ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να. Δι­ό­τι «οὐ δύ­να­σθε», λέ­γει, «Θε­ῷ δου­λεύ­ειν καὶ μα­μω­νᾶ»[5].

      Κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κη θὰ ἀ­φο­σι­ω­θῆ­τε στὸν ἕ­να καὶ θὰ μι­σή­σε­τε τὸν ἄλ­λον.

      Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τὸ φω­νά­ζει καὶ ἡ ἴ­δια ἡ πεί­ρα τῶν πραγ­μά­των. Ὅ­σοι λοι­πὸν πε­ρι­γε­λοῦν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν χρη­μά­των αὐ­τοὶ κυ­ρί­ως εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὸν Θε­ὸ ὅ­πως πρέ­πει, ὅ­πως, ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι θαυ­μά­ζουν τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῶν χρη­μά­των αὐ­τοὶ εἶ­ναι πρὸ πάν­των ποὺ ἔ­χουν μει­ω­μέ­νη τὴν ἀ­γά­πη πρὸς αὐ­τόν. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἡ ψυ­χὴ κυ­ρι­ευ­θῆ μί­α φο­ρὰ ἀ­πὸ τὴν φι­λο­χρη­μα­τί­α, δὲν πα­ραι­τεῖ­ται εὔ­κο­λα ἀ­πὸ τοῦ νὰ κά­μη καὶ νὰ εἰ­πῆ κά­τι ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ ἐ­ξορ­γί­ζουν τὸν Θε­ό, ἐ­πει­δή, γί­νε­ται δού­λη καὶ ἄλ­λου δε­σπό­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­τάσ­σει τὰ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

      Συ­νέλ­θε­τε λοι­πὸν καὶ ἀ­φυ­πνι­σθῆ­τε καὶ ἀ­φοῦ κα­τα­νο­ή­σου­με τί­νος δοῦ­λοι εἴ­μα­στε, ἂς ἀ­γα­πή­σου­με τὴν Βα­σι­λεί­α αὐ­τοῦ μό­νον.

      Ἂς κλαύ­σου­με, ἂς θρη­νή­σου­με γιὰ τοὺς προ­η­γου­μέ­νως χρό­νους κα­τὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­δου­λεύ­σα­με στὸν μα­μω­νᾶ. Ἂς ἀ­πορ­ρί­ψου­με ἅ­παξ διὰ παν­τὸς τὸν ζυ­γό του, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἀ­σή­κω­τος καὶ βα­ρύς, καὶ ἂς ἐ­πι­μέ­νου­με νὰ φέ­ρου­με τὸν ζυ­γό τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἐ­λα­φρὸς καὶ δὲν μᾶς ἐ­πι­βάλλ­ει τί­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ μᾶς ἐ­πι­βάλ­λει ὁ μα­μωνάς. Δι­ό­τι αὐ­τὸς μὲν μᾶς δι­α­τάσ­σει νὰ γί­νου­με μὲ ὅ­λους ἐ­χθροί, ἐ­νῶ ὁ Χρι­στὸς τὸ ἀν­τί­θε­το, μᾶς πα­ραγ­γέ­λει νὰ ἀ­γα­ποῦ­με καὶ νὰ εἴ­μα­στε φί­λοι μὲ ὅ­λους.  

      Ἐ­κεί­νους, ἀ­φοῦ μᾶς προ­σκολ­λή­ση στὸν πη­λό. Καὶ στὰ τοῦ­βλα, (δι­ό­τι τέ­τοι­ος εἶ­ναι ὁ χρυ­σὸς), δὲν μᾶς ἀ­φή­νει οὔ­τε τὴν νύ­κτα νὰ ἀ­να­πνεύ­σου­με λί­γο. Αὐ­τὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν μὲν τὴν πε­ριτ­τὴ καὶ ἀ­νό­η­τη φρον­τί­δα μᾶς ἀ­παλ­λάσ­σει, μᾶς πα­ραγ­γέλ­λει δὲ νὰ συγ­κεν­τρώ­σου­με θη­σαυ­ροὺς στοὺς οὐ­ρα­νούς, ὄ­χι ἀ­πὸ ἀ­δι­κί­α πρὸς τοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἰ­δι­κὴ μας δι­και­ο­σύ­νη. Ἐ­κεῖ­νος ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς ἱ­δρῶ­τες καὶ τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες, ὄ­χι μό­νον δὲν ἠμ­πο­ρεῖ νὰ μᾶς συμ­πα­ρα­στα­θῆ ὅ­ταν θὰ κο­λα­ζώ­μα­στε ἐ­κεῖ καὶ θὰ ὑ­πο­φέ­ρου­με ἐξ αἰ­τί­ας τῶν νό­μων του, ἀλ­λὰ καὶ θὰ ἐ­παυ­ξά­νη τὴν φλό­γα. Αὐ­τὸς ὅ­μως καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη μᾶς ἐ­πι­βάλ­λη νὰ δώ­σου­με ἕ­να πο­τή­ρι μὲ κρύο­ νε­ρό, οὔ­τε αὐ­τοῦ τὴν ἀν­τι­μι­σθί­α καὶ τὴν ἀν­τα­μοι­βὴ μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ χά­σου­με, ἀλ­λὰ μᾶς τὴν ἀν­τα­πο­δί­δει μὲ με­γά­λη ἀ­φθο­νί­α.

      Πῶς λοι­πὸν δὲν εἶ­ναι δεῖγ­μα ἐ­σχά­της τρέλ­λας, νὰ πα­ρα­με­λοῦ­με αὐ­τὴν τὴ δε­σπο­τεί­α τὴν τό­σον κα­τα­δε­κτι­κή, καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ τό­σα ἀ­γα­θά, καὶ νὰ γι­νώ­μα­στε δοῦ­λοι ἀ­χα­ρί­στου καὶ ἀ­γνώ­μο­νος τυ­ράν­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος οὔ­τε ἐ­δῶ, οὔ­τε ἐ­κεῖ ἠμ­πο­ρεῖ νὰ ὠ­φε­λή­ση αὐ­τοὺς ποὺ πεί­θον­ται καὶ προ­σέ­χουν σ᾿  αὐ­τόν; Καὶ δὲν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τὸ τὸ φο­βε­ρό, οὔ­τε αὐ­τὴ μό­νο ἡ ζη­μιά, ὅ­τι δη­λα­δὴ δὲν μᾶς ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­ταν κο­λα­ζώ­μα­στε, ἀλ­λὰ ὅ­τι μα­ζὶ μὲ αὐ­τὸ πε­ρι­βάλ­λει μὲ μύ­ρια κα­κά, ὅ­πως εἶ­πα ἤ­δη, ὅ­σους πεί­θον­ται σ᾿ αὐ­τόν. Δι­ό­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ θὰ κο­λά­ζων­ται ἐ­κεῖ, βλέ­πει κα­νεὶς ὅ­τι κο­λά­ζον­ται ἀ­πὸ αὐ­τή, τὴν αἰ­τί­α, ὅ­τι ἔ­γι­ναν δοῦ­λοι τοῦ χρή­μα­τος καὶ  ἀ­γά­πη­σαν τὸν χρυ­σὸ καὶ δὲν ἠμ­πό­ρε­σαν νὰ ἐ­παρ­κέ­σουν στὶς ἀ­νάγ­κες τους.

      Γιὰ νὰ μὴ πά­θου­με καὶ ἐ­μεῖς αὐ­τά, ἂς σκορ­πί­σου­με, ἂς δώ­σου­με στοὺς πτω­χούς, ἂς ἀ­παλ­λά­ξου­με τὴν ψυ­χή, καὶ ἀ­πὸ τὶς ἐ­δῶ βλα­βε­ρὲς φρον­τί­δες καὶ ἀ­πὸ τὴν τι­μω­ρί­α ἡ ὁ­ποί­α τὴν πε­ρι­μέ­νει ἐ­κεῖ ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῶν. Ἂς ἀ­πο­θέ­σου­με στοὺς οὐ­ρα­νοὺς δι­και­ο­σύ­νη, ἀν­τὶ χρη­μά­των στὴν γῆ ἂς συγ­κεν­τρώ­σου­με θη­σαυ­ροὺς ἀ­πόρ­θη­τους, θη­σαυ­ροὺς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἠμ­πο­ροῦν νὰ ἀ­πο­δη­μή­σουν μα­ζί μας στὸν οὐ­ρα­νό, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἠμ­πο­ροῦν νὰ μᾶς συμ­πα­ρα­στα­θοῦν ὅ­ταν κιν­δυ­νεύ­ου­με καὶ νὰ κά­νουν τό­τε τὸν Κρι­τὴ ἐ­πι­ει­κῆ. Αὐ­τὸν εἴ­θε ὅ­λοι μας νὰ τὸν ἔ­χου­με εὐ­με­νῆ καὶ τώ­ρα καὶ κα­τ᾿ ἐ­κεί­νην τὴν ἡ­μέ­ρα.

      Καὶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με μὲ πο­λὺ θάρ­ρος τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ εἶ­ναι ἑ­τοι­μα­σμέ­να στοὺς οὐ­ρα­νοὺς γιὰ ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν ἀ­γα­ποῦν ὅ­πως πρέ­πει, μὲ τὴν Χά­ριν καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, «με­θ᾿ οὐ τῷ Πα­τρὶ ἡ δό­ξα ἅ­μα τῷ ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, νῦν καὶ ἀ­εί, καὶ εἰς τοὺς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων». Ἀ­μήν.

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

 

       Εἶ­πε, ὅ­τι «ὁ κό­σμος δὲν τὸν ἐ­γνώ­ρι­σε», μι­λών­τας πε­ρὶ τῶν πα­λαι­ῶν χρό­νων. Με­τα­φέ­ρει τώ­ρα τὸν λό­γο στοὺς χρό­νους τοῦ κη­ρύγ­μα­τος καὶ λέ­γει, «εἰς τὰ ἴ­δια, (τὰ ἰ­δι­κὰ του), ἦλ­θε καὶ οἱ ἴ­διοι αὐ­τὸν οὐ πα­ρέ­λα­βον, (δὲν τὸν ἐ­δέ­χθη­σαν)». Ἰ­δι­κοὺς του ἐ­δῶ ἐν­νο­εῖ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ὡς λα­ὸν πε­ρι­ού­σιο, ἢ καὶ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, ἀ­φοῦ ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἐ­πλά­σθη­καν.  

      Καὶ ὅ­πως πα­ρα­πά­νω, ἀ­πο­ρών­τας γιὰ τὴν μυ­ρί­α τῶν πολ­λῶν ἐν­τρε­πό­με­νος γιὰ τὴν κοι­νή μας φύ­ση, ἔ­λε­γε ὅ­τι ὁ κό­σμος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε δι᾿ αὐ­τοῦ, δὲν ἐ­γνώ­ρι­σε τὸν Δη­μι­ουρ­γό, ἔ­τσι καὶ ἐ­δῶ πά­λι, δυ­σα­να­σχε­τών­τας γιὰ τὴν ἀ­γνω­μο­σύ­νη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καὶ πολ­λῶν ἄλ­λων θέ­τει πιὸ κτυ­πη­τά τὴν κα­τη­γο­ρί­α, λέ­γον­τας, ὅ­τι «οἱ ἰ­δι­κοί του δὲν τὸν ἐ­δέ­χθη­σαν» καὶ γιαυ­τὸ, ἐ­νῶ ἦλ­θε ὁ ἴ­διος πρὸς αὐ­τούς.

Καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τός, ἀλ­λὰ καὶ οἱ Προ­φῆ­τες ἀ­πο­ρών­τας ἔ­λε­γαν τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς.

      Ἐ­πί­σης καὶ ὁ Παῦ­λος ἀρ­γό­τε­ρα, ἐκ­πλητ­τό­με­νος γιὰ τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τό. Καὶ οἱ μὲν Προ­φῆ­τες ἐ­φώ­να­ζαν ὡς ἑ­ξῆς, μι­λών­τας ἐκ μέ­ρους τοῦ Χρι­στοῦ. «Λα­ός, ὅν οὐκ ἔ­γνων ἐ­δού­λευ­σέ μοι, εἰς ἀ­κο­ὴν ὠ­τί­ου ὑ­πή­κου­σέ μου υἱ­οὶ ἀλ­λό­τριοι ἐ­ψεύ­σαν­τό με, υἱ­οὶ ἀλ­λό­τριοι ἐ­πα­λαι­ώ­θη­σαν, καὶ ἐ­χώ­λα­ναν ἀ­πὸ τῶν τρί­βων αὐ­τῶν»[6]. Καὶ πά­λι, «οἷς οὐκ ἀ­νηγ­γέ­λη πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὄ­ψον­ται καὶ οἱ οὐκ ἀ­κη­κό­α­σι, συ­νή­σου­σι»[7] καὶ «εὑ­ρέ­θην τοῖς ἐ­μὲ μὴ ζη­τοῦ­σιν ἐμ­φα­νὴς ἐ­γε­νό­μην τοῖς ἐ­μὲ μὴ ἐ­πε­ρω­τῶ­σι»[8].

      Ὁ Παῦ­λος δὲ, γρά­φον­τας πρὸς τοὺς Ρω­μαί­ους ἔ­λε­γε, «τί οὖν; Ὁ ἐ­πε­ζή­τει Ἰσ­ρα­ήλ, τοῦ­το οὐκ ἐ­πέ­τυ­χεν ἡ δὲ ἐ­κλο­γὴ ἐ­πέ­τυ­χε»[9]. Καὶ πά­λι, «τί οὖν ἐ­ροῦ­μεν; Ὅ­τι ἔ­θη, τὰ μὴ δι­ώ­κον­ται δι­και­ο­σύ­νην, κα­τέ­λα­βε δι­και­ο­σύ­νην Ἰσ­ρα­ὴλ δέ, δι­ώ­κων νό­μων δι­και­ο­σύ­νης, εἰς νό­μον δι­και­ο­σύ­νης οὐκ ἔ­φθα­σε»[10]. Καὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιο, πῶς ἐ­κεῖ­νοι μὲν ποὺ ἀ­νε­τρά­φη­σαν μὲ τὰ προ­φη­τι­κὰ βι­βλί­α καὶ ἄ­κου­γαν κα­θη­με­ρι­νῶς τὸν Μω­ϋ­σέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει μύ­ρια πράγ­μα­τα πε­ρὶ τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα Προ­φῆ­τες, καὶ ἐ­πὶ πλέ­ον ἔ­βλε­παν τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κα­νε πρὸς χά­ριν τους θαύ­μα­τα καὶ μι­λοῦ­σε μό­νο πρὸς αὐ­τούς, καὶ δὲν ἐ­πέ­τρε­πε οὔ­τε στοὺς μα­θη­τάς του νὰ πο­ρευ­θοῦν «εἰς ὁ­δὸν ἐ­θνι­κῶν ἢ νὰ εἰ­σέλ­θουν εἰς πό­λιν Σα­μα­ρει­τῶν», πράγ­μα ποὺ οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἔ­κα­νε, ἀλ­λ᾿ ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νε μὲ ἐ­πί­τα­ση, ὅ­τι ἔ­χει ἀ­πο­στα­λεῖ «εἰς τὰ ἀ­πο­λω­λό­τα πρό­βα­τα τοῦ οἴ­κου Ἰσ­ρα­ήλ», καὶ ὅ­μως αὐ­τοὶ ποὺ καὶ τὰ θαύ­μα­τα ἀ­πε­λάμ­βα­ναν καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες ἄ­κου­γαν, κα­θη­με­ρι­νῶς καὶ εἶ­χαν καὶ τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στὸ ποὺ τοὺς ὑ­πεν­θύ­μι­ζε συ­νε­χῶς αὐ­τούς, τό­σο πο­λὺ ἐ­τύ­φλω­σαν τοὺς ἑ­αυ­τοὺς των καὶ τοὺς ἐ­κού­φα­ναν, ὥ­στε κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς νὰ μὴν ἠμ­πο­ρέ­ση νὰ ὁ­δη­γη­θῆ στὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ.

      Οἱ ἐξ ἐ­θνῶν ἀν­τι­θέ­τως, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν ἀ­πή­λαυ­σαν τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τά, οὔ­τε ἄ­κου­σαν πο­τὲ Θεί­α λό­για, οὔ­τε στὸν ὕ­πνο τους, ἀλ­λὰ ἀ­νε­τρέ­φον­το πάν­το­τε μὲ τοὺς μύ­θους τῶν πα­ρα­φρό­νων, (δι­ό­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ φι­λο­σο­φί­α τῶν ἐ­θνι­κῶν), καὶ ἀ­νε­γί­νω­σκαν τὶς φλυ­α­ρί­ες τῶν ποι­η­τῶν καὶ ἦ­σαν προ­ση­λω­μέ­νοι σὲ ξύ­λα καὶ λί­θους καὶ δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζαν τί­πο­τε τὸ ἀ­γα­θὸ ποὺ νὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ κά­ποι­α δόγ­μα­τα ἢ ἀ­πὸ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ, (δι­ό­τι ὁ βί­ος τους ἦ­ταν πιὸ ἀ­κά­θαρ­τος καὶ βδε­λυ­ρὸς ἀ­πὸ τὰ δι­δάγ­μα­τά τους.

      Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶ­ναι, βλέ­πον­τας τοὺς θε­οὺς των νὰ χαί­ρουν γιὰ κά­θε κα­κί­α καὶ νὰ λα­τρεύ­ων­ται μὲ αἰ­σχρὰ λό­για καὶ ἀ­κό­μη πιὸ αἰ­σχρὰ ἔρ­γα, καὶ αὐ­τὸ νὰ τὸ θε­ω­ροῦν τι­μὴ καὶ ἑ­ορ­τή, καὶ ἀ­κό­μη νὰ τι­μῶν­ται μὲ ἀ­κά­θαρ­τους φό­νους καὶ παι­δο­κτο­νί­ας, φυ­σι­κὸ ἦ­ταν νὰ δεί­χνουν καὶ αὐ­τοὶ ζῆ­λο πρὸς αὐ­τά). Ἀλ­λὰ ὅ­μως ἂν καὶ εἶ­χαν φθά­σει στὸν πυθ­μέ­να τῆς κα­κί­ας, ξαφ­νι­κά, ὡ­σὰν ἀ­πὸ μη­χα­νῆς, ἐ­φά­νη­καν νὰ ἀ­στρά­πτουν ἀ­πὸ ἐ­πά­νω μας, ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν κο­ρυ­φὴ τῶν οὐ­ρα­νῶν.

      Πῶς λοι­πὸν ἔ­γι­νε αὐ­τὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ;

 Ἄ­κου­σε τὸν Παῦ­λο ποὺ τὸ λέ­γει. Δι­ό­τι ὁ μα­κά­ριος ἐ­κεῖ­νος ἀ­να­ζη­τών­τας αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς, δὲν ἔ­παυ­σε μέ­χρις ὅ­του εὑρῆ­κε τὴν αἰ­τί­α καὶ τὴν ἐ­φα­νέ­ρω­σε σὲ ὅ­λους τούς ἄλ­λους. Ποι­ὰ λοι­πὸν εἶ­ναι αὐ­τὴ, καὶ ἀ­πὸ ποῦ ἡ τό­σο με­γά­λη τύ­φλω­ση αὐ­τῶν; Ἄ­κου­σε αὐ­τὸν, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­νε­πι­στεύ­θη τὸ μυ­στή­ριο τῆς Θείας Οἰ­κο­νο­μί­ας, νὰ τὰ λέ­γη αὐ­τά.  

      Τί λέ­γει λοι­πὸν αὐ­τός, ἀ­παν­τών­τας σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­πο­ρί­α ὅ­λων; «Ἀ­γνο­οῦν­τες», λέ­γει, «τὴν τοῦ Θε­οῦ δι­και­ο­σύ­νη, καὶ ζη­τοῦν­τες τὴν ἰ­δί­αν δι­και­ο­σύ­νην στῆ­σαι τὴ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ οὔχ ὑ­πε­τά­γη­σαν»[11] γι᾿ αὐ­τὸ τὰ ἔ­πα­θαν αὐ­τά.

     Καὶ πά­λι, ἐ­ξη­γών­τας τὸ ἴ­διο μὲ ἄλ­λο τρό­πο, λέ­γει, «τί οὖν ἐ­ροῦ­μεν;», «ὅ­τι ἔ­θη τὰ μὴ δι­ώ­κον­τα δι­και­ο­σύ­νην, κα­τέ­λα­βε δι­και­ο­σύ­νη, δι­και­ο­σύ­νη δὲ τὴν ἐκ πί­στε­ως Ἰσ­ρα­ὴλ δέ, δι­ώ­κων νό­μον, δι­και­ο­σύ­νης εἰς νό­μον δι­και­ο­σύ­νης οὐκ ἔ­φθα­σεν». Για­τί ἄ­ρα­γε; «Ὅ­τι οὐκ ἐκ πί­στε­ως προ­σέ­κο­ψαν γὰρ τῷ λί­θῳ τοῦ προ­σκόμ­μα­τος»[12].

     Ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­ποῖ­ον θέ­λει νὰ εἰ­πῆ εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς: αἰ­τί­α τῶν κα­κῶν ἔ­γι­νε σ᾿  αὐ­τοὺς ἡ ἀ­πι­στί­α, αὐ­τὴν δὲ τὴν ἐ­γέν­νη­σε ἡ ἀ­νο­η­σί­α. Δι­ό­τι, ἐ­πει­δὴ πρὶν ἀ­πὸ αὐ­τὸ πλε­ο­νε­κτοῦ­σαν ἔ­ναν­τι τῶν Ἑλ­λή­νων, ὡς πρὸς τὸ ὅ­τι εἶ­χαν λά­βει τὸν νό­μο καὶ εἶ­χαν ἰ­δεῖ τὸν Θε­όν, καὶ ἄλ­λα ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ὁ Παῦ­λος, με­τὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν εἶ­δαν νὰ κα­λοῦν­ται μὲ τὴν πί­στη ἐξ ἴ­σου καὶ ἐ­κεῖ­νοι καὶ αὐ­τοί, χω­ρὶς νὰ πλε­ο­νε­κτῆ ὁ ἐκ πε­ρι­το­μῆς ἀ­πὸ τὸν ἐ­θνι­κὸ με­τὰ τὴν πί­στη, ἐ­πλη­γώ­θη­καν καὶ ἔ­φθα­σαν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νο­η­σί­α τους σὲ φθό­νο, καὶ δὲν ἀ­νέ­χθη­καν τὴν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη, καὶ πά­ρα πο­λὺ με­γά­λην φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Δε­σπό­του. Αὐ­τὸ δὲ τοὺς συ­νέ­βη ὄ­χι ἀ­πὸ που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ἀ­λα­ζο­νεί­α. Καὶ πο­νη­ρί­α καὶ μι­σαν­θρω­πί­α.

