Φώτη Δημητρακόπουλου
Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας
Ποῦ κεῖται ἡ θελκτικότητα τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος; Ἀναμφισβήτητα στὴν ποιητικότητά του – ὁ Παλαμᾶς πρῶτος, κι ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν, τὸ διακήρυξε: «Μέσα στὸν παρατηρητὴ εἶναι καὶ ἕνας ποιητής», «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ λόγο». Πῶς γίνεται λοιπὸν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ ἡ ποιητικότητα αὐτή; Ἕνα τέτοιο ἐρώτημα εἶναι ἀπὸ τὰ δυσκολότερα τῆς προσέγγισης τῆς λογοτεχνίας καὶ ἴσως νὰ μείνει γιὰ πάντα ἀναπάντητο· ὡστόσο ὀφείλουμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ δώσουμε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀντιλήψεις καὶ στὶς πεποιθήσεις μας, γνωρίζοντας τὴ μερικότητα κάθε τέτοιας ἀπάντησης. Ἡ ποιητικότητα μετριέται μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ἐπιτυχίας καὶ τὴν ἔνταση τῆς συγχώνευσης τοῦ σημαίνοντος μὲ τὸ σημαινόμενο, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῶν σημαινομένων· ἡ μέτρηση ὅμως αὐτὴ ἀφήνει πάντα ἀσύλληπτο κάποιο ὑπόλοιπο, ἐκεῖνο τὸ ὑποκειμενικὸ αἴσθημα ποὺ κάνει κάθε ἔργο τέχνης νὰ μᾶς ἀρέσει ἢ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει.
Στὴ μορφή, λοιπόν, εἶναι ὁ ποιητής, ἀφοῦ ὁ ἀποκλίνων ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τρόπος ποὺ θεᾶται τὴν ὕπαρξη ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἀπαράμιλλη γλῶσσα του. Αὐτὴ ἡ πάμπλουτη καὶ χυμώδης γλῶσσα τοῦ Παπαδιαμάντη ἀρδεύεται ἀπὸ τὴν ἄφθαστη ἑλληνομάθειά του. Ἤξερε τὴν ἀρχαία ἑλληνική, τὴν κοινὴ τῆς Βίβλου, τὴ γλῶσσα τῆς ὑμνογραφίας καὶ τῆς μεσαιωνικῆς μας ποίησης, τὴ νεοελληνικὴ κοινή, τὴν ἰδιωματικὴ τῆς Σκιάθου, τούρκικες καὶ ἀρβανίτικες φράσεις καὶ λέξεις, ἀλλά, κυρίως, τὸν θησαυρὸ τῆς λόγιας καὶ καθαρεύουσας καὶ ἀρχαιοπρεποῦς ἑλληνικῆς. Αὐτὸς ὁ πλοῦτος ποὺ τὸν χάνουμε, οἱ ὄμορφες λέξεις καὶ φράσεις, ἡ δική μας ἀγλωσσία, μᾶς ἀφήνει ἄφωνους θαυμαστές, ὠτακουστὲς μιᾶς μαγείας ποὺ τὴν αἰσθανόμαστε ἀνεπαρκῶς ὡς ρυθμὸ καὶ ἁρμονία.
Ἡ ποιητικότητα τῆς γλώσσας του, τοῦ κειμένου τοῦ Παπαδιαμάντη, δίνει αὐτὴ τὴ δυνατότητα ποὺ ὁρίζουμε ὡς πολυσημία τοῦ ἔργου του, τὸν ποικίλο τρόπο τῆς ἀνάγνωσής του, ἀνάλογα μὲ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς προτιμήσεις τοῦ ἀναγνώστη. Τὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο μᾶς ἐκπλήσσει, μᾶς γοητεύει, μᾶς μαγεύει, καθότι μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀνεπάρκειά μας νά αἰσθανθοῦμε ἀπὸ μόνοι μας τὸ ὡραῖο, καὶ νὰ διεκδικήσουμε τὴν ὀμορφιά, ἤ, ἔστω, νὰ καυτηριάσουμε τὴν ἀσχήμια τοῦ κακοῦ. Ὁ ἀφηγητής του καταργεῖ τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη, ὑπερβαίνει τὸν χρόνο, αὐτοσχεδιάζει καὶ παίζει, ἀκροβατεῖ καὶ τρέπεται μεταφερόμενος ἀλλοῦ, προγευόμενος παραδείσου, ὅλος μέσα στὴ χάρη. Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἀλέξανδρος μέσα στὸ ἱερατικὸ περιβάλλον, βοηθῶντας καὶ τὸν πατέρα του στὴν ἐπιτέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν, ἐξοικειώθηκε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας, προπαιδεία σημαντικὴ γιὰ τὴ μετέπειτα ἑλληνομάθειά του.
Γνωρίζοντας σήμερα κατὰ πολὺ τὸ ἔργο καὶ τὸν βίο του μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ μεγαλοφυΐα, διότι συνδύαζε τὴν εὐφυΐα μὲ τὴν εὐαισθησία, τὴν εὐρυμάθεια μὲ τὴν ἀντιληπτικότητα, τὴν ἑλληνομάθεια μὲ τὴ γνώση τῆς εὐρωπαϊκῆς κληρονομιᾶς, τὴ μνημονικὴ δύναμη μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας, τὴν ἐπίγνωση τῆς πραγματικότητας μὲ τὸ καταφύγιο τῆς ρέμβης, κι ὅλα αὐτά, καὶ ἄλλα, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ἐπέκεινα, παρὰ τὴν ἀνάσχεση ποὺ τοῦ προξενοῦσε ἡ νοσταλγία πρὸς τὸ ὡραῖον ποὺ ἀσκητικὰ τὸ ἐγκατέλειπε: γεύτηκε πέρα γιὰ πέρα ὅλην τὴν πίκρα ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ καρποῦ, ἔχοντας ἀπολαύσει ἐλάχιστα στὴν προσωπική του ζωή. Ἀναφερόμενος στὸ τί κάνει μὲ τὸ ἔργο του ξεκαθαρίζει ποιοὶ εἶναι οἱ τρεῖς ἀναβαθμοὶ τῆς δημιουργικῆς του ἀγάπης: στοργὴ πρὸς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη, ἔρωτας πρὸς τὴ φύση, λατρεία στὸν Χριστό. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, οἱ ἀναβαθμοὶ αὐτοὶ ἐκφράζονται μὲ τὰ ρήματα ζωγραφῶ, περιγράφω, ὑμνῶ, ἀντίστοιχα. Ἂν ἀπολέσει αὐτὴ τὴ μνήμη τῆς ἐπίγειας ἀλλὰ καὶ ὑπερουράνιας πατρίδας, ἂς περιπέσει, δέχεται ὁ ἴδιος, σὲ ἀφασία!… Κατὰ λέξη, τὸ προοίμιο τοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης» κλείνει μὲ μία δήλωση ποὺ στέφεται κορωνίδα τοῦ ὅρκου-ἀρᾶς πρὸς ἑαυτόν: «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ». Ἡ ὑπογράμμιση τοῦ ψαλμικοῦ χωρίου ἔχει γίνει ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Παπαδιαμάντη.
Αὐτὴ ἡ τριπλῆ διατύπωση, ποὺ συχνὰ ἀποτυπώνεται στὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο μὲ ἀσύνδετο σχῆμα, ὅπως λέμε στὸ συντακτικό, δὲν ἔχει προσεχθεῖ ὅσο θὰ τῆς ἔπρεπε. Θὰ παραθέσουμε ἕνα εὔγλωττο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τίτλο «Γλῶσσα καὶ κοινωνία»: Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήση δι’ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήση, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖόν ποτε δὲν ἀπείργεται, ἐὰν κλείση τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθη διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείση τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύση διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώση τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήση ἀοράτως δι’ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς. Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήση, νὰ μὴν αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ’ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε νὰ βλέπη μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχη τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν. Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχη σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι ἂν ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν.
Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην. Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικὰς δὲν δυνάμεθα ν’ ἀποφύγωμεν – οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων – ὀφείλομεν νὰ τὰς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τὸ ἀντίστοιχον, πολὺ εὐφωνότερον καὶ κομψότερον εἰς τὴν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τὸ ἑλληνικὸν νὰ προτιμᾶται».
Ἐν κατακλεῖδι, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀντλεῖ γλωσσικὸ ὑλικὸ ἀπὸ ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀρχαιότητα, τὴ Βίβλο, τοὺς πατέρες καὶ τὴν ἁγιολογία- ὑμνογραφία, τὴ νεώτερη ἑλληνική, καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού, σὺν τοῖς ἄλλοις, προσδίδει τὴν ἀπαράμιλλη γοητεία στὴ γλῶσσα του.