ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ᾿40

Ὅλμοι ντουφέκια καὶ πυροβόλα

Μά ξάφνου ἀκούγεται,

Τί νἄ ᾿ναι αὐτό;

Γαύγισμα, μούγκρισμα γιά οὐρλιαχτό;

Ντουφέκια ρίχνουν, βόλια σφυρίζουν

τ᾿ ἀεροπλάνα τους μᾶς βομβαρδίζουν.

Τά πολυβόλα ἄχαρα πῶς κροταλίζουν

καί τά αὐτόματα λές κακαρίζουν

ὅλμοι βουΐζουν πέφτουν στή γῆ

σκάζουν καί γίνονται σκόνη πηχτή

φωτιά καί σίδερο, λάσπη καί χῶμα

ἕνα, δές, γίνονται – καί ποὔ ᾿σαι ἀκόμα

καπνός σάν σύννεφο πού προσπαθεῖ

κι αὐτός σάν ἄνθρωπος ν᾿ ἀφουγκραστεῖ.

Μά μές στήν κόλαση, ὅπως αὐτή

Ὁ κάθε θόρυβος ποῦ ν᾿ ἀκουστεῖ; 

Ἡ ἀλαζονεία τοῦ δυνατοῦ

θέλει καί πρόσχημα γιά τοῦ φτωχοῦ

τή γῆ ν᾿ ἁρπάξει μά τοῦτος νά! 

μέ μιᾶς ὑψώνεται ΟΧΙ ἀπαντᾶ!

Καί ἡ ἀνεκτίμητη ὑποκρισία

δέν καρτερεύει οὐδεμία στιγμή

μαχαίρι βγάζει, κι ἡ δολερή!,

τήν Πίνδο σφάζει σά νἄ ᾿ναι ἀρνί.

Κι αὐτή σφαδάζοντας πισωπατεῖ

μά ξάφνου δές τηνε! Λές νἄ ᾿ναι αὐτή;

ὁρμᾶ σὰ λέαινα, μάννα σωστή……………

Ὅλο ἀπό σίδερο, ξερνοῦν φωτιά. 

Ὦ! σύ Ἑλλάδα μου τί καρτερᾶς;

Τόν ξένο πὄρχεται, τί τόν κοιτᾶς;

Μήν τόν ἀνέχεσαι δέν εἶναι φίλος

φωτιά καί θάνατο σκορπᾶ ὁ σκύλος.

Θεριά ἀπό σίδερο βογγοῦν στίς πλαγιές

μουγκρίζουν βγάζοντας στριγγλιές κραυγές………

χῶμα καί αἵματα ἀναζυμώνονταν

πώς θέλαν πέρασμα οἱ ἐχθροί καμώνονταν… 

ἀστράφτ᾿ ἡ γῆ, βροντᾶ οὐρανός –ἀπό χαρά λές νἄ ᾿ναι;–

κι ἀπό τά σύγνεφα ψηλά σάν καλιακούδια μαῦρα

πετοῦν τά παλιοσίδερα, ξερνοῦν φωτιά καί λαύρα.

Σάν χείμαρρος ξεχύθηκαν τ᾿ ἅρματα στίς χαράδρες

Καί κουρνιαχτός ὑψώθηκε πηχτός καπνός καί δάδες,

Ἀνάψανε ἑωθινές στοῦ Ἄρη πᾶν θυσία

–ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός! Ξερή ἀνοησία– 

Ἡ δύναμις μετριώτανε τοῦ εἰσβολέα στά ὅπλα

Κι ὁ μαῦρος τότε πίστευε τόν πόλεμο μιά βόλτα… 

Κι αὐτοί οἱ φαντάροι οἱ ἄχαροι πού στέκονται κεῖ πάνου

ἕνας ἐδῶ κι ἕνας ἐκεῖ, σάν τί νά θέ νά κάνουν;

Λές μήπως νά θαυμάσουνε τή φαντασμαγορία

Τάχα νά τούς καλέσανε γιά νἄ ᾿χουν θεωρεία;

Μ᾿ αὐτοί –τρελλοί ᾿ναι;– δές! σαλεύουνε, χυμοῦνε μέ μανία,

Οὔτε τά βόλια νοιάζονται, οὔτε πολυβολία.

