ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ 1922

Του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα

 

Το άρθρο αυτό σκοπό έχει να προβληματίσει. Οι νεότεροι ιστορικοί στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες βαλκανικές χώρες, που μελετούν, γράφουν και ξαναγράφουν την ιστορία, μέσα από το διάβασμα, την προσέγγιση και επαναπροσέγγιση των ιστορικών πηγών, προσδοκώ να τοποθετηθούν, να θέσουν ερωτήματα για μας αλλά και τους επόμενους.

Με ενδιαφέρον διάβασα το 2003 τον Δ. Σταματόπουλο[2], ότι είχε ερευνήσει παραπέρα – και το αναφέρει στον πρόλογό του – την εκκλησιαστική και κοινωνική διάκριση ιωακειμικών – αντιιωακειμικών που το 1995 είχα θέσει και με είχε απασχολήσει[3].

Η ιστορία πανθομολογουμένως γράφεται από τους εκάστοτε νικητές, με τα πολιτιστικά επιτεύγματα και τους ίδιους είτε να παραδίδουν ειρηνικά στις επόμενες γενιές[4], είτε με συγκρουσιακά αποτελέσματα να περιέρχονται στην ιστορική περισυλλογή και γραφίδα. Για να γράφεται και να ξαναγράφεται η ιστορία.

Και όλοι συμφωνούμε ότι διαφορετικά παρουσιάζονταν τα ιστορικά γενόμενα στην ιστοριογραφία της σοβιετικής Ρωσίας και διαφορετικά στη μετασοβιετική. Το ίδιο ισχύει για την Ισπανία, όπου το τέλος του εμφυλίου της καθόρισε και την κατεύθυνση της ιστοριογραφίας της στην εποχή του Φράνκο, δεν παρέμεινε όμως η ίδια και μετά το θάνατό του. Στις παραπάνω περιπτώσεις η ιστορία διαμόρφωνε και την ανάλογη ταυτότητα και συνείδηση.

Η συνείδηση και ταυτότητα στους αγροτοποιμενικούς προσφυγικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1922-1923 είναι εμφανέστατη. Δεν χωρούν εδώ αμφισημίες.

Η συνείδηση και ταυτότητα των προσφυγικών αυτών στρωμάτων εκφράζεται κύρια και πρωταρχικά με τη θρησκευτική τους πίστη, που διαμορφώνει την ταυτότητά τους και την ιστορική τους μνήμη σε αναφορά και σχέση με τις συλλογικές ή προσωπικές παραστάσεις που είχαν από τις πατρίδες τους. Μνήμες συνυφασμένες με θρησκευτικές πολιτιστικές εκφράσεις και εκδηλώσεις.

Η θρησκευτική αυτή πρωτίστως προσφυγική ταυτότητα και συνείδηση διαμορφώθηκε, έχει τις ρίζες της, στις δομές της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, στην αυτοκρατορική οικουμένη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα διαρκή αποκαλυπτικά θεοσημεία.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που τη διαδέχεται, διαφυλάττεται η συνείδηση αυτή εν μέσω των περιπετειών και των συγκρούσεων της ανθρώπινης ιστορίας.

Ο Σεβασμιώτατος Καισαριανής κ. Δανιήλ στην ομιλία του για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής παρουσίασε την τραγικότητα των γενομένων με τις σφαγές και την εξολόθρευση του χριστιανικού στοιχείου, μέσα από τη δημοσίευση μέρους έκθεσης και αναφοράς του Εφέσου Χρυσοστόμου, αλλά δεν αποσιώπησε τη μείζονα διάκριση, το δίπολο οθωμανισμού – νεοτουρκικού εθνικισμού, εθναρχίας –έθνους. Αποδέχεται σαφέστατα τη διαφορά Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κεμαλικού εθνικού τουρκικού κράτους.

