– Τι μας διδάσκει ένα βιβλίο για την Μεγάλη Γρίπη του 1918 –
Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη
Ι. Εισαγωγικά
Όταν σου ανακοινώνουν ότι έχει ξεσπάσει “φονική πανδημία” και γι’ αυτό σου επιβάλλουν να κλειστείς στο σπίτι σου για άγνωστο χρονικό διάστημα δημιουργώντας σταδιακά ένα φουτουριστικό σκηνικό με καρναβαλικές μάσκες, διαστημικές προσωπίδες, πλέξιγκλας, ερυθρόλευκες κορδέλες και αυτοκόλλητα οριοθετικά αποστάσεων, επιπλέον όταν αυτό επιβάλλεται συντονισμένα από τους ηγέτες σχεδόν όλων των κρατών του πλανήτη, οι οποίοι υιοθετούν κοινή ορολογία και υγειονομικά μέτρα-καρμπόν υπό την ομπρέλα μιας καραμέλας-κωδικού, δηλ. του “αόρατου εχθρού”, που γίνεται κράχτης και σημαία του νέου πολέμου (και ενώ ποτέ μέχρι σήμερα δεν δόθηκε αυτό το παρατσούκλι σε άλλον ιό παρά μόνο στον κορωνοϊό), τότε το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι το εξής:
Να αναζητήσεις βιβλιογραφικές πηγές με πειστήρια για την εξάπλωση και την αντιμετώπιση αντίστοιχων πανδημιών, ώστε μέσα από την συγκριτική μελέτη να διαπιστώσεις αν όλα όσα συμβαίνουν την εποχή του κορωνοϊού επαληθεύουν την κυκλικότητα της Ιστορίας ή, αντιθέτως, αν αποτελούν μιαν (ακόμη) υπερδιογκωμένη φούσκα που μπορεί να σπείρει τον τρόμο και έτσι να ποδηγετήσει τους πολίτες, συρρικνώντας τις ατομικές ελευθερίες τους.
Η πανδημία εκείνη με την οποία συγκρίθηκε και συγκρίνεται επανειλημμένως η ενσκήψασα εν έτει 2020, είναι η “ισπανική γρίπη” του 1918, η οποία προκαλούσε κλινική εικόνα όχι πολύ διαφορετική από εκείνη που εμφανίζει ο μολυσμένος με κορωνοϊό. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή, οι διαχειριστές της παρούσας υγειονομικής κρίσης αλλά και τα ΜΜΕ επικαλέσθηκαν κατά κόρον την “ισπανική γρίπη”, για να θεμελιώσουν την “φονικότητα” του ιού και να δικαιολογήσουν τα ανθρωποκτόνα μέτρα. Έτσι, ο ενδιαφερόμενος δεν χρειαζόταν να καταβάλει ιδιαίτερο κόπο για να αποφασίσει σε ποια πανδημία θα έπρεπε να εστιάσει την προσοχή του.
Το 2018 κυκλοφόρησε στην γαλλική γλώσσα μια μονογραφία του Freddy Vinet με τίτλο “Η Μεγάλη Γρίπη του 1918. Η χειρότερη επιδημία του 20ού αιώνα. Ιστορία της ισπανικής γρίπης” σε μετάφραση Αριστέας Κομνηνέλλη (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2020). Παρότι το βιβλίο δεν είναι ιδιαιτέρως ογκώδες (σελ. 332) και μπορεί να διαβαστεί το πολύ μέσα σε δύο ημέρες, εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω δεν έχει αξιοποιηθεί μέχρι σήμερα από κανέναν θιασώτη ή αμφισβητία της ορθότητας των εφαρμοζόμενων υγειονομικών μέτρων.
Αντιθέτως, περίσσεψαν οι Κασσάνδρες που δεν δίστασαν να προβλέψουν ότι η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί να καταστεί εφάμιλλη της “ισπανικής γρίπης”, για την καταπολέμηση της οποίας υποστηρίζεται ότι είχαν ληφθεί πανομοιότυπα υγειονομικά μέτρα, ιδίως καραντίνες, αναστολή λειτουργίας καταστημάτων, θεάτρων, σχολείων, αλλά και χρήση μάσκας. Ποια είναι, όμως, η αλήθεια με βάση όσα αναφέρονται στην μονογραφία του Vinet;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονισθεί ότι είναι θολό το τοπίο σε ό,τι αφορά τον ακριβή αριθμό των νεκρών από την “ισπανική γρίπη”: Καίτοι πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για «50 με 100 εκατομμύρια», βάσει παλαιότερων αναφορών, o αριθμός των νεκρών δεν ξεπερνούσε τα 21,5 εκατομμύρια (έτσι π.χ. οι Kingston/Lambert, Katastrophen und Krisen, γερμ. μτφ.: Edda Janus, εκδ. Hans Kaiser, Klagefurt, 1980, σελ. 134, 135).
Η “ισπανική γρίπη” ξέσπασε σε τρία κύματα: Η πιο επικίνδυνη φάση της τοποθετείται στα τέλη του 1918, δηλαδή από Οκτώβριο έως Δεκέμβριο του 1918, οπότε έλαβαν χώρα οι περισσότεροι θάνατοι. Ωστόσο, αυξημένος αριθμός θανάτων σημειώθηκε και στο τρίτο κύμα, δηλ. την άνοιξη του 1919. Αντιθέτως, το πρώτο κύμα, το οποίο ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1918 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούλιο ήταν πολύ πιο ήπιο: η μεταδοτικότητα ήταν μεν πολύ υψηλή, όχι όμως και ο αριθμός των νεκρών (Vinet, ό.π., σελ. 21, 31).
Αντιστοίχως επί κορωνοϊού θεωρείται πλέον ότι αφήσαμε πίσω μας τα δύο προηγούμενα κύματα και έχουμε εισέλθει στο τρίτο. Όλως περιέργως, και το δικό μας δεύτερο κύμα (το οποίο επίσης τοποθετήθηκε χρονικά μέσα στον μήνα Οκτώβριο, όπως ακριβώς δηλαδή το προέβλεπαν οι διεθνείς αναλυτές και δημοσιογράφοι· βλ. π.χ. άρθρο με τίτλο “Noch zwei Jahre ohne Händeschütteln”, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “DER SPIEGEL” της 15.4.2020 και περιείχε την εξής αναφορά: «Το αργότερο τον επόμενο χειμώνα –π.χ. από τον Οκτώβριο– θα μπορούσε να ξεσπάσει το επόμενο απειλητικό κύμα του Covid-19, δεδομένου ότι είναι πολύ πιθανό ο ιός να εξαπλώνεται περισσότερο κατά τους χειμερινούς μήνες») ήταν πολύ χειρότερο του πρώτου. Σημειωτέον ότι οι διάφοροι “τηλεαστέρες-ειδικοί” μάς προειδοποιούσαν για την έλευση του τρίτου κύματος ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου, ως εάν η πρόβλεψη αυτή βασιζόταν σε κάποιο προορατικό χάρισμα. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι, όπως το πρώτο κύμα της “ισπανικής γρίπης” ξέσπασε την άνοιξη του 1918, έτσι και το πρώτο “lockdown” λόγω κορωνοϊού εφαρμόσθηκε μέσα στην Άνοιξη (Μάρτιος-Μάιος) του 2020.
Α. Πρώτο κύμα
Ο Vinet σημειώνει ότι, σε αντίθεση με τις εποχικές επιδημίες γρίπης, οι οποίες «χτυπούν συνήθως κατά ετήσια διαλείμματα, προκαλώντας θανάτους σε ηλικιωμένα άτομα κατά τη διάρκεια του χειμώνα», η ισπανική γρίπη ξεκίνησε το ταξίδι της «παράδοξα, κάνοντας την επίθεσή της την άνοιξη» (ό.π., σελ. 31). Ο ίδιος την χαρακτηρίζει “αλλόκοτη”, επισημαίνοντας ότι είναι «πολύ διαφορετική από την παραδοσιακή χειμερινή γρίπη, που κρατά μόνο έναν με δύο μήνες, [και] αναστατώνει τους γιατρούς, οι οποίοι καταβάλλουν προσπάθειες για να βρουν τις αιτίες της» (ό.π., σελ. 48).