Μάννες δέν τούς ἐγέννησαν, ζωή δέν τήν ψηφοῦνε;

Δέν ἔχουνε παιδιά, γονεῖς, συζύγους ν᾿ ἀγαποῦνε;

Τί τρέχουν ἔτσι παλαβοί στοῦ χάρου τήν ἀγκάλη;

Μήπως κι ὑπολογίζουνε σέ δύναμη μεγάλη; 

Ἔχουν κι αὐτοί μιά δύναμη, ὄχι ὑπεροψίας,

μιά δύναμη ἀλλοιώτικια, αὐτήνα τῆς ἀνδρείας…

πέφτουν σηκώνονται ξανά, μπροστά πάντα τραβοῦνε,

καί πίσω δέν κοιτάζουνε, μά πίσω ἀναπολοῦνε,

τά μάτια πού ἀφήσανε, δάκρυα νά κυλᾶνε

καί τώρα μπρός στήν Παναγιά, θερμά παρακαλᾶνε…

Αὐτή εἶν᾿ ὅλη ἡ δύναμη, τά ὅσια τά ἱερά τους

Καί τῶν προγόνων κόκκαλα, αὐτή κληρονομιά τους. 

Μά κάποιοι, δές πού πέσανε, δέ λέν νά σηκωθοῦνε

τήν μάννα γῆς πού φίλησαν, δέ θέ νά χωριστοῦνε.

Σφιχτά–σφιχτ᾿ ἀγκαλιάσανε τό πάτριο τό χῶμα

στερνό φιλί τοῦ δώσανε μέ ματωμένο στόμα

καί πίνουνε γουλιά–γουλιά τ᾿ ἀθάνατο τό πιόμα

καί εὐφραίνονται στόν οὐρανό μέ τό αἰθέριο σῶμα. 

Μά οἱ ἄλλοι δέν λέν νά σταθοῦν, γιά μιά στιγμή νά κάτσουν

παλεύουν μ᾿ ὅλα τά θεριά, κι ὅλα τά βάζουν κάτου.

Πεῖνα καί γύμνια καί βουνά, πορείες, ψεῖρα, πάγος

κι ἀδιάκοπη βροχή φωτιᾶς, λάσπη, νερά καί χιόνια.

Δίχως θροφή, δίχως νερό, δίχως τά ἀναγκαῖα

χωρίς κἄν νἄχουν ἄρβυλα στερά γιά τά ποδάρια

κι ὅμως! συνέχεια πολεμοῦν, αὐτά δέ᾿ ν᾿ παλληκάρια; 

Καί γράφουν οἱ ἀθάνατοι γιά μιά φορά ἀκόμα

Χρυσή σελίδα ἡρωϊσμοῦ κι ὁ κόσμος τούς θαυμάζει

–μ᾿ αὐτοί δῶ τούς ἀνέμυαλους οὔτε κι αὐτό τούς νοιάζει–.

Δέν εἶν᾿ ἡ πρώτη, οὔτ᾿ ἡ στερνή, εἶχε καί θἄ ᾿χει κι ἄλλα

Τέτοια πολλά ἡ ᾿στορία μας κι ἀκόμα πιό μεγάλα.

Μόνο μιά σκέψη τριγυρνᾶ καί τρώει τ᾿ ἀντρίκια στήθια

πώς τούς ὀχτρούς πιό ἀλάργα πιά νά διώξουν ν᾿ ἀπωθήσουν

τά ἱερά τους χώματα νά μήν τά μαγαρίσουν

καί τά δικά τους τά κορμιά λίγο θαρρεῖς τούς μέλει

κεῖ πάνω στά ψηλά βουνά σά λούλουδ᾿ ἄν τά σπείρουν.

Γιατί μιά μέρα –δέ μπορεῖ– κι αὐτά θ᾿ ἀνθοβολήσουν

μιά μέρα –σίγουρα θά ᾿ρθεῖ– πού θά μοσχοβολήσουν

τό κόσμο νά μεθύσουνε μέ τήν καθάρια ὀσμή τους

ἐνῶ αὐτοί  θά γεύονται τ᾿ ἀθάνατο κρασί τους…

………………………………………………………………………………………….

