Εἰσηγητὴς στὴν 7η Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱ. Μ. Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας, ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίας, ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἡ Σύναξις πραγματοποιήθηκε τὴν Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019, στὶς 11.00 π.μ., στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως (Ἔδεσσα).
Ὀ Σεβασμιώτατος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Τί εἶπαν οἱ Προφῆτες γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ».
Κατ᾿ ἀρχὴν τόνισε ὅτι, ἀποτελεῖ μέγα ἁμάρτημα ἡ παραθεώρηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρᾶγμα ποὺ συναντᾶται δυστυχῶς στὶς μέρες μας, καὶ μάλιστα, χειρότερο καὶ ἀπὸ αἵρεση, ἀφοῦ δὲν διαστρεβλώνει ἁπλῶς κάποια τμήματά της, ὅπως οἱ αἱρέσεις ἀλλά, τὴν ἀπορρίπτει ἐξ ὁλοκλήρου. Ἡ αιτία μάλιστα αὐτῆς τῆς ἀπορρίψεως ἔγκειται στὸ ὅτι κάποιοι τὴν ἀντιμετωπίζουν ὡς ἁπλὴ ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὄχι ὡς βιβλίο ποὺ περιγράφει τὴν Θεία Οἰκονομία, ὡς βιβλίο θεοπτιῶν καὶ θεοφανειῶν, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ἐνῶ ἡ Καινὴ Διαθήκη περιλαμβάνει μαρτυρίες περὶ τοῦ Χριστοῦ σεσαρκωμένου, ἡ Παλαιὰ παρουσιάζει μαρτυρίες περὶ τοῦ Χριστοῦ ἀσάρκου καὶ ἐν τέλει, σύμφωνα μὲ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, σκοπὸ ἔχει νὰ ὁδηγήσει στὸν Μεσσία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι, ἀκόμη καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐκεῖ (στὸ παραπάνω βιβλίο) προφητεύεται.
Ὑπογράμμισε ἐπίσης ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ γίνεται ἀναφορὰ στὸν Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐννοεῖται ὁ ἄκτιστος -ἄσαρκος ἔτι- Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν περίπτωση τῆς φλεγομένης βάτου. Αὐτὸς εἶναι ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος» τῆς προφητείας (Ἠσ. 9,6). Μάλιστα αὐτὸ εἶναι καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ διαφέρει ἡ Ἀνατολικὴ (Ὀρθόδοξη) ἀπὸ τὴν Δυτικὴ θεολογία. Γιὰ ἐκείνην, λόγῳ τῆς προτάξεως τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας καὶ παραθεωρήσεως τῆς πατερικῆς ἐρμηνείας καὶ τῆς διδασκαλίας περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχουν, μόνον οἱ συνήθεις ἄγγελοι. Ἐν τέλει, ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνοψίζεται στὸ σάλπισμα γιὰ τὸν Μεσσία: «Ἔρχεται. Ἑτοιμαστεῖτε νὰ Τὸν ὑποδεχθεῖτε !». Ὅταν γεννιέται ἡ Παναγία, τελειώνει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.
Στὸ πνεῦμα αὐτό, οἱ προφητείες μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ὑπάρχουσες ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ φιλοσόφων,ὅπως ὁ Πλάτων, ποὺ ὐποστήριξε: «Θεὸς… ἀνθρώπῳ οὐ μίγνηται» (Φαῖδρος). Καὶ αὐτὸ συνέβη ὄχι μόνον μὲ σκοπὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καί, προκειμένου νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος πρὸς τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐφικτή. Ἐπίσης, οἱ προφῆτες περιγράφοντας τὸν Μεσσία, διαφυλάσσουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν παραπλάνηση διαφόρων ψευδομεσσιῶν.
Ὁ πρῶτος ποὺ μιλᾶ, ὄχι μὲ γενικὸ ἀλλά,μὲ συγκεκριμένο τρόπο γὰ τὴν Γέννηση, εἶναι ὁ προφήτης Ἰερεμίας (στὸ βιβλίο του Βαρούχ), σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. 37 ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ᾿Ιακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ ᾿Ισραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ· 38 μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ 3,36-38). Λιγότερο γνωστὴ εἶναι ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἥλιο ποὺ θὰ κατέβει σὲ σκιά, ἐννοῶντας τὴν Θεοτόκο, καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ ἀνατείλει (Ησ. 38,7-8). Ἀλλά καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου: «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (Ἠσ. 7,14), τονίζει πέραν τῶν ἄλλων, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, τὴν ἰσοτιμία τῆς γυναικὸς μὲ τὸν ἄνδρα, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐκ Παρθένου ἄνευ ἀνδρὸς γέννηση,ἐξοφλεῖται τὸ χρέος στὸ ἀνδρικὸ φύλο (βλ. δημιουργία τῆς Εὔας ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ, ἄνευ γυναικός).
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, κάθε φορὰ ποὺ σχηματίζουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μνημονεύουμε τὸ θαῦμα τῆς ἐνανθρωπίσεως. Ἀκόμη καὶ μὲ τὴν μονολόγιστη εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» ὁμολογοῦμε τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τέλος,δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, ὅταν κοινωνοῦμε, συγγενεύουμε μὲ τὴν Παναγία, ἡ ὁποία καθίσταται «ἑστιάτωρ» τῆς θείας σαρκός, χάριν τῆς σωτηρίας μας.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς εἰσηγήσεως, ἀκολούθησε συζήτηση μὲ τὸ ἀκροατήριο, στὴν ὁποία μετεῖχε καὶ ὁ ποιμενάρχης τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ.