ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

SXESH ME TON UEO

Ἀρχιμ. Κυρίλλου

 

            Μέσα ἀπό τὶς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, που ἔκαναν καθημερινὸ τους βίωμα τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῆς προσευχῆς καὶ ἔνοιωθαν ἔντονη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους, μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε πολλὰ καὶ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὰ κείμενά τους, ὥστε νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε μία καλύτερη σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, πιὸ στενὴ καὶ πιὸ οἰκεία, νὰ προσεγγίσουμε περισσότερο τὸν Κύριο, νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν χριστιανική μας ζωὴ καὶ νὰ προχωρήσουμε πνευματικά. Ἐὰν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴν ζωή μας τὰ διδάγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπωφελούμενοι τῶν ἐμπειριῶν τους, ἐὰν ὅλη μας ἡ προσπάθεια, δηλαδὴ ὁ ἀγῶνας μας νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του, νὰ Τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ ἑλκύσουμε τὴν θεία χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του ἀποτελοῦν σταθερή μας ἐπιθυμία, αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωση. ”Ὅσοι θέλουμε νὰ ἑλκύσουμε κοντά μας τὸν Κύριο, ἂς προσέλθουμε ἁπλὰ καὶ ἀπονήρευτα, δίχως πολλοὺς λογισμούς, καὶ δίχως περιέργεια, ὅπως οἱ μαθητὲς στὸν δάσκαλο. Γιατί, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἁπλὸς καὶ εὐθύς, θέλει καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ προσέρχονται σὲ Αὐτόν, νὰ εἶναι ἁπλὲς καὶ ἀκέραιες. Ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ δεῖ κανένας ἁπλότητα, χωρὶς νὰ εἶναι μαζί της ἡ ταπείνωση” (Ἰω. Κλίμακος).

            Ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Ὅλα νὰ ἀρχίζουν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του. Ἔτσι συνήθιζαν οἱ ἅγιοι πατέρες, νὰ βάζουν εὐλογημένη ἀρχὴ σὲ κάθε τὶ ποὺ ξεκινοῦσαν. Ἂς δοῦμε πῶς μᾶς τὸ λέει ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής: ”Σὲ κάθε προσπάθειά σου, βάλε ἀρχὴ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε ἀγαθοῦ, γιὰ νὰ γίνει κατὰ Θεὸν ἐκεῖνο, ποὺ ἀποφάσισες νὰ κάνεις. Νὰ παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ ἀνοίξει τ μάτια τῆς ψυχῆς σου, γιὰ νὰ δεῖς τὴν ὠφέλεια τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μελέτης ἐκείνης, ποὺ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη”.

            Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι διαρκὴς στὴ ζωή μας, βρίσκεται πάντοτε κοντὰ μας. Ἂν αἰσθανόμασθε τὴν πανταχοῦ παρουσία Του στὴ ζωή μας, σὲ ὅ,τι κάνουμε, σὲ ὅ,τι σκεφτόμασθε, ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ πάντα εἰσακούονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ φθάνουν στὸν Οὐρανό. Ἀναφέρει ἕνας γέροντας ἀσκητὴς ὅτι ”εἶναι ἀξιοθαύμαστο τὸ γεγονὸς ὅτι τὶς προσευχές μας τὶς ἀναπέμπουμε πρὸς τὸν Θεό, ὡς νὰ εἶναι παρὼν καὶ νὰ μᾶς ἀκούει σὲ ὅσα λέμε, ἐνῷ τὶς ἁμαρτίες τὶς διαπράττουμε τόσο ἀδιάντροπα καὶ ἄφοβα, ὡς νὰ εἶναι ἀπὼν ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴ βλέπει οὔτε τ ἔργα μας οὔτε καὶ μᾶς τοὺς ἴδιους”.

            Ἐὰν σκεπτόμαστε ἔτσι στὰ πνευματικὰ ζητήματα, καὶ ἔχουμε ὡς ἀρχὴ σοφίας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἔννοια δηλαδὴ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ δέους ποὺ ὀφείλουμε νὰ αἰσθανόμαστε ἐνώπιον τῆς παρουσίας Του στὴν ζωή μας, τότε τὰ παρακάτω θὰ ἀποτελέσουν ἀσφαλὴ ὁδηγὸ στὴν πορεία μας. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ”ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, ἔχει πάντοτε σύντροφό του τὴν ταπείνωση καὶ μὲ τὶς ἐνθυμήσεις ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ, φθάνει κανεὶς στὴν θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Φέρνει στὸν νοῦ του τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανε πρωτύτερα στὸν κόσμο καὶ τ διάφορα ἁμαρτήματα καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετώπισε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς νεότητός του, καὶ πῶς ἀπὸ ὅλα ἐκείνα τὸν γλύτωσε ὁ Κύριος καὶ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν παθῶν στὸν κατὰ Θεὸν βίο. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν φόβο ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη, εὐχαριστῶντας πάντοτε μὲ πολλὴν ταπεινοφροσύνη τὸν Εὐεργέτη καὶ Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας”. Καὶ ὁ ἅγ. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος μᾶς ἐξηγεῖ πῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν πραγματικὴ σοφία: ”ἡ σοφία δὲν βρίσκεται στὶς πολλὲς γνώσεις καὶ στ πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ γὰρ γνῶναι νόμον, διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς» (Παρμ. 9,10). Διότι ἡ πίστη στὸν Θεὸ γεννᾶ διάνοια ἀγαθή, καὶ ἡ ἀγαθὴ διάνοια εἶναι ποταμὸς ὕδατος ζῶντος, καὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἀπέκτησε, θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ εὐεργετικὰ καὶ ζωογόνα ὕδατά της. Δὲν ὑπάρχει σοφία, οὔτε φρόνηση ἐκεὶ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος Κυρίου. Διότι ὁ πλοῦτος τῆς σοφίας εἶναι νὰ σέβεσαι τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖον ἀνήκει πάντοτε ἡ σοφία”.

