τῆς Φανῆς Μήτσου – Θεοδωρίδου*
Ἦρθε στὴν νέα του θέσι ὁ κύριος ἐπιθεωρητὴς κι εἶπε ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνη σωστὰ τὴν δουλειά του. Ἤξερε, πὼς ὅλα τὰ σχολεῖα τοῦ Πωγωνίου τὸν περίμεναν. Ἄρχισε ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ν’ ἀνεβαίνη κορφές, νὰ κατεβαίνη ράχες, νὰ περνᾷ ρεματιές, νὰ προσπερνᾷ κακοτοπιὲς καὶ νὰ πηγαίνη παντοῦ. Στὸν δάσκαλο μὲ τὸ ἕνα παιδί, στὸν ἄλλον μὲ τὰ τρία, μὲ τὰ πέντε, μὲ τὰ ἕξι, μὲ τὰ δώδεκα. Πῆγε στὸ Βασιλικό, στὴν Ρουψιά, στὸ Μολυβδοσκέπαστο, στὸ Δολό, σὲ ὅλα. Κι ὅταν κάθισε καὶ μέτρησε τὰ χαρτιά του, ἔβλεπε, πὼς κάτι τοῦ ξέφυγε, κάτι τοῦ ἔλειπε. Κοίταξε-ξανακοίταξε καὶ τὸ βρῆκε. Νὰ καλέ, στὴν Ράχη δὲν πῆγε. Φώναξε τὸν βοηθό του.
– Δημήτρη! Αὔριο φεύγω γιὰ τὴν Ράχη. Θὰ λείψω ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὅπως βλέπω στὸν χάρτη πέφτει λίγο μακριά.
Ἔσκασε στὰ γέλια ὁ Δημήτρης. Ἄκου καλέ, θὰ πάη καὶ θὰ γυρίση τὴν ἴδια μέρα ἀπὸ τὴν Ράχη.
– Ἄχ, κύριε ἐπιθεωρητά μου, ξέρεις ποῦ βρίσκεται ἡ Ράχη; Ξέρεις πόσες κορφές, πόσες βουνοπλαγιές, πόσες χαράδρες θὲ νὰ περάσης, γιὰ νὰ βρεθῆς στὴν Ράχη; Ἂν δὲν μυρίση Ἄνοιξη, μὴ τὸ τολμήσης.
– Μὰ τί λὲς Δημήτρη; Θὰ ἀφήσω τὸ σχολεῖο, τὰ παιδιά, τὸν δάσκαλο ἕναν χειμῶνα χωρὶς ἐπίσκεψι; Κι ἂν κάτι χρειάζωνται; Μονάχα πές μου, πῶς θὰ πάω, μὲ τί μέσο.
– Σᾶς προειδοποιῶ εἶναι δίπλα, σύρριζα στὰ Ἀλβανικὰ τὰ σύνορα. Ἂς ἔρθη ἡ Ἄνοιξη καὶ μαζὶ θὰ πᾶμε. Τώρα μονάχα μὲ τὸ μουλάρι τοῦ παπᾶ μπορεῖς νὰ πᾶς. Ἂν σᾶς τὸ δώση γιὰ τόσες μέρες. Μονάχα ὁ παπᾶς ἔχει τόσο γερὸ μουλάρι. Βλέπεις, νύχτα καὶ μέρα, χειμῶνα καλοκαίρι, πρέπει νὰ προλάβη τόσα χωριά. Ἄσε τὰ ἀπρόοπτα, ἂν κάποιοι τὸν ζητήσουν. Θὰ σοῦ τὸ δώση ὅμως;
Ἔδωσε ὁ παπᾶς τὸ μουλάρι στὸν κύριο ἐπιθεωρητή, πῆρε στὰ χέρια του τὸν χάρτη καὶ ξεκίνησε. Ρώτησε, ξαναρώτησε καὶ κάποιο πρωῒ ἔφθασε στὸ χωριό, στὴν Ράχη. Τὸν πρῶτο χωρικό, ποὺ βρῆκε, τὸν ρώτησε κατὰ ποῦ πέφτει τὸ σχολεῖο.
