ΤΟ ΡΑΣΟ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΝΕΙΑ

KONTOGLOY

ΤΟ ΡΑΣΟ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΝΕΙΑ

Φώτης Κόντογλου

 

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

 

Πολλὰ ἔχουν γραφῇ γιὰ τὰ ράσα καὶ τὰ γένια τῶν κληρικῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ χωνεύουνε, εἶναι κάποιοι ποὺ θέλουνε νὰ φαίνουνται ἐλεύθεροι καὶ νεωτεριστικὰ πνεύματα. Ατο λοι εναι πάντα «πρακτικο» θρωποι, πο κρίνουνε τ τς θρησκείας μ τ πρακτικ κα πεζ μυαλό τους, ν χριστιανικ θρησκεία δν χει καμι σχέση μ τ πρακτικ μυαλά, γιατ εναι βαθύτερη ποίηση, βυσσο τς ποίησης. Ἡ κακοδαιμονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει τὴν αἰτία της, κατὰ τὴν γνώμη μου, στὸ ὅτι λείψανε ἀπ᾿ αὐτὴν οἱ ποιητικὲς ψυχές, μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς ποίησης, καὶ γέμισε ἀπὸ «πρακτικούς ἀνθρώπους”, ἤγουν ἀπὸ ξεραΐλα καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ν βάλ κανες μ τν νο του κα ν᾿ πορήσ τί σχέση χουν ατο ο «θετικο κα πρακτικο» νθρωποι, ο λεγόμενοι φρόνιμοι κα ξυπνοι, μ τν Χριστό, πο επε τ παρακάτω λόγια: Ἂν δὲν γυρίσετε πίσω καὶ γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπεῖτε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.- μὴν φροντίζετε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ τί ροῦχο θὰ φορέσετε.- Ἐγὼ σᾶς λέγω μὴν ἀντισταθεῖτε στὸν πονηρό, ἀλλὰ ὅποιος σὲ χτυπήσει ἀπὸ τὸ δεξὶ μάγουλό σου, στρέψε καὶ τ᾿ ἄλλο.- Μακάριοι ὅσοι καταδιώκονται γιὰ μένα. – Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας.- Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἀπάνω στὴ γῆ.- Ἐμπᾶτε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, γιατὶ εἶναι στενὸς καὶ θλιμμένος, ὁ δρόμος ποὺ πηγαίνει στὴ ζωή, κ᾿ εἶναι λίγοι ποὺ τὸν βρίσκουνε.- Ἀφῆστε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς πεθαμένους τους.- Δὲν ἦλθα νὰ φέρω εἰρήνη ἀλλὰ μάχαιρα.- Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παίρνεται μὲ τὴ βία κ᾿ οἱ βιαστὲς τὴν ἀρπάζουνε».

Ποιὰ σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουνε αὐτὰ τὰ πράγματα κι᾿ ἄλλα πολλὰ ποῦ εἶπε ὁ Χριστός, μὲ τὸ πρακτικὸ μυαλό;

Τ πρακτικ μυαλ κοιτάζει ποι εναι τ συμφέρον κα τ φέλιμο γι τν λικ ζω κα γι τν σφάλειά της· δ μπορε ν πετάξει λεύθερο κε πο τ καλε Χριστός. Μιὰ θρησκεία ποὺ παραγγέλνει κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ὁλότελα ἀνάποδα ἀπὸ ὅ,τι νοιώθει τὸ πρακτικὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ πρακτικοὺς ἀνθρώπους; Πς ν παραδεχθ πρακτικς νθρωπος πς δν φελεται σ τίποτα ν κερδίσ τν κόσμον λον; Πῶς, αὐτὸς ὁ θετικὸς ἄνθρωπος νὰ θυσιάσει ὅλα τὰ χεροπιαστὰ τούτου τοῦ κόσμου, κυνηγώντας τοὺς ἴσκιους τῆς μέλλουσας ζωῆς; «Οἱ βιαστὲς ἁρπάζουνε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἶναι βιαστὴς ὁ πρακτικὸς ἄνθρωπος, ποὺ τὰ μετρὰ ὅλα καὶ δὲν ριψοκινδυνεύει ποτέ; Πρακτικοὶ ἤτανε οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ρωμαῖοι, ὁ ἴδιος ὁ Ἰούδας, ποὺ φρόντιζε τόσο πολὺ γιὰ τὸ γλωσσοκόμο. πρακτικς νθρωπος δ μπορε ν μν εναι καχύποπτος, πονηρός, κι᾿ Χριστς επε στος ουδαίους: «Πς μπορετε ν μιλτε γαθά, φο εστε πονηροί»; Ἡ Σαμαρείτιδα δὲ καταλάβαινε τί τῆς ἔλεγε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ τὸ μυαλό της ἤτανε πρακτικό, καὶ σὲ καιρὸ ποὺ τῆς μιλοῦσε γιὰ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον», αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φυσικὸ νερό, «γιὰ νὰ μὴ διψᾷ, καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ πηγάδι νὰ τ᾿ ἀνεβάζῃ μὲ τὸν κουβᾶ», «ἵνα μὴ διψῶ, μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».

Πρακτικοὶ ἤτανε οἱ Ἑβραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κολλημένοι στὸ ἐπίγειο συμφέρον, καὶ γι᾿ αὐτό, ὅσα τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, τὶς «επαγγελίες», τὶς καταλαβαίνανε γιὰ ὑλικές με τὸ ὑλικὸ φρόνημά τους…

Λοιπόν, ο πρακτικο νθρωποι, πο εναι κα μικρολόγοι, τ ζητήματα τς θρησκείας τ βλέπουνε κα τ κρίνουνε μ τν φελιμιστικν τρόπο πο δουλεύει τ μυαλό τους. Ατο εναι πο γαπνε τς καινοτομίες στ λατρεία κα σ λα τ κκλησιαστικ πράγματα. Ατο θέλουνε τ συντόμεψη τν κολουθιν, ατο δείχνουνε περβολικ φροντίδα γι τ ναπαυτικ καθίσματα το ναο, γι τν ξωτερικ τάξη κα καθαριότητα, γι τν συγχρονισμ τς λατρείας μ ερωπαϊκ μουσική, μ φυσικ σαρκικ εκονογράφηση, μ τν λλαγ το κάθε τί πο βαστ π τν παράδοση, μ τν κατάργηση τελετουργικν διατάξεων, κα τέλος, μ τν λλαγ τς ξωτερικς μορφς τν κληρικν: Κατὰ τὴν γνώμη τους τὸ ράσο πρέπει νὰ καταργηθῇ, κι᾿ ὁ παπὰς νὰ φορᾷ πανταλόνι καὶ σακκάκι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνδρες, πρέπει οἱ ἱερεῖς νὰ κόψουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια τους, νὰ ξουρίσουνε τὸ μουστάκι τους, «για νὰ εἶναι καθαροί». Βλέπετε πὼς οἱ πρακτικοὶ ἄνθρωποι προσέχουνε πολύ, ὅπως εἶπα καὶ πρίν, «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Λοιπόν, μ τς σοφς κα βαθυστόχαστες ποδείξεις τους δν θ εναι παραμελημένοι κα λερο σν τν γιο Γιάννη, σν τν γιο ντώνιο, σν τν γιο Χρυσόστομο, σν τν γιο Κοσμ τν Ατωλ μ τν γιδότριχα, λλ θ κάνουνε ταχτικ τ μπάνιο τους, θ συχνοξουρίζονται, κα θ μοσκοβολονε, πως λοι ο σημερινο πολιτισμένοι, κόμα κ᾿ ο γκάγκστερς, ο μεγάλοι πατενες, ο νθρωποι τν πάρτυ, τν πποδρομίων, τν πλάζ, κλπ.