            Πῶς θὰ ἀποκτήσουμε φόβον Θεοῦ στὴν ζωή μας; Στὸ Γεροντικὸ βρίσκουμε μία πολὺ ὡραία ἀπάντηση. ”Ρώτησαν ἕναν γέροντα, πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: ἐὰν ἐκλέξει ὁ ἄνθρωπος τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ δὲν κατακρίνει κανέναν ἄλλον ἄνθρωπον. Καὶ νὰ ἐλέγχει πάντοτε τὴν ψυχή του σὲ ὅ,τι κάνει καὶ νὰ θυμᾶται ὅτι κάποτε θὰ συναντήσει τὸν Θεό. Τότε ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ”. Σὲ μία καρδιὰ ποὺ ἔχει φόβον καὶ μνήμη Θεοῦ, σὲ αὐτὴν ἀνοίγεται ὁ δρόμος νὰ πλησιάσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσει. Ἰδοῦ πῶς περιγράφονται οἱ κατανυκτικὲς ἐπιδράσεις σὲ μία ψυχὴ ποὺ ἔχει φόβον Θεοῦ. ”ὅπως ἀκριβῶς ὁ λύχνος φωτίζει σὲ τόπο σκοτεινό, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν φωτίζει καὶ τὸν διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ” (ἀββάς Ἰάκωβος), ἐνῷ καὶ ὁ Ἅγ. Διάδοχος Φωτικῆς στὴν Φιλοκαλία σημειώνει ὅτι ”καὶ ἡ ψυχή, ὅσο δὲν τὴν ἐπιμελεῖται κανεὶς καὶ εἶναι ὁλόκληρη σκεπασμένη ἀπὸ τὴν λέπρα τῆς φιληδονίας, δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν ἀκόμη ἀκατάπαυστα τῆς μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὸ φοβερὸ δικαστήριο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει μὲ τὴν μεγάλη προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια νὰ καθαρίζεται, τότε αἰσθάνεται σὰν ζωοποιὸ φάρμακο τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν καίει μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως σὰν φωτιά. Ἔτσι σιγά-σιγὰ καθαρίζεται, ὥσπου νὰ φθάσει στὴν τέλεια κάθαρση. Καὶ ὅσο λιγοστεύει ὁ φόβος, τόσο πληθαίνει ἡ ἀγάπη της, μέχρις ὅτου φθάσει στὴν τέλεια ἀγάπη, ὅπου δὲν ὑπάρχει φόβος, ἀλλὰ ἀπάθεια (δηλ. ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ πάθη, φόβους, ἀνησυχίες), ποὺ κατορθώνεται ὅλη μὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι λοιπὸν σὲ μᾶς παντοτεινὸ καύχημα, πρῶτα ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἕπειτα ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς τελειότητας, ποὺ νομοθετεῖ ὁ Χριστός”.

            Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε πὼς ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ στὴν ζωή μας εἶναι μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, λ.χ. τῆς ἀγάπης, τῆς προσευχῆς, τῆς ὑπομονῆς, τῆς πραότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἰδίως μὲ τὴν  τελευταία, ὅταν κάποιος μὲ ταπεινὸ φρόνημα δέχεται νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπακούοντας στὸ θέλημά Του, ἔχει μπεῖ σὲ καλὸν πνευματικὸ δρόμο. Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μᾶς λέει σχετικῶς μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὅτι ”Ὁ Θεὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς βρίσκεται μυστικά μέσα σὲ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐντολές Του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχεται μία θεία ἐντολὴ καὶ τὴν πράττει, δέχεται τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ αὐτήν. Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὸν Λόγον μέσω τῶν ἐντολῶν, μέσω Αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου) δέχεται καὶ τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατὶ λέγει: ”ἀληθινὰ σᾶς λέω, ὅποιος δέχεται Αὐτὸν ποὺ θὰ στείλω, Ἐμένα δέχεται, καὶ ὅποιος δέχεται Ἐμένα, δέχεται Αὐτόν, ποὺ μὲ ἀπέστειλε (Ἰω. 13,20). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔλαβε ἐντολὴ καὶ τὴν τήρησε, δέχεται καὶ λαμβάνει μυστικῶς τὴν Ἁγία Τριάδα”.

            Πρώτη καὶ μεγάλη θεία ἐντολὴ εἶναι αὐτὴ τῆς ἀγάπης, ἀρχὴ καὶ τελείωση τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Γράφει ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ”καὶ μόνη ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καθόλου δὲν ὠφελεῖ, χωρὶς τὴν συνέργεια τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἑλκύει πρὸς ἑαυτὴν τὸν καθαρὸ νοῦ διὰ μέσου τῆς ἀγάπης. Καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς ποὺ φωτίσθηκε ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν ἑαυτό του, ἕστω καὶ ἂν στενοχωρεῖται ἀπὸ τὰ πάθη ἐκείνων, ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμη καθαροί. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς αἰσθάνεται ἀπέραντη καὶ ἀνέκφραστη χαρά, ὅταν βλέπει τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν διόρθωσή τους”. Μεγάλη λοιπὸν ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τόσο πρὸς τὸν Θεό, ὅσο καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπόν μας. Διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ εἰλικρινῶς τὸν Θεό, ἐὰν δὲν ἀγαπᾶ καὶ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν πλησίον του. Σημειώνει σχετικῶς ὁ Ἅγ. Διάδοχος Φωτικῆς: ”ὅταν ἀρχίσει κανεὶς νὰ αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νὰ ἀγαπᾶ μὲ πνευματικὴ αἴσθηση καὶ τὸν πλησίον. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν ὅλες οἱ γραφές. Ἡ κατὰ σάρκα φιλία πολὺ εὔκολα διαλύεται, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, γιατὶ δὲν εἶναι δεμένη μὲ τὴν πνευματικὴ αἴσθηση. Στὸν ἄνθρωπο ὅμως, στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποίου ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἂν συμβεῖ κάποιος ἐρεθισμός, δὲν λύνεται ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης. Γιατὶ μὲ τὴν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχὴ ξαναθερμαίνει τὸν ἑαυτό της στὸ καλὸ καὶ γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον μὲ πολλὴ χαρά, ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει ὑβρισθεῖ ἤ ζημιωθεῖ ὑπερβολικὰ ἀπὸ αὐτόν. Μὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ ἐξουδετερώνει τὴν πικρία τῆς φιλονικίας”.

            Μὲ τὰ μάτια μιᾶς καθαρῆς ψυχῆς καὶ μιᾶς ταπεινῆς καρδιᾶς μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς πνευματικὰ τὸν Θεό, μᾶς λέει ὁ ἅγ. Μάρκος ὁ Ἀσκητής. ”Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὸν Θεό, βλέπει μέσα στὴν ψυχή του, σὰν σὲ καθρέπτη, τὴν μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ταπεινώνεται, ὅπως ὁ μακάριος Ἰὼβ καὶ λέγει: προηγουμένως Σὲ ἄκουγα μονάχα. Τώρα ὅμως καὶ τὰ μάτια μου Σὲ εἶδαν Γι’ αὐτὸ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔλιωσα. Θεωρῶ πλέον τὸν ἑαυτὸν μου γῆ καὶ σποδός (Ἰώβ 52, 4-6). Ὅσοι λοιπὸν μιμοῦνται τὸν Ἰώβ, αὐτοὶ βλέπουν τὸν Θεό. Καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν βλέπουν, αὐτοὶ μόνον Τὸν γνωρίζουν. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς θελήσουμε νὰ βλέπουμε Αὐτόν, ἂς ἐλεεινολογοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ταπεινοφρονοῦμε, γιὰ νὰ μὴν Τὸν βλέπουμε μόνον ἀπέναντί μας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν ἀγάπην Του, καὶ νὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ κατοικοῦντα καὶ ἀναπαυόμενον ἐντός μας. Διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἀφροσύνη μας θὰ λάβει σοφία μὲ τὴν σοφία Του καὶ ἡ ἀσθένειά μας θὰ δυναμωθεῖ μὲ τὴν δύναμή Του, ἡ ὁποία θὰ μᾶς κραταιώσει στὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε αὐτῆς τῆς δωρεᾶς”.

            Ὡς ἀντίδωρο στὴν μεγάλη εὐλογία τοῦ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό, ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας, μέσα ἀπὸ τὴν διαγωγή, τὴν χριστιανικὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν νὰ τιμᾶμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πολὺ ὡραῖα μᾶς λέγει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ”Δοξάζει τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπό του, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὸν Θεὸ μόνον μὲ λόγια, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει γιὰ τὸν Θεὸ κόπους καὶ παθήματα γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἀντιδοξάζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, λαμβάνοντας ὡς ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς τὴν χάρη τῆς ἀπαθοῦς μεθέξεως τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ καθένας, ποὺ στὸ πρόσωπό του δοξάζει τὸν Θεό μὲ τοὺς κόπους τῆς πρακτικῆς ἀσκήσεως γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς, δοξάζεται καὶ ὁ ἴδιος μέσα στὸν Θεό… Γιατὶ ὁ Κύριος, ἐρχόμενος πρς τὸ Πάθος, ἔλεγε: τώρα δοξάσθηκε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ αὐτὸν δοξάσθηκε ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεός θὰ τὸν δοξάσει μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ θὰ τὸν δοξάσει ἀμέσως (Ἰω. 13,31-32). Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι τοὺς κόπους χάριν τῆς ἀρετῆς ἀκολουθοῦν τὰ θεῖα χαρίσματα”.

            Δοξάζουμε ἐπίσης τὸν Θεὸ ὅταν γνωρίζουμε καὶ ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημά Του στὴν ζωή μας. Ὑπακούοντας στὶς θεῖες ἐντολές πλησιάζουμε τὸν Θεὸ καὶ ἀλλοιωνόμαστε πνευματικά, δεχόμενοι τὴν θεία χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τους. ”Ἡ σύνεση τῶν Ἁγίων εἶναι ὅτι γνώρισαν ἀκριβῶς τὸ θέλημά του Θεοῦ. Διότι ὅλα τὰ νικᾶ ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ὑπακοῆς στὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη τὸ πιὸ φοβερὸ εἶναι νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὶς ἐμπνεύσεις τῆς καρδιᾶς του, νὰ ὑπακούει δηλ. στὸ θέλημά του καὶ ὄχι στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ πάθος φαίνεται κατ’ ἀρχάς, ὅτι ἀναπαύει κάπως τὸν ἄνθρωπο, ὕστερα ὅμως μεταβάλλεται μέσα του σὲ πένθος, ἐπειδὴ παρέβλεψε τὸ μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας καὶ δὲν βρῆκε τὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὴν ἀκολουθήσει” (ἀββὰς Ἰσίδωρος-Γεροντικόν). ”Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε δημιουργημένοι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ γίνουν ὅμως οἱ ἄνθρωποι καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἀνήκει μόνον σὲ ἐκείνους, ποὺ ἀπὸ πολλὴν ἀγάπη ὑπέταξαν τὴν ἐλευθερία τους στὸν Θεό. Ὅταν δηλαδὴ δὲν ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας, τότε εἴμαστε ὅμοιοι πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τὴν ἀγάπη Του μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Ἑαυτό Του” (ἅγ. Διάδοχος Φωτικῆς).