Ἡ γῆ σπαράζει κι ἀναχτυπιέται

μπαρούτι, χῶμα, καπνός πετιέται

καί μέ ἀσίγαστη δεινή μανία

ὁ δολερός χτυπᾶ, μά ἔχει ἀνδρεία;

Κι ἀπό τά ἔγκατα τῆς μάννας γῆς

Πετιοῦνται ἔξαφνα ἕνας–δυό–τρεῖς … 

Τί νἄ ᾿ναι ἄραγες κλεφτοκοττάδες

μέ τά ντουφέκια τους, τούς παλιογκράδες;

Λές νἄ ᾿ναι ἄνθρωποι; λές νἄ ᾿ν᾿ θηρία;

Πώς τήν καρτέρεψαν τόση μανία;

Μαῦρα τά πρόσωπα, σχισμένα ροῦχα

Πόδια ξυπόλυτα, δίχως παπούτσια

καμμένα βλέφαρα ἀπ᾿ τά μπαρούτια…

προβάλλουν ἄξαφνα στεγνοί τσολιάδες,

γιατί δέν στέργουνε νά ζοῦν ραγιάδες. 

Ἡ ξιφολόγχη τους μόνο γυαλίζει,

μά … καί στά μάτια τους κάτι σπιθίζει…

καί μιά κραυγή πού σχίζει χαράδρες

στά χαμηλά κυλᾶ σ᾿ ἕρμες κοιλάδες.

Καρδιές ἀντριώνει, καρδιές ραγίζει

Ἄλλος ψυχώνει κι ἄλλος φοβίζει… 

Κῦμ᾿ ἀφρισμένο κατρακυλᾶ

Ὁ ἐχθρός τόν Ἕλληνα νά πολεμᾶ

Κοιτᾶ καί χάνει πιά κάθε λαλιά. 

Τά πυροβόλα του ὅπλα δεινά (ἤ τά φοβερά)

καλά ᾿χει ὁ ἄτιμος μέσ᾿ τά βουνά

κι ἀπό τά σίγουρα φαρμακερά

στέλνει τά βόλια του πά᾿ στά κορμιά. 

Στέκει, ζυγιάζεται σάν τόν ἄϊτό,

μά ξάφνου ρίχνεται στόν κουρνιαχτό,

κοιτᾶ τόν θάνατο μπρός στόν ἐχθρό.

–Γιά ἰδές δέν σκιάζεται, οὔτε λεπτό,

Τόν ἀψηφᾶ θαρρεῖς, τί φοβερό!

Μά ᾿χει κατάστηθα τό φυλαχτό

Αὐτό πού ἡ μάννα του ἡ δόλια τοὔ ᾿δωσε

κείνη τή μέρα πού κατευώδοσε

Κείνη τή μέρα πού ξερά χείλη

Μέτωπο φίλησαν καί στεγνά χέρια

Κεφάλια χάϊδεψαν–, κείνη τή μέρα!–. Κείνη τή μέρα

πού μάτια γιομᾶτα παιδιά χαιρέτησαν

ἄντρες, συζύγους, ἀδέλφια ἔσφιγξαν καί δακρυσμένα

στερνό τούς ἔδωκαν φιλί ἀγάπης

μιά εὐχή μουρμούρισαν, γιά νά πιστέψουν,

πώς ἴσως κάποτε θά ἐπιστρέψουν…. 

Κι ὁ λαβωμένος ὁ ἀετός,

ψηλά ζυγιάζεται –φοβᾶτ᾿ αὐτός;–

καί ξάφνου χύνεται σάν κεραυνός

«ἀέρα» σκούζοντας καί σάν λαγός,

ἀπ᾿ τό λαγούμι του ὁ Ἰταλός,

πετιέτ᾿ ὁ ἔρημος, –τί φταίει αὐτός;– 

Λές τήν ἀλήθεια; Μή μέ γελᾶς;

Πῶς ἐπολέμησε φτωχός τσολιάς;

….

Ποῦ νἄ ᾿ναι τ᾿ ἅρματα, τ᾿ ἀεροπλάνα, τά πυροβόλα τους, τά πυροβόλα

Μελανοχίτωνες κι οἱ Μεραρχίες

Τζούλια, οἱ Κένταυροι (ἀνοησίες!!!)

Οἱ κοκκορόφτεροι καί οἱ Φρατέλοι

ὁ Μουσολίνι τους κι ὁ Καμπαλέρο 

θαρρῆσαν πίστεψαν πώς ἡ Ἑλλάδα

θἄ ᾿ναι καμμιά νωθρή, παχιά γελάδα.

Γεμᾶτοι ἔπαρση καί εἰρωνεία

Πρωτοαντίκρυσαν μιά Μεραρχία.