      Κα­τὰ τί ἄ­ρα­γε, θὰ ἐ­βλά­πτε­σθε ὢ! σεῖς οἱ ἀ­νο­η­τό­τε­ροι ὅ­λων, ἀ­πὸ τὴν κη­δε­μο­νί­α πού θὰ ἐ­πε­δει­κνύ­ε­το πρὸς ἄλ­λους; Πῶς θὰ ἐ­λι­γό­στευ­αν τὰ δι­κά σας ἀ­γα­θὰ μὲ τὸ νὰ ἔ­χε­τε συμ­με­τό­χους καὶ ἄλ­λους σ᾿ αὐ­τά; Ἀλ­λὰ πράγ­μα­τι ἡ πο­νη­ρί­α εἶ­ναι τυ­φλὴ καὶ δὲν ἠμ­πο­ρεῖ ν᾿ ἀν­τι­λη­φθῆ γρή­γο­ρα τί­πο­τε ἀ­πὸ ὅ­σα πρέ­πει. Ἀ­φοῦ ἐ­πλη­γώ­θη­καν ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το νὰ ἔ­χουν καὶ ἄλ­λους με­τό­χους τῆς ἰ­δί­ας παρ­ρη­σί­ας, ἔ­σπρω­ξαν τὸ ξί­φος ἐ­ναν­τί­ον τους, ἀ­πο­ξε­νώ­νον­τας τοὺς ἑ­αυ­τοὺς των ἀ­πὸ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Καὶ πο­λὺ φυ­σι­κά. Δι­ό­τι λέ­γει, «ἑ­ταῖ­ρε ἀ­δι­κῶ σέ θέ­λω δὲ καὶ τού­τοις δοῦ­ναι, ὥ­σπερ καὶ σο­ί»[13]. Ἀλ­λ᾿ αὐ­τοὶ, δέν εἶ­ναι ἄ­ξιοι οὔ­τε αὐ­τῶν τῶν λό­γων. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος καὶ ἂν ἐ­ξέ­φρα­σε τὴν δυ­σφο­ρί­α του, εἶ­χε ἐ­πι­τέ­λους νὰ ἐ­πι­δεί­ξη τοὺς κό­πους μί­ας ὁ­λο­κλή­ρου ἡ­μέ­ρας καὶ τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες καὶ τὴν ζέ­στη, καὶ τοὺς ἱ­δρῶ­τες.

      Αὐ­τοὶ ὅ­μως τί θὰ εἶ­χαν νὰ εἰ­ποῦν; Τί­πο­τε τέ­τοι­ο, ἀλ­λὰ ρα­θυ­μί­α καὶ ἀ­σω­τί­α καὶ τὰ ἄ­πει­ρα κα­κά, γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α τοὺς ἐ­κα­τη­γο­ροῦ­σαν δια­ρκῶς ὅ­λοι οἱ Προ­φῆ­τες καὶ ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ὁ­ποί­ων καὶ αὐ­τοὶ προ­σέ­κρου­σαν στὸν Θε­ὸ, ὅ­πως καὶ οἱ ἐ­θνι­κοὶ.

      Καὶ αὐ­τὸ ὁ Παῦ­λος τὸ ἐ­δή­λω­σε ὅ­ταν ἔ­λε­γε, «οὐ γὰρ ἐστί δι­α­στο­λὴ Ἰ­ου­δαῖ­ο τε καὶ ἕλ­λη­νος πάν­τες γὰρ ἥ­μαρ­τον, καὶ ὑ­στε­ροῦν­ται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, δι­και­ού­με­νοι, δω­ρε­ὰν τῇ αὐ­τοῦ χά­ρι­τι»[14]. Καὶ αὐ­τὸ μὲν τὸ Κε­φά­λαι­ο πο­λὺ σω­στὰ καὶ συ­νε­τά τούς γυ­μνά­ζει σύμ­φω­να μὲ τὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πι­στο­λῆς ἐ­κεί­νης. Πιὸ ἐ­πά­νω δὲ, δεί­χνει ὅ­τι εἶ­ναι ἄ­ξιοι με­γα­λύ­τε­ρης τι­μω­ρί­ας. «Ὅ­σοι γὰρ ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται»[15].

      Δη­λα­δή, εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρο μα­ζὶ μὲ τὴν φύ­ση νὰ ἔ­χουν κα­τή­γο­ρο καὶ τὸν νό­μο. Καὶ ὄ­χι ἕ­νε­κα αὐ­τοῦ μό­νο, ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι ἔ­γι­ναν ἀ­φορ­μὴ νὰ βλα­σφη­μῆ­ται τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ἀ­πὸ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς «ὄ­νο­μά μου», λέ­γει, «βλα­σφη­μεῖ­ται ἐξ αἰ­τί­ας σας εἰς τὰ ἔ­θνη»[16].

      Πρό­σε­ξε δὲ, «εἰς τὰ ἴ­δια ἦλ­θεν», ὄ­χι ἀ­πὸ ἰ­δι­κὴ του ἀ­νάγ­κη, (ἀ­φοῦ ὅ­πως εἶ­πα, ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­νεν­δε­ὴς), ἀλ­λὰ γιὰ νὰ εὐ­ερ­γε­τή­ση τοὺς ἰ­δι­κούς του. Οὔ­τε στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ ὅ­μως οἱ ἰ­δι­κοὶ του τὸν ἐ­δέ­χθη­καν, μο­λο­νό­τι εἶ­χεν ἔλ­θει «εἰς τὰ ἴ­δια» χά­ριν τοῦ ἰ­δι­κοῦ των συμ­φέ­ρον­τος, ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἀ­πέ­κρου­σαν. Καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τό, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ τὸν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν ἀμ­πε­λῶνα τὸν ἐ­φό­νευ­σαν[17].

      Καὶ οὔ­τε γιὰ τὴν δι­α­γω­γὴ τους αὐ­τὴν τοὺς ἀ­πέ­κλει­σε ἀ­πὸ τὴν με­τά­νοι­α, ἀλ­λὰ τοὺς ἔ­δω­σε τὴν εὐ­και­ρί­α ἐ­ὰν θέ­λουν, με­τὰ ἀ­πὸ τὴν τό­σο με­γά­λη πα­ρα­νο­μί­α, νὰ ἀ­πο­πλύ­νουν ὅ­λα τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους μὲ τὴν πί­στη σ᾿ αὐ­τὸν καὶ νὰ γί­νουν ἴ­σοι μὲ ἐ­κεί­νους ποὺ δὲν εἶ­χαν κά­νει τί­πο­τε τέ­τοι­ο καὶ ἦσαν κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν φί­λοι του.

      Ἀ­πὸ ποῦ ὅ­μως ἦλ­θε αὐ­τὸς ποὺ πλη­ροῖ τὰ πάν­τα καὶ εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών; Ποι­ὸν τό­πον τῆς πα­ρου­σί­ας του ἄ­φη­σε κε­νὸ ἐρ­χό­με­νος αὐ­τὸς ποὺ στὸ χέ­ρι του πε­ρι­έ­χει καὶ συγ­κρα­τεῖ τὰ πάν­τα; Τό­πο μὲν δὲν ἄλ­λα­ξε κα­νέ­να, (πῶς ἄλ­λω­στε θὰ ἦ­ταν τοῦ­το δυ­να­τὸν). Τὸ ἔ­κα­νε ὅ­μως μὲ τὴν συγ­κα­τά­βα­σή τους πρὸς ἐ­μᾶς. Πράγ­μα­τι ἐ­πει­δή, ἂν καὶ εὑρί­σκε­το στὸν κό­σμο, δὲν ἐ­φαί­νε­το νὰ εἶ­ναι πα­ρών, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶ­ναι ἀ­κό­μη γνω­στός, ἔ­πει­τα ὅ­μως ἐ­φα­νέ­ρω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του, κα­τα­ξι­ώ­νον­τας τὴν ἰ­δι­κὴ μας σάρ­κα μὲ τὸ νὰ τὴν φο­ρέ­ση, τὴν φα­νέ­ρω­ση αὐ­τὴ καὶ συγ­κα­τά­βα­ση τὴν ὀ­νο­μά­ζει πα­ρου­σί­α.

 

      Ἀ­ξί­ζει νὰ θαυ­μά­σου­με τὸν μα­θη­τὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν ἐν­τρέ­πε­ται γιὰ τὴν ἀ­τι­μί­α τοῦ δι­δα­σκά­λου[18], ἀλ­λὰ ἀ­να­γρά­φει τὴν τα­πεί­νω­ση ποὺ ἔ­γι­νε σ᾿ αὐ­τὸν μὲ θάρ­ρος.

      Καὶ αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι μι­κρὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας του. Ἄλ­λω­στε ἐ­κεῖ­νος ποὺ ὑ­βρί­ζε­ται πρέ­πει νὰ ἐν­τρέ­πε­ται γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν ὑβρί­ζουν καὶ ὄ­χι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, ποὺ ἀ­δι­κή­θη­κε. Δι­ό­τι αὐ­τὸς μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ δι­έ­πρε­ψε καὶ δι­έ­λαμ­ψε ἀ­φοῦ καὶ με­τὰ τὴν τα­πεί­νω­ση, τό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρον ἔ­δει­ξε ὑ­πὲρ ἐ­κεί­νων ποὺ τὸν ὕ­βρι­σαν. Ἐ­κεῖ­νοι δὲ ἀ­πο­δεί­χθη­καν ἀ­γνώ­μο­νες καὶ ἀ­κά­θαρ­τοι σὲ ὅ­λους, ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ­νον ποὺ ἦλ­θε νὰ τοὺς φέ­ρει τό­σα ἀ­γα­θὰ τὸν ἀ­πώ­θη­σαν ὡς ἐ­χθρὸ καὶ ἀν­τί­πα­λο.

     «Αὐ­τὴ δὲ ἐστίν ἡ κρί­σις, ὅ­τι ἦλ­θε τὸ φῶς εἰς τὸν κό­σμον, καὶ ἠ­γά­πη­σεν οἱ ἄν­θρω­ποι μᾶλ­λον τὸ σκό­τος ἢ τὸ φῶς»[19]. Αὐ­τὸ ποὺ λέ­γει, ση­μαί­νει τὸ ἑ­ξῆς πε­ρί­που: γι᾿ αὐ­τὸ τι­μω­ροῦν­ται, δι­ό­τι δὲν ἠ­θέ­λη­σαν ν᾿ ἀ­φή­σουν τὸ σκό­τος καὶ νὰ τρέ­ξουν πρὸς τὸ φῶς.

      Μὲ αὐ­τὰ λοι­πὸν τὰ λό­για τούς στε­ρεῖ καὶ ἀ­πὸ κά­θε ἀ­πο­λο­γί­α. Δι­ό­τι, λέ­γει, ἂν εἶ­χα ἔλ­θει γιὰ νὰ τούς τι­μω­ρή­σω καὶ νὰ ζη­τή­σω εὐ­θύ­νες τῶν πρά­ξε­ών τους, ἠμ­πο­ροῦ­σαν νὰ ἰ­σχυ­ρι­σθοῦν: γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­πο­μα­κρυν­θή­κα­με, τώ­ρα ὅ­μως ἔ­χω ἔλ­θει γιὰ νὰ τοὺς ἀ­παλ­λά­ξω ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι καὶ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὸ φῶς. Καὶ ποι­ὸς λοι­πὸν θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ λυ­πη­θῆ ἐ­κεῖ­νον, πού δὲν θέ­λει νὰ με­τα­βῆ ἀ­πὸ τὸ σκό­τος στὸ φῶς;

      Δι­ό­τι, ἐ­νῶ δὲν ἠμ­πο­ροῦν νὰ μᾶς κα­τη­γο­ρή­σουν σὲ τί­πο­τε, λέ­γει, ἀλ­λ᾿ ἀν­τι­θέ­τως ἔ­χουν μυ­ριά­κις εὐ­ερ­γε­τη­θῆ, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Τὴν ἴ­δια κα­τη­γο­ρί­α ἀ­πευ­θύ­νον­τας κατ᾿ αὐ­τῶν σ᾿ ἄλ­λα μέ­ρη, λέ­γει: «ἐ­μί­ση­σάν με δω­ρε­άν»[20].