– Ξενομερίτης θὰ εἶσαι, τοῦ εἶπε αὐτός. Γιατί, ὅλοι σὲ τοῦτα τὰ μέρη, σὲ τοῦτα τὰ χωριά, ξέρουμε, πὼς τὰ σχολειὰ εἶναι χτισμένα δίπλα στὶς Ἐκκλησιές. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Πατρο-Κοσμᾶ μέχρι τὰ σήμερα, οἱ Ἐκκλησίες δίνουν οἰκόπεδα γιὰ νὰ χτιστοῦν σχολειά. Τἄχα δὲν τό ‘χεις ἀκουστά; Ὅπου καμπαναριό, ἐκεῖ καὶ τὸ σχολειό. Κατάλαβες ποῦ θὰ τὸ βρῆς;
Ὁ ἐπιθεωρητὴς κατάλαβε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Πῆρε, λοιπόν, τὸ καλντερίμι κι ἔφθασε στὸ σχολεῖο. Μὰ τὸ βρῆκε κλειστό. Οὔτε δάσκαλος οὔτε παιδιά. Λὲς νὰ μπέρδεψε τὶς μέρες; Ὄχι! Οὔτε γιορτὴ οὔτε Κυριακὴ ἔχουμε σήμερα. Νὰ κάνη τόσον δρόμο καὶ νὰ μὴ βρῆ κανέναν. Ρώτησε μερικούς. Κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ τὸν πληροφορήση γιὰ δάσκαλο καὶ γιὰ παιδιά. Δὲν τὸν χωροῦσε ὁ τόπος. Εἶπε νὰ ξαποστάση λίγο καὶ νὰ σκεφθῆ τὸν γυρισμό. Δὲν πρόλαβε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούστηκαν τραγούδια, φωνές, γέλια καὶ ἡ σφυρίχτρα τοῦ δασκάλου. Κάτι τοῦ εἴπανε οἱ χωρικοὶ κι ὁ δάσκαλος τρεχᾶτος φθάνει στὸ σχολεῖο.
Ἄλαλος ἀντικρύζει τὸν προϊστάμενό του. Κατάλαβε ποιός ἤτανε καὶ πόσο ζύγιζε αὐτὸ γιὰ κεῖνον. Μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, μὲ πικραμένη γλῶσσα ἀρχίζει τὴν ἀπολογία.
– Μὰ πάλι τὴν ἔπαθα, πάλι τὴν ἴδια μέρα, πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, ἦρθε κι ὁ ἄλλος καὶ δὲν μὲ βρῆκε καὶ τό ‘γραψε στὰ χαρτιά του. Τί νὰ σοῦ πῶ κύριε προϊστάμενε! Τί νὰ ὁμολογήσω. Ἄτυχος εἶμαι, δύσμοιρος. Αὐτὸ νὰ τὸ πιστέψης. Ἂχ ἡ ψυχή μου, αὐτὴ ἡ ψυχή μου, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη πίσω.
– Στάσου, δάσκαλέ μου. Πές μου, ποῦ ἤσουνα; Ποῦ τὰ πῆγες τὰ παιδιά; Τὶ εἶναι σήμερα κι ἔκλεισες τὸ σχολεῖο; Πᾶμε μέσα νὰ τὰ ποῦμε ἥσυχα. Σχόλασε τὰ παιδιά. Κοντεύει νὰ βραδυάση.
Πήγανε μέσα, καθίσανε δίπλα στὴν σόμπα. Καὶ τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ ἐπιθεωρητῆ τὰ πόδια ἔπρεπε νὰ στεγνώσουν. Ὁ δάσκαλος πῆρε βαθειὰ ἀνάσα κι ἄρχισε:
– Ξέρεις, καμμιὰ φορὰ μὲ πιάνει τὸ μεράκι. Μὲ πιάνει ἡ λαχτάρα νὰ τραγουδήσω. Νὰ τραγουδήσω Ἑλληνικά, γιὰ κείνους κεῖ, τοὺς σκλάβους πατριῶτες, ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ζούγκλα τῶν Ἀλβανῶν, μέσα στὴν Βόρειο Ἤπειρο. Ἔτσι καὶ σήμερα, πῆρα τὰ ἐννιὰ παιδιά μου καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ. Ἀκριβῶς ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τὰ σύρματα εἶναι ἕνα σχολεῖο. Πῆρα πληροφορίες, πὼς πᾶνε σ’ αὐτὸ πολλὰ Ἑλληνόπουλα. Πιάνουμε, ποὺ λέτε, τὴν πλαγιὰ κι ἀρχίζουμε τὸ τραγούδι. Τὸ Ἑλληνικό, τὸ κλέφτικο, τὸ Ἠπειρώτικο. Ἔχουμε καὶ τὸν Δῆμο, ποὺ παίζει στὴν φλογέρα του κάθε σκοπὸ Ἑλληνικό, κρατᾷ ἀπὸ τὸν παπποῦ του. Βάζω, λοιπόν, τὰ παιδιὰ καὶ τραγουδοῦν δυνατά, πολὺ δυνατά, μ’ ὅλη τους τὴν καρδιά, ὅσα τραγούδια τῆς Πατρίδας ξέρουν. Καὶ θά ‘μαθες, ἀλήθεια, πῶς τραγουδοῦν οἱ Ἠπειρῶτες.
