Ἀπό τόν Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Σέ κλίμα πικρίας ἐξαιτίας τῆς ταπεινωτικῆς καί ἐπικίνδυνης Συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν ὁ ἀπανταχοῦ γῆς Ἑλληνισμός γιορτάζει τήν ἐπέτειο κήρυξης τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν τουρκικό ζυγό. Στήν ἀναγέννηση καί ἀνασύσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Στήν Ἐθνική μας παλιγγενεσία.
Σάν φωτεινό μετέωρο ἔλαμψε αὐτή ἡ ἁγιασμένη, κατά τόν Φώτη Κόντογλου, Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21. Φώτισε τήν οἰκουμένη καί δίδαξε στόν κόσμο πώς οἱ δοῦλοι γίνονται ἐλεύθεροι.
Παρατηρήθηκε ὅτι ἡ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς Ἅλωσης τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων σηματοδότησε τήν πτώση μιᾶς αὐτοκρατορίας. Καί ἡ ἐπανάσταση προσπόρισε ἕνα πριγκηπάτο. Ἕνα τμῆμα κι ὄχι ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία. Ἀλλά αὐτό δέν μειώνει τήν ἀξία τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ ᾿21. Αὐξάνει ἀντιθέτως τό δικό μας χρέος. Καί στηλιτεύει τήν σημερινή μας ἐνδοτικότητα καί ὑποχωρητικότητα. Τήν ἰδέα ὅτι δέν διεκδικοῦμε τίποτα.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπῆρξε τό ξέσπασμα ἑνός λαοῦ μέ ἀδούλωτο φρόνημα καί βαθιές ἐθνικοθρησκευτικές καί πολιτιστικές ρίζες ἐνάντια στήν ἀσιατική βαρβαρότητα. Στόν Ἀσιάτη δυνάστη του, πού τόν ταπείνωνε καί τόν ἐξουθένωνε τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια.
Παράτολμο τό ἐγχείρημα τῶν Ἑλλήνων. Κήρυξαν τήν Ἐπανάσταση ἐνάντια στήν πανίσχυρη Ὀθωμανική αὐτοκρατορία χωρίς οἰκονομικούς πόρους, χωρίς ὀργανωμένο στρατό, χωρίς γενικά τά ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Ἄνιση ἡ ἀναμέτρηση. Καί χωρίς ἐξωτερική βοήθεια. Γιατί ὑπῆρχε τότε μεγάλη καταφορά στήν Εὐρώπη κατά τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων.
Τήν βίαιη ἀντίδραση τῶν Ὀθωμανῶν στήν Ἐπανάσταση φανερώνει ἡ ἐνέργεια τοῦ σουλτάνου. Μόλις πληροφορήθηκε τήν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης ὑπέγραψε διάταγμα ἐξόντωσης τῶν Ἑλλήνων. Ἔσωσε τότε τό Γένος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός – ἱστορικός Κ. Δεσποτόπουλος, ἡ ἀποκήρυξη τῆς Ἐπανάστασης ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Ἔτσι πρόλαβε ὁ Πατριάρχης τίς ὁμαδικές σφαγές τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῶν ἐπαναστατημένων περιοχῶν. Αὐτή ἡ ἀποκήρυξη δέν ἐξέφραζε τό ἀληθινό φρόνημα τοῦ Πατριάρχη. Τό εἶχε διαμηνύσει αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη πρίν ἀπό τήν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1821. Ἦταν λοιπόν ἀναμενόμενη προ-σχηματική αὐτή ἐνέργεια τοῦ Πατριάρχη. Κάτι ἀνάλογο ἔπραξε καί ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος μέ τήν διπλωματική του ἱκανότητα κατόρθωσε νά ματαιώσει στό Λάυμπαχ ἀπόφαση τῶν ἀρχηγῶν τῶν μεγάλων Δυνάμεων νά ἐπέμβουν κατά τῶν Ἑλλήνων. Γιά νά πετύχει αὐτή τήν ἀπόφαση, συνέταξε μάλιστα ὁ ἴδιος τήν ἀποκήρυξη τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη ἀπό τήν ἀρχηγία τῆς Ἐπανάστασης.
Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ λοιπόν καί ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας εἶναι οἱ δύο ἄνδρες πού ἔσωσαν τότε τήν Ἐπανάσταση καί τόν Ἑλληνισμό. Ἀλλά πῶς τούς τιμοῦμε; Τόν ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη τοῦ ἀποδίδουμε τήν ρετσινιά τοῦ … προδότη. Καί τόν Ἰωάννη Καποδίστρια τόν … δολοφονήσαμε. Δέν τόν ἀφήσαμε νά ὀργανώσει τό κράτος μας.
Πνευματικές κυρίως πηγές ἄρδευσαν τό Ἔθνος στά μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Αὐτές διατήρησαν τό ἐθνικό φρόνημα τοῦ λαοῦ καί δέν ἔχασε τήν ἐθνική του ὀντότητα καί αὐτοσυνειδησία. Αὐτές θέριεψαν μέσα του τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα καί τόν ὁδήγησαν στήν Ἐθνεγερσία τοῦ ᾿21. Δυτικοί περιηγητές, πού εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τήν τουρκοκρατούμενη χώρα μας, ὁμιλοῦν μέ ἀκραία περιφρόνηση γιά τήν τότε ἐξαθλιωτική θέση τῶν Ἑλλήνων. Τῶν ἀπογόνων ἔνδοξων προγόνων. Ἀλλά ὁμολογοῦν, πώς, ἄν οἱ λαοί τῆς Δύσης ζοῦσαν κάτω ἀπό τέτοια ἀφόρητη δουλεία, θά εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ σέ μερικές δεκαετίες. Αὐτή ἡ ὁμολογία τους ἀποτελεῖ ἀποστομωτική ἀπάντηση στά σημερινά ὑλιστικά ἰδεολογήματα. Ὅτι δηλαδή ὁ ὑλικός παράγοντας δέν εἶναι ὁ κυρίαρχος στόν κόσμο. Ἀντιθέτως ἠθικές καί πνευματικές δυνάμεις τόν κυβερνοῦν καί αὐτές τελικά ἐπιβάλλονται.
Κυριότερη δέ πνευματική δύναμη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ στήν ἐθνεγερσία ὑπῆρξε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί Ἐκκλησία. Αὐτή ἦταν ἡ κύρια διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ἑλλήνων καί Ὀθωμανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατήρησε γλώσσα, ἤθη, ἔθιμα, παραδόσεις τῶν ὑποδούλων. Καί ὁ ἀγώνας τους ἦταν ἀγώνας τοῦ Σταυροῦ ἐνάντια στήν ἡμισέληνο. Ὁ διαπρεπής Ἄγγλος Βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν παρατηρεῖ πώς «Στήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἐπιβιώ-σει. Καί ὅσο ἡ Ἐκκλησία ἐπιβίωνε, τό Ἔθνος δέν μποροῦσε νά πεθάνει». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅταν κάποιος ἀλλαξοπιστοῦσε καί γινόταν μουσουλμάνος, ἔλεγαν ὅτι τούρκεψε. Ἔθεταν ἐθνικό ὅρο ἀντί θρησκευτικό. Καί οἱ ὅροι Ρωμηοί, Γραικοί ἤ Ἕλληνες ἦταν δηλωτικοί τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Ὀρθόδοξη πίστη καί Ἐκκλησία ἦταν τότε, εἶναι ὅπως καί σήμερα, ἔννοιες ἀξεχώριστες ἀπό τόν Ἑλληνισμό καί τούς Ἕλληνες. Στίς μέρες μας ὅμως κάποιοι βάλθηκαν νά μᾶς ξεβαπτίσουν. Νά μᾶς ἀπο-γαλακτίσουν θρησκευτικά. Νά ἀποκόψουν τήν πονεμένη Ρωμηοσύνη ἀπό τήν λαμπροφόρα Ὀρθοδοξία. Νά κάνουν οὐδέτερο θρησκευτικά τό κράτος, λές καί προῆλθε τώρα ξαφνικά ἀπό τό πουθενά. Σά νά μήν ἔχει διαδραματίσει κανένα ρόλο ἡ Ὀρθοδοξία σ’ αὐτόν τόν τόπο. Καί νά μήν εἶναι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ μας ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Πλανῶνται ὅμως οἰκτρά. Οἱ ἀθεϊστικές καί ὑλιστικές ἰδεοληψίες βρίσκονται σέ ἀναντιστοιχία μέ τόν πιστό λαό. Ψαρεύουν σέ θολά νερά. Λακτίζουν σέ κέντρα, σέ καρφιά. Καί τελικά θά ματώσουν τά πόδια τους. Ἡ νίκη ἀνήκει στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Αὐτό διδάσκει ἡ Ἱστορία, παλιότερη καί σύγχρονη. Βάζουν μόνο σέ περιπέτεια τήν χώρα. Τίποτε περισσότερο.