Γράφει ο Μητροπολίτης Καισαριανής: «Ἐνῷ δηλαδὴ κατὰ τοὺς μακροὺς αἰῶνας, καθ’ οὓς ἐκυριάρχησεν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας, παρ’ ὅλον τὸν μετὰ φανατισμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν πόλεμον καὶ τὰς συχνὰς κατὰ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ πιέσεις καὶ πολλάκις τοὺς φόνους αὐτῶν, τὸ Χριστιανικὸν στοιχεῖον ἀπήλαυε ποιᾶς τινος προστασίας καὶ τὰ λεγόμενα προνόμια τῶν Χριστιανῶν ἐξησφάλιζόν πως τὴν ἐλευθέραν ἐξάσκησιν τῶν θρησκευτικῶν των καθηκόντων καὶ καθίστατο οὕτω δυνατὴ ἡ διατήρησις καὶ ἡ πνευματικὴ ἔτι πρόοδος καὶ ἡ ἐν τῷ πολιτισμῷ ἀνάπτυξις αὐτῶν, τὸ Κεμαλικὸν καθεστὼς ἀνατρέψαν βιαίως τὴν ἐπὶ μακραίωνος ἱστορίας καὶ ἐπὶ ἐπισήμων πράξεων καὶ συνθηκῶν βασιζομένην ταύτην τάξιν τῶν θρησκευτικῶν ἐν Τουρκίᾳ πραγμάτων, ὡς σκοπὸν αὐτοῦ ἔταξε τὴν τελείαν ἐκρίζωσιν τῶν Χριστιανῶν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ κράτους»[5].

Η θρησκευτική συνείδηση του χριστιανικού πληθυσμού στη Μ. Ασία διαφυλάττεται στους χρόνους της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, την εκκλησιαστική και πολιτική κεφαλή του Γένους των Ρωμαίων. Ο αυτοκράτορας, ο «πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ ρωμαίων», δίνει τη θέση του στον Πατριάρχη των Ρωμαίων που επιτελεί την εκκλησιαστική και πολιτική του αποστολή με τις δομές του Οικουμενικού Πατριαρχείου[6].

O Μητροπολίτης Νικαίας κ. Αλέξιος στην επετειακή ομιλία του για τη Μικρασιατική Καταστροφή αναφέρεται στην «ἐκεῖ Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία», με κορυφαίο πρόσωπο της Μικρασιατικής Καταστροφής τον άγιο ιερομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσόστομο και προχωράει με κέντρο το πρόσωπο του αγίου Σμύρνης στην παραδοσιακή διαχρονική συνέχεια και σύνδεση: «ἐπανέλαβε ὑπερήφανα στάσεις ἡρώων ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὥς τίς μέρες μας…Στέκεται ἰσάξια πλάι στόν Λεωνίδα, τόν Θεμιστοκλῆ, τούς Σουλιῶτες, τούς Μακεδονομάχους, τούς ὑπερασπιστές τοῦ Ἀρκαδίου, τούς ἥρωες τοῦ ’40».

Ο Μητροπολίτης Γλυφάδος κ. Παύλος, μικρασιατικής καταγωγής, στην επετειακή ομιλία του αναφέρθηκε στις προσωπικές αναμνήσεις του πατέρα του στη Σμύρνη, αλλά και του ίδιου, ο οποίος διαφυλάττει ως ιερό κειμήλιο τη φωτογραφία του Χρυσόστομου που του παρέδωσε ο πατέρας του. Ο άγιος εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος αποτελεί κορυφαίο εκπρόσωπο της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, την οποία είχε το πρώτον υπηρετήσει ως Δράμας στον Μακεδονικό αγώνα[7].

Διαδέχθηκε τον Βασίλειο, ένα κορυφαίο εκπρόσωπο της εθναρχίας, της Ρωμιοσύνης, του οθωμανισμού και των προνομίων. Και οι δύο Μητροπολίτες της Σμύρνης, Βασίλειος και Χρυσόστομος, υπηρέτησαν το πνευματικό και πολιτιστικό μέγεθος του ελληνισμού, μέσα όμως από διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά σχήματα.

Ο Βασίλειος αποδέχεται την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε εποχή που αντιμετωπίζει το δίλημμα προεθνική ή εθνική πορεία και εξεδήμησε στη Σμύρνη το 1910, δύο χρόνια μετά το κίνημα των Νεοτούρκων. Η προξενική έκθεση του εθνικού μας κέντρου, της Αθήνας, χαρακτηρίζει τον Βασίλειο «σλάβο τε το γένος και το φρόνημα», επειδή γεννήθηκε σε σλαβόφωνη οικογένεια.

