Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ Δρ Θ., Μ.Φ. Σχολικοῦ συμβούλου θεολόγων- Πειραιῶς, Δ΄ Ἀθηνῶν, Κυκλάδων
Συμπληρώνονται ἐφέτος ἑκατὸ ἔτη ἀπὸ τὴ γέννηση ἑνὸς μεγάλου Ἕλληνα, τοῦ Ἄγγελου Φουριώτη [1]. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα στὶς 25/9/1914 [2] ἀπὸ Κορίνθιο πατέρα, τὸν Δημήτριο Φουριώτη, καὶ Συριανὴ μητέρα, τὴν Καλλιόπη Παπαποστόλου· ὑπῆρξε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιά τους. Σταδιοδρόμησε (1940-1970) στὸ Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ὅπου χωρὶς κανένα πλάγιο μέσον, παρὰ μόνον μὲ τὶς σπουδές, τὴν ἐργασία καὶ τὴν τιμιότητά του ἔφθασε καὶ στὸν βαθμὸ τοῦ διευθυντῆ Β΄. Τὴ θέση αὐτὴ δὲν τὴ χρησιμοποίησε ὡς ἐφαλτήριο γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἄλλα ὀφέλη καὶ ζοῦσε κυριολεκτικὰ μόνο ἀπὸ τὸν μισθό του. Μολονότι δὲν τὸ διατυμπάνιζε, γνωρίζουμε ὅτι ἦταν ὑπερήφανος ἐπειδὴ ἔφθασε νὰ προΐσταται ἐπάξια τῆς διευθύνσεως γραμμάτων καὶ τεχνῶν, τῆς ὁποίας πρῶτος προϊστάμενος ὑπῆρξε ὁ μεγάλος μας ποιητὴς Γεώργιος Δροσίνης [3] . Ἀπεβίωσε στὴ Νέα Φιλαδέλφεια στὶς 20/3/1999, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ἐπὶ μισὸν αἰῶνα συζύγου του Ἀλκμήνης-Ἀθηνᾶς Κολάση (1919- 1996).
Ὁ Ἄγγελος Φουριώτης ὡς κριτικὸς βιβλίου, ὄχι μόνον λογοτεχνικοῦ ἀλλὰ καὶ ἱστορικοῦ, φιλοσοφικοῦ, φιλολογικοῦ κ.λπ. περιεχομένου, ἄφησε τεράστιο καὶ ἀνεκτίμητο ἔργο, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ἀκόμη συγκεντρωθεῖ πλήρως, οὔτε ἀξιολογηθεῖ ἐπαρκῶς. Δάσκαλό του στὴν κριτικὴ θεωροῦσε τὸν Φῶτο Πολίτη, μολονότι τὸ ὕφος του δὲν θυμίζει διόλου τὸ ἔντονο ὕφος ἐκείνου. Τὰ κριτικά του σημειώματα βρίσκονται σὲ διάφορα ἔντυπα καὶ χρονολογικῶς ἐκτείνονται ἀπὸ τὸ 1959 μέχρι καὶ τὸ 1999 καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις». Ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες μὲ τὶς ὁποῖες συνεργαζόταν, ποτὲ δὲν ἔλαβε κανονικὸ μισθό, παρὰ μόνον κάποια πενιχρὰ ὁδοιπορικά, διότι πίστευε πὼς οἱ σοβαρὲς οἰκονομικὲς ἀπολαβὲς θὰ συνεπάγονται μείωση τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου του. Γιὰ τὸ κριτικό του ἔργο ἔχει γραφεῖ ὅτι: «Γενικότερα ὁ Φουριώτης ἐπιχείρησε τὴν παρουσία μιᾶς συνεποῦς κριτικῆς σκέψεως βασισμένης πάνω σ΄ ἕνα κριτικό «πιστεύω», ποὺ θέλει νὰ τὸ κατοχυρώσει ἀπ΄ ὅλες τὶς μεριές. Ἀπέδειξε τὴν παρουσία ἑνὸς εὐρύτατου «γνωστικοῦ» ὁπλισμοῦ, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ μελετητὴς δὲν οἰκοδομεῖ ἐπὶ ἁπλῶν ἐντυπώσεων, ὅπως μερικοὶ παλιότεροι κριτικοί, ἀλλὰ ἔχει γνωρίσει, δηλαδὴ ἔχει ἀναγνωρίσει καλὰ τὸ ἔδαφος ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ. Κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο κατοχυρωμένος ὁ μελετητὴς προχωρεῖ σὲ παρατηρήσεις συχνὰ ὀξύτατες ὅσο καὶ ἀποφασιστικὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ φυσιογνωμία τοῦ νεοελληνικοῦ παρόντος. [4] »
Στὸν χῶρο τῆς πεζογραφίας τὸ βασικό του δημιούργημα ὑπῆρξε τὸ δίτομο ἱστορικό, καὶ κατὰ τὴν προσωπική μου ἄποψη φιλοσοφικό, μυθιστόρημα «Ὀδυσσέα πρώην βασιλέα τῆς Ἰθάκης ἀπομνημονεύματα», ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθῆνα 1972, 1974, ἔργο τὸ ὁποῖο βραβεύθηκε μέ Α΄ κρατικὸ βραβεῖο μυθιστορήματος τὸ 1973. Στὸ ἔργο αὐτὸ δὲν περιορίζεται σὲ πιστὴ παρουσίαση τῆς ὁμηρικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ἐκθέτει ὅλη τὴν προσωπική του φιλοσοφία τῆς ἱστορίας καὶ τῆς πολιτικῆς. Ἔχει παρατηρηθεῖ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἔχει γράψει τὸ μυθιστόρημα αὐτό: «Ἡ ματιὰ ποὺ ρίχνει στὰ πράγματα εἶναι ματιὰ στοχαστῆ πολύπειρου, ἥμερου, συγκρατημένου, ἕτοιμου κάθε στιγμὴ νὰ μάθει καὶ νὰ πεῖ κάτι τὸ καινούργιο. Ἀλλὰ τελικά, ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα αὐτά, τὰ ἥπια, τὰ κλασσικογραμμένα, τὰ περισσότερο ἀνθρώπινα καὶ λιγότερο ἡρωικά. [5] » Ἀρκετὰ μικρὰ διηγήματα ἔχει δημοσιεύσει σὲ διάφορα περιοδικά, ὅπως τὸ περιοδικὸ «Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο» μὲ ἕδρα τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ περιοδικὸ «Φιλολογικὴ Πρωτοχρονιὰ» μὲ ἕδρα τὴν Ἀθῆνα. Δύο βασικά του ἔργα ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας εἶναι: α) «Τὸ μυθιστόρημα (2.100 π.Χ.- 1700 μ.Χ.)», ἐκδ. Δίφρος, Ἀθῆνα 1959. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀποδεικνύει κατ΄ ἀρχὰς ὅτι ναὶ μὲν βρίσκουμε μυθιστόρημα καὶ στὴν ἀρχαία Αἴγυπτο, ἀλλ΄ αὐτὸ ἀναπτύχθηκε κυρίως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα γιὰ νὰ περάσει κατόπιν στὸ μεσαιωνικὸ Βυζάντιο καὶ στὴ μεσαιωνικὴ καὶ νεώτερη δυτικὴ καὶ κατόπιν καὶ ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Ἀναλύει δὲ καὶ κρίνει μὲ ἀξιοθαύμαστη ὀξυδέρκεια, μεθοδικότητα καὶ λεπτομέρεια ὅλη τὴν παραγωγὴ μυθιστορημάτων καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ εἴδους ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ τὸ 1700 μ.Χ. β) «Πνευματικὴ πορεία 1900-1950», ἐκδ. Μαυρίδης, Ἀθῆνα 1952, ὅπου παρουσιάζει καὶ ἀξιολογεῖ τὸ ἔργο τοῦ Θανάση Διομήδη Πετσάλη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴν παραγωγὴ μυθιστορήματος, διηγήματος, νουβέλας κατὰ τὴν πρώτη πεντηκονταετία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα στὴν Ἑλλάδα. Ἐπίσης ἔχει ἀνιχνεύσει τὶς ξενικὲς ἐπιρροὲς στοὺς Ἕλληνες λογοτέχνες τῆς ἐν λόγῳ πε- ντηκονταετίας καὶ ἔχει κρίνει ἀκόμη καὶ τὸ εὔστοχο ἢ ἄστοχο τῆς ἐπὶ τῶν βιβλίων τοῦ Θ. Πετσάλη κριτικῆς. Γιὰ νὰ γράψει τὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ συγγραφέας μελέτησε ὁλόκληρη βιβλιοθήκη, πλὴν ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ ἐρανιστικὸ ἔργο ! Ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτὸ μποροῦμε ἐπίσης νὰ λάβουμε πληροφορίες καὶ γιὰ τὶς ἀρχὲς βάσει τῶν ὁποίων ἔκρινε βιβλία, τί ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς συγγγραφεῖς καὶ ποιά βιβλία θεωροῦσε ἐπιτυχημένα. Ἐντοπίσαμε ἑκατὸ μελέτες του δημοσιευμένες σὲ διάφορα περιοδικὰ καὶ συλλογικὲς ἐκδόσεις, μερικὲς δὲ ὡς εἰσαγωγὲς σὲ μεταφράσεις ἔργων ξένης λογοτεχνίας. Αὐτὲς ἔχουν ἔκταση ἀπὸ πέντε ἕως καὶ ἑξῆντα σελίδες, ξεκινοῦν δὲ ἀπὸ τὸ 1949 καὶ καταλήγουν στὸ 1999, ἔτος ἀποβιώσεως τοῦ συγγραφέα. Ἔχει συγγράψει μελέτες γιὰ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς νέας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας: Διον. Σολωμό, Ἀνδρ. Κάλβο, Ἐμμ. Ροΐδη, Ἀρ. Βαλαωρίτη, Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἀλ. Μωραϊτίδη, Λορ. Μαβίλη, Κ. Καβάφη, Γρ. Ξενόπουλο, Κ. Θεοτόκη, Σωτ. Σκίπη, Κ. Οὐράνη, Ἄ. Τερζάκη, Γ. Χατζίνη, Βασ. Βιτσαξή, Μιχ. Στασινόπουλο, Βασ. Μοσκόβη. Στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας ἔχει δημοσιεύσει τὸ ἔργο «Ἡ Εὔβοια ὡς τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα» (Ἀρχεῖο Εὐβοϊκῶν Μελετῶν τόμ. ΙΕ, ΙΣΤ΄), βιβλίο γραμμένο μὲ πρότυπη ἐπιμέλεια, καὶ τὸ ἀξεπέραστο τετράτομο σύγγραμμα «Κόρινθος», ἐκδ. «Κορινθιακὴ Βιβλιοθήκη», Νίκος Θεοχαρόπουλος, Ἀθῆνα 1972-1975, τὸ ὁποῖο βραβεύθηκε μὲ χρυσὸ μετάλλιο ἀπὸ τὸν Δῆμο Κορίνθου. Ἡ μετάφρασή του τοῦ ἔργου τοῦ William Miller «Ἡ φραγκοκρατία στὴν Ἑλλάδα», ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθῆνα 1960, ἔχει καταστεῖ κλασικὴ καὶ ἀνατυπώθηκε ἐπανειλημμένως. Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλῆ μετάφραση, ἀλλὰ περιλαμβάνει καὶ συμπλήρωση τῶν πηγῶν τοῦ ἔργου, γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο χρησιμοποιεῖται μέχρι καὶ σήμερα ἀπὸ ὅποιον μελετᾶ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ ἐπο- χή. Ἐπισημαίνουμε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ἔχει περιλάβει στὴν ἱστοσελίδα του http:// cds.lib.auth.gr κριτικά του σημειώματα καὶ ἄλλα ἄρθρα του, 1.635 τὸν ἀριθμό. Ἐπίσης τὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων περιέλαβε στὴν ἱστοσελίδα του www. kenef.phil.uoi.gr μελέτες ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας γραμμένες ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ἔχοντας ἐνδελεχῆ γνώση τῆς ἱστορίας καὶ παρατηρῶντας τὴν καθοδικὴ πορεία τοῦ πολιτικοῦ βίου τῆς σύγχρονης Ἑλλάδος φοβόταν, καὶ τὸ ἐξέφραζε συχνά, ὅτι ἡ πορεία αὐτὴ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ καταστροφὴ χειρότερη ἀπὸ τὴ μικρασιατική. Ταυτόχρονα ὅμως δὲν ἔχανε καὶ τὴν ἐλπίδα, τὴν ὁποία στήριζε στὴν ἀνεξάντλητη δημιουργικὴ δύναμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ συμμερισθοῦμε τὴν ἐλπίδα αὐτή, εὐχόμενοι ὁ Ἑλληνισμὸς νὰ ξαναβρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ μάλιστα τὴν πολιτική του ἀρετή. Μὲ ὅλα τὰ ταλέντα τὰ ὁποῖα