–Στήν ἄκρη κάμετε γιατί τό βράδυ

πά στήν Ἀκρόπολη θἄ ᾿χουμε πάρτυ (ἤ γλέντι)….

Σάν νά μήν ἄκουγαν τοῦτα τά ζά,

Δές πώς κοιτάζουνε! Νἄ ᾿ναι χαζά;

–Στήν ἄκρη εἴπαμε, δέν μᾶς ἀκοῦτε;… 

Μά τοῦτοι κοίταζαν ὅλ᾿ ἀπορία

Πού πρωταντίκρυζαν ἀλαζονεία

Ὑπερηφάνεια κι ὑπεροψία

Κούφια ἀναίδεια, χωρίς ἀνδρεία.

Καί σάν σηκώθηκαν σωστά θηρία

Μιά φούχτα Ἕλληνες, ὦ Παναγία!

Πετοῦν στή θάλασσα μιά Μεραρχία

ἄλλες τίς φύτεψαν στήν Ἀλβανία

κι ἄλλες ξαπόστειλαν στήν Ἰταλία     

(τάχα πιό τυχερές;)

Κορμιά νά σέρνονται δίχως ποδάρια

Νιούς χωρίς μάτια καί δίχως χέρια…

Μά τυχερότεροι τοῦτοι σταθῆκαν

Ὅσοι αἰχμάλωτοι πίσω συρθῆκαν.

Πεινᾶ ὁ Ἕλληνας δέν ἔχει νά φάει

Μά τόν αἰχμάλωτο δέν τόν ξεχνάει. 

Ὦ! Θέ μου γιά δές πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι σ᾿ αὐτή τή χώρα

τί νἄ ᾿ναι τοῦτοι δράκοντες, μήν τάχατες θηρία;

ἔτσι πού πολεμοῦν σκληρά, ψηλά; στήν Ἀλβανία.

Μά καί κεῖ χάμου τήρα τους,

τούς Ἰταλούς ταΐζουν

αὐτούς πού σφάζουν τά παιδιά

καί τούς γονιούς θερίζουν. 

Ὦ! Θέ μου τί εἶν᾿ αὐτή ἡ ψυχή;

ποιᾶς μάννας εἶναι θρέμμα;

εἶν᾿ ἕνα κράμα ἀταίριαστο

καί ταιριαστό συνάμα.

Σημαία ἔχει τό Σταυρό καί φύλακα Ἐσένα

καί τῆς Πατρίδος Στρατηγό, μιά Νέα, μιά Παρθένα.

Καί στ᾿ ὄμορφο μπαϊράκι της λευκό γαλάζιο χρῶμα… 

Ὦ! Θέ μου τί εἶν᾿ αὐτή ἡ ψυχή

ποιά εἶν᾿ ἡ δύναμή της;

καί ποῦ θαρρεῖ αὐτή ἄραγες νά βρεῖ τήν ἀρωγή της;

Ὅλοι τήν ἐγκατέλλειψαν καί δές την, εἶναι μόνη,

Μ᾿ αὐτή νά σκύψει δέ νογά, ξέρει πώς δέ ᾿ναι μόνη.

Φίλους ἀπέκτησε πολλούς, μά ᾿λικρινῆ κανένα

Φιλία τῆς ἐπρότειναν πολλάκις, μά οὐδείς τους

Εἰλικρινά τῆς φέρθηκε καί τίμια αὐτής τῆς δόλιας,

Πού ὅλοι ᾿πιβουλεύονται φίλοι κι ἐχθροί ἀντάμα. 

Ὦ! Θέ μου πές μου πώς βαστᾶ τοῦτο τό ἕρμο γένος

Πῶς τόσα χρόνια ᾿πέμεινε τόση κακία καί μένος; … 

Πές μου πώς ἔχει ὅπλο του τήν πίστη του σέ Σένα

καί Στρατηγό ἀήττητο τήν Παναγιά Παρθένα

Πές μου πώς ἔχει χώματα αἵματα ποτισμένα

καί κάτω ἀπ᾿ τά γλυκά σπαρτά ᾿χει κόκκαλα σπαρμένα.

Πές μου πώς ἡ ἀνάσα της δέν εἶναι τ᾿ ὀξυγόνο

μά ἡ Ελευθερία της ποτό της ζωογόνο.

Πές μου πώς ἔχει Μάρτυρες, Ἁγίους, παλληκάρια

Γέρους καί νιούς καί ἄβγαλτες καί τρυφερές κοπέλλες.