Ἔγραψα πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν περιβολὴ τῶν ἱερωμένων καὶ γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τους, ἀπ᾿ ἀφορμὴ κάποιων «πρακτικῶν» νεωτεριστῶν ποὺ κόπτονται γιὰ «την ἀναχρονιστικὴ καὶ βάρβαρη ἀμφίεσή τους καὶ γιὰ τὴν ἀσχήμια (πόση εὐαισθησία καὶ καιλαισθησία!) τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενιῶν των». Δὲν θὰ ξαναγράψω ὅσα ἔγραψα ἄλλη φορά, περασπίζοντας τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῶν κληρικῶν μας ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς παράδοσης.

Τοτο μονάχα θ π τώρα σχετικ μ τν παράδοση στ ντύσιμο το κλήρου μας: ς φαντασθ ποιος θέλει, ν μπορ ν σταθ πι τίποτε λληνικό, π τ μέρα πο θ μφανισθ παπς στ χωρι μ σακκάκι κα μ πανταλόνι, μ γραβάτα κα μ ρεπούμπλικα, ξουρισμένος κα μαδημένος, πως εναι μερικο πο ρχουνται π τ ξωτερικό, κα ηδιάζει κανένας ν βλέπη ξουρισμένους σβέρκους, μάγουλα σν καθαρισμένα αγά, προγούλια, κφραση τραπεζίτη περατρ το κινηματογράφου, χειρονομίες κα φωνς τς πιάτσας, κλπ.

Σήμερα θὰ πῶ λίγα λόγια μονάχα γιὰ τὸ ράσο καὶ γιὰ τὰ γένεια, «ἀπὸ αἰσθητικῆς ἀπόψεως», ὅπως λένε κ᾿ οἱ αἰσθητικοί, ἐπειδὴ οἱ νεωτεριστὲς ποὺ φωνάζουνε πῶς πρέπει νὰ καταργηθοῦνε, λένε πῶς ἀηδιάζουνε ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τοῦ ράσου καὶ τῶν γενείων, καὶ πὼς ὅσα λένε τὰ λένε ἐν ὀνόματι «τῆς καλαισθησίας».

Κα πρτα – πρτα ποι εναι καλαισθησία στ θρησκευτικ κα κκλησιαστικ πράγματα; Σ᾿ ατ δν πάρχει «καλαισθησία» κατ τ γοστα το κόσμου, λλ εναι καλ κα μορφο ,τι εναι επρεπς κα σεμνό, ,τι εναι πρέπον στ πνευματικ ξίωμα το ερέως. Ὅπως ἡ μορφὴ ποὺ ἔχουνε τόσα ἀντικείμενα εἶναι σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησία, κτίρια, εἰκόνες, ψαλμός, σκεύη, βιβλία, ἄμφια, ποὺ εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἀνεβάζουν τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ στὸν πνευματικὸ κόσμο, σὰν νὰ εἶναι σύμβολα ἱερὰ καὶ ὑπομνήματα στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἀναγωγικὰ» ἀπὸ τὸν ὑλικὸ και φθαρτὸ κόσμο στὸν πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἔτσι καὶ ἡ ἀμφίεση κ᾿ ἡ ὄψη τῶν κληρικῶν, πρέπει νὰ δείχνῃ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμά τους. π τος ρχαίους πο ζοσαν πρ Χριστο, ο ερες, ο μάντεις, ο πυθίες, εχανε διαίτερη στολ κ᾿ ο ντρες εχανε κα γένεια κα μαλλιά, στε ν δυναμών μ τ μορφ κα τ πνευματικ πιβάλλον τους. Οἱ Ἕλληνες ποὺ ἐκτιμήσανε τὴ μορφὴ μέχρι λατρείας, δίνανε μεγάλη προσοχὴ σ᾿ αὐτὰ ποὺ τὰ νομίζουνε «ἄνευ σημασίας καὶ πάρεργα» οἱ εὐρύνοες καὶ ἐλευθερόφρονες πρακτικοὶ χριστιανοὶ μὲ τὸ θετικὸ μυαλό τους. Τουλάχιστον δν φαντάζονται πς κ᾿ να λιοντάρι στ φυσική του κατάστασή του, πο τ στόλισε Θες μ τ μεγαλοπρέπεια τς χαίτης του, θ γίνη σν να ψωρόσκυλο, ν τ κουρέψουνε; Μήτε ἕνα τόσο πρακτικὸ πράγμα δὲν βάζουνε στὸν νοῦ τους αὐτοὶ οἱ «πρακτικοὶ» κύριοι; Μὰ τέτοια κεφάλια δὲν γεμίζουνε μήτε μὲ χίλια πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ κανένας ἀπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα.

Ἀλλὰ ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, ἂς πάρουμε τὸ πράγμα κι᾿ ἀπὸ τὴ μεριὰ «τῆς καλαισθησίας», γιατὶ τώρα τελευταῖα οἱ πρακτικοὶ νεωτεριστὲς γυρίσανε τὸ τραγούδι τοῦ ράσου καὶ τῶν γενειῶν στὴν αἰσθητική, ἴσως ἐπειδὴ ἡ ἐποχή μας ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ἀκαλαίσθητη, δίνει μεγάλη σημασία στὴν «αἰσθητικὴ» καὶ στὸ «καλὸ γοῦστο».

Θά ῾θελα νὰ γράψω ἕνα φυλλάδιο ὁλόκληρο ποὺ νἄχῃ γιὰ τίτλο «Η ἀκαλαισθησία ὁμιλοῦσα περὶ αἰσθητκῆς». Νὰ τὸ γράψω μάλιστα στὴν καθαρεύουσα, ὥστε νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ κείνους ποὺ μοῦ δώσανε ἀφορμὴ γιὰ νὰ γράψω.

Λοιπόν, ποιο εναι ατο πο ποτροπιάζονται τ ράσο κα τος γενειοφόρους ερες, στνομα τς καλαισθησίας; πάντηση; Κατ κανόνα εναι ο πι καλαίσθητοι, ο νθρωποι το «κακο γούστου», πο δν χουνε καμία σχέση μ τν τέχνη, κα μήτε κν μ τ συνηθισμένη καλαισθησία. Μπῆτε στὰ σπίτια τους καὶ στὰ γραφεῖα τους καὶ θὰ φρίξετε. Ἀρχιτεκτονική, ἔπιπλα, εἰκόνες, βιβλία, βάζα, πολύφωτα, ὅλα σε σπρώχνουνε νὰ βγῇς ἔξω. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σοῦ κάνῃ τὴ μεγαλύτερη ἐντύπωση, εἶναι κανένα ἐλεεινὸ κάντρο μὲ ἐλεεινότερη κορνίζα, κρεμασμένο ἀπάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο ἢ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ποὺ θὰ παριστάνῃ κενέναν «γλυκὺν Ἰησοῦν» γεμάτον ζαχαρίνη, μ᾿ ἐκεῖνο τὸ μειδίαμα ποὺ παραγγέλνουν οἱ φωτογράφοι στοὺς πελάτες μπροστὰ στὸ φακό, μὲ ρεφλεδάκια στὸ πρόσωπο, μὲ μαλλιὰ ποὺ ἔχουνε γίνει μποῦκλες στὸ κομμωτήριο, μὲ κινηματογραφικὲς χειρονομίες κλπ.