Σε μεταγενέστερο σημείο (σελ. 69), ο συγγραφέας προσθέτει ότι «η γρίπη του 1918-1919 εκδηλώνεται με μια πληθώρα κυμάτων, η γεωγραφική προέλευση των οποίων παραμένει μυστηριώδης, έως και αντιφατική» (πρβλ. και σελ. 78, όπου γίνεται και πάλι λόγος για ανατροπή των γνωστών σχημάτων της εποχικής γρίπης, με εστίαση ιδίως στην έξαρση και ύφεση της “ισπανικής γρίπης” κατά κύματα, στην υπερμεταδοτικότητά της και στην εκδήλωση ενός θανατηφόρου κύματος μετά από ένα πολύ ηπιότερο κύμα). Οι παρατηρήσεις αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να μας προβληματίσουν σχετικά με το κατά πόσον η γρίπη εμφανίσθηκε όντως με φυσικό τρόπο.
Αξιομνημόνευτη είναι και η επισήμανση του Γάλλου συγγραφέως ότι ο όρος “ισπανική γρίπη” δεν συνδέεται με την χώρα προέλευσής του, αλλά οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι «ο ισπανικός τύπος, ελεύθερος καθώς ήταν, κάνει πολύ νωρίς λόγο για την επιδημία, σε αντίθεση με τον γαλλικό, που είναι φιμωμένος από τη λογοκρισία» (ό.π., σελ. 77). Επιπλέον, το επίθετο “ισπανική” χρησιμοποιήθηκε πιο εύκολα, επειδή «είχε χαρακτηριστεί έτσι και η γρίπη του 1889-1890, η οποία είχε προκαλέσει 200.000 θύματα στην ομώνυμη χώρα».
Πάντως, ενώ μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 1918 η “ισπανική γρίπη” έπληξε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού προκαλώντας την ανησυχία των ιατρών, ο συγγραφέας τονίζει ότι «δεν [έφερε] τον γενικό πανικό, καθώς η θνησιμότητα [παρέμεινε] πολύ χαμηλή» (ό.π., σελ. 31). Ο Vinet διευκρινίζει ότι «η πρώτη φάση της επιδημίας εκδηλώθηκε με έναν σημαντικό αριθμό θανάτων, αλλά χάθηκε μέσα σε έναν ιδιαίτερα υψηλό αριθμό κρουσμάτων» (ό.π., σελ. 36).
Τα συμπτώματα ήταν «ίδια με εκείνα μίας κλασικής εποχικής γρίπης: κεφαλαλγίες, πυρετός, αίσθημα κόπωσης, μυικοί πόνοι και ενίοτε διάρροια, αλλά η μεγάλη πλειονότητα είναι και πάλι στο πόδι μέσα σε μερικές ημέρες, με μοναδικό κατάλοιπο μία μεγάλη κόπωση» (ό.π, σελ. 33-34).
Το πρώτο κύμα έπληξε κυρίως την Ευρώπη. «Σε πολλές άλλες χώρες (Ρωσία, χώρες της Αφρικής) δεν είχε εκδηλωθεί», αν και η διαπίστωση αυτή μπορεί να μην είναι ακριβής λόγω πλημμελούς καταγραφής της επιδημίας (ό.π., σελ. 35).
Αντιθέτως, η πανδημία του κορωνοϊού, μολονότι οι θάνατοι επέρχονται κατά κανόνα σε ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα, προκάλεσε έναν κραυγαλέα δυσανάλογο πανικό, ο οποίος οδήγησε σε λήψη πρωτοφανών στην Ιστορία της Ανθρωπότητας μέτρων που, καθώς επεκτείνονται και επιδεινώνονται μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, θυμίζουν περισσότερο εφαρμογή χιτλερικής συνταγής παρά μέτρα υγειονομικής προφύλαξης.
Β. Δεύτερο κύμα
Όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος συγγραφέας, «ενώ στα τέλη Ιουλίου [1918] το κακό μοιάζει να απομακρύνεται, τον Αύγουστο και στις αρχές Σεπτεμβρίου σημαίνει συναγερμός, λόγω του πολλαπλασιασμού των θανατηφόρων κρουσμάτων που συνδέονται με πνευμονικές λοιμώξεις. Είναι ξεκάθαρο πως έχουμε φύγει από την περίπτωση μιας εποχικής γρίπης και περνάμε σε μία πανδημία πολύ πιο σοβαρή» (ό.π., σελ. 32). Έτσι, με δεδομένο ότι το καλοκαίρι του 1918 υπήρξε μια αισθητή μείωση των κρουσμάτων και των θανάτων, επρόκειτο κατά τον Vinet για «νηνεμία πριν από τον κυκλώνα» (ό.π., σελ. 39).
Αυτό το δεύτερο κύμα, που συνδέθηκε με τον κωδικό “Μαύρος Οκτώβρης” (ό.π, σελ. 39), και απλώθηκε «από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1918 στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων και προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στη ζωή των πολιτών και του στρατού» (ό.π., σελ. 32).
Τώρα πλέον συνειδητοποιείται η σοβαρότητα της ασθένειας και ο Τύπος σταματά να τον υποτιμά, αναγνωρίζοντας ότι «ο ιός δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ Συμμάχων, εχθρών και ουδέτερων χωρών» (ό.π., σελ. 39).
Ως γνωστόν, η φράση αυτή αναπαρήχθη ως κλισέ και στην δική μας εποχή της κορωνοϊκής πανδημίας! Επί παραδείγματι, λέχθηκε ότι «ο κορωνοϊός δεν κάνει διακρίσεις στο ποιος θα νοσήσει, αλλά είναι διαφορετικές οι συνθήκες υπό τις οποίες καθένας τον αντιμετωπίζει, με βάση την τάξη, το περιβάλλον, την καταγωγή, κτλ.» (βλ. δήλωση του πρώην προέδρου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Κωστή Παπαϊωάννου).
Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά το δεύτερο κύμα αλλάζει το προφίλ των θυμάτων της “ισπανικής γρίπης”: «Τα ηλικιωμένα άτομα και τα μικρά παιδιά δίνουν τη θέση τους σε νέους ενήλικες και εφήβους» (ό.π., σελ. 40).
Πόσο μεγάλη σύμπτωση το γεγονός ότι κατά το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημέρωσε του συμπολίτες του ότι τώρα ο ιός δεν χτυπά τόσο τους ηλικιωμένους όσο τους νέους (πάντως, ήδη από τα μέσα Αυγούστου 2020 διαχεόταν η πληροφορία ότι «σχεδόν ένας στους δύο (45%) του συνόλου των κρουσμάτων είναι ηλικίας έως 39 ετών», γεγονός που συνδέθηκε αιτιωδώς με την δήθεν χαλάρωση που παρατηρήθηκε ως προς την τήρηση των μέτρων από τους νεότερους ηλικιακά πολίτες!
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι εντός των κυμάτων της “ισπανικής γρίπης” σημειώνονται «φάσεις έξαρσης ακολουθούμενες από φάσεις ύφεσης, που και σήμερα δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν». Μάλιστα, μετά το δεύτερο κύμα, «οι υγειονομικές αρχές [των ΗΠΑ], πιστεύοντας πως βλέπουν το τέλος του τούνελ, δηλώνουν επισήμως στις 13 Δεκεμβρίου του 1918 ότι η επιδημία εξαλείφθηκε» (ό.π., σελ. 43).
Γ. Τρίτο κύμα
Ενώ ο κόσμος πίστευε ότι είχε απαλλαγεί από την επιδημία και είχε στραμμένο το βλέμμα του στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η γρίπη επανεμφανίστηκε τον Φεβρουάριο του 1919.
Όπως μας πληροφορεί ο Vinet, «αυτό το τελευταίο κύμα συνδυάζει μία σχετικά χαμηλή νοσηρότητα με μία υψηλή θνητότητα. Οι άνθρωποι βιώνουν το γεγονός αυτό με ακόμα σκληρότερο τρόπο, καθώς μετά τον πόλεμο χτυπά πληθυσμούς που άντεξαν τα χειρότερα βάσανα και πίστευαν πως βρίσκονταν στο τέρμα του Γολγοθά τους, όπως ο αμερικανός στρατιώτης Μπεν Έγκλεστον, ο οποίος πέθανε από πνευμονία μέσα στο πλοίο Aquitania στις 27 Φεβρουαρίου 1919, δύο ημέρες προτού φθάσει στην Νέα Υόρκη. «Η γρίπη είναι αμείλικτη, γιατί σκοτώνει ασθενείς που έχουν ήδη αποδυναμωθεί από μία προηγούμενη επίθεσή της, μερικούς μήνες νωρίτερα» (ό.π., σελ. 45).