Στα αστικά προσφυγικά στρώματα της Σμύρνης, αλλά και των άλλων μικρασιατικών πόλεων διαμορφώνεται και ενδυναμώνεται η τάση που αναζητάει και εκφράζει τη σύνδεση με το εθνικό μας κέντρο, την Αθήνα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αποσαφηνισμένη εθνική ταυτότητα και εθνική συνείδηση.

Οι δύο εφημερίδες της Σμύρνης, η «Αμάλθεια», που ανέλαβε την ευθύνη της εκλογής του εθνοϊερομάρτυρα αγίου Χρυσοστόμου, και η «Ν. Σμύρνη» που αναζητώντας τον διάδοχο του Βασιλείου μέσα από τις δομές της εθναρχίας και του οθωμανισμού προτείνει τον μετέπειτα Δυρραχίου Ιάκωβο, εκφράζουν τις δύο τάσεις του αστικού πληθυσμού της Σμύρνης. Στην πρώτη της «Αμάλθειας», της αίγας που θήλασε τον Δία στο Ιδαίο Άντρο του Ψηλορείτη, έχουμε τον εθνικό προσανατολισμό και στη δεύτερη την επιμονή στον οθωμανισμό και τη συνείδηση του Γένους. Στις ποδοσφαιρικές ομάδες «Απόλλων» και «Πανιώνιος» εκφράζονται επίσης οι δυο παραπάνω κατευθύνσεις.

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ομιλούν κατά κανόνα για την «πατρίδα» με διαφορετική νοηματοδοσία και φόρτιση. Ο όρος «πατρίδα» μπορεί να σημαίνει και την εθνική επικράτεια. Πρωτίστως ή και παράλληλα, ακόμα και για τα αστικά προσφυγικά στρώματα η πατρίδα σηματοδοτεί τον τόπο της γέννησής τους και τον πλησιόχωρο προς αυτόν τόπο.

Για τον παππού μου, αν και εθελοντή του ελληνικού στρατού από το κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916 μέχρι και το κίνημα του 1922, πατρίδα εξακολουθούσε να παραμένει η χερσόνησος της Ερυθραίας –Τσεσμέ, με κέντρο πάντοτε τη γενέτειρά του, τα Αλάτσατα. Στη σταθερότητα αυτής της ταυτότητάς του συνέβαλε και η αγροτική του ενασχόληση.

Αλλά και ο λόγιος Νικόλαος Σταυρινίδης, επώνυμος μεταφραστής του τουρκικού αρχείου στο Ηράκλειο της Κρήτης, σπουδαγμένος στις περιώνυμες σχολές της Σμύρνης, με τον όρο «πατρίδα» έδινε προτεραιότητα στη γενέτειρά του, κάτι που γνωρίζω από προσωπική συναναστροφή: η πατρίδα σηματοδοτούσε το χωριό Σαϊπ με την Ερυθραία – Τσεσμέ, όπως δηλαδή και στον παππού μου.

Στο Σαϊπ ζούσαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Εκεί ο Σταυρινίδης έμαθε μαζί με τους μουσουλμανόπαιδες τα τουρκικά. Σπούδασε στη Σμύρνη, στη σχολή Αρώνη, όπου έμαθε τα Γαλλικά, στη δε σχολή Μπάξτερ τα αγγλικά. Στις σχολές γινόταν διδασκαλία και της παλαιάς τουρκικής γραφής, και με την έφεση που είχε έμαθε τα παλαιοτουρκικά.

Επειδή μιλάμε για ταυτότητες και συνείδηση ας γνωρίζουμε ότι ο Σταυρινίδης «για να εγγραφεί στο Λύκειο Αρώνη ρωτήθηκε από το καθηγητή πως ονομάζεται. «Καψής» απάντησε ο νεαρός. «Α!, έκανε με αποδοκιμασία ο καθηγητής, «αυτό είναι τούρκικο, το όνομα του πατέρα σου ποιο είναι;». «Σταύρος» ήταν η απάντηση.

