(ιστορικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις εθνικής αυτογνωσίας)
Αρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Η συγκρότηση εθνικής ταυτότητος και αυτοσυνειδησίας ενός έθνους είναι μία πολύπλοκη και πολυσύνθετη διαδικασία, πολλές φορές διαρκεί αιώνες και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ιστορικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς, γεωγραφικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς. Συχνά η διαμόρφωση εθνικής αυτοσυνειδησίας και ταυτότητος, η αίσθηση δηλ του συνανήκειν σε ένα έθνος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είναι μία επώδυνη διαδικασία που περνά μέσα από αντιπαραθέσεις με άλλους λαούς και πολιτισμούς, διαπερνά ιστορικές περιόδους, γνωρίζει ήττες και οδυνηρές καταστάσεις. Όλα αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο όταν ομιλούμε για το ελληνικό έθνος, με την πανάρχαια και πολυετή ιστορία του αλλά και τις πολλές ιστορικές περιπέτειες.
Ιδίως για το ελληνικό έθνος, το να καθορισθούν τα στοιχεία που συναποτελούν την ταυτότητά του, σημαίνει ότι όποιος το επιχειρήσει με σοβαρό και αξιόπιστο, αντικειμενικό και επιστημονικό τρόπο, οφείλει να είναι γνώστης της ελληνικής ιστορίας σε όλη την διαχρονία της, να αντιλαμβάνεται τις ιδεολογικές ζυμώσεις εντός του έθνους, να παρακολουθήσει την ιστορία των ιδεών και των πολιτιστικών ρευμάτων, και να καταλήξει στον προσδιορισμό κοινώς αποδεκτών στοιχείων ελληνικότητος. Και επειδή η ελληνικότητα είναι πολυσύνθετη και πολύπλοκη, εάν κάποιος υπερτονίζει κάποια γνωρίσματα παραλείποντας ή υποβαθμίζοντας κάποια άλλα, εάν κάνει επιλογή ιστορικών περιόδων και εκφάνσεων του ελληνισμού για να εξυπηρετήσει τα δικά του ιδεολογήματα, τότε αυτός εκπίπτει στο επίπεδο ενός φθηνού προπαγανδιστή και το όλο εγχείρημά του οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε με επιφυλακτικότητα.
Θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ελληνική ταυτότητα και προσδίδουν την εθνική αυτογνωσία στον ελληνισμό καθ’ όλην την διάρκεια της μακραίωνής του υπάρξεως. Θα διαρθρώσουμε την ιστορική αυτή περιδιάβαση σε τρεις καίριες για τον ελληνισμό ιστορικές περιόδους: (α) αρχαιότητα, ελληνιστικοί χρόνοι, ρωμαιοκρατία, (β) Βυζάντιο και Μέσοι Χρόνοι, (γ) μεταβυζαντινή περίοδος και νεώτερος ελληνισμός, για να καταλήξουμε στο σήμερα και το αύριο της ελληνικότητας.
(α) Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ – ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ
Το ελληνικό έθνος έχει ιστορική παρουσία και συνέχεια στον ελλαδικό χώρο και την ανατολική Μεσόγειο χιλιάδων ετών, χωρίς ωστόσο να αποτελεί διαρκώς μία ενιαία κρατική οντότητα. Στις απαρχές της ελληνικής εθνογένεσης θα συναντήσουμε ως κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης τον κοινοτικό και φυλετικό, που στηρίζεται στην κοινή καταγωγή και αναφορά των αυτοχθόνων πελασγικών πληθυσμών σε μακρυνούς κοινούς μυθικούς γενάρχες που χάνονται στα βάθη χιλιάδων ετών μυθιστορίας. Αυτή η χαλαρή φυλετική συγγένεια καθίσταται πιο συγκεκριμένη, καθώς οι ελληνικοί πληθυσμοί αυτοπροσδιορίζονται ως ανήκοντες σε ελληνικά φύλα, συγγενικά μεταξύ τους, ελκύοντα την καταγωγήν τους από τους γενάρχες των κυριοτέρων ελληνικών φύλων, Αχαιών, Δωριέων, Ιώνων, Αιολέων. Εν συνεχεία, υπάρχει περαιτέρω κατάτμηση των ελληνικών πληθυσμών σε βασίλεια και ανεξάρτητες μικρές πόλεις-κράτη, με αυτόνομο βίο, κοινοτική οργάνωση, και εν πολλοίς αλλησυγκρούμενα σε τοπικούς πολέμους.