ποτε τυχαίνει ν συναπαντήσω κανέναν παπ, κα πρ πάντων ν τύχ ν εναι εμορφάνθρωπος, στέκουμαι κα τν θαυμάζω γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του, γιὰ τὸ ἐπιβάλλον καὶ μαζὶ γιὰ τὴν σεμνότητα ποὺ ἔχει ἡ ὄψη του, καὶ γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχει τὸ παρουσιαστικὸ καὶ ἡ ἀμφίεσή του. Ἱερὸ πρόσωπο! Ἀλλὰ καὶ τί γραφικότητα ἔχει ὅλο τὸ παράστημά του. Εμαι ζωγράφος, τ μάτι μου εναι κονισμένο στ τί εναι γενικ τ μορφο, κι᾿ χι μοναχ δν βρίσκω κανένα ψεγάδι πάνω του, λλ κα τν θαυμάζω. Κα ν συλλογίζεσαι πς πάρχουν κάποιοι λληνες, κα θεολόγοι μάλιστα, πο ξυνίζουνε τ μοτρα τους, πο τν βρίσκουνε «ντιαισθητικόν»! Ἀντιαισθητικὸν βρίσκουνε τὸν Ὅμηρο, τὸν μάντη Τειρεσία, τὸν Μέντορα, τὸν Ἀχιλλέα μὲ τὰ μαῦρα στριφτὰ γένια, τὸν Θεμιστοκλῆ, τὸν ἅγιο Βασίλειο, τὸν ἅγιο Λουκιανὸ ποὺ τὸν εἶδε καὶ τἄχασε ὁ σκληρὸς Διοκλητιανός, τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Παλαιολόγο, τὸν Θανάση Διάκο, τὸν Παπαφλέσσα, τὸν Ἡσαΐα Σαλώνων, τέλος βρίσκουνε ἄσχημο τὸν πνευματικὸ λέοντα μὲ τὴν φυσικὴ χαίτη του, καὶ ἔχουνε γιὰ ὄμορφον ἐκεῖνον τὸν μαδημένον, ποὺ εἶναι σὰν τὸ κριάρι ποὺ τὸ κουρέψανε καὶ γίνηκε ἀγνώριστο, μὲ τὰ στραβὰ ποδάρια του, μὲ τὸ λαιμὸ τῆς γαλοπούλας καὶ μὲ τὸ κωμικὸ μούσι! Μὴ χειρότερα! Ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ξιπασιὰ γιὰ νὰ φανῆ εὐρωπαϊσμένος! Ἐμεῖς ποὺ κάτι γομᾶμε ἀπὸ τέχνη, νοιώθουμε αὐτὰ τὰ αἰσθήματα, κ᾿ οἱ ἀπελέκητοι καὶ κακόγουστοι «ἀχαλοῦν γιὰ τὴν ἄκομψον καὶ βάρβαρον ἐμφάνισιν τῶν κληρικῶν»! Ποιοί; κενοι πο τ μάτι τους θέλει ν βλέπει τριμμένα κι᾿ νέκφραστα σχήματα.

Ἀλλὰ καὶ κακοφτιαγμένος νὰ εἶναι ὁ παπάς, μὲ τὸ ντύσιμό του παρουσιάζεται εὐπρεπισμένος, παρὰ ἂν φοροῦσε σακκάκια καὶ πανταλόνια: μὲ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιὰ κρύβονται οἱ ἀσχήμιες τοῦ κεφαλιοῦ, τὰ προγούλια, οἱ σβέρκοι, τὰ πλατειὰ χείλια, τὰ παχειὰ μάγουλα. Βάλε καὶ τὸ καλυμαύχι, ποὺ εἶναι ἕνα θαυμάσιο κάλυμμα, καὶ ποὺ γίνεται πιὸ θαυμάσιο με τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο. Τ κουσούρια (λαττώματα) πάλι πο χει τυχν τ σμα νς κληρικο κρύβουνται κα μετασχηματίζονται π τ ράσα, ο κοιλιές, τ στραβ πόδια, τ μακρυ χέρια, καμπούρα, κ.ο.κ. Ὅλα ντύνουνται μὲ εὐπρέπεια καὶ πνευματικὴ ἀρχοντιά, μπροστὰ στὰ στενὰ καὶ στὰ μεσάτα των καθολικῶν, τὰ κλὸς καὶ τὰ μοδιστράδικα πλισσέ. Ο παπάδες μας εναι σν πνευματικο ρχοντες. Δόξα σοι Θες πο βλέπουμε κόμα τέτοιες βιβλικς μορφς στν αώνα τς μονοτονίας, τς νέκφραστης μοιομορφίας κα τς ντιπνευματικς πεζότητας! Ὡστόσο, κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν χωνεύουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ ράσα, μιλοῦμε συχνὰ μὲ γεροντοκοριτσίστικη ἔκσταση γιὰ κάποιες «βιβλικές μορφές». Θέλεις μῆλον ἔπαρε, θέλεις κυδώνι λάβε, ποὺ λέγει καὶ ἡ παροιμία.