      Καὶ πά­λι, «εἰ­ μὴ ἦλ­θον καὶ ἐ­λά­λη­σα αὐ­τοῖς, ἁ­μαρ­τί­αν οὐκ εἶ­χον»[21]. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ κά­θε­ται στὸ σκό­τος, ἐ­πει­δὴ δὲν ἔ­χει φῶς, ἠμ­πο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρη­θῆ. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ποὺ με­τὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ φω­τὸς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ κά­θε­ται στὸ σκό­τος, φέ­ρει μα­ζί του τὴν ἀ­πό­δει­ξη, ὅ­τι εἶ­ναι δι­ε­στραμ­μέ­νος, καὶ ἰ­σχυ­ρο­γνώ­μων.

      Ἔ­πει­τα, ἐ­πει­δή, φαι­νό­ταν ἀ­πί­στευ­το σὲ πολ­λοὺς αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε εἰ­πεῖ, (δι­ό­τι κα­νεὶς δὲν θὰ προ­τι­μοῦ­σε τὸ σκο­τά­δι ἀ­πὸ τὸ φῶς), ἐκ­θέ­τει τὴν αἰ­τί­α, ἕ­νε­κα τῆς ὁ­ποί­ας συμ­βαί­νει τοῦ­το. Ποι­ὰ λοι­πὸν εἶ­ναι αὐ­τή; «Ἦν γὰρ αὐ­τῶν», λέ­γει, «πο­νη­ρὰ τὰ ἔρ­γα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦ­λα πράσ­σων, μι­σεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρ­χε­ται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ φα­νε­ρω­θῇ αὐ­τοῦ τὰ ἔρ­γα»[22].

      Ἀ­σφα­λῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν ἦλ­θε οὔ­τε γιὰ νὰ κρί­νη, οὔ­τε γιὰ νὰ τι­μω­ρή­ση, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ δώ­ση συγ­γνώ­μη καὶ ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ νὰ χα­ρί­ση σω­τη­ρί­α διὰ τῆς πί­στε­ως. Για­τί ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πέ­φυ­γαν; Δι­ό­τι, ἐ­ὰν εἶ­χε ἔλ­θει γιὰ τοὺς κα­θί­ση στὸ δι­κα­στή­ριο, ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α πρό­φα­ση γιὰ ν᾿ ἀ­πο­φύ­γουν. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει πο­νη­ρὴ συ­νεί­δη­ση συ­νη­θί­ζει ν᾿ ἀ­πο­φεύ­γη τὸν δι­κα­στή, ἀλ­λὰ σ᾿ ἐ­κεῖ­νον ποὺ συγ­χω­ρεῖ, προ­στρέ­χουν ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν ὑ­πο­πέ­σει σὲ σφάλ­μα­τα.

      Ἐ­ὰν λοι­πὸν εἶ­χε ἔλ­θει γιὰ νὰ συγ­χω­ρή­ση, ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νὰ τρέ­ξουν πρὸς αὐ­τόν, ὅ­σοι εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των τους, πράγ­μα ποὺ ἔ­γι­νε σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις. Δι­ό­τι καὶ τε­λῶ­νες καὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἀ­φοῦ προ­σῆλ­θαν συ­να­νε­στρέ­φον­το μὲ τὸν Χρι­στό. Τί ση­μαί­νει λοι­πὸν αὐ­τὸ πού εἶ­πε; Αὐ­τὰ τὰ εἶ­πε γιὰ ἐ­κεί­νους, ποὺ προ­τι­μοῦν νὰ μέ­νουν συ­νε­χῶς στὴν ἀ­κο­λα­σί­α καὶ κα­κί­α. Δι­ό­τι αὐ­τὸς γι᾿ αὐ­τὸν τὸν σκο­πὸ ἦλ­θε, γιὰ νὰ  συγ­χω­ρή­ση δη­λα­δὴ τὰ προ­η­γού­με­να ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀ­σφα­λί­ση γιὰ τὰ μέλ­λον­τα. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοὶ τό­σο ὀ­κνη­ροὶ καὶ μαλ­θα­κοὶ στοὺς κό­πους τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὥ­στε νὰ θέ­λουν νὰ πα­ρα­μέ­νουν στὴν ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ἕ­ως τὴν τε­λευ­ταί­α τους πνο­ὴ καὶ νὰ μὴ ἀ­πο­μα­κρύ­νων­ται ἀ­πὸ αὐ­τήν, πο­τέ, αὐ­τοὺς ἐ­πι­ση­μαί­νει ἐ­δῶ, γιὰ νὰ τοὺς προ­σβά­λη.

      Ἐ­πει­δή, δη­λα­δὴ ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ἀ­παι­τεῖ καὶ ὀρ­θό­τη­τα τῶν δογ­μά­των καὶ ἐν­τι­μό­τη­τα ἠ­θῶν, ἐ­φο­βή­θη­καν, λέ­γει, νὰ ἔλ­θουν πρὸς ἐ­μᾶς, ἐ­πει­δὴ δὲν ἤ­θε­λαν νὰ ἐ­πι­δεί­ξουν ὀρ­θὴν ζω­ή. Καὶ ἐ­κεῖ­νον μὲν ποὺ ζῆ στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δὲν θὰ ἠμ­πο­ρέ­ση νὰ τὸν ἐ­λέγ­ξη κα­νείς. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ λα­τρεύ­ει τέ­τοι­ους θε­οὺς καὶ ἔ­χει ἑ­ορ­τὲς ὅ­μοι­ες μὲ τοὺς θε­οὺς αἰ­σχρὲς καὶ γε­λοῖ­ες, ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἔρ­γα ἀν­τά­ξια τῶν δογ­μά­των. Ἐ­κεῖ­νοι ὅ­μως ποὺ λα­τρεύ­ουν τὸν Θε­ό, ἐ­ὰν ζοῦν ρα­θύ­μως, ὅ­λοι τούς ἐ­πι­τι­μοῦν καὶ τοὺς κα­τη­γο­ροῦν. Τό­σο πο­λὺ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­λή­θειας ἀ­κό­μη καὶ στοὺς ἐ­χθρούς της.

      Κοί­τα λοι­πὸν μὲ πό­ση ἀ­κρί­βεια το­πο­θε­τεῖ αὐ­τὰ ποὺ λέ­γει. Δὲν εἶ­πε δη­λα­δή, ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει κά­μει φαυ­λό­τη­τες δὲν ἔρ­χε­ται πρὸς τὸ φῶς, ἀλ­λ᾿ ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὶς κά­νει συ­νε­χῶς, δη­λα­δὴ ἐ­κεῖ­νος ποὺ θέ­λει νὰ κυ­λι­έ­ται συ­νε­χῶς στὸν βόρ­βο­ρο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ποὺ δὲν θέ­λει νὰ ὑ­πο­τα­χθῆ στοὺς δι­κούς μου νό­μους, ἀλ­λὰ μέ­νον­τας ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τοὺς θέ­λει νὰ πορ­νεύ­η ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ νὰ κά­μη ὅ­λα ὅ­σα δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται. Πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ἔλ­θη ἐ­δῶ, φα­νε­ρώ­νε­ται ὅ­πως ὁ κλέ­πτης στὸ φῶς. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­πο­φεύ­γει τὴ δι­κή μου ἐ­ξου­σί­α.

      Εἶ­ναι λοι­πὸν δυ­να­τὸν ν᾿ ἀ­κού­σης καὶ τώ­ρα πολ­λοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ λέ­γουν, ὅ­τι γι᾿ αὐ­τὸ δὲν ἠμ­πο­ροῦν νὰ προ­σέλ­θουν στὴ δι­κή μας πί­στη, ἐ­πει­δὴ δὲν ἠμ­πο­ροῦν νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦν ἀ­πὸ τὴν μέ­θη, τὴν πορ­νεί­α καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πλημ­με­λή­μα­τα. Δὲν ὑ­πάρ­χουν λοι­πὸν λέ­γουν, Χρι­στια­νοὶ ποὺ κά­νουν φαυ­λό­τη­τες καὶ εἰ­δω­λο­λά­τρες πού ζοῦν μὲ φρό­νη­ση;

      Ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν Χρι­στια­νοί, ποὺ κά­νουν φαυ­λό­τη­τες, τὸ γνω­ρί­ζω. Ἂν ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν καὶ εἰ­δω­λο­λά­τρες ποὺ ζοῦν ὀρ­θὰ καὶ ἄ­ψο­γα, αὐ­τὸ δὲν τὸ γνω­ρί­ζω κα­λά. Μὴ μοῦ πα­ρου­σιά­σης ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­ναι ἀ­γα­θοὶ καὶ ἐγ­κρα­τεῖς ἀ­πὸ τὴν φύ­ση τους, δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ δεῖ­ξε μου ἐ­κεῖ­νον ποὺ ὑ­πο­μέ­νει τὴν με­γά­λη ὁρ­μὴ τῶν πα­θῶν καὶ ὅ­μως εἶ­ναι σώ­φρων.

      Ἀ­σφα­λῶς δὲν ἠμ­πο­ρεῖς. Δι­ό­τι, ἂν ἡ ὑ­πό­σχε­ση τῆς Βα­σι­λείας καὶ ἡ ἀ­πει­λὴ τῆς γε­έν­νης καὶ ἡ τό­ση ἄλ­λη δι­δα­σκα­λί­α με­τὰ βί­ας συγ­κρα­τοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς, πο­λὺ δυ­σκο­λώ­τε­ρα θὰ ἀ­σκή­σουν αὐ­τὴν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δὲν πι­στεύ­ουν τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τά. Ἐ­ὰν δὲ με­ρι­κοὶ ὑ­πο­κρί­νων­ται, αὐ­τὸ τὸ κά­νουν ἀ­πὸ μα­ται­ο­δο­ξί­α. Ἐ­κεῖ­νος δὲ ποὺ κά­νει αὐ­τὸ ἀ­πὸ μα­ται­ο­δο­ξί­α, ὅ­ταν ἠ­μπο­ρέ­ση κρυ­φί­ως, δὲν θ᾿ ἀ­πο­φύ­γη τὴν χρή­ση καὶ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πο­νη­ρῶν ἐ­πι­θυ­μῶν. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ μὴ φα­νοῦ­με σὲ με­ρι­κούς, ὅ­τι εἴ­μα­στε φι­λόνει­κοι, ἂς πα­ρα­δε­χθοῦ­με ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι με­τα­ξὺ τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ποὺ ζοῦν ἐ­νά­ρε­τα.

      Δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν ἀν­τί­κει­ται πο­τὲ στὰ λό­για μας. Δι­ό­τι εἶ­πε ἐ­κεῖ­νο, ποὺ συμ­βαί­νει συ­χνὰ καὶ ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο ποὺ γί­νε­ται σπα­νί­ως.