            Μία βασικὴ ἀλήθεια ποὺ ὅλοι οἱ ἅγιοι γνώριζαν εἶναι ὅτι χωρὶς τὴν βοήθεια καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτε δὲν μποροῦμε μὲ τὶς δικές μας μικρὲς δυνάμεις νὰ κατορθώσουμε στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὶς δυσκολίες ἂς τὶς παρουσιάζουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ δέηση καὶ προσευχή, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐπιτυχία στὰ πνευματικά (ἀποφυγὴ ἁμαρτίας, καταπολέμηση λογισμῶν κ.λπ.). Ἀναφέρει τὸ Γεροντικὸ ὅτι ”κάποιος ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕναν γέροντα στὴν ἔρημο: πάτερ, πῶς πρέπει ὁ νοῦς νὰ διώχνει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς; Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ νοῦς νὰ ἐπιτύχει αὐτὸ τὸ πράγμα ἐντελῶς μόνος του, γιατὶ δὲν ἔχει τόσην δύναμη. Ὅταν προσβάλλουν οἱ πονηροὶ λογισμοί τὴν ψυχή, πρέπει αὐτὴ ἀμέσως νὰ καταφεύγει πρὸς τὸν Δημιουργό της, δεομένη ἐπιμόνως πρὸς Αὐτὸν νὰ τὴν βοηθήσῃ καὶ τότε Ἐκεῖνος τοὺς διαλύει τὴν ἴδια στιγμή, ὅπως ἡ φωτιὰ τὸ κερί”. –”Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσει μὲ τὴν δική του δύναμη ἀπὸ τὶς μεθόδους καὶ τὶς τέχνες τοῦ πονηροῦ, παρὰ μόνον μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ματαίως λοιπὸν πλανῶνται ὅσοι ὑπερηφανεύονται καὶ φουσκώνουν διαφημίζοντας ὅτι μὲ τὶς ἀσκήσεις τοὺς καὶ μὲ τὴν θέλησή τους καταργοῦν τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία καταργεῖται μόνον μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας Ἰω. Χρυσόστομος λέγει ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ προθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἂν δὲν δεχθεῖ καὶ τὴν βοήθεια τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὅτι πάλι, δὲν θὰ κερδίσουμε τίποτε ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια, ἂν δὲν ἔχουμε προθυμία. Αὐτὰ τὰ δύο φανερώνουν ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Πέτρος. Ὁ Ἰούδας ἂν καὶ εἶχε πολλὴ βοήθεια, δὲν ὠφελήθηκε τίποτε, γιατὶ δὲν θέλησε, οὔτε συνεισέφερε τὴν δική του προαίρεση καὶ προθυμία. Ὁ Πέτρος πάλι, ἂν καὶ εἶχε προθυμία, ἔπεσε. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ συνυφαίνεται ἀπὸ τὰ δύο, τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ λέγει, οὔτε νὰ ἀναθέσουμε τὸ πᾶν στὸν Θεὸ καὶ ἐμεῖς νὰ κοιμόμαστε, οὔτε ὅταν ἔχουμε προθυμία, νὰ νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν τὸ κατορθώνουμε μὲ τοὺς δικούς μας κόπους” (Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης).

            Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται σὲ μᾶς καὶ μᾶς ἐνισχύει ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του. Μᾶς λέει σχετικῶς ὁ ἅγ. Μάρκος ὁ Ἀσκητής: ”ἡ χάρις δόθηκε μυστικὰ σὲ ὅσους ἔχουν βαπτισθεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐνεργεῖ ὅμως σὲ αὐτοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Καὶ κρυφὰ ἡ χάρη δέν παύει νὰ μᾶς βοηθάει. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ πράττουμε τὸ ἀγαθόν, κατὰ δύναμιν. Στὴν ἀρχὴ ἡ χάρη κατὰ τρόπον θεϊκόν, ἀνασηκώνει τὴν συνείδηση, ποὺ εἶναι πεσμένη. Γι’ αὐτὸ καὶ κακούργοι ἀκόμη ποὺ μετενόησαν, εὐαρέστησαν τὸν Θεό. Ἄλλοτε ἡ χάρη εἶναι κρυμμένη στὴν διδασκαλία τοῦ πλησίον μας. Κάποτε ἀκολουθεῖ τὴν ἀνάγνωση καὶ μὲ φυσικὴ ἀκολουθία διδάσκει τὴν δική της ἀλήθεια. Ἂν λοιπὸν δὲν κρύψουμε τὸ τάλαντο, ποὺ λάβαμε μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους, θὰ εἰσέλθουμε ἐνεργῶς στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου. Μία καὶ ἀμετάβλητη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνεργεῖ στὸν καθένα ὅπως θέλει. Ἡ χάρη ὅταν πέσει στὴν ψυχή, σὲ ἐκεῖνον ποὺ πεινᾶ γιὰ τὸν Χριστό, γίνεται τροφή, στὸν διψασμένο γλυκύτατο νερό, σὲ ἐκεῖνον ποὺ κρυώνει γίνεται ἔνδυμα καὶ στὸν κοπιάζοντα γίνεται ἀνάπαυση. Σὲ ἐκεῖνον ποὺ προσεύχεται γίνεται πληροφορία καὶ στὸν πενθοῦντα γίνεται παρηγορία”.

            Ἡ θεία χάρη ἐκδηλώνεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μέσω τῶν μυστηρίων, ἰδίως τὴν ὥρα τῆς θείας κοινωνίας, ποὺ μᾶς βοηθάει στὴν πνευματική μας προσπάθεια, ὅταν βεβαίως κοινωνοῦμε καταλλήλως προετοιμασμένοι, τότε ἀξιωνόμαστε τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.  ”Κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας μυσταγωγίας, νὰ ἀντικρούεις τοὺς λογισμούς σου καὶ οἱ αἰσθήσεις σου νὰ τελοῦν ὑπὸ τὸν φόβο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς τῶν θείων μυστηρίων καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν νά σέ θεραπεύσει ὁ Κύριος. Ἐὰν ὅμως δὲν περιορίσεις τοὺς λογισμούς σου, τότε νὰ μὴν προσέλθεις στὴν θεία Μετάληψη, γιὰ νὰ μὴν κατακριθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι τὴν Ἁγία Κοινωνία τὴν ὀνομάζουν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ὅσο λοιπὸν μᾶς νικοῦν τὰ πάθη, εἴτε εἶναι θυμός, εἴτε εἶναι φθόνος ἢ ἀνθρωπαρέσκεια ἢ κενοδοξία ἢ μῖσος ἢ ἄλλο πάθος, βρισκόμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς λοιπὸν νὰ καταστεῖ δυνατή ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό;” (ἀββὰς Ἠσαΐας).

            Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν πῶς νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία καὶ τοὺς λογισμούς, ὅταν ἔχουμε διαρκὴ μνήμην Θεοῦ, δηλαδὴ ὅταν τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ φέρνουμε στὸν νοῦ μας τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ μᾶς ἐνισχύει καὶ μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ὡς μέγα πνευματικὸ ὅπλο, διότι μᾶς φέρνει συνεχῶς στὴν καρδιὰ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ μᾶς βοηθάει νὰ πετύχουμε τὴν νήψη, δηλαδὴ τὴν ἔντονη προσοχὴ καὶ συγκέντρωση τοῦ νοῦ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὴν παράλληλη ἀπομάκρυνση τῶν λογισμῶν. Ἔλεγε κάποτε ἕνας γέροντας ὅτι ”ὁ Θεὸς μᾶς θυμᾶται συνεχῶς καὶ μᾶς βλέπει συνεχῶς, ἐμεῖς Τὸν ξεχνᾶμε. Γι’ αὐτὸ πρὶν ἀπ’ ὅλα μᾶς χρειάζεται ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Νὰ θυμόμαστε ἐμεῖς δηλαδὴ τὸν Θεὸ καί ὅλα τὰ ἄλλα θὰ ἔρθουν μὲ τὴν σειρά. Διότι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν σωτηρία μας, γιὰ τὴν μετάνοια, γιὰ τὴν προσευχή. Ὅταν κάνουμε τὸ πρῶτο αὐτὸ βῆμα, τότε ἀκολουθοῦν καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πραότητα. Καὶ ὅταν συνεχίσουμε τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει καὶ ἡ μακροθυμία καί ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ πρώτη αἴσθηση τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς ἀγάπης. Τὰ πάντα ἔρχονται στὴν καρδιά μας μὲ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει συνεχῶς, καθημερινῶς, κάθε στιγμή νὰ θυμόμαστε τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μόνον τὴν Κυριακή ἢ ὅταν πηγαίνουμε στὸν ναό. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς φωτίσει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν μὲ τὸν Σωτῆρα μας Ἰησοῦν Χριστό”. Καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης συμπληρώνει: ”Δὲν μπορεῖς νὰ δαμάσεις κανένα πάθος, καμμία ἁμαρτία χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ρωτᾶς τὸν ἑαυτόν σου πῶς θὰ σωθεῖς ὅταν συναντᾶς τὴν ἁμαρτία σὲ κάθε σου βῆμα, ὅταν πέφτεις θῦμα τῆς κάθε στιγμῆς. Ὑπάρχει μία ἁπλὴ ἀπάντηση. Σὲ κάθε σου βῆμα, σὲ κάθε στιγμή, νὰ ἐπικαλεῖσαι καὶ νὰ θυμᾶσαι τὸν Σωτῆρα σου καὶ ἔτσι θὰ σώζεις καὶ τὸν ἑαυτόν σου καὶ τοὺς ἄλλους”.

            Διαρκὴ μνήμη Θεοῦ μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συνεχὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου, μᾶς λέει ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: ”Νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχήν. Τότε ἀσφαλῶς καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ θυμηθεῖ, ὅταν περιπέσεις σὲ κακά, γιὰ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ αὐτά. Πρὶν ἀκόμη ἀρχίσει ὁ πόλεμος, νὰ ἐπιζητήσεις τὴν συμμαχία. Πρὶν ἀρρωστήσεις, προσκάλεσε τὸν ἰατρὸ καὶ πρὶν περιπέσεις σὲ διάφορες θλίψεις, νὰ προσευχηθεῖς στὸν Θεό, ὥστε κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν λυπηρῶν νὰ ἔχεις ἐξασφαλίσει τὴν ἀκατανίκητη βοήθεια τοῦ Θεοῦ”. Ἀσφαλῶς μεγάλο καὶ σπουδαῖο ὅπλο πνευματικὸ εἶναι ἡ συνεχὴς προσευχή, ποὺ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ πολλὰ κακὰ καί ἀποτρέπει πολλὲς ἁμαρτίες!

            Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύσει τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ ἁμαρτίες. Λέγει κάποιος γέροντας ὅτι ”ὅπως ὅταν πονᾶς καὶ κινδυνεύεις, πᾶς στὸν γιατρὸ γιὰ νὰ σὲ θεραπεύσει καὶ τὸν παρακαλεῖς καὶ κλαῖς καὶ ἱκετεύεις νὰ σὲ κάνει καλὰ καὶ τοῦ προσφέρεις ὅ,τι σοῦ ζητήσει, ἔτσι νὰ κάνεις καὶ μὲ τὸν Θεό, τὸν μόνον ἀληθινὸ ἰατρὸ καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ γιὰ τὸ σῶμα. Νὰ κλαῖς ἐνώπιόν Του, σὰν ἀσθενὴς καὶ νὰ παρακαλεῖς νὰ σὲ θεραπεύσει καὶ θὰ σωθεῖς”. Μὲ τέτοιο λοιπὸν τρόπο νὰ γίνεται ἡ προσευχή μας μπροστὰ στὸν Θεό, μὲ ἱκεσία καὶ δάκρυα καὶ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἀσθενείας μας.

            Ὁ Θεὸς δὲν ἀποτελεῖ μόνον πηγὴ δυνάμεως καὶ ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ πηγὴ χαρᾶς. Ὅσοι ζοῦν μία ζωὴ χριστιανικὴ καὶ κοντὰ στὸν Θεό, μποροῦν νὰ κατανοήσουν αὐτὴν τὴν χαρὰ ποὺ ἔρχεται σὲ μία πιστὴ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριο. Ἐὰν κατορθώσουμε νὰ ζοῦμε στὴν καθημερινότητά μας τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, τότε θὰ βιώνουμε διαρκῶς τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, θὰ ζοῦμε σὲ ἕνα διαρκὲς Πάσχα, μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. ”Πάσχα λοιπὸν ἀληθῶς εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Λόγου πρὸς τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐρχόμενος μὲ τρόπο μυστικό, χαρίζει τὴν πληρότητα σὲ ὅλους τοὺς ἀξίους, μὲ τὴν προσφορὰ τῆς συμμετοχῆς στὰ οἰκεῖα θεῖα ἀγαθά” (Ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής). Σχολιάζει κάποιος νεώτερος γέροντας τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ἐπισημαίνει ὅτι ”τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι βρώσις καὶ πόσις καὶ ψητὸ ἀρνί. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνεται συνεχῶς σὲ ὅλους μας, ἀλλὰ μόνον λίγοι ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους γιὰ νὰ μπεῖ μέσα τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὴν μεταδίδουμε στοὺς ἄλλους. Κάθε ἡμέρα καὶ κάθε ὥρα μπορεῖ νὰ ἑορτάζει ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς τὸ Πάσχα. Εἶναι τὸ ἔλεος ποὺ σκεπάζει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Τὸ Πάσχα τὸ νοιώθεις ὅταν ἀγαπᾶς, ὅταν συγχωρεῖς καὶ μακροθυμεῖς, ὅταν ἔχεις ὅλην σου τὴν ἐλπίδα στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα μπορεῖς νὰ ζεῖς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ τὴν πίστη σου νὰ τὴν κάνεις φῶς, ποὺ ἀκτινοβολεῖ καὶ καταλάμπει μέσα σου καὶ γύρω σου. Ἔχε μέσα στὴν καρδιά σου τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη καὶ θὰ ἔχεις καθημερινῶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ θὰ ἑορτάζεις πνευματικῶς τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου, διότι θὰ ζεῖς συνεχῶς μέσα στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ”.

            Ὅσο ἐπιθυμοῦμε νὰ βρισκόμαστε διαρκῶς κοντὰ στὸν Θεό, ὀφείλουμε νὰ δώσουμε προσοχὴ καὶ σὲ ὅ,τι μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης :”τὶ σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὸ νὰ ἐφαρμόζεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἡ σάρκα καὶ ὁ κόσμος, δηλαδὴ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ οἱ ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἀδιάφορο ἔναντι τῆς θρησκείας. Κοιτᾶς πῶς νὰ ἀρέσεις στὸν κόσμο καὶ ὄχι στὸν Θεό. Ζεῖς γιὰ τὸ τί θὰ φορέσεις, τί θὰ φᾶς, τί θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι γιὰ σένα. Ἀποσπάσου ἀπὸ τὴν ἕλξη τῶν γήινων ἀγαθῶν. Ἀγωνίσου ἐναντίον τῶν κοσμικῶν θελγήτρων, ποὺ σὲ ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ βαδίζεις σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιον. Ἀγάπησε τὸν Θεὸ μὲ ὅλην τὴν καρδιὰ καὶ ἐργάζου μὲ ὅλην σου τὴν δύναμη γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Γίνε φιλόψυχος. Θυμήσου ὅτι ὁ κόσμος μὲ ὅλες του τὶς ὀμορφιές, εἶναι πρόσκαιρος. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν. Ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ ἀθανάτου Βασιλέως, εἶναι καὶ ἡ ἴδια ἀθάνατος. Θυμήσου αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ ἀπαρνήσου τὰ γήινα. Ἀντὶ νὰ ἔχεις στραμμένα τὰ βλέμματά σου στὰ φθαρτὰ καὶ τὰ κτιστά, ἔχε τα στραμμένα διαρκῶς στὸν Ποιητή τῶν ὅλων. Μὴν σὲ παρασύρει τίποτε ἄλλο, μὴν αἰχμαλωτίσει τὴν καρδιά σου τίποτε ἄλλο. Ἡ καρδιά μας εἶναι πλασμένη γιὰ νὰ λατρεύει τὸν Θεό. Αὐτὸς τὴν ἔκτισε καὶ δική Του εἶναι πνοή. Ἡ προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἢ στὴν σάρκα εἶναι ὅ,τι θέλει ὁ πλάνος, ὁ σατανᾶς. Μὴν πέσεις θῦμα του. Πρόσφερε ὁλόκληρην τὴν καρδιά σου στὸν Κύριον καὶ Θεόν μας”.