Τ πόσο στολίζουν τ γένεια να ερ πρόσωπο κα το δίνουνε επρέπεια κα πνευματικ ξίωμα, τ δείχνει νάμεσα σ λλα κα τ γαλμα το Μωϋσ π τν Μιχαλ γγελο. (Τ γράφω ατ γι τος δυτικόπληκτους). Ἐνῶ κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ὁ Μωϋσῆς παριστάνεται σπανὸς μὲ λίγες ἀραιὲς τρίχες στὸ πηγούνι, ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος. δηλ. ἕνας τεχνίτης κατόλικος, ποὺ ἔβλεπε γύρω τοὺς ξουρισμένους κληρικούς, τὸν ἔκανε μὲ μακρυὰ καὶ μπλεγμένα γένεια καὶ μὲ πολλὰ σγουρὰ μαλλιά, γιὰ νὰ δώσῃ χαρακτήρα ὑπερανθρώπου καὶ ἱερατικόν, ὅπως στὸν Σαβαώθ, στοὺς Πατριάρχες καὶ στ᾿ ἄλλα σεβάσμια πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Κάποιος γνωστός μου κληρικὸς ποὺ ταξίδεψε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Συρία καὶ στὸ Λίβανο, μοῦ ῾λεγε πῶς τοῦ εἶπε ἕνας ἀρχιμανδρίτης Σῦρος πὼς βασιλις τς ορδανίας βδουλλάχ, λεγε στν μακαρίτη Πατριάρχη ντιοχείας: «σες ο ρθόδοξοι χετε στ παρουσιαστικό σας κάποιο πράγμα πο μς κάνει, μς τος μουσουλμάνους, ν νοιώθουμε σεβασμό. ν κενοι ο φραγκοπαπάδες μς φαίνουνται σν πράκτορες πόπτων ποθέσεων». Ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἱερεῖς μας ποὺ πήγανε σὲ ξένες χῶρες χριστιανικὲς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, μὲ τὰ ράσα καὶ τὰ γένεια, ὅπως κάνουνε ὁ Ρῶσοι, ἤτανε σεβάσμιοι γιὰ τοὺς ντόπιους, ἐνῶ στοὺς κουρεμένους φραγκοφορεμένους δικούς μας δὲν δείχνανε κανένα σεβασμὸ σὰν σὲ θρησκευτικοὺς ἀνθρώπους. Πολλο ξένοι μο τ τονίσανε ατό, κα γι᾿ ατ κκλησία μας πο στέλνει στς παροικίες παπάδες, χει ξεπέσει στν συνείδηση τν ξένων. ξ λλου, τ κοστούμι κ᾿ γραβάτα χει μεγάλη πίδραση στ θος τν κληρικν μας πο τ φορνε..

Ἕνας εὐλαβὴς ἱερεύς, γνωστός μου, μοῦ ἔλεγε πὼς ὅταν τὸ βράδυ βγάλῃ τὰ ράσα γιὰ νὰ κοιμηθῇ, δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, καὶ θαρρεῖ πῶς ἡ θεία χάρη ποὺ νοιώθει ὅταν τὰ φορῇ, φεύγει ἀπὸ πάνω του.