«Τότε το επώνυμό σου είναι Σταυρινίδης», απεφάνθη ο ελληνολάτρης καθηγητής»[8]. Αν σήμερα ηχούν όλα αυτά λίγο πομπώδη έναν αιώνα πριν, στις αρχές του 20ου, δεν ήταν. Το γεγονός συμβαίνει περί το 1913 στη Σμύρνη. Ο καθηγητής που του άλλαξε το επίθετο, πιθανότατα απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι εκφραστής της νεοελληνικής εθνικής ιδέας, η οποία έχει διασκελίσει το Αιγαίο και έχει εγκατασταθεί στη Σμύρνη πολύ πριν από τον Ελληνικό στρατό τον Μάιο του 1919.

Η Ελληνική συνείδηση και ταυτότητα, όπως και κάθε εθνική συνείδηση, προϋποθέτει το κέντρο της και τους εκφραστές της. Το Εθνικό Πανεπιστήμιο των Αθηνών αναλαμβάνει και διαδραματίζει ευστοχότατα αυτή την αποστολή, περί δε τα μέσα του 19ου αιώνα έχει ισχυρούς συμπαραστάτες τους συλλόγους με πρώτο τον Φιλολογικό Σύλλογο[9].

Στους τουρκόφωνους προσφυγικούς πληθυσμούς η θρησκευτική τους συνείδηση καθορίζει και προσδιορίζει καταλυτικά την ταυτότητά τους. Γνώρισα στον ελληνόφωνο προσφυγικό συνοικισμό Ατσαλένιου – Ν. Κλαζομενών, όπου γεννήθηκα και έζησα, την τουρκόφωνη κυρά Αξιώπη. Της αφιέρωσα[10] το δεύτερο τόμο του «Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά» με το εξής σχόλιο στον πρόλογο: «Η Αξιώπη, η ορθόδοξη τουρκόφωνη Ρωμιά της αφιέρωσης, μακαρίτισσα πλέον είναι η ανώνυμη Μικρασιάτισσα, που ζει στην εποχή αυτή το ιστορικό δράμα των δύο προηγούμενων αιώνων.

Οι εθνοκτονίες την ξερίζωσαν και αναγκάστηκε να ζήσει στον ελληνόφωνο προσφυγικό συνοικισμό Νέων Κλαζομενών Ατσαλένιου στο Ηράκλειο, μιλώντας τη γλώσσα της τη μητρική, σχεδόν μόνο με το γιό της»[11]. Πέρα όμως από την αναζήτηση και τον προσδιορισμό της συνείδησης και ταυτότητας στην κυρά Αξιώπη ή σε άλλους ορθόδοξους τουρκόφωνους ή δίγλωσσους, οι απόγονοί τους που συνέχισαν τη ζωή τους στην Ελλάδα εξέφρασαν την εθνική μας ταυτότητα και συνείδηση.

Η υποθετική εκδοχή όπου θα έμεναν και θα συνέχιζαν τη ζωή τους στην Καππαδοκία της Μ. Ασίας[12] μας προδιαθέτει για το μέλλον και την ταυτότητα που θα διαμορφωνόταν. Συνεπώς η ταυτότητα και συνείδηση διαμορφώνονται, ισχυροποιούνται ή εξασθενούν υπό την επίδραση συγκεκριμένων δεδομένων παραγόντων που όμως μεταβάλλονται, αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Το ιστορικό γίγνεσθαι δεν είναι αμετάβλητο. Επηρεάζει κάποτε μάλιστα καταλυτικά την ταυτότητα και τη συνείδηση.