      Κοί­τα λοι­πὸν μὲ ποι­ὸν ἄλ­λο τρό­πο τοὺς στε­ρεῖ ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη αἰ­τι­ο­λο­γί­α, ὅ­ταν εἶ­πε ὅ­τι: ἦλ­θε τὸ φῶς στὸν κό­σμο. Μή­πως, λέ­γει τὸ ζή­τη­σαν αὐ­τοί; Μή­πως ἐ­κο­πί­ασαν; Μή­πως ἐ­κου­ρά­σθη­καν γιὰ νὰ τὸ εὕ­ρουν; Αὐ­τὸ τὸ φῶς πῆ­γε σ᾿ αὐ­τοὺς καὶ δὲν ἔ­τρε­ξαν οὔ­τε τό­τε πρὸς αὐ­τό. Ἀλ­λ᾿ ἐ­πει­δὴ ὑ­πάρ­χουν καὶ με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στια­νοὺς ποὺ ζοῦν πο­νη­ρά, τὸ ἑ­ξῆς θὰ τοὺς ἀ­παν­τή­σου­με, ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν ὁ­μι­λεῖ γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ ὑ­πῆρ­ξαν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ Χρι­στια­νοὶ καὶ ποὺ ἐ­δέ­χθη­σαν τὴν ἀ­λη­θι­νὴ εὐ­σέ­βεια ἀ­πὸ τοὺς προ­γό­νους των, ἂν καὶ αὐ­τοὶ πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­πο­μα­κρύν­θη­καν ἀ­πὸ τὴν ἀ­κρί­βεια τῶν ἀ­λη­θι­νῶν δογ­μά­των ἕ­νε­κα τοῦ πο­νη­ροῦ τους βί­ου. Ἀλ­λὰ νο­μί­ζω, ὅ­τι τώ­ρα δὲν ὁ­μι­λεῖ πε­ρὶ αὐ­τῶν, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ἐ­κεί­νων ἐκ τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ἢ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ποὺ ὀ­φεί­λουν νὰ στρα­φοῦν πρὸς τὴν ὀρ­θὴ πί­στη. Δι­ό­τι δει­κνύ­ει, ὅ­τι κα­νείς, ποὺ ζῆ σὲ πλά­νη, δὲν θὰ προ­τι­μή­ση, νὰ προ­σέλ­θη στὴν πί­στη, ἐ­ὰν πρῶ­τα, δὲν προ­δι­α­γρά­ψη, γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, ὀρ­θὴ ζω­ή, καὶ κα­νεὶς δὲν θὰ μεί­νη στὴν ἀ­πι­στί­α, ἐ­ὰν πρῶ­τα δὲν ἀ­πο­φα­σί­ση νὰ μεί­νη κα­κὸς σ᾿ ὅ­λη του τὴ ζω­ή.

      Μὴ μοῦ εἰ­πῆς, ὅ­τι αὐ­τὸς δὲν πορ­νεύ­ει καὶ δὲν κλέ­πτει. Δι­ό­τι τὴν ἀ­ρε­τὴ δὲν τὴν ἀ­πο­τε­λοῦν μό­νο αὐ­τά. Πράγ­μα­τι, ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ὠ­φέ­λεια ὅ­ταν αὐ­τὰ τὰ ἔ­χη, εἶ­ναι ὅ­μως δοῦ­λος τῆς κε­νο­δο­ξί­ας καὶ ὅ­ταν μέ­νη στὴν πλά­νη, ἐ­πει­δὴ ἐν­τρέ­πε­ται τοὺς φί­λους του; Δι­ό­τι αὐ­τὸ ἀ­σφα­λῶς δὲν εἶ­ναι ἡ ὀρ­θὴ ζω­ή. Ὁ δὲ δοῦ­λος τῆς κε­νο­δο­ξί­ας δὲν ἁ­μαρ­τά­νει λι­γώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν πόρ­νο.  

      Ὁ πρῶ­τος κά­νει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα καὶ με­γα­λύ­τε­ρα κα­κὰ ἀ­πὸ τὸν δεύ­τε­ρο. Δεῖ­ξε μου ὅ­μως κά­ποι­ον ποὺ πα­ρα­μέ­νει στοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες ποὺ εἶ­ναι ἀ­πηλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ πά­θη, καὶ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἀ­πὸ κά­θε κα­κί­α. Ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἠμ­πο­ρέ­σης. Δι­ό­τι καὶ ὅ­σοι ἐξ αὐ­τῶν ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη­καν πο­λὺ καὶ πε­ρι­φρό­νη­σαν καὶ τὰ χρή­μα­τα καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λί­ας, ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται, ὑ­πο­δου­λώ­θη­καν στὴν κε­νο­δο­ξί­α πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν κα­κῶν. Ἔ­τσι ἐ­πέ­με­ναν σ᾿ αὐ­τὰ καὶ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς τοὺς ἐ­πι­τι­μᾶ λέ­γον­τας: «πῶς δύ­να­σθε πι­στεύ­ειν, δό­ξαν πα­ρὰ ἀν­θρώ­πων λαμ­βά­νον­τες»[23].

Τί ὅ­μως ἐ­πέ­τυ­χαν ὅ­σοι τὸν δέ­χθη­καν;

      α12. «Ὅ­σοι δὲ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν, αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι», λέ­γει. Για­τί ὅ­μως δὲν μᾶς ἀ­να­φέ­ρεις, μα­κά­ρι­ε, καὶ τὴν τι­μω­ρί­α ἐ­κεί­νων ποὺ δὲν τὸν δέ­χθη­καν καὶ εἶ­πες μό­νον ὅ­τι ἦσαν δι­κοί του καὶ ὅ­τι ὅ­ταν ἦλ­θε στὰ ἰ­δι­κά του δὲν τὸν δέ­χθη­καν; Καὶ δὲν ἐ­πρό­σθε­σες ἀ­κό­μη τί θὰ πά­θουν γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ποι­ὰ τι­μω­ρί­α θὰ ὑ­πο­στοῦν; Ἂν καὶ ἔ­τσι θὰ τοὺς ἐ­φό­βι­ζες πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ μὲ τὴν ἀ­πει­λὴ θὰ ἐ­μα­λά­κω­νες τὴν σκλη­ρό­τη­τα τῆς πα­ρα­φρο­σύ­νης τους;

Για­τί λοι­πὸν τὸ ἀ­πο­σι­ώ­πη­σες;

    Καὶ ποι­ὰ τι­μω­ρί­α, λέ­γει, θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­δει­χθῆ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τήν, ὅ­ταν, ἐ­νῶ εἶ­χαν ἐ­ξου­σί­α νὰ γί­νουν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, δὲν ἔ­γι­ναν καὶ στέ­ρη­σαν θε­λη­μα­τι­κά τούς ἑ­αυ­τοὺς των ἀ­πὸ τὴν τό­σο με­γά­λη εὐ­γέ­νεια  καὶ τι­μή; Ἀλ­λὰ δὲν στα­μα­τᾶ ἐ­δῶ μό­νο ἡ τι­μω­ρί­α, στὸ ὅ­τι δη­λα­δὴ δὲν ἔ­λα­βαν κα­νέ­να ἀ­γα­θὸ, ἀλ­λὰ θὰ τοὺς ὑ­πο­δε­χθῆ καὶ τὸ ἄ­σβε­στο πῦρ, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θὼς προ­χω­ρεῖ τὸ φα­νε­ρώ­νει κα­λύ­τε­ρα. Στὴν ἀρ­χὴ ἀ­να­φέ­ρει τὰ ἀ­πε­ρί­γρα­πτα ἀ­γα­θὰ ἐ­κεί­νων ποὺ τὸν δέ­χθη­καν καὶ τὰ σκι­α­γρα­φεῖ μὲ σύν­το­μη φρά­ση ὁ­μι­λών­τας ὡς ἑ­ξῆς: «ὅ­σοι δὲ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι». Εἴ­τε δοῦ­λοι εἶ­ναι, εἴ­τε ἐ­λεύ­θε­ροι, εἴ­τε Ἕλ­λη­νες, εἴ­τε βάρ­βα­ροι, εἴ­τε Σκύ­θες, εἴ­τε ἄ­σο­φοι, εἴ­τε σο­φοί, εἴ­τε γυ­ναῖ­κες, εἴ­τε ἄν­δρες, εἴ­τε παι­διὰ, εἴ­τε ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι, εἴ­τε ἄ­τι­μοι, εἴ­τε ἔν­τι­μοι, εἴ­τε πλού­σιοι, εἴ­τε πτω­χοί, εἴ­τε ἄρ­χον­τες, εἴ­τε ἰ­δι­ῶ­τες, λέ­γει, ὅ­λοι ἀ­ξι­ώ­νον­ται τῆς ἴ­διας τι­μῆς. Δι­ό­τι ἡ πί­στη καὶ ἡ χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἀ­φοῦ ἀ­φαί­ρε­σαν τὴν ἀ­νο­μοι­ο­μορ­φί­α τῶν κο­σμι­κῶν δι­α­κρί­σε­ων, δι­έ­πλα­σαν ὅ­λους σὲ μί­α ἑ­νια­ία μορ­φὴ καὶ τοὺς ἀ­πο­τύ­πω­σαν ἕ­να χα­ρα­κτή­ρα, τὸν βα­σι­λι­κό.

      Τί θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ γί­νη ἰ­σά­ξιο αὐ­τῆς τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας; Ὁ μὲν βα­σι­λέ­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο μὲ ἐ­μᾶς πη­λό, τοὺς συν­δού­λους του οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν τὴν ἴ­δια μὲ ἐ­κεῖ­νον φύ­ση καὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι πολ­λὲς φο­ρὲς εἶ­ναι στὸν χα­ρα­κτή­ρα ἀ­νώ­τε­ροι, δὲν κα­τα­δέ­χε­ται νὰ τοὺς συγ­κα­τα­λέ­γη στὸ βα­σι­λι­κὸ στρα­τό­πε­δο, ἐ­ὰν τύ­χη νὰ εἶ­ναι δοῦ­λοι. Ὁ  δὲ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ δὲν ἀ­πα­ξί­ω­σε νὰ συγ­κα­τα­λέ­ξη, στὴν χο­ρεί­α τῶν τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ καὶ τε­λῶ­νες καὶ μά­γους καὶ δού­λους καὶ τοὺς πιὸ ἄ­ση­μους ἀ­πὸ ὅ­λους, κα­θὼς καὶ πολ­λοὺς σω­μα­τι­κῶς ἀ­να­πή­ρους μὲ ἄ­πει­ρες κα­κώ­σεις. Τό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως σ᾿ Αὐ­τὸν τό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρο­χὴ τῆς χά­ρι­τος.

      Καὶ ὅ­πως ἡ φύ­ση τῆς φω­τιᾶς ὅ­ταν ἔρ­χε­ται σ᾿ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸ χῶ­μα τῶν με­τάλ­λων, τὸ με­τα­βάλ­λει ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ χῶ­μα, σὲ χρυ­σό, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς, καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, τὸ Βά­πτι­σμα με­τα­βάλ­λει αὐ­τοὺς ποὺ λού­σθη­καν ἀ­πὸ πή­λι­νους σὲ χρυ­σούς, δι­ό­τι τὴν στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα πέ­φτει σὰν φω­τιὰ ἐ­πά­νω στὶς ψυ­χές μας καὶ τὴν μὲν εἰ­κό­να τοῦ πή­λι­νου τὴν κα­τα­καί­ει, ἐ­πα­να­φέ­ρει δὲ τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου και­νούρ­για καὶ λαμ­πρή, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ σὰν νὰ βγῆ­κε ἀ­πὸ χω­νευ­τή­ριο.