πως ξιωματικς στυνόμος πο πηρετε τν πίγεια ξουσία, φορε τ στολή του γι ν γνωρίζεται, τσι κι᾿ ερωμένος, κα πολ περισσότερο, γιατ πηρετε τν οράνια ξουσία πρέπει ν φορε τν στολή του, κι᾿ χι ν ντρέπεται, πως κάνουνε κενοι πο δν θέλουν τ ράσο. Ἂν βγάζανε τὴν ἱερατικὴ περιβολή τους οἱ παπάδες καὶ βάζανε πολιτικά, θὰ βλέπανε τί περίπαιγμα θὰ παθαίνανε ἀπὸ τοὺς ἄθρησκους, προπάντων στὴν ἐπαρχία. Γιατὶ τὸ ράσο εἶναι ἀσπίδα.

Γιὰ τοῦτο, πῶς ἀλλοίμονο ἂν παρουσιασθῇ ὁ παπὰς στὸ χωριὸ μὲ πανταλόνια καὶ μὲ γραβάτα, καὶ τὸ καλοκαίρι μὲ κοντὰ μανίκια! Ὢ τί δυστυχία! Ὢ διάλυση τῶν πάντων! Τί Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ σταθῇ πιά; Ὅλα θὰ διαλυθοῦνε. παπς στ χωρι εναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικ κα θνικό, ς εναι κα γράμματος, πι πελέκητος. Τ ράσο θυμίζει στν λα τν στορία του, τς θυσίες του, τος πόνους του, τς χαρές του, κα γι᾿ ατ τ ράσο τν ζεσταίνει, το δίνει φρόνημα, πίστη, πεποίθηση, μπιστοσύνη κι᾿ γάπη στ φυλή του. Αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ καταργήσουνε τὸ ράσο καὶ νὰ μοντερνίσουνε τὴν ἀρχαία ὄψη τοῦ παπᾶ, συλλογιστήκανε καλὰ τί ζητᾶνε; Ἂς ρωτήσουν τοὺς ξενητεμένους Ἕλληνες τί χαρὰ καὶ τί κατάνυξη νοιώθουν ὅταν ἀντικρύσουν, στὶς χῶρες ποὺ ζοῦν, κάποιον ἱερέα μας μὲ γένεια καὶ μὲ ράσο. Εἶδα κάπου νὰ γράφει ἕνας διάκος εὐσεβὴς ὅτι σὲ ἕνα γράμμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἕναν γνωστό του νέον, ἀλλὰ ἔγγαμον ἱερέα, ποὺ ὑπηρετεῖ στὴν Τασμανία τῆς Αὐστραλίας, ἔγραφε τὰ παρακάτω λόγια: «τ εχάριστο εναι τι κατώρθωσα ν διατηρ τ ράσα κα τ γένειά μου, κα οτω πολαμβάνω σεβασμο κα πολλς κτιμήσεως π τος μογενες της Τασμανίας».

Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε γιὰ λίγο ἀκόμα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ χωνέψουνε τὸ ράσο καὶ τὰ γένεια τῶν ἱερέων ἀπὸ τὴ μεγάλη «αἰσθητική» καλλιέργεια ποὺ ἔχουνε.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ εἶναι τώρα μακαρίτης κ᾿ ἤτανε τότε ποὺ ζοῦσε καθηγητὴς σπουδαῖος της Θεολογίας, μὲ προσκάλεσε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ μοῦ δείξῃ τὰ «καλλιτεχνήματα» ποὺ εἶχε… Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ νὰ φύγω ἀπὸ κεῖ μέσα καὶ σὰν βγῆκα, ἔκανα τὸν σταυρό μου, ἀνασαίνοντας βαθειά, καὶ εὐχαρίστησα τὸν Κύριο ποὺ δὲν μὲ ἀξίωσε νὰ γίνω σοφὸς καθηγητής. Λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ἐκεῖνος ὁ ψυχικὸς ξέρακας ποὺ περνοῦσε γιὰ σοφός, δὲν χώνευε μήτε τὰ ράσα, μήτε τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία, μήτε «την βάρβαρον βυζαντινὴν μουσικήν, ἠνάλωσε δὲ τὰς δυνάμεις αὐτοῦ μέχρι τοῦ θανάτου του, μοχθήσας διὰ τὴν συγχρόνισιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν τεχνῶν»! Θεὸς συχωρέστον.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα