ΠΡΑΓΜΑ Ή ΠΡΟΣΩΠΟ;

 

PRAGMAHANTHROPOS

 

π.   Δημητρίου Μπόκου

 

   Ἡ ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα εἶ­ναι βα­σι­κὴ ἀρ­χὴ κά­θε ἐ­πι­στή­μης καὶ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ  ἀ­που­σιά­ζει ἀ­πὸ τὴ σχο­λὴ τοῦ Φρό­υντ, τοῦ πα­τέ­ρα τῆς ψυ­χα­νά­λυ­σης. Ο Viktor Frankl, κα­θη­γη­τὴς τῆς  ψυ­χι­α­τρι­κῆς στὴ Βι­έν­νη καὶ ἱ­δρυ­τὴς τῆς  σχο­λῆς τῆς λο­γο­θε­ρα­πεί­ας, κρι­τι­κά­ρον­τας τὴ σχο­λὴ τῆς ψυ­χα­νά­λυ­σης, γρά­φει:

   «Ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση δὲν υἱ­ο­θέ­τη­σε ἁ­πλῶς τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα – ὑ­πο­τά­χτη­κε σ’ αὐ­τήν. Ἡ ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα ὁ­δή­γη­σε σὺν τῷ χρό­νῳ στὴν ἀν­τι­κει­με­νο­ποί­η­ση, ἢ τὸν ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που σὲ πράγ­μα. Μὲ ἄλ­λα λό­για, με­τέ­τρε­ψε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο σὲ ἀν­τι­κεί­με­νο, τὸ ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα σὲ πράγ­μα. Ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση θε­ω­ρεῖ τὸν ἄρ­ρω­στο ὡς κά­τι τὸ κυ­βερ­νώ­με­νο ἀ­πὸ “μη­χα­νι­σμού­ς”, καὶ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸν θε­ρα­πευ­τὴ ὡς τὸ πρό­σω­πο ποὺ ξέ­ρει πῶς νὰ χει­ρί­ζε­ται αὐ­τοὺς τοὺς μη­χα­νι­σμούς. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ξέ­ρει τὴν τε­χνι­κὴ τῆς δι­ορ­θώ­σε­ως τῶν δι­α­τα­ρα­χθέν­των μη­χα­νι­σμῶν.

  Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ μί­α ἑρ­μη­νεί­α τῆς ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κῆς ὡς ἁ­πλῆς τε­χνι­κῆς κα­ρα­δο­κεῖ ὁ κυ­νι­σμός. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πὼς μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με τὸν θε­ρα­πευ­τὴ ὡς ἁ­πλὸ τε­χνι­κό, μό­νο ἂν δοῦ­με πρῶ­τα τὸν ἄρ­ρω­στο ὡς ἕ­να εἶ­δος μη­χα­νῆς. Μό­νο ἕ­νας ἄν­θρω­πος μη­χα­νή, θὰ ἔ­λε­γα, χρει­ά­ζε­ται ἕ­να για­τρὸ τε­χνι­κό».

   Καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ V. Frankl: «Τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή, ποὺ εἶ­ναι ἕ­να ὅ­λο, ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση τὴ βλέ­πει κομ­μα­τι­α­σμέ­νη, για­τὶ τὴν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὡς κά­τι ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ χω­ρι­στὰ μέ­ρη, δη­λα­δὴ δι­ά­φο­ρες ὁρ­μές, οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ τὴ σει­ρά τους ἀ­πο­τε­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­να “­συ­στα­τι­κὰ τῶν ὁρ­μῶ­ν’’… Μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ἡ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που κα­τα­στρέ­φε­ται κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο. Μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νὰ λε­χθεῖ πὼς ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση ἀ­πο­προ­σω­ποποι­εῖ τὸν ἄν­θρω­πο­» (V. Frankl, O Θε­ὸς τοῦ Ἀ­συ­νει­δή­του, ἐκδ. ΤΑΜΑΣΟΣ, σ. 20-21).

