της Μαρίας Κορνάρου
Ο Θεός των Χριστιανών, ήδη από τα χρόνια που Τον κήρυτταν για πρώτη φορά, ξεχώρισε ως Θεός ελέους. «Σὸν γάρ ἐστι τὸ ἐλεεῖν καὶ σώζειν ἡµᾶς, ὁ Θεὸς ἡµῶν» διαβάζουμε στον Όρθρο. Αυτό τον ξεχωρίζει από τους άλλους «θεούς» που έχουν ως τώρα λατρευτεί, και βέβαια από όλα τα κοσμικά συστήματα. Εκεί θεμελιώνεται η φιλανθρωπία και η αγάπη Του, στο ότι συγχωρεί και αγαπά όσους αθετούν το νόμο Του και αμαρτάνουν εναντίον των θείων βουλών Του. Δεν εδράζεται η αγάπη του Θεού, όπως εσφαλμένα νομίζουν σήμερα, στην ελευθερία που έδωσε να κάνει ο άνθρωπος «ό,τι θέλει» και στην εκ μέρους Του ευλογία κάθε ανθρώπινης πράξεως, χωρίς κανένα κριτήριο. Ο Θεός δίνει σαφή νόμο, έχει ξεκάθαρο θέλημα, και περιμένει από τον άνθρωπο να τηρεί τις εντολές προθύμως και επακριβώς. Όταν, όμως, ο άνθρωπος πέφτει, όταν ηττάται στον αγώνα του και αμαρτάνει, ο Θεός είναι εκεί και αναμένει με περίσσια αγάπη την επιστροφή του. Ευτυχώς, επειδή ο άνθρωπος πέφτει στην αμαρτία πολύ, πολύ συχνά.
Όταν γίνουμε και εμείς θύματα του πειρασμού, όταν πέσουμε σε επιλογές που δεν ανταποκρίνονται στην εσωτερική μας διάθεση, σίγουρα δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πτώση μας με έκπληξη. Στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερο αμαρτάνουμε παρά πράττουμε το καλό. Είναι αυτό αναμενόμενο, γιατί είμαστε άνθρωποι εθισμένοι στην φθορά και εγκλωβισμένοι στα πάθη μας. Πολιορκούμαστε συνεχώς από τους τρεις εχθρούς του κάθε ανθρώπου στον αγώνα του να πλησιάσει το Θεό: από τη σάρκα, δηλαδή τις επιθυμίες της ηδονής και της ματαιότητας, από τον κόσμο, που συνεχώς μας σπρώχνει να ξεχάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, τέλος από τον διάβολο, ο οποίος ως «αρχέκακος δαίμων» πολεμά με μανία κάθε λογικό πλάσμα του Θεού για να το παρασύρει στην απώλεια και τον θάνατο. Έχουμε τρεις φοβερούς εχθρούς και ο νους μας είναι αδύναμος. Μην απελπιζόμαστε, λοιπόν, όταν πέσουμε. Είναι συνέπεια της αμελείας μας, είναι και συχνό εκ μέρους μας να πέφτουμε. Η απελπισία θα ταίριαζε, αν δεν μας περίμενε ο εύσπλαγχνος Θεός μετά από κάθε πτώση. Ο Θεός, όμως, είναι εκεί και αναμένει την επιστροφή μας.
Η επιστροφή στον Θεό λέγεται «μετάνοια» στη γλώσσα της Εκκλησίας. Σημαίνει αλλαγή του νου, στροφή στον Θεό. Η ολοκληρωτική και τέλεια μετάνοια, είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολη για τον άνθρωπο. Η δυσκολία όμως, δεν είναι δικαιολογία για τις πτώσεις μας. Οι άγιοι τις ίδιες και μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπιζαν, και όμως νίκησαν. Είναι παραγγελία του Θεού και προς εμάς να γίνουμε άγιοι, δηλαδή ξένοι στην αμαρτία, με το νου στραμμένο εντελώς στον Θεό. Μετανοημένοι. Χαρακτηριστικό της αληθούς μετανοίας, ίσως, είναι ότι όποιος τη βιώνει δεν γνωρίζει ότι μετανοεί, όμως συναισθανόμενος το πλήθος των πταισμάτων του επιθυμεί να μετανοεί ολοένα και περισσότερο. Ο αββάς Σισώης, όταν πλησίαζε η ώρα του να πεθάνει, ομολόγησε στους μαθητές του πώς δεν έχει ακόμη βάλει αρχή μετανοίας. Όπως οι αρετές, λοιπόν, είναι άπειρες και μπορεί κανείς ολοένα να ταξιδεύει πιο βαθιά σε αυτές, έτσι και η μετάνοια, η στροφή προς το Θεό, είναι μία πορεία δίχως τέλος. Πορεία μακάρια, πορεία σωτηρίας. Γιατί χωρίς μετάνοια, δεν μπορούμε να σωθούμε. Είναι η «πρώτη ανάσταση», μια ανάσταση της ψυχής από τη νέκρωση της αμαρτίας προς την ζωή του πνεύματος. Είναι η πύλη που θα μας οδηγήσει στην «ανάσταση ζωής» και θα μας γλιτώσει απ’ την «ανάσταση κρίσεως».
Η μετάνοια είναι πρόοδος στην πνευματική ζωή, επειδή προσεγγίζει την ουσία της και απομακρύνεται από τον τύπο. Ο τύπος είναι η νηστεία των τροφών, η μετάνοια οδηγεί στη νηστεία των παθών. Ο τύπος είναι η ανάγνωση των ακολουθιών όπως η Εκκλησία μας όρισε, μέσα όμως στους κατανυκτικούς στίχους τους βρίσκουμε την μετάνοια, τη συνείδηση της αμαρτίας μας. Για να είναι η μετάνοιά μας οριστική, πρέπει να μισήσουμε την αμαρτία. Μάλιστα, να μας αηδιάσει η ασχήμια της. Να την αρνηθούμε. Πολύ μεγάλη δωρεά, και όχι μεμψιμοιρία όπως νομίζει ο κόσμος, είναι να κλάψουμε για τις αμαρτίες μας, ιδίως για τις μεγάλες πτώσεις που ξεμακραίνουν την ψυχή μας απ’ το Θεό. Προτρέπει ο Μέγας Βασίλειος: «Κλάψε πριν να είναι αργά, για να μην κλάψεις εκεί.» Και ο μακαριστός π. Αυγουστίνος Καντιώτης έγραφε για τα δάκρυα μετανοίας, ότι κάθε ένα από αυτά «οι άγγελοι το παίρνουν σε χρυσό δίσκο – και δεν είναι αυτό μία εξωραϊσμένη ποιητική εικόνα – και το ανεβάζουν ψηλά, φθάνουν στα ουράνια δώματα, και «χαρά γίνεται» στον ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι (Λουκ ιε΄ 10)»
Όλη η ζωή μας, όταν επιλέγουμε τη μετάνοια, μοιάζει με την παραβολή του Ασώτου. Όχι μόνο επειδή ξεμακρύνουμε από το σπίτι του Πατέρα προς τον τόπο της απωλείας – αυτό το κάνουν και οι αμετανόητοι. Αλλά γιατί ερχόμαστε σε συνείδηση, αποφασίζουμε, «επιστρέψομαι εις τον Πατέρα μου», και βρισκόμαστε με το Θεό της αγάπης. Ο Θεός και Πατέρας μας πάντοτε θα σφάξει τον «μόσχον τον σιτευτόν» για να μας τον προσφέρει, θα μας ευλογήσει απείρως και τέλεια εκ των ακενώτων αυτού δωρεών…