Ἔχ᾿ ἥρωες τῆς πίστεως, ἥρωες τῆς Πατρίδος

Ἔχει  καί μάννες νά κινοῦν παλληκαριῶν τό λίκνο…

…………………………………………………………………………………………………. 

Ὦ! Θέ μου πάλι ἀνάστησε αὐτήνε τήν Πατρίδα

Πού ἀδίκως κατατρέχουνε –ἀνήμερα θηρία–

θέ νά κατασπαράξουνε ὅση τιμή κι ἀνδρεία

ὅση σοφία κι ἀρετή –ἀνήμερα θηρία!–

Ὅτι ἁγνό καί ἱερό, ὅτι ἔχει ἡ Ἑλλάδα

ὡς κτῆμα πατρογονικό, Πατρίδα καί Θρησκεία

καί οἰκογένειας τό θεσμό θέ νά τά καταλύσουν

–λύκοι βαρεῖς καί ἅρπαγες νά φᾶν᾿, νά μᾶς ξεσκίσουν–

κι ἀντί γι᾿ αὐτά οἱ ἄθεοι σάν τί νά θέν νά στήσουν;

Μή θέλουν τίποτες καλό, μήν κάτι πιό μοντέρνο

Μήν τίποτε νεώτερο, πού σέ καλό θά βγάλει;

Μά ὄχι, ὄχι –ἀλλοίμονο– μόνο κακό ζητοῦνε

λές κι ἄν χαθεῖ ἡ Πατρίδα μας αὐτοί θά λυτρωθοῦνε. 

Ὦ! Ἕλληνες, πώς στέκουνε, ἀθῶα πώς κοιτᾶνε

τούς λύκους πού τρογύρω τους λυσσᾶνε νά τούς φᾶνε.

Ἕλληνες τί κοιμόσαστε, τί πλέον καρτερᾶτε

στούς δρόμους τί γυρίζετε, ἀργοί τί γκιζερᾶτε;

Τ᾿ ἅρματα πάλι πιάσετε σηκῶστε τή Σημαία

«ἀέρα» πάλι σκούξετε, ζωστεῖτε τήν ἀνδρεία

Καί πολεμῆστε σύσσωμοι κάθε κακό κακία…

Γιατί, τό νά χαθοῦμε μεῖς δέν εἶναι καί σπουδαῖο

μά νά χαθεῖ ἡ ἀρετή ἀπ᾿ τή γῆς, γιά σκέψου θἄ ᾿ναι ὡραῖο;

Καί σάν νομίζεις πώς ἐγώ κάπως τά παραλέω

σκέψου μονάχα μιά στιγμή κι εὐθύς θά συμφωνήσεις.

Πώς ὅπου ψάξεις, ὅπου γῆς, τέτοια ἀρετή δέ θἄ ᾿βρεις,

πού νά ταΐζει τόν ὀχτρό, τόν φίλο νά τιμάει

κι ὅλη τή μέρα ἀνέμελα σοφά νά συζητάει

νά χτίζει θεία ἱερά, ᾿κκλησιές καί Παρθενῶνες

καί νά κρατᾶ τό πνεῦμα της πτωχό καί μετρημένο.

Πού πάντα, παντοῦ, πάντοτε πλούσια νά χαρίζει

κι ἄν πάντοτε τήν ἀδικοῦν ποτέ νά μή γογγύζει.

Μά σάν πολλά νά εἴπαμε καί πέρασε κι ἡ ὥρα

ἄς κάνουμε καμμιά δουλειά γιατί θαρθεῖ μιά μέρα

πού τοῦτα τά ἕρμα τά παιδιά –τά δόλια!– δέν θά ξέρουν

τί ἐν᾿ ἀρετή, τί ᾿ν᾿ ἠθική, τί ὄμορφο, τί τέχνη

ποιά γλώσσα εἶν᾿ ἑλληνική

ποιά Ἑλληνική Ἱστορία –γιατί δέν τά διδάσκονται

αὐτά πιά στά σχολεῖα–

τί ᾿ταν αὐτό πού κράτησε αἰῶνες τή φυλή μας

αὐτό πού μᾶς ἀνύψωσε, αὐτό πού μᾶς τιμάει

αὐτό πού ψάχνουν οἱ λαοί κι ἐμεῖς ὑποτιμᾶμαι

αὐτή μας ἡ Παράδοση, τά ὅσια, τά ἱερά μας

τά ἤθη καί τά ἔθιμα – Ἀθάνατη γενιά μας!!! 

Λοιπόν σάν θέλτε Ἕλληνες καί σεῖς ν᾿ ἀγωνιστεῖτε

μιά ᾿πόφαση νά πάρετε, καί δέν θά κουραστεῖτε

κι ἀφῆστε τίς διχόνοιές σας κι ὅλοι σας ἑνωθεῖτε

ἄν θέλετε ξανά τρανή Πατρίδα γιά νά δεῖτε. 

Τώρα μέ πόνο γράφοντας δέν κλαίω τά παλληκάρια,

π᾿ ἀφῆκαν κόκκαλα, κορμιά σάν νἄ ᾿τανε λιθάρια,

πάνω στῆς Πίνδου τά βουνά τῆς Λευτεριᾶς σημάδια.

Θρηνῶ τούς Νεοέλληνες, κορμιά δίχως Πατρίδα

ψυχές δίχως ἀπαντοχή, χωρίς Χριστό κι ἐλπίδα…

Μά ἐλπίζω, δέν πικραίνομαι, ἐλπίζω πάντα ἐλπίζω,

πώς κάποτε θ᾿ ἀναστηθεῖ ἡ δόλια ἡ Πατρίδα

καί τόν ζυγό πού δέν νογᾶ πώς τήν ἁλυσοδένει

–γιατί ἄν νογήσει πάραυτα, λεπτό δέν ὑπομένει–

θά τόν πετάξει μακρυά, ὅτι κι ἄν τῆς στοιχίσει–

μ᾿ ἀκόμ᾿, ἀκόμ᾿ ἀνέμελη στό βράχο της ὑφαίνει… 

Ὦ! Θέ μου αὐτήν μᾶς γιάτρεψε τήν ἄκαρπη μανία

τά ξένα νά ζηλεύουμε, ντρεπόμενοι τά οἰκεῖα.

Ὦ! Ἕλληνες προστρέξατε καί βρεῖτ᾿ τή Μία

Μοναδική, Ἀθάνατη Πηγή κι Ἐλευθερία.

Στά χέρια σας τήν ἔχετε, γυρίστε καί κοιτάξτε

τά πρόσωπα σηκῶστε πιά καί τόν ζυγό τινάξτε

γλυκά κι ἐσεῖς γιά μιά στιγμή ξανά χαμογελᾶτε…

Δέν εἶναι παρά ὄνειρο κακό πού θά περάσει

Μόλις πρός τήν Παράδοση ὁ Ἕλληνας θά ψάξει

καί κεῖ θά βρεῖ ὅτ᾿ ἔψαχνε, αὐτό πού ᾿πεθυμοῦσε

μά τί ᾿τανε δέν ἤξερε καί μάταια τό ζητοῦσε.

Κι αὐτό δέν εἶναι ἄλλο τί ἀπ᾿ τήν Ὀρθοδοξία

Τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό κι ἀπό τήν Παναγία

ἀπ᾿ τή γλυκειά Πατρίδα μας, τά αἰθέρια ὄνειρά της

ἀπό τήν Ἱστορία της, τά οὐράνια χρώματά της

(ἀπό  τά παλληκάρια της καί τ᾿ ἅγια χώματά της) 

Ὦ! Θέ μου πές μου ὅλ᾿ αὐτά, πές μου, ποιός ἄλλος τἄ ᾿χει

μά πές μου πάλε, ποιός λαός ἄν τἄ ᾿χε τά κλωτσοῦσε; 

Ὦ! Ἕλληνες ξυπνῆστε πιά, ξυπνῆστε ἦρθ᾿ ἡ ὥρα

Καί δεῖξτε τώρα ἐφάμιλλο παλληκαριά κι ἀνδρεία

Σάν κείνη πού ἐπέδειξαν τότε στήν Ἀλβανία

τῆς ἱστορίας ἥρωες, νέοι, γυναῖκες κι ἄνδρες

παιδόπουλα καί γέροντες καί ἄβγαλτες κοπέλλες.

Κι ἀντισταθεῖτε σθεναρά σέ κάθε εἰσβολέα

νά μᾶς φωτίσει πὄ ᾿ρχεται τά μαῦρα του τά φῶτα

νά μᾶς ποτίσει ὁ δολερός ἄθεα καταπότια,

πού δολερά ξανἄρχεται τή «λευτεριά» νά δώσει

σ᾿ ἕναν λαό ἀδούλωτο πού μόνος του γνωρίζει

πότε νά ζεῖ καί πότε πιά ἀξίζει νά πεθάνει.