Τελικώς, η πανδημία σβήνει το 1921 ύστερα από αρκετές επανεμφανίσεις της μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαρτίου του 1920. «Κάποιες διάσπαρτες αναζωπυρώσεις της επιδημίας γεννούν φόβους για τα χειρότερα […]. Στην πραγματικότητα, μετά το 1919 η γρίπη “εποχικοποιείται”. Το στέλεχος του 1918-1919 ακολουθεί την ετήσια συνήθη κυκλοφορία των στελεχών της γρίπης, προκαλώντας εποχικές επιδημίες, αλλά λιγότερα θύματα, γιατί συναντά πληθυσμούς που έχει ήδη “θερίσει” ή πληθυσμούς με ανοσία» (ό.π., σελ. 46).
Αποτιμώντας την θέση της “ισπανικής γρίπης” στην δεδομένη ιστορική συγκυρία, ο Vinet κάνει λόγο για ένα “παράδοξο”. Διότι έκανε την εμφάνισή της στην λεγόμενη εποχή της “επιδημιολογικής μετάβασης”, δεδομένου ότι μετά την “παστεριανή επανάσταση” «η ανακάλυψη των μικροβίων, η κατανόηση των μηχανισμών μετάδοσης και η πρόοδος του εμβολιασμού σηματοδοτούν την αρχή της υποχώρησης των λοιμωδών ασθενειών» (ό.π., σελ. 110-111). Σταδιακά, οι εκφυλιστικές ασθένειες, δηλ. ο καρκίνος ή τα νοσήματα που συνδέονται με την ηλικία, έπαιρναν την «σκυτάλη στους πίνακες θνησιμότητας» (σελ. 111).
Ως εκ τούτου, «σε ένα μακροπρόθεσμο πλαίσιο, η γρίπη του 1918-1919 εμφανίζεται σαν παραφωνία εντός της επιδημιολογικής μετάβασης που είχαν περίτρανα χαράξει ο Παστέρ και ο Κοχ, ενώ αρκετοί δείκτες υγείας δημιουργούν μια δικαιολογημένη αισιοδοξία τουλάχιστον στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο απολογισμός της, τρομακτικός για μία ασθένεια τόσο συνηθισμένη, έρχεται να αμφισβητήσει την πρόοδο αυτή: γιατροί που δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν και να ανακόψουν την πορεία της, Αρχές ανίκανες να εμποδίσουν την εξάπλωση του κακού, μία γενιά νέων ενηλίκων που κανείς δεν ξέρει ποιο μικρόβιο τη “θερίζει”… Για τους λόγους αυτούς, η γρίπη δεν θα βρει τη θέση της στην εξιστόρηση της ιστορίας της υγείας του 20ού αιώνα. Στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής εξακολουθεί να είναι μία ακίνδυνη ασθένεια. Διότι, ας μην ξεχνάμε, η τεράστια πλειονότητα γλίτωσε, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τις επιδημικές ασθένειες που προκαλούσαν τρόμο (πανώλη, τύφος, χολέρα)» (ό.π., σελ. 116-117).
ΙΙ. Επιμέρους συγκρίσεις “ισπανικής γρίπης” και κορωνοϊού
Α. Ανοσία
Ένα από τα φλέγοντα ερωτήματα που απασχολούν τους “ειδικούς” σήμερα είναι το αν εκείνος που νόσησε από κορωνοϊό είναι εφεξής εξοπλισμένος με ανοσία. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι υπάρχει σαφής και κατηγορηματική απάντηση.
Διχογνωμία, όμως, υπήρχε και επί “ισπανικής γρίπης”: «Οι απόψεις των γιατρών της εποχής διίστανται. Σύμφωνα με τον δρ. Εκέλ, δεν αναπτύσσεται ανοσία, και ένα άτομο μπορεί να μολυνθεί εκ νέου μετά από ένα διάστημα μερικών μηνών. Αντίθετα, η επιτροπή Μπεζανσόν, η σύσταση της οποίας έγινε από την Ιατρική Ακαδημία τον Οκτώβριο του 1918, μετά από αίτημα της κυβέρνησης, για να ερευνηθεί το θέμα της επιδημίας, εκτιμά πως οι στρατιωτικές μονάδες που επλήγησαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1918 είχαν αποκτήσει ανοσία, γεγονός που θα τους προσέφερε προστασία κατά το δεύτερο κύμα» (ό.π., σελ. 155).
Β. Αντιδράσεις κρατών και λήψη μέτρων
Σε αντίθεση με την εποχή του κορωνοϊού, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις συντονίσθηκαν με απίστευτη ομοιομορφία όχι μόνο ως προς την ορολογία αλλά και ως προς την λήψη των πρωτόγνωρων μέτρων που τελούν σε κραυγαλέα δυσαναλογία προς την “φονικότητα” του ιού (επιμέρους λιγοστές εξαιρέσεις –εδώ εντάσσεται το παράδειγμα της Σουηδίας– δεν είναι αρκετές για να μπορεί να υποστηριχθεί το αντίθετο), δεν έγινε το ίδιο όταν πρωτοεμφανίσθηκε η “ισπανική γρίπη”. Όπως παρατηρεί ο Vinet: «Από την πλευρά των κρατικών αρχών, συναντάμε όλο το φάσμα των δυνατών αντιδράσεων: από την παντελή έλλειψη δράσης μέχρι την ισχυρότατη θέληση για έλεγχο» (ό.π., σελ. 177).
Πάντως, όπως το 2020, έτσι και το 1918 το πρόβλημα της πανδημίας υποτιμήθηκε, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η λήψη αποτελεσματικών μέτρων (ό.π., σελ. 178).
Ανάμεσα στα «πιο εκλεπτυσμένα» και ίσως «αποτελεσματικότερα μέτρα», ο Vinet συγκαταλέγει «τον έλεγχο των μετακινήσεων και των συναθροίσεων: περιορισμοί στη διέλευση των συνόρων, έλεγχος ή περιορισμός της μετακίνησης πληθυσμών, ιδίως με το τρένο, κλείσιμο δημόσιων χώρων (κινηματογράφοι, θεάματα), απαγόρευση συναθροίσεων… Η εφαρμογή τέτοιων περιορισμών έγινε πολύ άνισα στον κόσμο: από την απολύτως ελεύθερη μετακίνηση μέχρι τις πιο αυστηρές καραντίνες. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις (Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες, Ινδία), τα πιο περιοριστικά μέτρα, όπως για παράδειγμα εκείνα του περιορισμού της ατομικής ελευθερίας στη μετακίνηση και της συνάθροισης, δεν εφαρμόστηκαν –για διάφορους λόγους– με τρόπο συστηματικό. Πρώτον, αποτελούν εμπόδιο στην κοινωνική και οικονομική ζωή, που είχε ήδη πληγεί από την αρρώστια την ίδια και τον παγκόσμιο πόλεμο. Έπειτα, ένα κλείσιμο των συνόρων, μια καραντίνα ή άλλα μέτρα τέτοιου τύπου, αντιληπτά από τον εχθρό, ήταν αδιανόητα για εμπόλεμες χώρες» (ό.π., σελ. 179).
Ωστόσο, η με βάση τα σημερινά δεδομένα συγκλονιστική εξήγηση που δίδει ο συγγραφέας για την ασυντόνιστη και άνιση εφαρμογή των επίμαχων μέτρων αφορά το γεγονός ότι οι υγειονομικές αρχές γνώριζαν ότι ήσαν αλυσιτελείς για την αντιμετώπιση της επιδημίας:
«Όπως το παραδέχεται εκ των υστέρων ο επικεφαλής του υγειονομικού γραφείου της Πολιτείας της Μινεσότα, το θέμα είναι κυρίως να φανεί ότι γίνεται κάποια προσπάθεια: “Σκεφτόμασταν πως έπρεπε να θεσπίσουμε μέτρα. Δεν πιστεύαμε ότι μπορούσαν να ανακόψουν την επιδημία της γρίπης, αλλά είχαμε κανονισμούς που μπορούσαμε να επιβάλουμε. […] Το σημαντικότερο πράγμα ήταν [ότι], αν το κοινό μας ρωτούσε τι είχαμε κάνει, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πως είχαμε λάβει ορισμένα μέτρα”» (ό.π., σελ. 179).
Δεν τολμώ να φανταστώ ποια θα ήταν η αντίδραση των λαών, αν και επί κορωνοϊού διαπιστωνόταν εκ των υστέρων ότι τα σημερινά δρακόντεια μέτρα ελήφθησαν και εξακολουθούν να λαμβάνονται απλώς για να παρέχεται η εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις έχουν την βούληση, την ικανότητα και την ετοιμότητα να καταπολεμήσουν την πανδημία! Φυσικά, εκτός από την εντύπωση αυτή, δεν αποκλείεται να αποδεικνυόταν περίτρανα ότι εν τέλει ο κορωνοϊός ήταν απλώς η τέλεια αφορμή για να ενεργοποιηθεί ή να επισπευσθεί η υλοποίηση ενός σχεδίου ριζικής μεταβολής του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο άνθρωπος και η κοινωνία.
Ο Vinet διευκρινίζει περαιτέρω ότι «η πιο ολοκληρωμένη μορφή συνοριακού ελέγχου είναι η καραντίνα, η οποία από τις αρχές του 19ου αιώνα έχει καθιερωθεί από τους διεθνείς κανόνες κατά τρόπο συστηματικό, μαζί με το κλείσιμο των συνόρων, ως τρόπος ελέγχου των επιδημιών. Γίνεται έλεγχος για χολέρα, πανώλη, τύφο και άλλα μιάσματα στους ταξιδιώτες που έρχονται από την Εγγύς και Μέση Ανατολή (προσκύνημα στη Μέκκα)» (ό.π., σελ. 182).
Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν εφήρμοσε την παγιωμένη αυτή πρακτική της καραντίνας, αλλά τουναντίον οργάνωσε και φιέστα επανεκκίνησης της οικονομίας και του τουρισμού στην Σαντορίνη, εορτάζοντας τα εγκαίνια των ανοιχτών συνόρων κατά την λογική του “μπάτε σκύλοι, αλέστε”! Κι έτσι η αιματηρή θυσία που έκαναν οι Έλληνες πολίτες για να περιορισθούν τα κρούσματα, δεχόμενοι να εγκλεισθούν στα σπίτια τους επί περίπου ενάμιση μήνα, πήγε απολύτως χαμένη.
Είναι δε τρομακτικό το μέγεθος της αδιαφορίας που χαρακτηρίζει τα μέλη της παρούσας κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την (μη) διαχείριση των λαθρομεταναστευτικών ροών στο εσωτερικό της χώρας: Μετά το αρχικό “σόου” της απώθησης των αλλοδαπών που προσπαθούσαν να εισβάλουν από τον Έβρο στις αρχές του 2020, εν συνεχεία αφήνονται συστηματικώς ανεξέλεγκτοι να διέρχονται τα σύνορά μας και να προωθούνται στο εσωτερικό της χώρας. Αρκεί ένα ταξίδι με αυτοκίνητο από Θεσσαλονίκη προς Διδυμότειχο για να διαπιστωθεί ότι πλήθος λαθρομεταναστών πεζοπορούν εφ’ ενός ζυγού με σακίδια στον ώμο κατευθυνόμενοι προς την Θεσσαλονίκη. Αλλά για να καταστεί εφικτή η αυτοψία, θα πρέπει πρώτα να επιτραπεί στους Έλληνες πολίτες η μετακίνηση από νομό σε νομό, ώστε να αποκτήσουν και πάλι την στοιχειώδη ελευθερία τους. Με τα λόγια του Γάλλου συγγραφέως: «αν περιορίζεις την κυκλοφορία των ανθρώπων, σημαίνει ταυτόχρονα πως δεν αφήνεις μια χώρα να ζήσει» (ό.π., σελ. 185).
Με αφορμή την αναφορά στην καραντίνα, ο Vinet προχωρεί σε μια διαπίστωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στον εντοπισμό ενός ακόμη κοινού στοιχείου ανάμεσα στην “ισπανική γρίπη” και τον κορωνοϊό. Ειδικότερα, ο συγγραφέας σημειώνει ότι «το 1918, οι γνωστές διαδρομές [της γρίπης] μπερδεύονται, καθώς περνά πια από αυτές η “παγκοσμιοποίηση”, που γέννησε ο πόλεμος» (ό.π., σελ. 182). Έτσι, λοιπόν, ενώ το 1918 ο ίδιος ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η ατμομηχανή της επιδημίας, την σήμερον ημέρα, όπου (υποτίθεται ότι) διεξάγεται ο “πόλεμος κατά του αόρατου εχθρού”, ατμομηχανή της κορωνοϊκής επιδημίας είναι η εδώ και δεκαετίες υλοποιούμενη παγκοσμιοποίηση.
Ακολούθως, ο Vinet παραθέτει μία πληροφορία, η οποία θα μπορούσε να συσχετισθεί με ένα από τα πολλά απαράδεκτα και αντισυνταγματικά μέτρα που έχει επιλέξει η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόζει σταθερά μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, ο συγγραφέας μνημονεύει ένα διάταγμα της κυβέρνησης της τελούσας υπό γαλλική κατοχή Μαδαγασκάρης, όπου διευκρινίζεται ότι:
«τα άτομα που επιθυμούν να πάρουν το τρένο από τις μολυσμένες ζώνες που έχουν δηλωθεί για να κινηθούν έξω από αυτές, θα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με μία προσωπική άδεια, γραμμένη σε μια κόλλα χαρτί και υπογεγραμμένη από τις Αρχές, η οποία βεβαιώνει ότι η μετακίνηση είναι αναγκαία» (ό.π., σελ. 186).
Σήμερα, όλοι γνωρίζουμε ότι παρεμφερής οιονεί άδεια των Αρχών με την μορφή της έντυπης ή ηλεκτρονικής γνωστοποίησης (αποστολή SMS / συμπλήρωση αυτοβεβαίωσης) απαιτείται όχι απλώς για να ταξιδέψουμε από το ένα μέρος στο άλλο και εφόσον βεβαίως μπορούμε να αιτιολογήσουμε την μετακίνησή μας, αλλά ακόμη και για να βγούμε από το σπίτι μας! Πρόκειται για ένα κατάπτυστο μέτρο που κουρελιάζει το Σύνταγμα και εξευτελίζει τους πολίτες, οι οποίοι πρέπει να ενημερώνουν το κράτος για κάθε πρόθεση μετακίνησής τους, ευρισκόμενοι υπό ένα πρωτοφανές καθεστώς καθολικής επιτήρησης, σαν να πρόκειται για φυλακισμένους που κυκλοφορούν καθημερινά με “βραχιολάκι”!
Εξετάζοντας τα υπόλοιπα μέτρα που εφαρμόζονταν σε διάφορες χώρες για την καταπολέμηση της “ισπανικής γρίπης”, ο Vinet μνημονεύει τα ακόλουθα παραδείγματα (ό.π., σελ. 188 επ.):
– «Ο επιθεωρητής υγείας της Νέας Υόρκης προσπαθεί να επιβραδύνει τη διάδοση του ιού, δίνοντας εντολή στα καταστήματα να ανοίγουν με κλιμακωτό ωράριο, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός στο μετρό τις ώρες αιχμής».
– «Στην Αγγλία συστήνουν τον εξαερισμό των κινηματογράφων, αλλά οι Αρχές δυσκολεύονται να απαγορεύσουν τις θρησκευτικές και τις αθλητικές συναθροίσεις».
– «Στην Ισπανία, η απαγόρευση των επισκέψεων στα νεκροταφεία την ημέρα των Αγίων Πάντων προκαλεί τη γενική δυσαρέσκεια, ενώ στην Ανατολική Αφρική οι αρχηγοί των φυλών κατορθώνουν να περιορίσουν τις συγκεντρώσεις κατά τις κηδείες».
Είναι απίστευτο ότι και στην εποχή του κορωνοϊού, όπου οι συγγενείς δεν μπορούν να θρηνήσουν ελεύθερα την απώλεια των ανθρώπων τους μαζί με συγγενείς και φίλους, υιοθετήθηκε απ’ ό,τι φαίνεται ένας κανονισμός που είχε θεσπισθεί στην Νότια Τανζανία (ό.π., σελ. 221, υποσ. 51).
Σε ό,τι αφορά την λειτουργία των σχολείων, ο Vinet επισημαίνει ότι πρόκειται για ζήτημα που προκαλεί μεγάλες αντιπαραθέσεις, όπως δηλ. και σήμερα επί εποχής κορωνοϊού: «Ορισμένοι συγγραφείς διατυπώνουν την υπόθεση ότι η έξαρση της επιδημίας στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Σεπτέμβριο του 1918, οφείλεται στο άνοιγμα των σχολείων. Στη Γερμανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γαλλία, το θέμα του κλεισίματος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων γίνεται αφορμή για διαμάχες μεταξύ των δασκάλων ή των διευθυντών σχολείων και της ιεραρχίας τους. […] Η γαλλική κυβέρνηση δεν εξετάζει το γενικό κλείσιμο, αλλά καλεί τους δασκάλους να μη δέχονται κανένα μαθητή που να “φαίνεται αδιάθετος”».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, «κατά τις χειρότερες στιγμές της επιδημίας, η κοινωνία υπολειτουργεί. Οι σοδειές μένουν αμάζευτες και τα εργοστάσια δυσκολεύονται να διατηρήσουν τους ρυθμούς τους, εξαιτίας της αποχής του προσωπικού. Οι κινηματογράφοι και τα θεάματα κλείνουν, καθώς δεν έχουν θεατές. Επικρατεί ένα κλίμα καχυποψίας στους δημόσιους χώρους. Στο θέατρο, αν κάποιος καθαρίζει τον λαιμό του επίμονα, οι γύρω του τον κατακεραυνώνουν, τον κακόμοιρο, με το βλέμμα τους» (ό.π., σελ. 24).
Η εικόνα αυτή, βεβαίως, είναι πολύ οικεία στους πολίτες της σημερινής εποχής, οι οποίοι, αν συναντήσουν κάποιον που δεν φορά μάσκα, στην καλύτερη περίπτωση θα αλλάξουν πεζοδρόμιο και θα τον προπηλακίσουν.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Vinet, αναφερόμενος στον συνταγματάρχη Χάγκαντορν, διοικητή του στρατοπέδου Γκραντ στο Ιλινόις, ο οποίος δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την γρίπη στο ξεκίνημά της, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει στις 7 Οκτωβρίου 1918, «ανίκανος να σταματήσει την εκατόμβη που θέριζε τις μονάδες του (525 νεκροί)» (ό.π., σελ. 24-25).
Ο όρος “εκατόμβη” παραπέμπει φυσικά στην “εκατόμβη νεκρών” που ακουγόταν συνεχώς κατά την πρώτη φάση του εγκλεισμού μας, όταν προβλήθηκαν στην τηλεόραση παρατεταγμένα φέρετρα προερχόμενα από την ιταλική πόλη Μπέργκαμο, όπου ακούγαμε ότι θέριζε ο ιός. Μάλιστα, το Μπέργκαμο και η εκατόμβη νεκρών οδήγησαν στην δημιουργία μιας φράσης, η οποία όχι μόνο αναπαρήχθη από στόματα πολιτικών, δημοσιογράφων και υγειονομικών διαχειριστών αλλά έγινε και πρωτοσέλιδο στο φύλλο της εφημερίδας “ΤΟ ΒΗΜΑ” της 20ής Σεπτεμβρίου 2020: “H Αθήνα κινδυνεύει να γίνει Μπέργκαμο” (πρβλ. την δήλωση του κ. Ν. Σύψα, ο οποίος τον Αύγουστο 2020 δήλωνε: «Τηρήστε τα μέτρα, αλλιώς θα έχουμε εκατόμβη νεκρών»). Πόσο μεγάλη σύμπτωση το γεγονός ότι το 1881 ο Δανός λογοτέχνης Jens Peter Jakobsen (1847-1899) είχε δημοσιεύσει διήγημα με τίτλο “Πανούκλα στο Μπέργκαμο” (“Pesten i Bergamo”), το οποίο κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση από τον Ήρκο Ρ. Αποστολίδη το 2019 (εκδ. Ροές)!
Σημειωτέον ότι και στην χώρα μας αυτοκτόνησε ιδιοκτήτης οίκου ευγηρίας τον Οκτώβριο 2020, όταν πληροφορήθηκε ότι τόσο ο ίδιος όσο και τρία άτομα διαγνώσθηκαν θετικά στον κορωνοϊό. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, ουδείς εκ των κυβερνώντων συγκινήθηκε από αυτήν την αυτοκτονία, η οποία αποτελεί μία εκ των πολλών που έχουν τελεσθεί εξαιτίας της τραγικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης.
Μία εντυπωσιακή για την σημερινή εποχή πληροφορία που μας παρέχει ο Vinet (στην ενότητα του βιβλίου του για τον “γολγοθά των νοσοκομείων”) είναι η εξής:
«Ο αμερικανικός στρατός υπολόγισε ότι η μετάδοση μειώνεται πέρα από τον κύκλο του 1,5 μέτρου γύρω από τον ασθενή» (ό.π., σελ. 201).
Τώρα, λοιπόν, γνωρίζουμε ότι εν έτει 2020-2021 για την περίφημη “κοινωνική απόσταση” ανάμεσα στους ανθρώπους αξιοποιήθηκε ένας υπολογισμός του αμερικανικού στρατού που έγινε γνωστός πριν από έναν περίπου αιώνα! Σημειωτέον, μάλιστα, ότι ακόμη κι αυτός ο υπολογισμός δεν τηρήθηκε κατά γράμμα, αλλ’ αυθαιρέτως στρογγυλοποιήθηκε στα 2 ή επεκτάθηκε στα 3 μέτρα (ο δεύτερος αριθμός αποφασίσθηκε να καθορίζει την απόσταση των πάγκων στις λαϊκές αγορές!).
Σε ό,τι αφορά την χρήση μάσκας, ο Vinet μας πληροφορεί ότι «συστήνεται και εφαρμόζεται ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά πολύ λιγότερο στην Ευρώπη. Οι ίδιοι οι γιατροί είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή την πρακτική, καθώς η μάσκα φαίνεται να συνδέεται με μία αρνητική εικόνα, για τις ρίζες της οποίας δεν είμαστε βέβαιοι: ίσως θυμίζει τις αντισφυξιογόνες μάσκες του πολέμου ή μπορεί και τις μάσκες της Κομέντια ντελ Άρτε… Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, σε άλλες χώρες, όπως στην Ιαπωνία, η χρήση της μάσκας επεκτείνεται με αφορμή την επιδημία της ισπανικής γρίπης και διατηρείται και στη συνέχεια» (ό.π., σελ. 210).
Από το χωρίο αυτό προκύπτει το εξής πολύ σημαντικό στοιχείο: Σε αντίθεση με το σημερινό πρωτοφανές φαινόμενο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, δηλ. να κυκλοφορούν οι άνθρωποι σχεδόν ολόκληρου του πλανήτη ως ανθρωποειδή, φορώντας μάσκες ακόμη κι όταν φωτογραφίζονται δημοσίως, επί “ισπανικής γρίπης” δεν είχε αλλοιωθεί η εικόνα του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά τα περίπου 21 εκατομμύρια νεκρών, η χρήση της μάσκας δεν κατέστη καθολικώς υποχρεωτική σε εσωτερικούς και εξωτερικούς δημόσιους χώρους. Με αυτό το δεδομένο, οι φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, στις οποίες απεικονίζονται μασκοφορεμένοι πολίτες, ακόμη και θεατές ποδοσφαιρικών αγώνων, είναι αμφιβόλου αποδεικτικής ισχύος, και πάντως ουδέν μαρτυρούν περί της υποχρεωτικής μασκοφορίας ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους. Άλλωστε, σύμφωνα με το φωτογραφικό υλικό που υπάρχει στο προαναφερθέν λεύκωμα “Katastrophen und Krisen” (ό.π., 1980, σελ. 134 επ.), μάσκα φορούν μόνο οι νοσοκόμες και οι οδοκαθαριστές, ενώ όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα απεικονίζονται άνευ μάσκας!
Τα λόγια, βεβαίως, περιττεύουν για την συζητούμενη θέσπιση ως υποχρεωτικής της χρήσης όχι μόνο μίας αλλά δύο μασκών! Πρόκειται το δίχως άλλο για ένα σύγχρονο βασανιστήριο σε βάρος του δύσμοιρου πολίτη, συγκρίσιμο αφ’ ενός με το σιδερένιο φίμωτρο που επιβαλλόταν την εποχή του Μεσαίωνα στα θύματα της Ιεράς Εξετάσεως για να μη μπορούν να φωνάζουν, αφ’ ετέρου με τα βασανιστήρια που εξυπηρετούσαν την διασκέδαση των τυράννων.
Φυσικά, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι προσπάθειες των παραγωγών φαρμάκων να επωφεληθούν της επιδημίας του 1918. Σύμφωνα με την καταγραφή του Vinet (ό.π., σελ. 212), τέτοια περίπτωση απετέλεσε η εταιρεία των εργοστασίων του Ροδανού με έδρα την Λυόν (το 1928 θα ονομασθεί Rhône-Poulenc), «η οποία έχει το πραγματικό μονοπώλιο στην ασπιρίνη, στην αντιπυρίνη και στο παράγωγό τους, το πυραμιντόν, για τα οποία την κατηγορούν πως τα κρατά για εξαγωγή με τη μορφή “ιδιοσκευασμάτων”, σε υψηλότερη τιμή, αντί να τα δώσει σε μορφή αλάτων στον γαλλικό λαό».
Υπάρχει, όμως, και άλλη θεραπευτική μέθοδος που διερευνάται: ο λόγος για τους ορούς και τα εμβόλια: «Από τον Οκτώβριο του 1918, η χρήση τους χωρίς ειδικό σκοπό, προκειμένου να αυξηθούν οι άμυνες του οργανισμού, γενικεύεται». Στη Νοτιοαφρικανική Ένωση, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Νέα Ζηλανδία γίνονται πειράματα με συνδυασμούς αδρανοποιημένων βακτηριδίων (ως βάση χρησιμοποιούνται πνευμονιόκοκκοι που κατέστησαν αβλαβείς αλλά που εκτιμάται ότι ενεργοποιούν την παραγωγή αντισωμάτων). «Ένα ελβετικό ινστιτούτο ισχυρίζεται πως έχει παρασκευάσει εμβόλιο και γνωστοποιεί τα αποτελέσματά του στην πρεσβεία της Γαλλίας. Οι δοκιμές που πραγματοποιούνται στο υγειονομικό προσωπικό της Ελβετίας και, στη συνέχεια, σε στρατιώτες στη Γαλλία φαίνονται να έχουν αποτελέσματα στα μάτια εκείνων που τις ξεκίνησαν. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1918, οι εφημερίδες ανακοινώνουν την έλευση ενός εμβολίου από την Αγγλία, που παρασκευάστηκε με βάση την καλλιέργεια πνευμονιόκοκκων και στρεπτόκοκκων. Το Ινστιτούτο Ροκφέλερ παρουσιάζει κι εκείνο ένα εμβόλιο κατά του πνευμονιόκοκκου, αλλά οι γιατροί έχουν αμφιβολίες ως προς τη δράση του. Η πραγματική αποτελεσματικότητα αυτών των εμβολίων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού δεν στοχεύουν στον άγνωστο τότε ιό: το πρώτο εμβόλιο με τον αδρανοποιημένο ιό influenza θα αναπτυχθεί από τον Τόμας Φράνσις Τζούνιορ [για πρώτη φορά] το 1944» (ό.π., σελ. 213-214).
Γ. Η στάση του Τύπου
Ο Γάλλος συγγραφέας αφιερώνει μια μικρή ενότητα για την στάση του γραπτού Τύπου. Σημειώνοντας ότι αποτελεί αντανάκλαση της κοινωνίας, αφού μέσα από αυτόν διέρχονται «οι αμφιβολίες, οι διενέξεις και η ανησυχία του κόσμου, όταν η επιδημία μετατρέπεται σε μάστιγα», μας ενημερώνει ότι η στάση του Τύπου υπήρξε διαφορετική ανάλογα με την εκάστοτε χώρα, «πιο ελεύθερη προφανώς σε ουδέτερα κράτη από ό,τι στα εμπόλεμα, ακόμα κι αν ο λόγος του εξελίσσεται με το χρόνο και αλλάζουν ο τόνος και το περιεχόμενό του, όσο η κατάσταση χειροτερεύει» (ό.π., σελ. 194).
Μολονότι ο Vinet αποδίδει την αρχική απροθυμία του Τύπου να ασχοληθεί με την επιδημία στο γεγονός ότι ελκυστικότερο θέμα για την εποχή ήταν η παγκόσμια σύρραξη (ό.π., σελ. 194), θέτει επί τάπητος το ερώτημα μήπως στην σιωπή του Τύπου, ιδίως του γαλλικού, υποκρύπτεται «το χέρι της λογοκρισίας» (ό.π., σελ. 195). Τροφή για το ερώτημα αυτό δίδει το γεγονός ότι «η πολιτική εξουσία διαγράφει τα άρθρα σχετικά με τη γρίπη», ενώ παρατείνεται μέχρι τον Οκτώβριο του 1919 ο νόμος περί διαρροών στον Τύπο σε καιρό πολέμου. Ωστόσο, ο συγγραφέας αποδίδει αυτήν την μορφή λογοκρισίας στην επιδίωξη των Γάλλων να μην υπονομευθεί η πολεμική προσπάθεια και ιδίως η υπόσχεση νίκης, η οποία διαφαινόταν την στιγμή της επιδημικής κορύφωσης τον Οκτώβριο του 1918 (ό.π., σελ. 195).
Ως εκ τούτου, το σημερινό φαινόμενο της λογοκρισίας που ανθεί παγκοσμίως όχι μόνο στον γραπτό αλλά και στον ηλεκτρονικό τύπο καθώς και σε όλα σχεδόν τα προπαγανδιστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία μάλιστα στην Ελλάδα χρηματοδοτήθηκαν προκειμένου να υλοποιήσουν αποτελεσματικά την προπαγάνδα υπέρ των ανθρωποκτόνων μέτρων, έχει διαφορετική εξήγηση.
Ο Vinet ασχολείται και με το ζήτημα των ψευδών ειδήσεων ή έστω των μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών που κυκλοφόρησαν στην περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 1918, οι οποίες στις αρχές Οκτωβρίου, όταν δηλαδή συνειδητοποιήθηκε η σοβαρότητα της κατάστασης, έδωσαν την θέση τους σε διαφημίσεις για φάρμακα και θαυματουργά φίλτρα (ό.π., σελ. 197).
Ακολούθως, αναφέρει ότι «στην εφημερίδα L’Excelsior ο Γκιγιόμ Απολινέρ μιλά περιπαιχτικά για τον Αλφόνσο ΓΙ΄, τον άρρωστο από γρίπη βασιλιά της Ισπανίας: “ένας μονάρχης τόσο κοσμικός που προσβάλλεται από γρίπη την κάνει μόδα”». Η φράση αυτή ηχεί σήμερα ως καμπανάκι: Ας θυμηθούμε στην αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού πόσοι διάσημοι δήλωσαν δημοσίως ότι προσβλήθηκαν από κορωνοϊό. Μήπως, λοιπόν, ήθελαν (ή έπρεπε) να μετατρέψουν τον ιό σε μόδα;
ΙΙΙ. Η “ισπανική γρίπη” ως πρόσφατο (και ύποπτο) σημείο αναφοράς για καταστροφικά σενάρια
Ο Vinet ολοκληρώνει τις αναφορές του στην “ισπανική γρίπη”, σημειώνοντας τα ακόλουθα:
«Αν και η γρίπη αποτελούσε πάντα αντικείμενο προσοχής για τον ιατρικό κόσμο, η ανάδειξη της επιδημίας του 1918 σε σημείο αναφοράς για καταστροφικά σενάρια είναι πρόσφατη. Η εμφάνιση τέτοιων σεναρίων και η επανεμφάνιση της πανδημίας της γρίπης ως παγκόσμιου πολιτικού προβλήματος δεν είναι άνευ σημασίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η γρίπη δεν χαίρει ιδιαίτερης προσοχής. Οι μεγάλες πανδημίες είναι πια αρκετά μακριά (1968-1969) και ο προβληματισμός μας γύρω από αυτές περιορίζεται στο εποχικό φαινόμενο και στη σχεδόν τελετουργική (αλλά σύνθετη) παρασκευή του εμβολίου. Στις περισσότερες χώρες, η γρίπη επισκιάζεται από άλλα προβλήματα (AIDS, τροπικές ενδημίες κ.λπ.). Η γρίπη του 1918 αποτελεί, έτσι, το αντικείμενο ερευνών που προορίζονται για τον στενό κύκλο μίας χούφτας ερευνητών» (ό.π., σελ. 292).
«Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990 εμφανίζονται στο προσκήνιο τα σπέρματα της επιστροφής της γρίπης του 1918: γενετική αναγέννηση με τη σταδιακή ανασύνθεση του ιού και επανάκαμψη στα μέσα ενημέρωσης, καθώς μπήκε στην ατζέντα των καταστροφικών κινδύνων. Το AIDS ευαισθητοποίησε εκ νέου τον πλούσιο κόσμο του πλανήτη για τον μολυσματικό κίνδυνο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), επιδιώκοντας να αποκτήσει την πρωτοβουλία στον τομέα της πρόληψης, αναβαθμίζει το ρόλο του, στρέφοντας την προσοχή του στην προοπτική εμφάνισης πανδημιών γρίπης. Το επεισόδιο της επίθεσης με άνθρακα, τον Οκτώβριο του 2001, το SARS το 2003 και η γρίπη των πτηνών Η5Ν1 το 2006 είναι η ευκαιρία για να ευαισθητοποιηθούν όσοι διαθέτουν κεφάλαια και να στραφούν προς την ανάγκη προετοιμασίας για το χειρότερο, δηλαδή για μία πολύ θανατηφόρα επιδημία σε παγκόσμια κλίμακα. Η εργαλειοποίηση της γρίπης από τον ΠΟΥ κορυφώνεται με την πανδημία της γρίπης του 2009, που δεν θα φέρει τον αναμενόμενο καταστροφικό απολογισμό σε ανθρώπινες ζωές. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της γρίπης του 1918-1919 μπορεί επίσης να εξηγηθεί και από την προσοχή που δίνεται πρόσφατα στις αναδυόμενες λοιμώδεις ασθένειες» (ό.π., σελ. 293).
Άραγε, πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το όψιμο ενδιαφέρον για την εμφάνιση λοιμωδών ασθενειών και, πολύ περισσότερο, πώς μπορεί να εξηγηθεί η προσομοίωση πανδημίας (“event 201”) που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2019 από τους φορείς John Hopkins, World Economy Forum και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates; Μάλιστα, σύμφωνα με το σενάριο της προσομοίωσης, η πανδημία άρχισε να επιβραδύνεται μετά από 18 μήνες και αφού προκάλεσε 65 εκατομμύρια θανάτους. Εκτιμήθηκε ότι η πανδημία θα συνεχιζόταν με κάποιο ρυθμό έως ότου υπάρξει ένα αποτελεσματικό εμβόλιο ή έως ότου εκτεθεί το 80-90% του παγκόσμιου πληθυσμού. Εν συνεχεία πιθανολογήθηκε ότι θα μετατρεπόταν σε μια ενδημική παιδική ασθένεια. Σημειωτέον ότι και η “ισπανική γρίπη” εξαφανίσθηκε μετά από περίπου 18 μήνες.
Είναι, λοιπόν, τόσο πολλές οι συμπτώσεις που παύουν πλέον να αποτελούν συμπτώσεις. Αντιθέτως, οι επιμέρους πληροφορίες που αντλούνται από την μονογραφία του Vinet σε συνδυασμό με όλα τα στοιχεία των τελευταίων ετών, τα οποία αφορούν την προετοιμασία των ισχυρών για την έλευση μιας λοιμώδους επιδημικής νόσου και έχουν δει μέχρι αυτήν την στιγμή το φως της δημοσιότητας, παράγουν την εξής εύλογη υπόνοια: ο κορωνοϊός λειτουργεί ως ένα πολυεργαλείο που, αν δεν κατασκευάσθηκε επί τούτω, προβλέφθηκε με τέτοιαν ακρίβεια, ώστε να κινητοποιήσει εγκαίρως τους παγκόσμιους εξουσιαστές της ανθρωπότητας για την δημιουργία του κατάλληλου μηχανισμού αξιοποίησής του.
Περαιτέρω, ο Vinet διατυπώνει κάποιες σκέψεις που είναι εξαιρετικά επίκαιρες λόγω της παγκόσμιας αναταραχής που έχει προκληθεί από την γιγάντια εκστρατεία μαζικού εμβολιασμού σχεδόν ολόκληρης της ανθρωπότητας κατά του κορωνοϊού, ένα γεγονός που σε τέτοια έκταση και, μάλιστα, υπό συνθήκες τόσο μεγάλης βιασύνης και φορτικότητας (παντελώς δυσανάλογης προς το ποσοστό θνητότητας από την μόλυνση με τον συγκεκριμένο ιό) δεν έχει ιστορικό προηγούμενο:
«Από το 1918 και έπειτα, έχει επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση και στη διαχείριση των επιδημιών. Παρά τις πρόσφατες ατυχείς προβλέψεις (γρίπη του 2009, ιός του Έμπολα το 2014-2015), το σύστημα παγκόσμιου επιδημιολογικού συναγερμού που συντονίζει ο ΠΟΥ καλώς υπάρχει και αποδεικνύεται σχετικά αποτελεσματικό για την εποχική γρίπη. Το θέμα του εμβολιασμού είναι λεπτό. Στατιστικά, αυτός προσφέρει μία βέβαιη κάλυψη κατά των λοιμωδών νόσων και επιτρέπει τη σχεδόν οριστική εξαφάνιση ορισμένων ενδημικών ασθενειών, όπως η ευλογιά και η πολιομυελίτιδα. Εντούτοις, εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια εμφανίζονται επιφυλάξεις, σύμφωνα με τις οποίες το εμβόλιο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, με τα ανοσοενισχυτικά που περιέχει. Η αξιοθρήνητη διαχείριση των εκστρατειών εμβολιασμού κατά της γρίπης, που αποφασίστηκαν βιαστικά το 2009 μετά την πανδημία Η1Ν1, με φόντο τη διαπλοκή μεταξύ υγειονομικών αρχών και φαρμακευτικών εταιριών, δεν βοήθησε να αλλάξει η εντύπωση αυτή» (ό.π., σελ. 294).
Η κατακλείδα του συγκεκριμένου χωρίου είναι αποκαλυπτική για το αντίστοιχο μελανό σημείο της σημερινής εμβολιαστικής εκστρατείας, η οποία πάσχει από τις ίδιες παθογένειες:
Βιασύνη και διαπλοκή μεταξύ υγειονομικών αρχών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι δεδομένες και στην εποχή του κορωνοϊού, αλλά αυτήν την φορά, σε αντίθεση με την απόπειρα του 2009, ο σπόρος του τρόμου φαίνεται ότι έπιασε άριστα.
Τέλος, ο Vinet καταλήγει σε μια διαπίστωση που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει στην καλύτερη περίπτωση προφήτη και στην χειρότερη γνώστη κάποιου απάνθρωπου σχεδιασμού:
«Η προετοιμασία για τη μέγιστη απειλή του 21ου αιώνα», λέγει ο Γάλλος συγγραφέας, «θέτει και πάλι σε πρώτο πλάνο τη δημόσια υγεία, οι νίκες της οποίας πάνω στις σοβαρές λοιμώδεις ασθένειες (τουλάχιστον στις “πλούσιες” χώρες), όπως η ευλογιά, η πολιομυελίτιδα και η φυματίωση, είχαν παραδόξως σημάνει την υποχώρησή της. […] Η επιδημία του 1918-1919 είναι πλούσια σε διδάγματα σχετικά με καταστροφές γενικά. […] Η πρόληψη των κινδύνων εδράζεται σε δύο πυλώνες: στην τεχνική και στις συμπεριφορές. Η αποτελεσματικότητα των νέων τεχνικών (το είδαμε σχετικά με τον εμβολιασμό) εξαρτάται από το περίπλοκο σύστημα αναπαραστάσεων της ασθένειας και της πρόληψής της: γιατί οι εκστρατείες εμβολιασμού δύσκολα οργανώνονται στη Γαλλία; Γιατί η χρήση της μάσκας σε δημόσιο χώρο δεν είναι αποδεκτή, ενώ είναι συνηθισμένη στην Ιαπωνία;» (ό.π., σελ. 295, 298).
Μεγάλη σημασία αποδίδει ο Vinet στην έλλειψη μνήμης των πληθυσμών της Δύσης ως προς τον κίνδυνο εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών. Αναφέρει δε το παράδειγμα των Αμερικανών που το 1954 «έσπευσαν μαζικά να συμμετάσχουν στις δοκιμές ενός εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας» εν αντιθέσει προς «τις επιφυλάξεις για τον εμβολιασμό κατά της γρίπης το 2009! Η απουσία σοβαρής επιδημίας στη Δύση από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου εξασθένισε την πίστη στον εμβολιασμό. Οι σημερινοί γονείς, που γεννήθηκαν μετά την επιδημιολογική μετάβαση, δεν διαθέτουν πια την μνήμη των επιδημιών» (ό.π., σελ. 299).
Η παρατήρηση αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού παγκοσμίως δεν πρόκειται να εμβολιασθεί: Όχι μόνο γιατί δεν διαθέτει “μνήμη επιδημιών”, αλλά γιατί η πανδημία του κορωνοϊού στερείται της φονικότητας που θα ήταν απαραίτητη, ώστε ο φόβος για την ζωή ή την υγεία από την μόλυνση με κορωνοϊό να είναι σημαντικά υπέρτερος του φόβου για την ζωή ή την υγεία από τις παρενέργειες του εμβολίου. Σε χώρες δε όπως η Ελλάδα, το γεγονός ότι η “εκστρατεία εμβολιασμού” διεξάγεται υπό καθεστώς φασιστικού παραληρήματος (καθημερινή προπαγάνδα, πλύση εγκεφάλου, διαχείριση του εμβολίου ως διαφημιστικού προϊόντος, σχεδιασμός εργασιακού-κοινωνικού αποκλεισμού των μη εμβολιασθέντων, απειλή διατήρησης των περιορισμών της ελευθερίας κίνησης κ.λπ.) είναι ένας πρόσθετος λόγος που εξηγεί γιατί ο αριθμός των “αρνητών” του συγκεκριμένου εμβολίου δεν θα είναι καθόλου αμελητέος.
ΙV. Επίλογος
Η εν λόγω βιβλιοπαρουσίαση αξίζει να ολοκληρωθεί με ένα ερώτημα που θέτει ο Vinet. Ειδικότερα, τον απασχολεί το ζήτημα αν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε θέση για ένα συμβάν υγειονομικής φύσης, όπως μια επιδημία γρίπης.
Ο συγγραφέας δίδει αρνητική απάντηση μέσω ενός παραθέματος από το βιβλίο του Becker “Oubliés de la Grande Guerre. Humanitaire et culture de guerre, 1914-1918” (Παρίσι, Hachette, 1998, σελ. 359):
«Πώς να τιμήσουμε τη μνήμη των θυμάτων και όχι των ηρώων; Πώς να τιμήσουμε τη μνήμη εκείνου που είναι “ανάξιο μνήμης” και ονομάζεται πείνα, κρύο, καταναγκαστικά έργα, βιασμός, όμηροι επίσημοι και ανεπίσημοι, άδειες κυκλοφορίας, επιτάξεις, πρόστιμα, φυματίωση κ.λπ.». Και συμπληρώνει ο Vinet: «Θα μπορούσαμε σε αυτή τη λίστα να προσθέσουμε και τη γρίπη και να επαναλάβουμε και γι’ αυτή τα λόγια του Απολινέρ, αναφερόμενου στους νεκρούς: “Σε αυτόν τον πόλεμο προχωρήσαμε πολύ την τέχνη τού να είσαι αόρατος”».
Άραγε, αν η “ισπανική γρίπη” ξέσπασε μέσα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μήπως μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο κορωνοϊός, ο οποίος συνδέθηκε με την τέχνη ενός άψυχου οργανισμού να επιτίθεται στην δημόσια υγεία ως “αόρατος εχθρός”, όπως δηλαδή και μια τρομοκρατική οργάνωση, θα αποδειχθεί ότι ξέσπασε αν όχι μέσα, αλλά πάντως κοντά στον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Προτού ο αναγνώστης αρχίσει να προβληματίζεται για τα κοινά σημεία ανάμεσα στην “ισπανική γρίπη” και τον κορωνοϊό που επισημάνθηκαν μέσα από την προκείμενη βιβλιοπαρουσίαση, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του ένα κρίσιμο δεδομένο, το οποίο δεν καταγράφεται στο βιβλίο του Vinet, αλλά σε εκείνο του Arthur Firstenberg με τίτλο “Invisible Rainbow. A History of Electricity and Life” (1η έκδ., Canada, 2020).
Στο βιβλίο αυτό περιέχεται ένα εύρημα, το οποίο πρέπει να δώσει το έναυσμα για ακόμη βαθύτερο προβληματισμό σε σχέση με τις πρωτοφανείς αλλαγές που επιχειρείται να εδραιωθούν στον τρόπο ζωής μας με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού. Ο Firstenberg επισημαίνει ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουν συμβεί έξι μεγάλες, αιφνίδιες και ποιοτικές μεταβολές του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου της γης, συνοδευόμενες όλες ανεξαιρέτως από εμφάνιση πανδημιών ή έξαρση νοσημάτων! Ειδικότερα:
Το 1889 ξεκίνησε η αρμονική ακτινοβολία με την εισαγωγή των ηλεκτρικών καλωδίων. Από τη χρονιά εκείνη κι έπειτα, το μαγνητικό πεδίο της γης έφερε το αποτύπωμα των συχνοτήτων των ηλεκτρικών καλωδίων και των αρμονιών τους. Ακριβώς τη χρονιά εκείνη, άρχισε να καταστέλλεται η φυσιολογική μαγνητική δραστηριότητα της γης. Αυτό επηρέασε όλη τη ζωή του πλανήτη. Η εποχή των ηλεκτρικών καλωδίων συνοδεύθηκε από την πανδημία γρίπης του 1889.
Το 1918 ξεκίνησε η εποχή του ραδιοφώνου/ασυρμάτου: Κατασκευάσθηκαν εκατοντάδες ισχυροί ραδιοσταθμοί χαμηλών (LF) και πολύ χαμηλών συχνοτήτων (VLF), οι οποίες επέφεραν μεγάλες μεταβολές στη μαγνητόσφαιρα. Η εποχή αυτή συνοδεύθηκε από την πανδημία της “ισπανικής γρίπης” του 1918. Ο συγγραφέας σημειώνει ότι η γρίπη αυτή πρωτοεμφανίσθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ, σε πλοία και ναυστάθμους, όπου εγκαταστάθηκαν και λειτούργησαν τα ραδιοκύματα.
Μάλιστα, ο Firstenberg αποκαλύπτει ότι τον 11ο και 12ο του 1918, καθώς και τον 2ο και 3ο του 1919, μία ιατρική ομάδα στη Βοστόνη, εργαζόμενη για την Public Health Service of USA, πραγματοποίησε διάφορα πειράματα στο Gallop Island. Σε αυτά συμμετείχαν 100 υγιείς εθελοντές, ηλικίας 18-25 ετών, στους οποίους επιειρήθηκε να μεταδοθεί η νόσος. Αρχικά τους έκαναν ενέσεις 6 c.c. με υλικό που είχαν πάρει από τους βρόγχους και τη σίελο νοσούντων, μετά τους έφεραν σε επαφή με τους νοσούντες και τους τοποθέτησαν σε απόσταση αναπνοής από αυτούς. Ουδείς όμως από τους 100 εθελοντές νόσησε.
Το 1957 ξεκίνησε η εποχή των ραντάρ: Κατασκευάσθηκαν εκατοντάδες ισχυροί σταθμοί ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, οι οποίοι μόλυναν τα υψηλά γεωγραφικά πλάτη του βόρειου ημισφαιρίου, εξαπολύοντας μικροκύματα εκατομμυρίων watt προς τον ουρανό. Τα χαμηλών συχνοτήτων συστατικά αυτών των κυμάτων κινούνταν πάνω σε καλώδια/γραμμές μαγνητικού πεδίου προς το νότιο ημισφαίριο μολύνοντάς το. Η εποχή των ραντάρ συνοδεύθηκε από την πανδημία της Ασιατικής Γρίπης του 1957.
Το 1968 ξεκίνησε η εποχή των δορυφόρων: Εκτοξεύθηκαν δεκάδες δορυφόροι, των οποίων η δυνατότητα μετάδοσης ήταν σχετικά περιορισμένη. Ωστόσο, από τη στιγμή που ήδη βρίσκονταν στη μαγνητόσφαιρα, επιδρούσαν πάνω της όπως επιδρούσε και η μικρή ποσότητα ακτινοβολίας που κατάφερνε να περάσει σε αυτήν από τις επίγειες πηγές. Η εποχή των δορυφόρων συνοδεύθηκε από την επιδημία της Γρίπης του Hong Kong του 1968.
Το 1994 ξεκίνησε η εποχή του HAARP (High-frequency Active Auroral Research Project = Ερευνητικό Πρόγραμμα για την Υψηλή Συχνότητα Κυμάτων Ενεργού Σέλαος), το οποίο απελευθέρωσε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλών συχνοτήτων. Η λειτουργία του συνδέθηκε με έξαρση του διαβήτη, του καρκίνου και καρδιακών παθήσεων.
Το 2019, έτος εμφάνισης του πρώτου κρούσματος κορωνοϊού στην Γιουχάν, ξεκίνησε η εποχή του 5G!