      Καὶ για­τί δὲν εἶ­πε ὅ­τι τοὺς ἔ­κα­νε παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ὅ­τι «ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι;». Γιὰ νὰ δεί­ξη ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πολ­λὴ προ­σπά­θεια γιὰ νὰ δι­α­τη­ρη­θῆ τε­λεί­ως ἀ­κη­λί­δω­τη καὶ ἀ­νέ­πα­φη ἡ εἰ­κό­να τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας ἡ ὁ­ποί­α τυ­πώ­θη­κε μέ­σα μας κα­τὰ τὸ Βά­πτι­σμα καὶ ταυ­το­χρό­νως γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­ση ὅ­τι τὴν ἐ­ξου­σί­α αὐ­τὴ κα­νεὶς δὲν θὰ ἠμ­πο­ρέ­ση νὰ μᾶς τὴν ἀ­φαι­ρέ­ση, ἐ­ὰν δὲν προ­λά­βου­με καὶ τὴν ἀ­φαι­ρέ­σου­με ἐ­μεῖς. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ λαμ­βά­νουν ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους ἐ­ξου­σί­α με­ρι­κῶν πραγ­μά­των, ἔ­χουν τό­ση δύ­να­μη ὅ­ση σχε­δὸν καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἐ­ξου­σί­α, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­μεῖς ποὺ ἐ­τύ­χα­με αὐ­τὴ τῆς τι­μῆς ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἐ­ὰν δὲν κά­νου­με τί­πο­τε ἀ­νά­ξιο αὐ­τῆς τῆς ἐ­ξου­σί­ας, θὰ εἴ­μα­στε δυ­να­τώ­τε­ροι ἀ­πὸ ὅ­λους, ἐ­πει­δὴ ἀ­νώ­τε­ρος ὅ­λων καὶ ἀ­γα­θώ­τε­ρος εἶ­ναι καὶ ἐ­κεῖ­νος ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε αὐ­τὴ τὴν τι­μή.

      Θέ­λει δὲ ἀ­κό­μη νὰ δεί­ξη ὅ­τι οὔ­τε ἡ Χά­ρη ἔρ­χε­ται μό­νη της, ἀλ­λὰ ἔρ­χε­ται σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ τὴν θέ­λουν καὶ προ­σπα­θοῦν, γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­να­πό­κει­ται καὶ στὴν ἐ­ξου­σί­α αὐ­τῶν τὸ νὰ γί­νουν παι­διά του. Δι­ό­τι ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸ θε­λή­σουν αὐ­τοί, δὲν ἐ­πα­νέρ­χε­ται ἡ δω­ρε­ὰ, οὔ­τε φέ­ρει κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

 

      α­14. «Καὶ ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το, καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν». Ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γεν­νή­θη­καν ὅ­σοι τὸν δέ­χθη­καν καὶ ὅ­τι ἔ­γι­ναν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, ἐκ­θέ­τει τώ­ρα τὴν αἰ­τί­α καὶ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἀ­πε­ρί­γρα­πτης αὐ­τῆς τι­μῆς. Αὐ­τὴ δὲ εἶ­ναι, τὸ ὅ­τι ὁ Λό­γος ἐ­σαρ­κώ­θη καὶ ἔ­λα­βε τὴν μορ­φὴ τοῦ δού­λου ὁ Δε­σπό­της. Ἔ­γι­νε δὲ Υἱ­ὸς ἀν­θρώ­που, ἐ­νῶ ἦ­ταν γνή­σιος Υἱ­ὸς Θε­οῦ, γιὰ νὰ κά­νη τοὺς υἱ­οὺς τῶν ἀν­θρώ­πων παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι τὸ ὑ­ψη­λὸ ὅ­ταν ἔρ­χε­ται σ᾿ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸ τα­πει­νό, αὐ­τὸ μὲν δὲν χά­νει τί­πο­τε ἀ­πὸ τὴν δό­ξα του, ἐ­κεῖ­νο δὲ τὸ ση­κώ­νει ἀ­πὸ τὴν τα­πεί­νω­σή του.

      Αὐ­τὸ λοι­πὸν συ­νέ­βη καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Δι­ό­τι καὶ τὴν ἰ­δι­κὴ του φύ­ση δὲν τὴν ἐ­μεί­ω­σε μὲ τὴν συγ­κα­τά­βα­ση, καὶ ἐ­μᾶς οἱ ὁ­ποῖ­οι εὑ­ρι­σκό­με­θα δια­ρκῶς στὴν ἀ­τι­μί­α καὶ τὸ σκό­τος, μᾶς ἀ­νέ­βα­σε σὲ δό­ξα ἀ­πε­ρί­γρα­πτη. Ἔ­τσι πε­ρί­που καὶ ἕ­νας βα­σι­λέ­ας, ὅ­ταν ὁ­μι­λῆ μὲ ἕ­να πτω­χὸ καὶ πέ­νη­τα μὲ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ εὔ­νοι­α, τὸν μὲν ἑ­αυ­τό του δὲν τὸν κα­ται­σχύ­νει, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νον τὸν κά­νει νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­φα­νὴς σ᾿ ὅ­λους καὶ ἔν­δο­ξος.

      Ἐ­ὰν δὲ στὴν ἐ­πι­φα­νεια­κὴ ἀ­ξί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, δὲν βλά­πτη, κα­θό­λου τὸν ἐν­τι­μό­τε­ρο ἡ συ­να­να­στρο­φὴ μὲ τὸν εὐ­τε­λέ­στε­ρο, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν ἀ­δι­ά­φθο­ρη ἐ­κεί­νη καὶ μα­κα­ρί­α οὐ­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἔ­χει τί­πο­τε ποὺ ἔ­χει προ­στε­θεῖ ἀ­πὸ ἔ­ξω, οὔ­τε τί­πο­τα τὸ ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται ἢ παύ­ει νὰ ὑ­πάρ­χη, ἔ­χει δὲ ὅ­λα τὰ ἀ­γα­θὰ στα­θε­ρὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα. Ὥ­στε ὅ­ταν ἀ­κού­σης, ὅ­τι «ὁ Λό­γος» σὰρξ ἐ­γέ­νε­το νὰ μὴ θο­ρυ­βη­θῆς, οὔ­τε νὰ κα­ταρ­ρεύ­σης. Δι­ό­τι ἡ οὐ­σί­α δὲν με­τε­βλή­θη σὲ σάρ­κα, (αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­σε­βὲς καὶ νὰ τὸ σκε­φθῆ κα­νείς), ἀλ­λὰ πα­ρα­μέ­νον­τας ὅ­τι εἶ­ναι, προ­σέ­λα­βε τὴν μορ­φὴ τοῦ δού­λου.  

      Προ­σθέ­τει δὲ, «καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡμῖν», σὰν νὰ λέ­γη: μὴ ὑ­πο­ψια­σθῆς τί­πο­τε τὸ ἄ­το­πο ἀ­πὸ τὸ «ἐ­γέ­νε­το». Δι­ό­τι δὲν εἶ­πα με­τα­τρο­πὴ τῆς φύ­σε­ως ἐ­κεί­νης ποὺ εἶ­ναι ἀ­με­τά­τρε­πτη, ἀλ­λὰ κα­τα­σκή­νω­ση καὶ κα­τοί­κη­ση. Τὸ δὲ νὰ κα­τα­σκη­νώ­νη δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν σκη­νή, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἄλ­λο. Δι­ό­τι ἄλ­λο πράγ­μα κα­τα­σκη­νώ­νει σὲ ἄλ­λο. Ἀλ­λοι­ῶς δὲν θὰ εἶ­ναι κα­τα­σκή­νω­ση, δι­ό­τι τί­πο­τε δὲν κα­τοι­κεῖ μέ­σα στὸν ἑ­αυ­τό του. Ἄλ­λο εἶ­πα ὅ­τι συμ­βαί­νει μὲ τὴν οὐ­σί­α, δι­ό­τι ὡς πρὸς τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν συ­νά­φεια εἶ­ναι ἕ­να ὁ Θε­ὸς Λό­γος καὶ ἡ σάρ­κα, χω­ρὶς νὰ γί­νη σύγ­χυ­ση οὔ­τε ἐ­ξα­φά­νι­ση τῶν οὐ­σι­ῶν τους, ἀλ­λὰ ἕ­νω­ση ἄρ­ρη­τη καὶ ἀ­νέκ­φρα­στη. Τὸ πῶς ἔ­γι­νε ὅ­μως μὴ ζη­τῆς νὰ τὸ μά­θης, δι­ό­τι ἔ­γι­νε ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ἐ­γνώ­ρι­ζε.

      Ποι­ὰ λοι­πὸν εἶ­ναι ἡ σκη­νὴ στὴν ὁ­ποί­α κα­τε­σκή­νω­σε; Ἄ­κου­σε τὸν Προ­φή­τη ποὺ λέ­γει, «Ἀ­να­στή­σω τὴν σκη­νὴν Δαυ­ΐδ τὴν πε­πτω­κυΐαν[24], δι­ό­τι πράγ­μα­τι εἶ­χε πέ­σει, εἶ­χε πέ­σει πτῶ­μα ἀ­θε­ρά­πευ­το ἡ φύ­ση ἡ ἰ­δι­κή μας καὶ εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἐ­κεί­νης μό­νον τῆς ἰ­σχυ­ρᾶς χει­ρός. Οὔ­τε ἄλ­λω­στε ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἀ­να­στη­θῆ μὲ ἄλ­λο τρό­πο, χω­ρὶς νὰ τὴν πιά­ση μὲ τὸ χέ­ρι ποὺ τὴν εἶ­χε πλά­σει στὴν ἀρ­χὴ καὶ νὰ τὴν δι­α­μορ­φώ­ση μὲ τὴν ἄ­νω­θεν ἀ­να­γέν­νη­ση δι᾿ ὕ­δα­τος καὶ Πνεύ­μα­τος.

      Καὶ πρό­σε­ξε τὸ φρι­κτὸ καὶ ἀ­πόρ­ρη­το μυ­στή­ριο, τὴν σκη­νὴ τὴν κα­τοι­κεῖ παν­το­τι­νά. Δὲν πε­ρι­ε­βλή­θη τὴν σάρ­κα τὴν ἰ­δι­κή μας, γιὰ νὰ τὴν ἀ­φή­ση πά­λι, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τὴν ἔ­χη παν­το­τι­νὰ μα­ζί του. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν δὲν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, δὲν θὰ τὴν ἔ­κα­νε ἄ­ξια καὶ τοῦ βα­σι­λι­κοῦ θρό­νου καὶ δὲν θὰ ἐ­προ­σκυ­νεῖ­το φέ­ρον­τας αὐ­τὴν ἀ­πὸ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἄ­νω στρα­τιὰ τῶν Ἀγ­γέ­λων, Ἀρ­χαγ­γέ­λων, Θρό­νων, Κυ­ρι­ο­τή­των, Ἀρ­χῶν καὶ Ἐ­ξου­σι­ῶν. Ποι­ός, λό­γος, ποι­ὰ δι­ά­νοι­α ἠμ­πο­ρεῖ νὰ πα­ρα­στή­ση τὴν τό­σο με­γά­λη τι­μὴ ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε στὸ γέ­νος μας καὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι ὑ­περ­φυ­σι­κὴ καὶ φρι­κτή; Ποι­ὸς Ἄγ­γε­λος; Ποι­ὸς Ἄρ­χάγ­γε­λος; Κα­νεὶς που­θε­νὰ, οὔ­τε στὸν οὐ­ρα­νὸ, οὔ­τε στὴ γῆ. Δι­ό­τι τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τέ­τοι­α καὶ τό­σο με­γά­λες καὶ ὑ­περ­φυ­σι­κὲς οἱ εὐ­ερ­γε­σί­ες του, ὥ­στε ἡ λε­πτο­με­ρὴς δι­ή­γη­σή τους νὰ ὑ­περ­βαί­νη ὄ­χι μό­νο τὴν ἀν­θρώ­πι­νη γλῶσ­σα, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀγ­γε­λι­κὴ δύ­να­μη.