Η ταινία «Πολίτικη κουζίνα» βοηθάει τον προβληματισμό μας. Στην ίδια χρονική περίοδο άνθρωποι με την ίδια καταγωγή και γλώσσα την Ελληνική, εκφράζονται με διαφορετική ταυτότητα και συνείδηση, ανάλογη με τα μνημεία, τον πολιτισμό και το ιστορικό παρελθόν του. Στην ταινία ο Κωνσταντινοπολίτης που αναγκάζεται να ζήσει στην Αθήνα μετά τη βία των Σεπτεμβριανών του 1955 έχει την ίδια ταυτότητα και συνείδηση με τον εκ Πελοπονήσου ή Στερεάς Ελλάδας Αθηναίο;

Η προσέγγιση της ταυτότητας και συνείδησης του Ποντιακού Ελληνισμού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Πόντος είχε πλούσιο και δημιουργικότατο ιστορικό παρελθόν. Το Βασίλειο του Πόντου με διάρκεια ζωής περί τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από το 1204 με τους Μεγαλοκομνηνούς έως το 1461 που υποκύπτουν στους Οθωμανούς. Με λογίους, όπως τον Γεώργιο Τραπεζούντιο ή τον Γεώργιο Αμοιρούτζη. Με λαμπρά εκκλησιαστικά καθιδρύματα, όπως την Παναγία του Σουμελά, τον άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα.

Με το περίλαμπρο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, όπου δίδαξε ο Πόντιος Σεβαστός Κυμινίτης στον 17ο αιώνα, ενώ η σχολή σταμάτησε τη λειτουργία της με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτή την ταυτότητα, τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη των Ποντίων πόσο τη γνωρίζουν οι σημερινοί Πόντιοι ή πόσο τη γνώρισαν οι Πόντιοι της πρώτης ή δεύτερης γενιάς; Διδάσκεται στα ελληνικά μας σχολεία η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού;

Η προσπάθεια για την Ποντιακή ή Ποντοαρμενική Δημοκρατία, αν είχε άλλη πορεία, τότε στα σχολεία της Τραπεζούντας, της Σινώπης και στις άλλες πόλεις του Πόντου η διδακτέα ύλη τους στο μάθημα της ιστορίας θα ταυτιζόταν με αυτή του Ελληνικού κράτους;

Θα εφησύχαζε στα ράφια των βιβλιοθηκών μια τόση λαμπρή ιστορική πορεία, στην οποία προέχουσα θέση κατέχει ο πλούτος και το μεγαλείο της ποντιακής διαλέκτου, που έμεινε πλέον μια νεκρή γλώσσα, όπως και η κρητική διάλεκτος. Εν μέσω άλλων ιστορικών εξελίξεων η ποντιακή διάλεκτος δεν θα ήταν, όπως και με το συνάδελφο στη Θεολογική Σχολή καθηγητή Ηρακλή Ρεράκη συζητήσαμε, η καθομιλουμένη και γραπτή γλώσσα του Ποντιακού Ελληνισμού, μια ζωντανή δηλαδή γλώσσα; Συμφώνησε βέβαια ο συνάδελφος κ. Ρεράκης ότι η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα δεν ευθύνονται γι΄ αυτή την εξέλιξη.

Δεν θα ονοματίσω, αλλά είναι ζητούμενο μια τέτοιου μεγέθους ιστορικότητα για ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Ένα ιστορικό παρελθόν με πολιτιστικό μέγεθος όπως αυτό του Ποντιακού Ελληνισμού, θα είχε αναδειχθεί, θα είχε καταστεί διδακτέα ύλη σε σχολεία. Τα πρόσωπα, η γλώσσα, τα μνημεία, τα εκκλησιαστικά καθιδρύματα θα αποτελούσαν εθνικά σύμβολα και σημεία εθνικής αναφοράς, για την ιστορία του χθες και του απώτερου παρελθόντος του εθνοκρατικού συνόλου που θα εδραζόταν σε μια τόσο εύσχημη ιστορία, όπως αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού, την οποία ιστορικές συγκυρίες την τοποθέτησαν στις βιβλιοθήκες, για να τις μελετούν κυρίως οι ειδικοί.

Εμείς οι Έλληνες με το πλουσιότατο ιστορικό παρελθόν έχουμε τη δυνατότητα επιλογής στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Ακόμα και η δημιουργία ενός σχολείου ιστορίας, κατά το προηγούμενο του μουσικού σχολείου, δεν θα αναιρούσε το δίλημμα, τι να διδάξουμε στα παιδιά μας από την ιστορικότητά μας.