Σημαντικός παράγων ανάπτυξης της εθνικής αυτοσυνειδησίας όλων αυτών των ελληνικών φύλων και των πόλεων-κρατών, υπήρξε η επαφή με τους άλλους, τους ξένους, η πολεμική σύγκρουση με τους ΄΄βαρβάρους΄΄, τους έχοντας άλλον πολιτισμό, γλώσσα, θρησκεία. Ιδίως οι μηδικοί πόλεμοι τον 5ο αι. συνέβαλαν στην προσωρινή συσπείρωση των Ελλήνων σε μία αμυντική συμμαχία εναντίον του πέρσου εισβολέως. Οι μηδικοί πόλεμοι επιτάχυναν την εμφάνιση της αυτοσυνειδησίας των ελληνίδων πόλεων-κρατών ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο έθνος, τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά του οποίου μας δίδει ο ιστορικός Ηρόδοτος. Το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το ομότροπον, δηλ η κοινή φυλετική καταγωγή, η κοινή γλώσσα, τα κοινά ήθη, έθιμα, οι πανελλήνιοι αγώνες όπου επιτρεπόταν η συμμετοχή αποκλειστικώς ελλήνων αθλητών, όπως στην Ολυμπία, η κοινή θρησκεία αποτελούσαν απτές και αναγκαίες παράμετροι για να θεωρηθεί ότι κάποιος ανήκει στο ελληνικό έθνος.
Ωστόσο, κατά τον 5ο π.Χ. αι. μπορούμε να διακρίνουμε μία ευρύτερη αν και χαλαρή συνειδητοποίηση της ελληνικότητος, η οποία ασφυκτιούσε στα στενά τοπικιστικά όρια των πόλεων-κρατών. Οι κάτοικοι του ελληνικού χώρου αισθάνονονταν πρωτίστως πολίτες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι, Θηβαίοι, και δευτερευόντως Έλληνες. Θα χρειαστεί να έλθουμε στον 4ο π..Χ. αι για να συναντήσουμε να αναπτύσσεται μία κίνηση πανελληνίου ιδέας, πρώτον σε ιδεολογικό επίπεδο με κύριο εκφραστή του πανελληνισμού τον Ισοκράτη, που επιζητεί την πολιτική συνένωση των ελληνίδων πόλεων-κρατών έναντι των Περσών. Σε πολιτικό επίπεδο, το αίτημα του πανελληνισμού εξέφρασε και επέτυχε ο Φίλιππος Β’ ο Μακεδών, και ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτοί συνένωσαν σε μία πανελλήνια πολιτική και κυρίως στρατιωτική συμμαχία τους Έλληνες κατά των Περσών. Ήταν η πρώτη φορά που ιστορικά τόσες πολλές ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, πόλεις-κράτη συνενώθηκαν σε ένα πανελλήνιο σκοπό.
Το ιστορικό αποτέλεσμα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, ενώ ξεκίνησε ως μία ενωτική απόπειρα συνενώσεως των Ελλήνων, κατέληξε στην εξάπλωση του ελληνισμού, αλλά επέφερε σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοσμοαντίληψη και αυτοσυνειδησία. Ο Έλληνας σπάει τα στενά τοπικιστικά όρια του πολίτη- οπλίτη σε μία πόλη- κράτος, και εντάσσεται ως υπήκοος σε ευρύτερα κρατικά μορφώματα των ελληνιστικών βασιλείων. Χάνεται η ευκαιρία οι Έλληνες να αποτελέσουν ένα ενιαίο έθνος-κράτος. Οι πολιτικές και κοινωνικές δομές του ελληνισμού των κλασσικών χρόνων, διαταράσσονται και εν πολλοίς καταρρέουν. Ο ελληνισμός εισέρχεται σε μία νέα ιστορική φάση, πολιτική και ιδεολογική. Το κοινοτικό φυλετικό πρότυπο οργάνωσης των ελληνίδων πόλεων-κρατών υποχωρεί εμπρός σε ένα αυτοκρατορικό, πολυεθνικό μοντέλο συγκροτήσεως του ελληνισμού. Στους ελληνιστικούς χρόνους ο ελληνισμός γίνεται οικουμενικός και κοσμοπολίτικος. Εντάσσεται σε τεράστια ελληνιστικά βασίλεια, πολυεθνικά, ενσωματώνει άλλους λαούς, νέες θεότητες ανατολικές εισέρχονται στον θρησκευτικό βίο των Ελλήνων που ανταγωνίζονται το δωδεκάθεο του Ολύμπου, συνυπάρξουν ανταγωνιστικά ή συμπληρωτικά με τους ολύμπιους θεούς και άλλοτε τους εκτοπίζουν. Στην ύστερους ελληνιστικούς χρόνους και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας ιερά ξένων ανατολικών θεοτήτων, όπως της Ίσιδος και του Όσιρι, δεσπόζουν μεγαλοπρεπώς στις ελληνιστικές πόλεις διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία από τους κλασσικούς δώδεκα θεούς του Ολύμπου, ακόμη και ίδιο το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, το Δίον, ευρισκόμενον στους πρόποδες του Ολύμπου έχει ιερά αιγυπτιακών θεοτήτων. Η αττική διάλεκτος των κλασσικών χρόνων υφίσταται αλλοιώσεις για να μετατραπεί σε μία πιο εύχρηστη, την κοινή ελληνιστική γλώσσα.
Θα λέγαμε πως στους ελληνιστικούς χρόνους η εξάπλωση του ελληνισμού στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης επέφερε μία έκπτωση στην ΄΄καθαρότητα΄΄ του ελληνισμού των κλασσικών χρόνων, τον μεταμόρφωσε όμως ριζικά προσδίδοντάς του ένα ευρύτερο κοσμοπολίτικο και οικουμενικό χαρακτήρα, όπου πλέον συνυπάρχουν Έλληνες και ξένοι, συμμέτοχοι, κοινωνοί και φορείς ενός κοινού ελληνικού πολιτισμού. Αυτή η εξάπλωση των Ελλήνων στους ελληνιστικούς χρόνους προσέδωσε στον ελληνισμό ένα ανώτερο εκπολιτιστικό προορισμό και αποστολή, ξεδίπλωσε την ζωτικότητα του ελληνικού πνεύματος, αλλά και πάλι δεν κατόρθωσε να υπερβεί την πολυδιάσπαση και τις αλληλοσυγκρούσεις, που τελικώς επέφεραν την αποδυνάμωση, την παρακμή και την υποδούλωση στους Ρωμαίους.
Με την Ρωμαιοκρατία εγκαινιάζεται μία επώδυνη περίοδος για την ελληνισμό και την αυτοσυνειδησία του. Μπορεί να διατηρεί την πολιτιστική του υπεροχή έναντι των Ρωμαίων, δεν παύει όμως να είναι υπόδουλος, χωρίς ανεξάρτητη κρατική υπόσταση, έρμαιος της θελήσεως του Ρωμαίου κατακτητή που όποτε θέλει λεηλατεί πόλεις, εκμεταλλεύεται οικονομικά τον ελλαδικό και ανατολικομεσογειακό χώρο, διαρπάζει αγάλματα, ιερούς θησαυρούς και αφιερώματα για να τα μεταφέρει σε ρωμαϊκούς θριάμβους στην Αιώνια Πόλη, την Ρώμη, την καρδιά της αυτοκρατορίας. Στον διαμορφούμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό ο ελληνισμός συνεισφέρει δυσαναλόγως, αιμορραγεί οικονομικά, πολιτικά, δημογραφικά (η ελληνική ύπαιθρος και πολλές πόλεις-κράτη υφίστανται πρωτοφανή δημογραφική κατάρρευση και ερήμωση). Επιπλέον, η ρωμαιοκρατία επιφέρει πρωτοφανή κατάπτωση των ηθικών αξιών του ελληνισμού, πνευματική στασιμότητα, ανάπτυξη του ατομικισμού και καλλιέργεια μιας νοοτροπίας εθελοδουλείας προς τον Ρωμαίο κατακτητή, γνωστής ως γραικυλισμός. Γενικότερα, η περίοδος της Ρωμαιοκρατίας είναι περίοδος παρακμής και υποτέλειας του ελληνισμού, ο οποίος δεν διαθέτει ανεξάρτητη κρατική υπόσταση για να μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα και δυναμικά.
Συνεχίζεται..