      «Καὶ ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξας ὡς Μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ Πα­τρός». Ἀ­φοῦ εἶ­πε, ὅ­τι γί­να­με παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀ­φοῦ ἔ­δει­ξε ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν ἔ­γι­νε ἀλ­λοι­ῶς, πα­ρὰ μό­νο μὲ τὴν σάρ­κω­ση τοῦ Λό­γου, ἀ­να­φέ­ρει καὶ ἄλ­λο κέρ­δος ποὺ ἔ­χου­με ἀ­πὸ αὐ­τόν. Ποι­ὸ δὲ εἶ­ναι αὐ­τό; «ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξα αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς Μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ Πα­τρός». Δὲν θὰ τὸν βλέ­πα­με ἐ­ὰν δὲν ἐ­φα­νε­ρώ­νε­το σ᾿ ἐ­μᾶς μὲ τὸ σῶ­μα ποὺ τὸ συν­τρό­φευ­ε. Δι­ό­τι ἐ­ὰν δὲν ἠμ­πό­ρε­σαν νὰ ἰ­δοῦν μό­νο τὸ δο­ξα­σμέ­νο πρό­σω­πο τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἰ­δι­κὴ μας φύ­ση, οἱ σύγ­χρο­νοί του, καὶ ἐ­χρειά­σθη ὁ δί­και­ος ἐ­κεῖ­νος νὰ φο­ρέ­ση προ­κά­λυμ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ συγ­κα­λύ­ψη τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ δό­ξα, καὶ νὰ πα­ρου­σιά­ση τὸ πρό­σω­πο τοῦ Προ­φή­του ἥ­με­ρο καὶ πρᾶο, πῶς θὰ ἠμ­πο­ρού­σα­με νὰ ὑ­πο­μεί­νου­με ἐ­μεῖς οἱ πή­λι­νοι καὶ γή­ϊ­νοι γυ­μνὴ τὴν θε­ό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πλη­σί­α­στη ἀ­κό­μη καὶ σ᾿ αὐ­τὲς τὶς οὐ­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις; Γι᾿ αὐ­τὸ κα­τε­σκή­νω­σε μέ­σα μας, γιὰ νὰ ἠμ­πο­ρέ­σου­με μὲ πολ­λὴ ἄ­νε­ση καὶ νὰ τὸν πλη­σι­ά­σου­με καὶ νὰ συ­ζη­τή­σου­με μα­ζί του καὶ νὰ τὸν συ­να­να­στρα­φοῦ­με.

      Τί ση­μαί­νει ὅ­μως, τὸ «Δό­ξαν ὡς Μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ Πα­τρός;». Ἐ­πει­δὴ ἐ­δο­ξά­σθη­καν καὶ πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς Προ­φῆ­τες, ὅ­πως π.χ. ὁ  Μω­ϋ­σῆς[25], ὁ Ἠ­λί­ας[26], ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος[27], (ὁ ἕ­νας κυ­κλω­μέ­νος ἀ­πὸ πύ­ρι­νο ἄρ­μα, ὁ ἄλ­λος ἀ­να­λη­φθείς κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο), καὶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ὁ Δα­νι­ὴλ καὶ οἱ τρεῖς παῖ­δες καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι ἀ­κό­μη, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐμ­φα­νί­σθη­καν στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἔ­δει­ξαν σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ τοὺς ἔ­βλε­παν τὸ ἀ­πα­στρά­πτον φῶς τὴ φύ­σε­ώς τους, καὶ ὄ­χι μό­νον Ἄγ­γε­λοι, ἀλ­λὰ καὶ τὰ Χε­ρου­βεὶμ, ἐ­φα­νε­ρώ­θη­καν μὲ πολ­λὴ δό­ξα στὸν Προ­φή­τη, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ τὰ Σε­ρα­φείμ, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νη ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς ἀ­πὸ ὅ­λους αὐ­τοὺς καὶ γιὰ νὰ δι­ώ­ξη τὴν σκέ­ψη μας μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ τὴν λαμ­πρό­τη­τα καὶ τῆς κτί­σε­ως καὶ τῶν συν­δού­λων μας, μᾶς το­πο­θε­τεῖ κα­τ᾿ εὐ­θεί­αν στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν ἀ­γα­θῶν.

      Δὲν εἴ­δα­με λέ­γει, τὴν δό­ξα Προ­φή­του, οὔ­τε Ἀγ­γέ­λου, οὔ­τε Ἀρ­χαγ­γέ­λου, οὔ­τε τῶν ἀ­νω­τέ­ρων δυ­νά­με­ων, οὔ­τε κά­ποι­ας ἄλ­λης κτι­στῆς φύ­σε­ως ἐ­ὰν βέ­βαι­α ὑ­πάρ­χη ἄλ­λη, ἀλ­λὰ τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Δε­σπό­του, τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Βα­σι­λέ­ως τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ γνη­σί­ου Μο­νο­γε­νοῦς Υἱ­οῦ, τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Κυ­ρί­ου ὅ­λων μας. Τὸ δὲ «ὡς», ἐ­δῶ δὲν ση­μαί­νει πα­ρο­μοί­ω­ση ἢ σύγ­κρι­ση, ἀλ­λὰ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­να­φο­ρά. Εἶ­ναι σὰν νὰ ἔ­λε­γε, εἴ­δα­με δό­ξα τέ­τοια­ ποὺ ἔ­πρε­πε καὶ ἦ­ταν φυ­σι­κὸ νὰ ἔ­χη, ἀ­φοῦ ἦ­ταν μο­νο­γε­νὴς καὶ γνή­σιος Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος, εἶ­ναι Βα­σι­λεὺς τῶν ὅ­λων.

      Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς δη­λα­δή, ἀ­φοῦ συγ­κέν­τρω­σε ὅ­λα τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔ­κα­νε στὰ σώ­μα­τα, τὶς ψυ­χὲς καὶ τὰ στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως, τὶς ἐν­το­λές, τὰ δῶ­ρα ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­πε­ρί­γρα­πτα, καὶ ὑ­ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς οὐ­ρα­νούς, τοὺς νό­μους, τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά, τὴν πει­θώ, τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις τῶν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν, τὰ πα­θή­μα­τά του, ἔ­βγα­λε αὐ­τὴ τὴν θαυ­μά­σια καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ ὑ­ψη­λὰ δόγ­μα­τα φω­νὴ ὅ­ταν ἔ­λε­γε, «ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς Μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ Πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀ­λη­θεί­ας». Δι­ό­τι δὲν τὸν θαυ­μά­ζου­με μό­νο ἐξ αἰ­τί­ας τῶν θαυ­μά­των του, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὰ πα­θή­μα­τά του, ἤ­τοι ἐ­πει­δὴ ἐ­καρ­φώ­θη στὸν σταυ­ρὸ καὶ ἐ­μα­στι­γώ­θη, ἐ­πει­δὴ ἐρ­ρα­πί­σθη, ἐ­πει­δὴ τὸν ἔπτυ­σαν, ἐ­πει­δὴ ἐ­δέ­χθη κτυπή­μα­τα στὴν σι­α­γό­να του ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­χε εὐ­ερ­γε­τή­σει. Δι­ό­τι καὶ γι᾿ αὐ­τὰ ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­κρα­τι­κά, ἀ­ξί­ζει νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τὴν ἴ­δια λέ­ξη, ἀ­φοῦ καὶ  αὐ­τὸς ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ὀ­νό­μα­σε δό­ξα. Ἄλ­λω­στε ὅ­σα ἔ­γι­ναν τό­τε δὲν ἦσαν μό­νο ἐκ­δή­λω­ση φρον­τί­δος καὶ ἀ­γά­πης, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πε­ρι­γρά­πτου δυ­νά­με­ως.

      Δι­ό­τι τό­τε ὁ θά­να­τος ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε καὶ ἡ κα­τά­ρα ἐ­λύ­θη­κε καὶ οἱ δα­ί­μο­νες κα­τα­ισχύ­νθη­καν καὶ δι­ε­πομ­πεύ­θη­καν, ὁ­δη­γού­με­νοι σὲ θρι­αμ­βευ­τι­κὴ πομ­πή, καὶ τὸ χει­ρό­γρα­φο τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἐ­καρ­φώ­θη­κε στὸν σταυ­ρό. Ἀλ­λ᾿  ἐ­πει­δὴ αὐ­τὰ συν­τε­λέ­σθη­καν χω­ρὶς νὰ φαί­νον­ται, ἔ­γι­ναν καὶ με­ρι­κὰ φα­νε­ρά, τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­δει­ξαν ὅ­τι πράγ­μα­τι ἦ­ταν μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ Δε­σπό­της ὁ­λο­κλή­ρου τῆς κτί­σε­ως. Δι­ό­τι ἐ­νῶ ἀ­κό­μη τὸ μα­κά­ριο σῶ­μα Του ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο, ὁ μὲν ἥ­λιος ἔ­κρυ­ψε τὶς ἀ­κτί­νες του, ἡ δὲ γῆ συγ­κλο­νί­σθη­κε καὶ ἐ­σκο­τεί­νια­σε ὁ­λό­κλη­ρη, καὶ οἱ τά­φοι ἀ­νοί­χθη­καν καὶ τὸ ἔ­δα­φος, ἐ­σεί­σθη­κε καὶ πλῆ­θος πο­λὺ νε­κρῶν ἀ­νέ­στη καὶ εἰ­σῆλ­θε στὴν πό­λη. Ἐ­νῶ δὲ οἱ λί­θοι τοῦ μνή­μα­τός Του ἦσαν προσα­ρμο­σμέ­νοι στὴν θή­κη καὶ ὑ­πῆρ­χαν ἀ­κό­μη οἱ σφρα­γί­δες, ἀ­να­στή­θη­κε ὁ νε­κρός, Αὐ­τὸς ποὺ ἐ­σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἐ­καρ­φώ­θη­κε καὶ ἀ­φοῦ ἐ­γέ­μι­σε τοὺς ἕν­δε­κα τό­τε μα­θη­τάς Του μὲ πολ­λὴ δύ­να­μη τοὺς ἀ­πέ­στει­λε στοὺς ἀν­θρώ­πους ὁ­λό­κλη­ρης τῆς Οἰ­κου­μέ­νης νὰ γί­νουν κοι­νοὶ ἰα­τροὶ ὁ­λό­κλη­ρης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως καὶ νὰ ἀ­νορ­θώ­σουν τὸν βί­ο τους, νὰ σπεί­ρουν παν­τοῦ στὴν γῆ τὴν γνώ­ση τῶν οὐ­ρα­νί­ων ἀ­λη­θει­ῶν, νὰ δι­α­λύ­σουν τὴν τυ­ραν­νί­α τῶν δαι­μό­νων, νὰ δι­δά­ξουν τὰ με­γά­λα καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτα ἀ­γα­θά, καὶ νὰ εὐ­αγ­γε­λι­σθοῦν σ᾿ ἐ­μᾶς τὴν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τοῦ σώ­μα­τος, ἔ­πα­θλα ποὺ καὶ τὸν νοῦν ὑ­περ­βαί­νουν καὶ δὲν θὰ ἔ­χουν τέ­λος πο­τέ.