Ἀκόμη χειρότερον εἶναι ἡ αἵρεση, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ ὅτι κάποιοι γιὰ νὰ δοκιμάσουν τὴν μεγάλη ἀρετὴ καὶ τὴν ἀοργησία τοῦ ἀββὰ Ἀγάθωνος τὸν κατηγόρησαν σὰν ἀκόλαστο καὶ ὑπερήφανο, φλύαρο καὶ φιλοκατήγορο. Ὁ ἀββὰς Ἀγάθων δέχθηκε ταπεινὰ τὶς κατηγορίες αὐτές, ὅταν ὅμως τὸν κατηγόρησαν σὰν αἱρετικό, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ ἐξήγησε στοὺς ἔκπληκτους μοναχούς. ”τὶς πρῶτες κατηγορίες τὶς παίρνω πάνω μου, γιατὶ εἶναι χρέος γιὰ τὴν ψυχή μου. Ἀλλὰ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὴν δέχομαι, διότι ὁ αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν θέλω νὰ χωρισθῶ ἀπὸ τὸν Θεό”. Καὶ ἐκεῖνοι θαύμασαν τὴν γεμάτη σοφία καὶ διάκριση ἀπάντησή του καὶ ἔφυγαν ὠφελημένοι. Ἐναντίον αὐτῶν ποὺ μᾶς κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ἀββὰς Ποιμὴν μᾶς προτρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τὰ ἀκόλουθα τρία πράγματα γιὰ νὰ μείνουμε κοντὰ στὸν Θεό: ”αὐτοὶ οἱ τρεῖς κανόνες ζωῆς εἶναι χρήσιμοι, τὸ νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ νὰ κάνεις τὸ καλὸ στὸν πλησίον σου” (Γεροντικόν).

Ἂς φροντίζουμε νὰ βρισκόμαστε κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ ‘χουμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὸν στηριγμό μας μόνον στὸν Θεό. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας ὁ ἀναχωρητής: ”ἀδελφέ μου, πρόσεχε λεπτομερῶς τὸν ἑαυτόν σου, διότι πάντοτε βρίσκεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπον μὴν ἐλπίζεις τίποτε. Τὶς ἐλπίδες σου νὰ τὶς στηρίζεις στὴν πίστη σου πρὸς τὸν Θεό. Ἐὰν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο πρᾶγμα, νὰ παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ αἴτημά σου, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Σὲ ὁποιανδήποτε περίσταση καὶ ἂν βρίσκεσαι, νὰ εὐχαριστεῖς γιὰ ὅλα τὸν Θεό, διότι Ἐκεῖνος δίνει στὸν ἄνθρωπο τὰ πάντα. Ἐάν σοῦ λείψει τελείως κάτι, μὴν ἐλπίσεις νὰ σοῦ τὸ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος, οὔτε νὰ λυπηθεῖς γιὰ τὴν ἀπώλεια αὐτήν, οὔτε καὶ νὰ γογγύσεις ἐναντίον κάποιου γιὰ τὴν κατάσταση αὐτήν. Ἀπ’ ἐναντίας μάλιστα νὰ ὑπομείνεις μὲ προθυμία τὴν δοκιμασία, χωρὶς νὰ ταραχθεῖς, καὶ νὰ λὲς στὸν ἑαυτόν σου ὅτι καὶ χειρότερα μοῦ ἔπρεπαν, διότι λόγῳ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν εἶμαι ἄξιος γιὰ πολλὲς θλίψεις. Ἀλλὰ ἐὰν ὁ Θεὸς ὡς πολυεύσπλαγχνος θέλει, μπορεῖ νὰ μὲ ἐλεήσει. Ὅταν ἐσὺ σκέπτεσαι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἐμπιστευθεῖς τὸν ἑαυτόν σου στὸν Θεό, τότε καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ εἰσακούσει σὲ ὅλες σου τὶς ἀνάγκες, ἀποβλέποντας βεβαίως στὸ ψυχικό σου συμφέρον”. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος μᾶς συστήνει νὰ ἀποκτήσουμε τελείαν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα. ”Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ πίστεψε στὶς ὑπέρλογες φρικτὲς ἀλήθειες, ὅπως ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ αἰώνιος καὶ ἀτελεύτητος ἀπόλαυσή της, ὁ ἀγιασμὸς τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ τελεία κάθαρση τῆς ψυχῆς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀφείλει νὰ ἐμπιστευθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ὅλην τὴν φροντίδα τοῦ σώματος. Καί ἐπὶ πλέον, ὀφείλει νὰ θεωρεῖ τὴν πενία ὡς πλοῦτο, τὴν κακουχία ὡς ἀνάπαυση, τὴν καταισχύνη ὡς τιμὴ καὶ τὴν ὕβρη καὶ τὴν περιφρόνηση ὡς δόξα. Αὐτὰ ὅλα εἶναι τὰ γνωρίσματα τῶν γνησίων δούλων τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πραγματικῶς πιστεύσει στὰ λόγια Του”.

”Ἐὰν πιστεύεις πραγματικῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης σου, καὶί ὅτι μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει τὶς ἐπιθυμίες σου, τότε μόνον σὲ Αὐτὸν νὰ πιστεύεις καὶ ἀσφαλῶς θὰ καταστεῖς μέτοχος τῶν εὐεργεσιῶν Του. Ἐὰν ὅμως ἀδιαφορεῖς καὶ ἀνησυχεῖς, φανερώνεις μὲ τὴν διάθεσή σου αὐτή, ὅτι δὲν πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πράγματι δυνατὸς καὶ ἄξιος ἐμπιστοσύνης. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ τὸν βοηθήσει στὶς προσωπικές του ὑποθέσεις, πῶς εἶναι δυνατόν νὰ πιστεύει στὴν παντοδύναμη πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ξένων ζητημάτων; Καί ἑπομένως ὅτι ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιτύχει;”(ἀββὰς Εὐπρέπιος-Γεροντικόν).

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τονίζουν τὴν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ πονηρὸς προβάλλει συνεχῶς ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ τὰ προσπερνοῦμε καὶ νὰ μὴν λοξοδρομοῦμε ἀπὸ τὸν πνευματικό μας προορισμό. Γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης στὴν ”ἐν Χριστῷ ζωή μου” ὅτι ”προορισμὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό. Σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, μὲ τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ στὴν μέλλουσα, μὲ τὴν τελείαν ἀγάπη. Ἀλλὰ δὲς πῶς ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀντιστρατευόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν προορισμό. Στρέφουμε τὴν ψυχὴ μας πρὸς διάφορα ἄλλα πράγματα ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν. Κάποτε ἡ ἀγάπη μας στρέφεται στὸ χρῆμα, στὰ ἐδέσματα, στὸ ποτό, στὰ πολυτελὴ ἐνδύματα, στὰ σπίτια, σὲ ἀνθρώπους σὰν ἐμᾶς καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό. Κάποτε γινόμαστε ὑπερήφανοι, φθονεροί, μοχθηροί, ψευδολόγοι καὶ ἔτσι πραγματοποιοῦμε μίαν ἀπ’ εὐθείας ἕνωση μὲ τόν ἴδιο τὸν Ἐωσφόρο, ποὺ εἶναι κακία, ψεῦδος, ὑπερηφάνεια, ὁ φθόνος προσωποποιημένος. Καὶ ἔτσι ὑβρίζουμε τὸν Κύριόν μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν δικὴ Του. Συμβαίνουν αὐτὰ μὲ τόσους πολλούς, ἀλλὰ δὲν τὰ σκέφτονται ἤ ἀγνοοῦν τὴν σημασία τους. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ ὕψιστος καὶ μοναδικὸς μας προορισμὸς εἶναι ἡ θέωση”.

Ἐὰν πράγματι ἐπιθυμοῦμε νὰ βρισκόμαστε κοντὰ στὸν Θεό, ὀφείλουμε νὰ πράττουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ποιά εἶναι αὐτά, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: ”ὅσο ὁ ἄνθρωπος καταφρονεῖ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ καταγίνεται στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μετὰ σπουδῆς, τόσον περισσότερο καὶ ἡ θεία πρόνοια πλησιάζει σὲ αὐτὸν καὶ μυστικῶς αἰσθάνεται τὴν βοήθειά της καὶ δίδονται σὲ αὐτὸν καθαροὶ λογισμοὶ … τὰ θεμέλια ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἡ ἀνάκληση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ὁδὸς ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο στὸ φῶς καὶ στὴν ζωή, συνίσταται στοὺς δύο ἑπομένους τρόπους, πρῶτον στὸ νὰ περιμαζεύει τὸν ἑαυτὸν του καὶ νὰ ἡσυχάζει σὲ ἕναν τόπο, καὶ δεύτερον στὸ νὰ νηστεύει κανεὶς πάντοτε, δηλ. νὰ κανονίζει φρονίμως τὸν ἑαυτὸν του νὰ τρώγει μὲ ἐγκράτεια καὶ ἀδιαλείπτως νὰ καταγίνεται στὴν φροντίδα καὶ μελέτην τοῦ Θεοῦ”.

Ὅλα ὅσα ἀναφέρουμε προηγουμένως, οἱ γνῶμες καὶ οἱ συμβουλὲς αὐτὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων, σκοπὸν ἔχουν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ πλησιάσουμε πνευματικὰ τὸν Θεό. ”ὅπως τὸ σῶμα, ὅταν ἀποθνήσκει, ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, κατὰ τὴν περίοδο τῆς τελείας καθαράς???? προσευχῆς, ἀποχωρίζεται ἀπὸ ὅλες τὶς σκέψεις καὶ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου. Διότι ἐὰν δὲν πεθάνει ἑκουσίως αὐτὸν τὸν πνευματικὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου, εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει κοντὰ Του” (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής). Κατακλείοντες τὴν πνευματική μας περιδιάβαση στοὺς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων θεωροῦμε ὡς πλέον κατάλληλη τήν ρήση τοῦ Ἀββὰ Δωροθέου ἀπ τὰ ”Ἀσκητικά”, ὅτι ”οἱ ἄνθρωποι ὅσο πλησιάζουν τὸν Θεό, πλησιάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, τόσο πλησιάζουν καὶ τὸν Θεό”????.