διέθετε, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε καλύτερη τύχη, καλύτερη ἀναγνώριση σὲ ἄλλη χώρα, σὲ ἄλλη ἤπειρο, ἡ ὁποία γνωρίζει νὰ ἐκτιμᾶ καὶ νὰ ἐπιβραβεύει τὴν ἐργατικότητα, τὴ γνώση, τὴν ἀκεραιότητα χαρακτῆρος. Κι ὅμως προτίμησε νὰ προσφέρει στὴν Ἑλλάδα, στὴν πατρίδα τὴν ὁποίαν ἀγαποῦσε πάνω ἀπ΄ ὅλα. Νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τοὺς μοχλούς, οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουν τὸν ἀφανισμό της. Τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι στιγμῆς δὲν ἔχουν γράψει πολλοὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ἀείμνηστου Ἄγγελου Δ. Φουριώτη πιστεύουμε ὅτι δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σημασία. Λόγῳ τῆς σεμνότητός του ποτὲ δὲν ἐπεζήτησε προβολὴ καὶ διαφήμιση, κρατήθηκε δὲ μακριὰ ἀπὸ τοὺς πάσης φύσεως μηχανισμοὺς κατασκευῆς «πνευματικῶν ἀνθρώπων», γι΄ αὐτὸ καὶ μέχρι στιγμῆς τὸ ἔργο του δὲν ἔχει τύχει τῆς ἀπαραίτητης μελέτης. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε καὶ τὸ γεγονός ὅτι γιὰ παρόμοιους λόγους ὁ Ἀνδρέας Κάλβος εἶχε ξεχασθεῖ τελείως καὶ θὰ παρέμενε γιὰ πολλὰ χρόνια παντελῶς λησμονημένος, ἂν ὁ νεαρὸς τότε Κωστῆς Παλαμᾶς δὲν ἀγόραζε, κατόπιν φορτικῆς ἐπιμονῆς ἑνὸς παλαιοβιβλιοπώλη ἔναντι εὐτελεστάτου ἀντιτίμου, ἕνα σκονισμένο ἀντίτυπο τῶν ὠδῶν του. Τὸ ἀντίτυπο αὐτὸ μελέτησε, θαύμασε τὸν ποιητή, ποὺ τοῦ ἦταν μέχρι τότε ἀπολύτως ἄγνωστος, καὶ ἀπεφάσισε νὰ πραγματοποιήσει διάλεξη στὸν φιλολογικὸ σύλλογο «Παρνασσός». Τὸ τυχαῖο αὐτὸ γεγονὸς ἔβγαλε τὸν μεγάλο Ἀνδρέα Κάλβο ἀπὸ τὴ λήθη [6] .
1. Τὰ ἐπίσημα πιστοποιητικὰ τῆς οἰκογενείας του ἀνέφεραν τὸ ἐπώνυμο ὡς «Φουργιώτης», ὅμως θεωροῦσε ὡς πλέον σωστὴ τὴ μορφὴ «Φουριώτης» καὶ αὐτὴν ἐπέβαλε σὲ ὅλα του τὰ δημοσιεύματα. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν «Εὐάγγελος», ὅμως κράτησε σὲ ὅλα του τὰ δημοσιεύματα τὸ «Ἄγγελος», διότι ἔτσι τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ γονεῖς του καὶ γενικὰ ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία.
2. Σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ ἰδίου πρὸς ἐμέ, αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθὴ χρονολογία γεννήσεώς του καὶ ὄχι τὸ 1916, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ διάφορες ἐγκυ- κλοπαίδειες καὶ λεξικά, οὔτε τὸ 1919, τὸ ὁποῖο ἀναφερόταν στὰ ἐπίσημα πιστοποιητικά του.
3. Βλ. Γιάννης Καιροφύλας, Γεώργιος Δροσίνης, ἐκδ. τοῦ συλλόγου Οἱ φίλοι τοῦ μουσείου Γεωρ- γίου Δροσίνη, Κηφισιὰ 1999, σ. 44, 78.
4. Δημ. Γρ. Τσάκωνα, Ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καὶ πολιτικῆς κοινωνίας, ἔκδ. 2η, τόμ. 8ος, ἐκδ. «Σώφρων», Ἀθῆναι 1992, σ. 69-70.
5. Ἄποψη Ἀ. Καραντώνη, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 69. 6. Βλ. Σπῦρος Μελᾶς, Δάσκαλοι τοῦ γένους, Πνευματικὲς μορφές, ἐκδ. Μπίρης, Ἀθῆναι 1972, σ. 65, 66.