Μόλις μᾶς βλέπουν τὰ σκλαβόπουλα μὲ χιόνι, μὲ βροχή, στέκονται ἀκίνητα ν’ ἀκολουθήσουν τὸ τραγούδι μας. Καὶ γὼ κάνω τοῦτες τὶς σκέψεις:
Ἂν τὰ σύρματα, ποὺ εἶναι μπροστά μου, ἤτανε βολετὸ νὰ μπαίνανε πενῆντα μέτρα παρὰ πέρα, τοῦτα τὰ κακόμοιρα δὲν θά ‘ταν μαθητές μου; Δὲν θά ‘μουν δάσκαλός τους; Δὲν θά ’χαν κάποιο μερδικὸ στὶς ὧρες τῆς διδαχῆς μου; Μιὰ μέρα στὶς δεκαπέντε, στὶς εἴκοσι νὰ μὴν τοὺς τὴν χαρίζω; Καὶ πιὸ πολὺ ἡ σημερινή, 17 Φλεβάρη, ποὺ ψήφισαν τότε τὸ 1914 τὴν Αὐτονόμησή τους! Ἂχ νὰ τὰ βλέπατε σήμερα, πῶς χτυπούσανε παλαμάκια, πῶς τρέχανε δάκρυα τὰ γλυκά τους ματάκια. Ἀκοῦνε τὴν γλῶσσα τους, ἀκοῦνε τοὺς σκοποὺς τῆς φυλῆς τους. Ἂχ τὰ δόλια, τί ξῦλο τρῶνε ἀπὸ τὸν δάσκαλό τους! Μὰ ἐκεῖνα ἐκεῖ, σὰν τὰ ριζωμένα δέντρα, ἀσάλευτα περιμένουν, νὰ ἀκούσουν ὡς τὸ τέλος ὅλα τὰ τραγούδια καὶ τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Νὰ τὸν λένε μαζί μας, καθαρά, δυνατὰ καὶ τὰ χαστούκια τῶν δασκάλων νὰ πέφτουν βροχή. Τί λές, καλέ μου, μπορῶ νὰ σταματήσω νὰ στέλνω τοῦτο τὸ μήνυμα; Τοῦτο τὸ μεγάλο μήνυμα, πὼς κάποιοι νοιάζονται γι’ αὐτοὺς τοὺς σκλάβους; Καὶ ξέρεις, δυὸ φορὲς κάνουμε τὴν Ἐθνικὴ γιορτή. Μιὰ στὸ Ἡρῶο τοῦ χωριοῦ καὶ μιὰ στὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ.
Ὁ κύριος Ἐπιθεωρητὴς δὲν ἄντεξε ἄλλο. Σηκώθηκε κι ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του τὸν δάσκαλο.
– Δάσκαλέ μου! Λεβέντη, δάσκαλέ μου. Ξεχασμένε ἥρωα, στὴν μακρυνὴ αὐτὴ γωνιά. Γιὰ σένα ἔγραψε, πὼς δὲν σὲ βρῆκε στὸ καθῆκον ὁ ἄλλος;
Ἄφησαν κι οἱ δυὸ τὰ δάκρυά τους ποτάμια νὰ κυλήσουν. Χαλάλι ὁ κόπος του νὰ φθάση ὡς ἐδῶ. Τόση συγκίνησι, τόση περηφάνεια, ὄχι δὲν ἔνοιωσε ὡς τώρα, γιὰ κανέναν δάσκαλο.
Ἔκλαψαν ὥρα πολλή. Καὶ σὰν ἀπόσωσαν τὸ κλάμα γιὰ τὴν χαμένη Ἤπειρο, εἶπαν νὰ βάλουν μιὰ βουκιὰ ψωμὶ στὸ στόμα.
-Θἄλεγα νά ‘ρθης στὸ σπιτικό μου, κύριε προϊστάμενε, μὰ ντρέπομαι, γιατὶ εἶναι φτωχικό.
– Θὰ εἶναι τιμὴ γιὰ μένα νά ‘ρθω στὸ σπίτι σου. Μὰ ἄκου, συνάδελφοι εἴμαστε, τ’ ἀκοῦς;
Καθαρό, πεντακάθαρο τὸ σπίτι τοῦ δασκάλου. Κι’ ἦρθαν ἀμέσως στὴν σκέψι του, ὄλες ἐκεῖνες οἱ αἰτήσεις, ποὺ ἀντιμετώπιζε στὸ Γραφεῖο του, γιὰ μεταθέσεις, γιὰ καλοπέρασι, γιὰ ἀτέλειωτες ἄδειες, γιὰ χίλια παράπονα. Καὶ βρῆκε ἐδῶ, στὰ Ἀλβανικὰ τὰ σύνορα, αὐτὸ τὸ παλληκάρι νὰ μὴ νοιάζεται γιὰ τίποτα, παρὰ τὸ πῶς θὰ φέρη στὰ σκλαβόπουλα τὸ Ἑλληνικὸ τραγούδι. Μήτε μετάθεσι, μήτε προνόμια ζήτησε ποτέ, ἀπὸ κανέναν. Μείνανε ἀργά, μέχρι τὰ ξημερώματα νὰ λένε καὶ νὰ λένε, πάνω στὰ καθαρά, μάλλινα στρωσίδια. Ὁ δάσκαλος, ὁ ξεχασμένος βρῆκε κάποιον, ποὺ τὸν ἄκουγε μ’ ἀδελφικὴ συμπόνοια. Βρῆκε κάποιον ν’ ἀνοίξη τὴν ψυχή του.
-Ξέρεις, συνάδελφε, ὅπως ζητᾶς νὰ σ’ ὀνομάζω, εἶχα μεγάλα ὄνειρα καὶ τὸ μυαλό μου ἔκοβε, ὅπως μοῦ λέγανε στὰ Γιάννενα. Μὰ ἐδῶ στὴν Ράχη, ἔνοιωσα ταγὸς τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς. Μ’ ὅλη τὴν δόξα καὶ τὴν ἱεραρχία τοῦ κλάδου δὲν ἀλλάζω τὰ τραγούδια στὸν Ἅη-Λιᾶ. Εἶμαι ἡ φωνὴ τῆς Ἑλλάδας στοὺς σκλαβωμένους. Δὲν θὰ μπορέσω νὰ ζήσω ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ τραγουδῶ γιὰ τὰ σκλαβόπουλα.
– Δάσκαλε, ἀϊτὲ τῆς Ἠπείρου, φλογέρα τοῦ Κρυστάλλη, λεβέντη τῆς φυλῆς, τραγούδα, τραγούδα δυνατὰ καὶ σὺ καὶ τὰ παιδιά σου. Τραγούδα, γιὰ τοὺς σκλάβους, γιὰ τοὺς δύστυχους. Σκόρπα σ’ αὐτοὺς παλμὸ ἀπὸ τὸν παλμό σου, κουράγιο ἀπ’ τὸ κουράγιο σου, ψυχὴ ἀπ’ τὴν ψυχή σου. Τραγούδα, δάσκαλε.
Αὔριο δὲν θά ‘ρθω στὸ μάθημα. Δὲν μπορῶ νὰ κατεβῶ ἀπ’ τὰ ὕψη ποὺ μ’ ἀνέβασες. Μὰ σ’ ἕνα μῆνα θὰ ξανάρθω. Τότε θὰ μείνω ὅλες τις ὧρες μαζί σου στὸ σχολεῖο. Καὶ ξέρω ἐγὼ τὶ θὰ γράψω στὰ χαρτιά μου. Κι’ ὅταν τελειώσουμε, θὰ πάρουμε, θὰ πάρουμε τὰ παιδιὰ καὶ τὸν Δῆμο μὲ τὴν φλογέρα καὶ θὰ πᾶμε μαζὶ στὴν ραχούλα τοῦ Ἅη-Λιᾶ. Ξέρεις, ἔχω κι ἐγὼ δυνατὴ φωνή, δάσκαλε. Θὰ πᾶμε νὰ τραγουδήσουμε τραγούδια, νὰ τ’ ἀκούσουν οἱ σκλάβοι.
– Θὰ περιμένω. Ὅλοι θὰ περιμένουμε. Ὅλοι μαζὶ θὰ πᾶμε. Θὰ πάρουμε καὶ ὄργανα, βιολιά, νταούλια.
Πῆρε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ ὁ ἐπιθεωρητής. Ἀπὸ τότε, κάθε φορά, ποὺ διηγεῖται τὴν ἱστορία μὲ τὰ τραγούδια τοῦ δασκάλου τῆς Ράχης, μέχρι τὰ σήμερα ὁ ἐπιθεωρητής, ὁ Παναγιώτης ὁ Σαργιάννος, τὰ μάτια του βουρκώνουν καὶ τρέχουν ποτάμι τὰ δάκρυα.
Καὶ ’γώ, ἡ δόλια, τ’ ἄκουσα μὲ τ’ αὐτιά μου.
*Ἀπὸ τὸ βιβλίο της «Ἀναμνήσεις καὶ βιώματα»