   Ἀ­λή­θεια πό­σος κυ­νι­σμὸς χρει­ά­ζε­ται γιὰ νὰ με­τα­βά­λου­με τὸν «­κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ­» ἄν­θρω­πο σὲ πράγ­μα; Ἤ­δη τὸν κα­ταν­τή­σα­με ἁ­πλὸ ἀν­τι­κεί­με­νο πολ­λα­πλῆς χρή­σης, μιὰ ἀ­πρό­σω­πη ὀν­τό­τη­τα. Ἕ­να σύ­νο­λο ὁρ­μῶν, ἐν­στί­κτων, χη­μι­κῶν δι­ερ­γα­σι­ῶν, «­μη­χα­νι­σμῶ­ν», τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ εἰ­δι­κὸς τε­χνι­κὸς μπο­ρεῖ νὰ προ­γραμ­μα­τί­σει, γιὰ νὰ φτιά­ξει μη­χα­νὲς κα­τάλ­λη­λες γιὰ τὸ δι­κό της σκο­πὸ τὴν κα­θε­μιά. Ἔ­τσι ἔ­χου­με τὸν ἄν­θρω­πο-φο­νι­κὴ μη­χα­νή, κα­τάλ­λη­λο γιὰ τὰ ἀ­πάν­θρω­πα ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ συ­στή­μα­τα, τὴ γυ­ναί­κα-μη­χα­νὴ τοῦ σέξ, τὸν ἄν­θρω­πο-γρα­νά­ζι στὶς τε­ρά­στι­ες ἁ­λυ­σί­δες πα­ρα­γω­γῆς, τὸν ἄν­θρω­πο-πι­ό­νι στὰ παγ­κό­σμια κυ­κλώ­μα­τα δι­α­φθο­ρᾶς. Τὸν ἄν­θρω­πο χω­ρὶς ταυ­τό­τη­τα. Ἕ­να ἀ­πρό­σω­πο νού­με­ρο στὶς ἀ­να­λώ­σι­μες ἀν­θρώ­πι­νες μά­ζες.

Τί τρα­γω­δί­α!

   Πῶς νὰ μὴν εἶ­ναι λοι­πὸν ἀ­να­τρε­πτι­κὴ ἡ στά­ση καὶ ὁ λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ ἀν­τὶ γιὰ πράγ­μα, θε­ω­ρεῖ τὸν ἄν­θρω­πο, ἀ­κό­μα καὶ τὸν πιὸ ἁ­μαρ­τω­λό, μο­να­δι­κὸ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο;  Δι­α­χω­ρί­ζει ὀ­ξέ­ως τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του. Ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν ταύ­τι­σή του μὲ τὸ σφάλ­μα του. Κα­τα­δι­κά­ζει τὴν ἁ­μαρ­τί­α του, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ πο­λύ­τι­μον αὐ­τὸν ποὺ τὴ δι­α­πράτ­τει. Καὶ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τὸν ἀ­να­πλά­σει. Δὲν τὸν βλέ­πει πο­τὲ σὰν ξο­φλη­μέ­νη ὑ­πό­θε­ση. Τὸν ἀ­να­συν­θέ­τει, τὸν ἀ­να­σταί­νει, τὸν ἀ­να­δει­κνύ­ει και­νὴ κτί­ση, νέ­ον ἄν­θρω­πο. Ἀν­τὶ γιὰ ἀ­πρό­σω­πο, ψυ­χρὸ ἀν­τι­κεί­με­νο, τὸν βλέ­πει πάν­τα σὰν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, προι­κι­σμέ­νο μὲ δι­κή του ταυ­τό­τη­τα, μὲ ὑ­πεύ­θυ­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α.

   Μὰ καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς κα­τε­βαί­νει, παίρ­νει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη μορ­φή, σταυ­ρώ­νε­ται καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἀ­σή­μαν­το ἄν­θρω­πο, τὸν τι­μᾶ στὸ ἔ­πα­κρο κά­νον­τάς τον μέ­λος τοῦ ἴ­διου τοῦ σώ­μα­τός Του. Μί­α ζη­λευ­τὴ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση λαμ­βά­νει χώ­ρα: Ὁ ἄν­θρω­πος σε­μνύ­νε­ται νὰ εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ καὶ ὁ Θε­ὸς δὲν ντρέ­πε­ται κα­θό­λου νὰ παίρ­νει γιὰ δι­κή του μορ­φὴ τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἀν­θρώ­που.

Τί με­γα­λεῖ­ο!

   Συ­νή­θι­ζε κά­ποι­ος ἅ­γιος ἀ­σκη­τής, ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ, νὰ κά­νει με­τά­νοι­α, νὰ προ­σκυ­νά­ει δη­λα­δὴ κά­θε ἄν­θρω­πο, ἄν­δρα ἢ γυ­ναί­κα ἀ­δι­α­κρί­τως, ποὺ τὸν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν. Κι ὅ­ταν κά­ποι­οι τοῦ ἔ­κα­μαν πα­ρα­τή­ρη­ση, πὼς εἶ­ναι ἀ­νάρ­μο­στο σὲ μο­να­χὸ νὰ προ­σκυ­νά­ει ἁ­πλοὺς λα­ϊ­κούς, τοὺς ἀ­πο­στό­μω­σε λέ­γον­τας:

  –  Ἐγὼ τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ προ­σκυ­νῶ. Εἶ­δες τὸν ἀ­δελ­φό σου; Εἶ­δες Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου (διασκευὴ ἀπὸ τὸ Γεροντικό).

  Ὑ­πάρ­χει ἐ­πα­νά­στα­ση ἀ­να­τρε­πτι­κό­τε­ρη ἀ­π’ αὐ­τήν; Κι ἐ­σύ; Εἶ­σαι ἀ­νά­με­σα σὲ  τέ­τοι­ους ἐ­πα­να­στά­τες;

 

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012)