      Αὐ­τὰ λοι­πὸν καὶ τὰ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα τού­των ἔ­χον­τας κα­τὰ νοῦν ὁ μα­κά­ριος Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς τὰ ὁ­ποῖα αὐ­τὸς μὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε, ἀλ­λὰ δὲν ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ γρά­ψη, ἐ­πει­δὴ δὲν θὰ τὰ ἐ­χω­ροῦ­σε ὁ κό­σμος ἀ­φοῦ, «ἂν γρά­φη­ται κα­θ᾿  ἕν, οὐ­δὲ αὐ­τὸν οἶ­μαι τὸν κό­σμον χω­ρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βι­βλί­α»[28], σκε­πτό­με­νος λοι­πὸν ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­φώ­να­ξε ὅ­τι «ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς Μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ Πα­τρὸς πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀ­λη­θεί­ας»[29].

      Ἐ­κεῖ­νοι λοι­πὸν οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ ἰ­δοῦν τέ­τοι­α θε­ά­μα­τα καὶ νὰ ἀ­κού­σουν τέ­τοι­α κη­ρύγ­μα­τα καὶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τό­σο με­γά­λη δω­ρε­ά, πρέ­πει νὰ ἐ­πι­δεί­ξουν καὶ βί­ο ἀν­τά­ξιο τῶν ἀ­λη­θει­ῶν γιὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν καὶ τὰ ἐ­κεῖ ἀ­γα­θά. Γι᾿ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε ἦλ­θε ὁ Κύ­ριος ἡμῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γιὰ νὰ ἰ­δοῦ­με ὄ­χι μό­νο τὴν ἐ­δῶ Δό­ξα του, ἀλ­λὰ καὶ τὴν μελ­λον­τι­κή. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­λε­γε, «θέ­λω, ἵνα ὅ­που εἰ­μὶ ἐ­γώ, καὶ οὗ­τοι ὧ­σιν, ἵνα θε­ω­ρῶ­σι τὴν δό­ξαν τὴν ἐ­μὴν»[30].

      Ἐ­ὰν δὲ ἡ ἐ­δῶ δό­ξα ἦ­ταν τό­σο λαμ­πρὰ καὶ ἐ­πι­φα­νὴς τί θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ εἰ­πῆ κα­νεὶς γιὰ ἐ­κεί­νη; Δι­ό­τι δὲν θὰ φα­νε­ρω­θῆ σὲ φθαρ­τὴ γῆ, οὔ­τε ἐ­νῶ ἐ­μεῖς θὰ εὑ­ρι­σκώ­με­θα σὲ θνη­τὰ σώ­μα­τα, ἀλ­λὰ ὡς ἀ­κη­λί­δω­τη καὶ ἄ­φθαρ­τη κτί­ση καὶ μὲ τό­ση λαμ­πρό­τη­τα, ὅ­σην δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τὴν πα­ρα­στή­ση κα­νεὶς μὲ λό­για.

      Ὢ, μα­κά­ριοι καὶ τρι­σμα­κά­ριοι καὶ πολ­λά­κις μα­κά­ριοι ὅ­σοι ἀ­ξι­ώ­νον­ται νὰ γί­νουν θε­α­ταὶ τῆς Δό­ξης ἐ­κεί­νης! Γι᾿ αὐ­τὴν λέ­γει ὁ Προ­φή­της, «Ἀρ­θή­τω ὁ ἀ­σε­βής, ἵνα μὴ ἴ­δῃ τὴν δό­ξαν Κυ­ρί­ου»[31]. Ἀλ­λὰ εἴ­θε κα­νεὶς ἀ­πὸ ἐ­μᾶς νὰ μὴ χα­θῆ, οὔ­τε νὰ μὴ δῆ αὐ­τὴν τὴ Δό­ξα. Δι­ό­τι ἐ­ὰν πρό­κει­ται νὰ μὴ τὴν ἀ­πο­λαύ­σου­με, εἶ­ναι ἐ­πί­και­ρο νὰ εἰ­ποῦ­με καὶ γιὰ ἐ­μᾶς: ἦ­ταν προ­τι­μώ­τε­ρο νὰ μὴν εἴ­χα­με γεν­νη­θῆ. Πράγ­μα­τι, για­τί ζοῦ­με; Για­τί ἀ­να­πνέ­ου­με; Για­τί ὑ­πάρ­χου­με ἐ­ὰν δὲν ἐ­πι­τύ­χου­με τὴν θέ­α ἐ­κεί­νη; Ἐ­ὰν κα­νεὶς δὲν μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψη τό­τε νὰ ἰ­δοῦ­με τὸν Δε­σπό­τη μας; δι­ό­τι ἐ­ὰν αὐ­τοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν βλέ­πουν τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς, ὑ­φί­σταν­ται ζω­ὴ πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­κρὴ ἀ­πὸ κά­θε θά­να­το, τί εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ πά­θουν ὅ­σοι θὰ στε­ρη­θοῦν ἐ­κεῖ­νο τὸ φῶς;

      Δι­ό­τι ἐ­δῶ μὲν σ᾿ αὐ­τὸ μό­νο ἔγ­κει­ται ἡ ζη­μιά, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ δὲν στα­μα­τᾶ σ᾿ αὐ­τὸ μό­νο μο­λο­νό­τι καὶ ἂν ἀ­κό­μη ἦ­ταν αὐ­τὸ μό­νο τὸ κα­κό, πά­λι δὲν θὰ ἦ­ταν ἴ­δια ἡ τι­μω­ρί­α, ἀλ­λὰ θὰ ἦ­ταν τό­σο χει­ρό­τε­ρη, ὅ­σο ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος εἶ­ναι ὁ ἥ­λιος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πὸ αὐ­τόν. Ἀλ­λὰ τώ­ρα πρέ­πει νὰ πε­ρι­μέ­νου­με καὶ ἄλ­λη τι­μω­ρί­α. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ δὲν βλέ­πει ἐ­κεῖ­νο τὸ φῶς, δὲν θὰ ὁ­δη­γη­θῆ μό­νο στὸ σκό­τος, ἀλ­λὰ καὶ θὰ καί­γε­ται αἰ­ω­νί­ως καὶ θὰ λυ­ώ­νη καὶ θὰ τρί­ζη τὰ δόν­τια καὶ θὰ πά­θη, μύ­ρια ἄλ­λα κα­κά.

      Ἂς μὴ πα­ρα­βλέ­ψου­με λοι­πὸν τοὺς ἑ­αυ­τούς μας, ἀ­φή­νον­τάς τους νὰ πέ­σουν στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση μὲ τὴν σύν­το­μη αὐ­τὴ ὀ­λι­γω­ρί­α καὶ ἄ­νε­ση, ἀλ­λὰ ἂς ἀ­γρυ­πνοῦ­με, ἂς εἴ­με­θα νη­φά­λιοι, ἂς κά­νου­με τὰ πάν­τα καὶ ἂς ἀ­γω­νι­σθοῦ­με, γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πό­λαυ­ση καὶ νὰ μεί­νου­με μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ τὸν πο­τα­μὸ τοῦ πυ­ρὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος κυ­λᾶ μὲ με­γά­λη ὁρ­μή, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ φρι­κτὸ Βῆ­μα. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πέ­ση μί­α φο­ρὰ ἐ­κεῖ, θὰ μεί­νη διὰ παν­τὸς καὶ δὲν θὰ ἐξαι­ρε­θῆ κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν κό­λα­ση, οὔ­τε πα­τέ­ρας, οὔ­τε μη­τέ­ρα, οὔ­τε ἀ­δελ­φός. Καὶ αὐ­τὰ τὰ φω­νά­ζουν οἱ ἴ­διοι οἱ Προ­φῆ­τες, ἄλ­λος μὲν λέ­γον­τας: «Ἀ­δελ­φὸς οὐ λυ­τροῦ­ται, λυ­τρώ­σε­ται ἄν­θρω­πος;»[32]. Ὁ δὲ Ἰ­ε­ζε­κι­ὴλ λέ­γει καὶ κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τό: «Ἐ­ὰν στό Νῶ­ε καὶ Ἰ­ὼβ καὶ Δα­νι­ὴλ, (σὲ προ­σευ­χὴ), τοὺς υἱ­οὺς αὐ­τῶν καὶ τὰς θυ­γα­τέ­ρας οὐ μή, ἐ­ξέ­λων­ται»[33].

      Δι­ό­τι μί­α μό­νο προ­στα­σί­α ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ, ἡ προ­στα­σί­α τῶν ἔρ­γων, καὶ ὅ­ποι­ος στε­ρεῖ­ται αὐ­τήν, δὲν ὑ­πάρ­χει δυ­να­τό­της νὰ σω­θῆ μὲ ἄλ­λο τρό­πο.

      Ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι λοι­πὸν καὶ πε­ρι­στρέ­φον­τας δια­ρκῶς αὐ­τὰ στὸν νοῦ μας, ἂς κα­θα­ρί­σου­με τὸν βί­ο μας καὶ ἂς τὸν κά­νου­με λαμ­πρὸ εἰς τρό­πον ὥ­στε μὲ θάρ­ρος νὰ ἰ­δοῦ­με τὸν Κύ­ριο καὶ νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ μᾶς ὑ­πε­σχέ­θη, «Χά­ρι­τι καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι᾿ οὐ καὶ με­θ᾿ οὐ τῷ Πα­τρὶ δό­ξα ἅ­μα τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν».



1. Ἰω­άν. η΄ 56.

2. Μτθ. Κβ΄ 43-44.

3. Πράξ. γ΄ 24.

4. Ἰω. Ιζ΄ 25.

5. Λουκ. ι­στ΄ 13.

6. Ψαλμ. 17, 45-46.

7. Ἡσ. 52, 15.

8. Ἡσ. 66, 1.

9. Ρωμ. 11, 7.

10. Ρωμ. 9, 30.

11. Ρωμ. 10, 3.

12. Ρωμ. 9, 30-32.

13. Ματθ. 20, 13-14.

14. Ρωμ. 3, 23-24.

15. Ρωμ. 2, 12.

16. Ἡσ. 52, 5 καί Ρωμ. 2, 24.

17. Ματθ. 21, 39.

18. Ἐν­νο­εῖ τό γε­γο­νός, ὅ­τι οἱ ί­δι­κοί του δέν τόν δέ­χθη­καν.

19. Ἰ­ω­άν. 3, 19.

20. Ἰ­ω­άνν. 15, 25.

21. Ἰ­ω­άνν. 15, 24.

22. Ἰ­ω­άνν. 3, 20.

23. Ἰω­άνν. 5, 44.

24. Ἀμώς 9, 11.

25. Ἐξ. 34, 29-35.

26. Δ΄ Βασ. 2, 11.

27. Αὐτό­θι.

28. Ἰω. 21, 25.

29. Ἰω. 1, 14.

30. Ἰω. 17, 24.

31. Ἡσ. 26, 10.

32. Ψαλμ. 48, 8.

33. Ἱεζ. 14, 14 καί 16.