…………………………………………………………………………………………. 

Στά χρόνια τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς στή μαύρη τυραγνία

Κρατήσαμε καθ᾿ ἱερό, κάθε τιμή κι ἀξία

Μ᾿ αἵματα μύρια, δάκρυα, ἀγῶνες καί θυσία

καί τώρα μέ τή Λευτεριά –ὦ Θέ μου τί μανία!–

τά πάντα ξεπουλήσαμε δίχως καμμιάν ἀξία. 

Γι᾿ αὐτό σᾶς λέγω Ἕλληνες καί πάλι θά σᾶς εἴπω

μήπως καί εἶναι δύσκολο, μήπως καί θέλει κόπο

ν᾿ ἀφῆστε τήν ᾿διοτέλεια, τά μίση, τίς φατρίες

καί πίσω νά γυρίσετε σέ ἰδανικά κι ἀξίες;

Μήπως αὐτοί ᾿ναι οἱ πρόγονοι σάν τάχατες τί νἄχαν

μήπως ἦταν πιό πλούσιοι, μήπως πιό μορφωμένοι

μήπως πιό εὐκατάστατοι, πιό καλοζωϊσμένοι;

Καί κατορθώσαν τόν ὀχτρό τό δόλιο νά νικήσουν

κλήρο στούς Νεοέλληνες τή Λευτεριά ν᾿ ἀφήσουν

ἀφήνοντας πά στά βουνά τ᾿ ἀθάνατα κορμιά τους

ἔχοντας λίκνο τους τήν γῆς, τήν πέτρα, τό λιθάρι

προσκέφαλο προσωρινό, χλωρό κι ἁγνό χορτάρι.

Νά τρέχει πά στά μάγουλα κι ἡ πρωϊνή δροσούλα

Σά δάκρυ πού στερήθηκαν ἀπ᾿ τή γλυκειά μαννούλα… 

Σά νἄναι πιά καί μεῖς αὐτά νά τά σκεφτοῦμε

–ὡς πότε νά κοιμώμαστε; Πρέπει ν᾿ ἀφυπνιστοῦμε–

Κακό δέν θέμε κανενός, ὅποιος κι ἄν εἶναι δαῦτος

Κι ἄς εἶναι φίλος, κι ἄς ὀχτρός, –ἄνθρωπος δέ ν᾿ καί τοῦτος;–

Γιά ὅλους ὅσους ὅπου γῆς, ὅποιας φυλῆς, θρησκείας

Κακό δέ μελετήσαμε, δέν ἔχουμε κακία

καί ν᾿ στήν καρδιά μας δέν χωρεῖ ποτέ μνησικακία.

Μά καί δέν ἀνεχόμαστε, γινόμαστε θηρία

σάν κάποιοι ἐπιβουλεύονται Πατρίδα καί Θρησκεία

–Μά καί χαϊβάνια νἄμασταν τέτοια δέν θ᾿ ἀνεχτοῦμε

πού κάποιοι σχεδιάζουνε χωρίς νά μᾶς ρωτοῦνε–  

Γιατ᾿ ἔχουμε τή δύναμη ἀνάντια νά σταθοῦμε

Κάθε κακοῦ κινήματος ὄχι ξανά νά ποῦμε.

Δύναμις εἶν᾿ ἡ ἑνότητα

Πηγμή ἡ φιλοπατρία

Ἀγέρας π᾿ ἀναπνέουμε

Εἶν᾿ ἡ ἐλευθερία

Ἡ οἰκογένεια, τά ἱερά

Πατρίδα καί Θρησκεία.

(Πόθος γλυκύς κι ἀσίγαστος

ὅτι ἱερό καί θεῖο

καί ἀγάπη μας παντοτινή

θεσμοί ἤθη κι ἀξίες). 

Ἐλπίδα μας εἶν᾿ ὁ Χριστός

Τριάς ἡ Παναγία,

κι Ὑπέρμαχός μας Στρατηγός

Ἀειπάρθενος Μαρία. 

 

Ἧς τῆς πρεσβείαις τύχομεν πάντες τῆς σωτηρίας. Ἀμήν. 

Ἁγιορείτης Μοναχός