Το ερώτημα τι να διδάξεις, τι να γράψεις και τι να παρακάμψεις θα ήταν και στο ιστορικό σχολείο μείζον και υπαρκτό. Τα Τίρανα, η Σόφια και πολύ περισσότερο τα Σκόπια έχουν όμως παρόμοια διλήμματα ιστορικών επιλογών; Στην τελευταία χώρα ο μύθος είναι ανυπερθέτως κυρίαρχος στη διαμόρφωση της ταυτότητας και της συνείδησής τους. Ενθυμούμαι τον φοιτητή, όταν με παράπονο μου είπε, «Σεβασμιώτατε, εμένα στο σχολεία μου με έμαθαν ότι είμαι απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τώρα τι να κάνω; Ελάτε στη θέση μου».

Η ταυτότητα και συνείδηση των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1922 στους αγροτικούς πληθυσμούς σηματοδοτείται πρωτίστως από την εκκλησιαστική τους πίστη. Από τη θρησκευτική τους συνείδηση, η οποία εξαγριωνόταν διαμαρτυρόμενη, ή με αγανάκτηση σιωπούσε, όταν φθάνοντας στην Ελλάδα άκουγαν ενίοτε να υβρίζονται τα θεία. Στους αστικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, προσφύγων και αυτών στη συνέχεια, έχουμε την έκφραση της εθνικής συνείδησης πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Οι οθωμανιστές της εθναρχίας, του «Πανιωνίου» ή της «Ν. Σμύρνης», αστικοί και αυτοί πληθυσμοί, εγκαθιστάμενοι στην Ελλάδα αποδέχονται και συστοιχίζονται με την εθνική πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Μανουήλ Γεδεών, Φαναριώτη στη συνείδηση και την καταγωγή, Μεγάλου Χαρτοφύλακα και άρχοντος χρονογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έμπιστου του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Είκοσι έξι χρονών το 1876, ο Γεδεών θα γράψει στο βιβλίο επισκεπτών της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, στο Σεράϊ: «Εις Κύριος-μία πίστη-εν Βάπτισμα, εν ω ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, δούλος ή ελεύθερος, ουδέ Σλαύος ή Ελλήν». Το 1921 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1926 θα γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

 


[2] Σταματόπουλου Δ., Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2003.

[3] Νανάκη Α., Το Μητροπολιτικό ζήτημα και η εκκλησιαστική οργάνωση της Κρήτης (1897-1990), Κατερίνη 1995, σ. 49-65)

[4] Βλ. και το ποίημα του Καβάφη «Οι Βάρβαροι».

[5] Βλ. ιστοσελίδα της Μητροπόλεως Καισαριανής.

[6] Περισσότερα για την ευθύνη και δράση του Πατριαρχείου την περίοδο αυτή θα μπορούσε να δει κανείς στο άρθρο μου για τη Μικρασιατική καταστροφή, που δημοσιεύθηκε στον τόμο του κισσαμίτη Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κυρού Διονυσίου.

[7] Bλ. «Επιπτώσεις του Μακεδονικού αγώνα κατά την αρχιερατεία του Χρυσοστόμου στη Δράμα και η εκλογή του στη Μητρόπολη Σμύρνης», στο: Νανάκη Α., Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 171-196.

[8] Εφ. Πατρίς, 28 -12-2009.

[9] Αλλά γι΄ αυτά βλ. Νανάκη Α., Εκκλησία εθναρχούσα και εθνική: Μέσα από τη Σύναξη των Πρεσβυτέρων και τον Ιερό Σύνδεσμο της Εκκλησίας της Ελλάδος (1870-1922), Θεσσαλονίκη σ. 53-67.

[10] «Στην κυρά Αξιώπη, την ορθόδοξη τουρκόφωνη Ρωμιά».

[11] Νανάκη Α., Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 9-10.

[12] Βλ τη μεταπτυχιακή εργασία που εκπονήθηκε με το δάσκαλο μου Ν. Ζαχαρόπουλο, του Χατζηδημητρίου Δ., «Η Τουρκοφωνία των Ελληνορθοδόξων στη Μικρά Ασία. Μεταφράσεις και εκδότες τουρκοφώνων βιβλίων, 1718-1820», Θεσσαλονίκη 1997.

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα