Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

                                     Παπαδόπουλου Παναγιώτη

Καθηγητού

  1. Ο θάνατος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού

Ενώ όλη η προχριστιανική ανθρωπότητα θεωρεί τον θάνατον (του σώματος ) “τό μέγιστον τῶν δεινῶν”, διότι ο Άδης στον οποίον οδηγούνται οι ψυχές των νεκρών είναι μια ζοφερή κατάσταση, όπου «ο καλύτερος των νεκρών είναι σε πολύ πιο οδυνηρή θέση από τον χειρότερο εν ζωή δούλο» (όπως απεκάλυψε ο νεκρός Αχιλλέας στον Οδυσσέα που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη) και δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως ούτε στην πιο ζωηρή φαντασία, έρχεται να αλλάξει άρδην τα μέχρι τότε δεδομένα, ο θάνατος και η κάθοδος του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Αυτά τα δύο συγκλονιστικά γεγονότα έρχονται να ανατρέψουν ολότελα την προ Χριστού κατάσταση και να δώσουν μία νέα προοπτική, την “προοπτική Αναστάσεως” σε όλο το ανθρώπινο γένος”.

 Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού (του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος) αποτελεί την απαρχή της απαλλαγής του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου, που πραγματοποιείται με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Ολόκληρο το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, το θεϊκό Του κήρυγμα, τα θαύματά Του αλλά κυρίως  οι νεκραναστάσεις που επετέλεσε (του υιού της χήρας της Ναΐν, της θυγατρός του Ιαείρου, και του Λαζάρου) τονίζουν την θεαθρώπινη ιδιότητά Του. Ιδιαιτέρως όμως η Ανάσταση του τετραημέρου Λαζάρου, (η οποία είναι ένα μεγάλο, πραγματικό και αδιαμφισβήτητο θαύμα, διότι ο Λάζαρος ευρίσκετο ήδη σε κατάσταση απο-σύνθεσης και είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει άσχημα), αποδεικνύει τον Χριστό εξουσιαστή της ζωής και του θανάτου και προαναγγέλλει και την δική του Ανάσταση.

Ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού ήταν απολύτως εκούσιος. Άφησε να τον συλλάβουν όταν το θέλησε, και πέθανε πάνω στον Σταυρό, πάλι μόνον όταν Εκείνος το θέλησε, αφού όμως είχε εκπληρώσει στο ακέραιο το έργο που ο “Πατήρ” Του είχε αναθέσει. Με το “τετέλεσται” που είπε επάνω στο Σταυρό και την συγχώρηση των σταυρωτών Του, επεράτωσε επιτυχώς το έργο Του στη γή.

Ο Χριστός ως ελεύθερος από το προπατορικό αμάρτημα και ως απολύτως αναμάρτητος δεν ώφειλε να πεθάνει. Παρά ταύτα πέθανε σαν κοινός άνθρωπος εκούσια και ελεύθερα, από απέραντη αγάπη και φιλανθρωπία προς τον “παραπεσόντα ἂνθρωπο”. Όπως λέγει η Αγία Γραφή ο Χριστός «ἦλθε δοῦναι την ψυχήν (δηλ. τη ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. κ΄ 28 και κστ΄ 28 , Μαρκ. ι΄ 45). Δεν πέθανε ως άγιος και αναμάρτητος για να προσφέρει «θυσίαν δεκτήν εἰς τήν ὑπό τῆς ἁμαρτίας τρωθεῖσαν Θείαν Δικαιοσύνην» όπως λέγει η υπό του Ανσέλμου διατυπωθείσα στην Δύση “θεωρία της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης”, αλλά “προσέλαβε” και “εθεράπευσε” όλην την “πεπτωκυίαν ανθρώπινη φύση και τελευταίο νίκησε και τον θάνατο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπυκνώνει αυτή τη διδασκαλία με δύο λέξεις: «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Επομένως η ανθρώπινη φύση με την φθοράν της και τον θάνατον, προσληφθείσα ολόκληρη, πλην της αμαρτίας, υπό του Θεανθρώπου Χριστού, θεραπεύτηκε. Με την Ανάσταση του Χριστού και την Ανάληψή Του στους ουρανούς, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε δηλ. συμμετέχει με το δοξασμένο Του Χριστού σώμα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος.

Ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας κοινός ανθρώπινος θάνατος. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύση Του, είναι ένας «Αναστάσιμος θάνατος». Πάνω στο Σταυρό έπαθε και πέθανε η ανθρώπινή φύση Του, «ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε» (δηλ. η Θεότητα δεν υπέστη καμμία φθορά ή μεταβολή). Την παραδοξότητα του θάνατου του Χριστού που είναι συγχρόνως και Θεός, περιγράφει πολύ εύστοχα, ο παρακάτω υμνος του Μεγ. Σαββάτου: «ἐν νεκροῖς λογίζεται,ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται» δηλ. Αυτός, που ως Θεός κατοικεί στον ουρανό, καταλογίζεται μεταξύ των νεκρών και φιλοξενείται σε μικρό τάφο .

Ο θάνατος του Χριστού είναι ένα παγκοσμίου σημασίας και αξίας γεγονός. Διότι αποτελεί τον τελικό σκοπό της θείας ενσαρκώσεως και το μέσον καταλλαγής της ανθρωπότητας με το Θεό. Ο Χριστός «ἣπλωσε τάς παλάμας καί ἣνωσε τά τῷ πριν διεστώτα» δηλ. συμφιλίωσε την ανθρωπότητα (που βρισκόταν σε διάσταση με τον Θεό) με την θεότητα. Ο θάνατος του Χριστού επάνω στο Σταυρό ήταν ανθρωπίνως ο πιο επώδυνος (ο φυσιολογικός άνθρωπος έκανε 3-4 μέρες επάνω στον σταυρό μέχρι να πεθάνει) αλλά και ο πιο ταπεινωτικός, γι’ αυτό προοριζόταν μόνο για δούλους. Ο Χριστός γεύτηκε πάνω στον Σταυρό όλη την πίκρα του θανάτου, τη λύπη της εγκαταλείψεως και το βάρος της αμαρτίας όλης της ανθρωπότητας.

Με την Ανάστασή Του ο Χριστός, νίκησε τον θάνατο «γεγονός νεκρῶν πρωτότοκος» δηλ. ο πρώτος Αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Με νέο “δοξασμένο” και άφθαρτο σώμα γίνεται πλέον ο πρώτος «ἐκ κοιλίας Ἂδου» εξελθών και αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Θα τον ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι, όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας παρουσίας και ο θεός αναστήσει όλους τους ανθρώπους στην κοινή Ανάσταση, με “νέα δοξασμένα σώματα”  που θα είναι μιά  “νέα δημιουργία” του θεού”.

Η Ανάσταση του Χριστού αλλάζει πια το χαρακτήρα του θανάτου κάθε ανθρώπου. Ο θάνατος πλέον γίνεται ένα συμβάν, ένα παροδικό γεγονός σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Από άφατη τραγωδία που ήταν προ Χριστού, γίνεται για αυτούς που πίστευσαν στον Χριστό και τήρησαν τις εντολές Του “εὐλογημένη ἀνάπαυση” με ελπίδα και προσδοκία Αναστάσεως.

Η σωτηρία που προσέφερε ο Λυτρωτής Χριστός είναι συγχρόνως:

 

α. “καταλλαγή τοῦ κάθε αμαρτωλοῦ ἀνθρώπου με τον Θεό”,

β. δυνατότητα άρσης και εξάλειψης της αμαρτίας μέσω των συσταθέντων Μυστηρίων της Μετανοίας και Εξομολογήσεως αφ’ ενός και της θείας Ευχαριστίας και

γ. νέα προοπτική ζωής μέσα στη Χάρη του Θεού, στην κατάσταση της “υιοθεσίας”,    

    όπου ο άνθρωπος από «δούλος τοῦ Θεοῦ» γίνεται “κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ”.

 

Έτσι ο θάνατος του Χριστού, γίνεται αιτία της αιωνίου ζωής για τον άνθρωπο, που ήταν νεκρός (χωρισμένος από τον Θεό) λόγω της αμαρτίας. Δικαίως η εκκλησία με χαρά και άφατη αγαλλίαση ψάλλει την Δευτέραν της Διακαινησίμου τον ύμνον: «Τῷ σῷ Σταυρῷ Χριστέ Σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται καί διαβόλου ἡ πλάνη κατήρ-γηται, γένος δέ ἀθρώπων πίστει σωζόμενον, ὓμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει»

Τέλος, ο Απ. Παύλος λέγει ότι, «ἳνα διά τοῦ θανάτου καταργήσει τόν τό κράτος ἒχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν Διάβολο, καί ἀπαλλάξει τούτους ὃσοι φόβῳ θανάτου, διά παντός τοῦ ζῆν ἒνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. β′ 14-16), δηλ.. ο Χριστός ήλθε για να καταστήσει διά του θανάτου του ανίσχυρον εκείνον, που είχε την δύναμη και το κράτος του θανάτου , δηλαδή τον διάβολο. Καί έτσι να απαλλάξη αυτούς, που ένεκα του φόβου που είχαν πρός τον θάνατο σ’ ολόκληρη την ζωήν τους κατεκρατούντο από την δουλεία της αγωνίας και της ανησυχίας, μήπως πεθάνουν και στερηθούν μεν την παρούσαν ζωήν, υποστούν δε και τα δεινά της μετά θάνατον καταδίκης.

 

  1. Η  “είς Ἃδου κάθοδος”  του Χριστού

Στην τραγωδία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου « Ο Προμηθέας Δεσμώτης», υπάρχει μια αναπάντεχη αλλά πραγματική προφητεία για τον Χριστό.

Ο Προμηθέας, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας, αμάρτησε βαρύτατα προς τους θεούς, διότι έκλεψε το “πύρ” από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους. Για το αμάρτημα αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία και τους θεούς. Δέθηκε με βαριές αλυσίδες (τις οποίες έφτιαξε ο Ήφαιστος), στην κορυφή του όρους Καύκασος και ένας πελώριος γύπας διατάχθηκε να έρχεται κάθε μέρα να του τρώει το «ἧπαρ» (σηκώτι). Καθ’ όλη την ημέρα που μεσολαβούσε, το «ἧπαρ» του Προμηθέα ανεπλάσσετο και πάλι στην κανονική του κατάσταση, μέχρι την επομένη μέρα, που πάλι θα το έτρωγε ο γύπας. Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιζόταν αιώνια.

         Από την τραγική αυτή θέση προλέγει ο ποιητής δια του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή, ότι ο Προμηθέας θα λυτρωθεί από τον «υἱό τῆς παρθένου Ἰοῦς». Αυτός θα είναι υιός Θεού και υιός παρθένου και θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών σε 13 γεννεές (κάθε γεννεά κατά τον Πλάτωνα διαρκεί 35 χρόνια) δηλ. σε 13 Χ 35= 455 χρόνια σύν 33 χρόνια τα χρόνια της ζωής του Χριστού, συνολικά 488 χρόνια, και θα κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη (Προμ. Δεσμ. στιχ. 1026-1029). Τα λόγια του Αισχύλου στο πρωτότυπο έχουν ως εξής:  «Τοιούτου μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα πρίν ἂν θεός τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ, θελήσει τε εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἂδην, Κνεφέα τ’ ἀμφί ταρτάρου βάθη» δηλαδή Προμηθέα (άνθρωπε) κατανοώ τα πάθη σου αλλά μην περιμένεις εύκολη λύση από τα δεινά σου, πριν ένας από τους θεούς σε σπλαχνιστεί και γίνει διάδοχος των πόνων σου και αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο και κατέβει κάτω στα αιωνίως σκοτεινά τάρταρα του Άδη.

 

      Η εκπληκτική αυτή προφητεία πραγματοποιήθηκε με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού και την κάθοδό Του στον Άδη.

 

     Μετά το “τετέλεσται”, που ανεφώνησε ο Χριστός επί του Σταυρού και που είχε την σημασία ότι, το έργο Του επί της γης τελείωσε επιτυχώς, επήλθε ο σωματικός θάνατος της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Η ψυχή Του όμως ενωμένη υποστατικά με τη θεϊκή του φύση κατήλθε στον Άδη, για να κηρύξει στους προ Αυτού απελθόντας το θεϊκό του κήρυγμα. Εκεί όσοι ήσαν καλοπροαίρετοι στην ζωή τους τον δέχτηκαν και με την Ανάστασή Του τους πήρε μαζί του στον Παράδεισο, με πρώτο τον επί του Σταυρού μετανοήσαντα ληστή. Έτσι ο Διάβολος που νόμισε ότι σταυρώνοντας (δηλ. θανατώνοντας) τον Χριστό θα τερμάτιζε το έργο Του πάνω στη γη – δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει την Ανάστασή Του διότι δεν γνωρίζει το μέλλον – έχασε και τις ψυχές που είχε αλυσοδέσει στον Άδη. Έτσι όπως πολύ εύγλωττα λέγει ο ψαλμωδός «ἐσκύλευται ὁ Ἂδης» δηλ. λαφυραγωγήθηκε ο Άδης χάνοντας τις ψυχές που κατείχε. Και «ὁ Ἂδης στένων βοά» (δηλ. βοά στενάζων), διότι κατελύθει η εξουσία του επάνω στους ανθρώπους και «κατεπόθη το κράτος του». Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη διέρρηξε «θανάτου δεσμούς ἀλύτους» και «πύλας χαλκάς συνέτριψε και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε» διότι απελευθέρωσε τους δεσμίους του ¨Αδη, όσους κατείχε ο ¨Αδης από τον Αδάμ μέχρι τον Χριστό .

       Η προφητεία αυτή του Αισχύλου μπορεί να παραλληλισθεί με τους στίχους του Προφήτη Ησαΐα «Οὑτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται.». Ο Χριστός λοιπόν είναι ο νέος Θεός που θα γίνει “διάδοχος των πόνων” του τιμωρημένου ανθρώπου-Προμηθέα (Ο οποίος εδώ εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γἐνος).

 

Ο θάνατος του Κυρίου, αν και πραγματικός, δεν επέφερε φθορά στο σώμα Του, το οποίο δεν έμεινε στην κατάσταση της νεκρώσεως, επειδή ήταν ενωμένο με την Θεότητα. Κατά τον Μεγ. Αθανάσιο το σώμα Του «οὐκ εἶδεν διαφθοράν, ὁλόκληρον γάρ ἀνέστη». Έτσι ο θάνατος του Χριστού ήταν μάλλον ύπνος. Γι’ αυτό, ο ψαλμωδός σε γνωστό ύμνο του Μεγ. Σαββάτου λέγει: «Σαρκί ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης,Ἀδάμ (δηλ. τον άνθρωπο, όλη την ανθρωπότητα) ἐγείρας ἐκ φθορᾶς. Καί καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ κόσμου σωτήριον».

 

Η θεόσωμος ταφή του Χριστού εξέπληξε και αυτά ακόμα τα αγγελικά τάγματα. Ο μεγάλος θεολόγος και υμνογράφος της Εκκλησίας του 8ου αιώνα Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός την περιγράφει ως εξής στο κάθισμα του Μεγ. Σαββάτου «ἐξέστησαν οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων ὁρῶντες, τόν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός καθεζόμενον, πῶς τάφῳ κατατίθεται ὡς νεκρός ὁ ἀθάνατος»,.

 

Το συμπέρασμα που εξάγουμε για τον θάνατο και την κάθοδον του Χριστού στον Άδη είναι : Ο Χριστός ως αναμάρτητος δεν ήταν υποχρεωμένος να πεθάνει και μάλιστα επάνω στο Σταυρό. Μπορούσε να τελειώσει το επίγειο έργο Του δίνοντας τις τελευταίες εντολές και υποδείξεις στους μαθητές Του και να αναληφθεί στους ουρανούς. Επειδή ο Θεός είναι τελείως ανενδεής και απόλυτα ταπεινός κατ’ ουδένα τρόπο, ο Χριστός δεν είχε υποχρέωση να «ικανοποιήσει την Θείαν Δικαιοσύνη» όπως λέγει η Δυτική Εκκλησία. Άλλωστε μια τέτοια σχέση «δοῦναι καί λαβεῖν» δημιουργεί ένα απαράδεκτο παζάρι μεταξύ Θεού και ανθρώπου: ότι επειδή οι άνθρωποι όλων των εποχών αμάρτησαν έπρεπε κάποιος “αναμάρτητος” να “πληρώσει τα σπασμένα” (δηλ. τα χρέη) όλης της ανθρωπότητος στο Θεό, για να σβηστούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αντί όλων αυτών μπορούμε να πούμε, ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό για τους παρακάτω λόγους :

 

α. Για να δώσει στους ανθρώπους υπόδειγμα άκρας ταπεινώσεως.

β. Για να θεραπεύσει όλην την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε (χωρίς την αμαρτία) δηλ. να θεραπεύσει και τον θάνατο (βλ. Ματθ. κ’ 28 και Μαρκ. ι 45).

γ. Για να σώσει και τους προ Αυτού νεκρούς με το κήρυγμα του Ευαγγελίου Του στον Άδη και να τους ανεβάσει μαζί του στον Παράδεισο, με την Ανάσταση.

 

Η συνήθως χρησιμοποιούμενη έκφραση του Παύλου ότι ο Χριστός «ἒδωκεν τήν ψυχήν (δηλ. την ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» δεν έχει την έννοια του ανταλλάγματος προς τον Θεό, αλλά είναι μια ανθρωπομορφική έκφραση πολύ κατανοητή από τους ανθρώπους της εποχής του Παύλου, ότι ο Χριστός έδωσε τη ζωήν του λύτρον για πολλούς (όλους όσοι θα θελήσουν), για να τους ελευθερώσει από την αμαρτία (όπως έδιναν λύτρα την εποχή εκείνη για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους).

Tην αλήθεια αυτή, ότι δια του θανάτου Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατον, εκφράζεται πολύ εύστοχα και ποιητικά από την υμνολογία του Μεγ. Σαββάτου στο τροπάριο: «Διά θανάτου το θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα (με τρόπο που αρμοζει στον Θεό) ἀπαθανατίζων τό πρόσλημα (κάνοντας αθάνατο αυτό που προσέλαβες, δηλ. την ανθρώπινη φύση)». Με την πυκνή αυτή διατύπωση περιγράφεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η προσληφθείσα υπό του Χριστού ανθρώπινη φύση με την Ανάστασή  Του απαθανατίστηκε. (δηλ. έγινε άφθαρτη και αθάνατη). Γνωρίζουμε δε  στη  συνέχεια ότι με την Ανάληψή και την Ύψωσή Του ο Θεάνθρωπος Χριστός, «ἐθέωσε» την ανθρώπινη φύση, η οποία έκτοτε μετέχει  με το «δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στή ζωή της Αγίας Τριάδος.

 

  1. Η Ανάσταση του Χριστού, μια νέα προοπτική για την ανθρωπότητα

 

Οι άσπλαχνοι και αγνώμονες Εβραίοι, μετά το φρικτό τους έγκλημα να καρφώσουν επάνω στον Σταυρό τον πολλαπλώς ευεργετήσαντα αυτούς Θείο διδάσκαλο, τον Ιησού Χριστό, ασφαλίζουν τον τάφο με κουστωδία 24 οπλισμένων ανδρών (Ματθ. κζ 66) και πανηγυρίζουν την νίκη τους. Παρά ταύτα, ένας ακόμα φόβος υποβόσκει μέσα τους, μήπως επαληθευθούν τα λόγια που είπε «ἐκεῖνος ὁ πλάνος ἒτι ζῶν, ὃτι μετά τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι» (Ματθ. κζ’ 62). Γι’ αυτό η οπλισμένη κουστωδία φυλλάττει τον τάφο νυχθημερόν, μήπως έλθουν την νύχτα οι μαθητές και κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι αναστήθηκε.

Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο μία  τέτοια  κλοπή  είναι αδύνατη, αφότου τποθετήθηκε η φρουρά. Μόνον την πρώτη νύχτα, από Παρασκευή προς Σάββατο, που δεν υπήρχε φρουρά, θα μπορούσε να κλαπεί το σώμα.. Αλλά τότε οι μαθητές από φόβο μήπως χάσουν και την δική τους ζωή (πρβλ. «διά τον φόβον των Ιουδαίων»), ήσαν κλεισμένοι στο υπερώον της Ιερουσαλήμ, στην οικία της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου, όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος. Το σώμα του νεκρού Ιησού ήταν γυμνό και “ἐσμυρνισμένο” δηλ. αλειμμένο με σμύρνα, μιά πυκτή αρωματική ουσία που κολλάει πάνω στα οθόνια (σεντόνια), με τα οποία ήταν τυλιγμένο το σώμα του. Τα οθόνια, ως εκ τούτου για να αφαιρεθούν θα απαιτούσαν πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια. Επί πλέον ο λίθος που εκάλυπτε την θύρα του μνημείου ήταν πολύ μεγάλος και βαρύς. Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια των μαθητών, να πάρουν το σώμα του Ιησού, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Άλλωστε ποιός θα διεννοείτο να κλέψει νεκρό και γυμνό σώμα, διακινδυνεύοντας και τη ζωή του;

Την επομένη της ταφής νύχτα, τη νύχτα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» και πριν ανατείλει ο ήλιος γίνονται, σύμφωνα με τη διήγηση των ευαγγελιστών, συγκλονιστικά γεγονότα. Μεγάλος σεισμός συγκλονίζει την περιοχή. Μέσα σε μια εκτυφλωτική αστραπή «ἂγγελος Κυρίου καταβάς ἐξ ουρανοῦ προσελθών ἀπεκύλησε τόν λίθο ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ (δηλ. του μνημείου) Ἦν δέ ἡ ἰδέα (δηλ. η όψη του) αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἒνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών. Ἀπό δέ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες (στρατιώτες) καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Ματθ. κη’ 2-4).

Η Μαρία η Μαγδαληνή, η άλλη Μαρία (η μητέρα του Κυρίου) και οι άλλες μυροφόρες γυναίκες όταν έφθασαν στον τάφο «λίαν πρωΐ ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Ματθ. ιστ 2) «θεωροῦσιν ὃτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον (άγγελον) καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν καί ἐξεθάμβήθησαν (θαμπώθηκαν γέμισαν φόβο και κατάπληξη). Ὁ δέ λέγει αὐταῖς, μή ἐκθαμβεῖσθε. Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη οὒκ ἒστιν ὧδε. Ἲδε ὁ τόπος ὃπου ἒθηκαν αὐτόν. Ἀλλ’ ὑπάγετε εἲπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτού καί τῷ Πέτρῳ, ὃτι προάγει ὑμᾶς (πηγαίνει προτήτερα από σας) εἰς τήν Γαλιλαίαν ἐκεί αὐτόν ὂψεσθε (θα τον δείτε) καθώς εἶπεν ὑμῖν. Καί ἐξελθοῦσαι  ἒφυγον ἀπό τοῦ μνημείου εἶχε (κατείχε) δέ αὐτάς τρόμος καί ἒκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγγελος διακρίνει τον Πέτρο από τους υπόλοιπους μαθητές. Κι αυτό γιατί ο Πέτρος με την τριπλή μεθ’ όρκου άρνηση του Χριστού είχε εκπέσει του Αποστολικού αξιώματος. Και θα χρειαστεί η τριπλή ερώτηση του Κυρίου «Πέτρο φιλείς με;», η τριπλή καταφατική απάντηση του Πέτρου «ναι Κύριε συ οίδας ότι φιλώσε» και η τριπλή εντολή «ποίμαινε τα πρόβατά μου» για να αποκατασταθεί στο Αποστολικό του αξίωμα.

Στη συνέχεια το πρωί της «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται στην Μαρία την Μαγδαληνή, η οποία τον νομίζει για κηπουρό στην αρχή και τον αναγνωρίζει αμέσως μετά όταν την προσφωνεί «Μαρία». Επιστρέφοντας αναγγέλλει στους μαθητές «ἑώρακα τον Κύριον» αναγκάζοντας τον Πέτρο και τον Ιωάννη να πάνε στον τάφο τρέχοντας για να διαπιστώσουν το «κενό μνημείο». Το ίδιο βράδυ και «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» εμφανίζεται στους 10 μαθητές (διότι έλλειπε ο Θωμάς), τους χαιρετά με το «εἰρήνη «ὑμῖν», τους δείχνει τους τύπους των ήλων στα χέρια Του και την λογχισθείσα πλευράν Του, λαμβάνει τροφή ενώπιόν τους (λίγο ψητό ψάρι και κομμάτι από κηρύθρα με μέλι) για να διαπιστώσουν ότι δεν είναι φάντασμα αλλά έχει σώμα απτό και ψηλαφητό. Μια εβδομάδα αργότερα και ενώ οι μαθητές αναγγέλλουν στον Θωμά «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» εμφανίζεται ξανά και ψηλαφείται από τον Θωμά.

Ακολουθούν πολλές άλλες εμφανίσεις του αναστημένου  Ιησού «εν ετέρα μορφή» κατά τις οποίες συνομίλησε, συμπερπάτησε και συνέφαγε μαζί με τους μαθητές «ὀπτανόμενος αὐτοῖς δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα» (Πραξ. α′ 3). Τέλος εμφανίζεται στη Βηθανία όπου έδωσε τις τελευταίες Του εντολές στους μαθητές Του και τους συνέστησε να μείνουν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί στα Ιεροσόλυμα μέχρι να λάβουν «δύναμιν ἐξ’ ὓψους» δηλ. το Άγιο Πνεύμα. Στη συνέχεια ανελήφθη στους ουρανούς μέσα σε μια φωτεινή νεφέλη, δύο δε άγγελοι με απαστράπτοντα κατάλευκα ενδύματα προανήγγελλαν στους έκθαμβους και εκστατικούς θεατάς της αναλήψεως ότι ο Ιησούς «ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὓτως ἐλεύσεται (θα έλθει) ὃν τρόπον ἐθεάσασθαι αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν ουρανόν» (Πραξ. α 11), προανήγγειλαν δηλ. την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού στη γη, όπου θα έλθει πλέον «ὡς Κριτής της Οικουμένης».

 

ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Είναι άξιο προσοχής ότι ο Χριστός ενώ εμφανίστηκε αναστάς σε περισσότερους από 500 ανθρώπους και πολλές φορές, δεν εμφανίστηκε σε κανένα από τους διώκτες του πλήν του Απ. Παύλου στη Δαμασκό. Δεν θέλησε έτσι να εκβιάσει την πίστη αυτών που δεν ήθελαν να τον πιστέψουν και να τον δεχθούν ως Μεσσία και Σωτήρα.

Ο εκατόνταρχος Λογγίνος, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος που εκτέλεσε την σταύρωση του Χριστού. Είδε όλα τα υπερφυσικά γεγονότα που ακολούθησαν την σταύρωση και επίστευσε στον Χριστό. ¨Οπως λένε τα Ευαγγέλια «ὁ δε ἑκατόνταρχος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τόν Ἰησοῦ, ἰδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες : Ἀληθῶς Θεοῦ Ὑιός ἧν οὗτος» (Ματθ. κζ 54, Λουκ. κγ 47)..

Εκτός από δύο, οι στρατιώτες της κουστωδίας δωροδοκήθηκαν από τους Αρχιερείς να πουν ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ εκοιμώντο, οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Από τους 24 στρατιώτες, μόνο αυτοί οι δύο πίστεψαν στον Χριστό και αρνήθηκαν να πάρουν τα χρήματα από τους Αρχιερείς. Αυτοί λίγο αργότερα έφυγαν μαζί με τον εκατόνταρχο Λογγίνο στην Καππαδοκία, όπου εκήρυξαν τον Χριστό Υιό του Θεού «ἐσταυρωμένο καί ἀναστάντα». Αυτό το γεγονός πληροφορηθείς ο Πιλάτος, έστειλε γράμμα στον αυτοκράτορα Τιβέριο ζητώντας του να τους τιμωρήσει. Πράγματι, ο Τιβέριος διέταξε την εκτέλεσή του Λογγίνου και των δύο στρατιωτών και προς απόδειξη, έστειλε το κεφάλι του Λογγίνου στον Πόντιο Πιλάτο.

Με την πίστη στην Ανάσταση του Χριστού, οι Χριστιανοί πέτυχαν υπερφυσικά και αδιανόητα για την κοινή λογική πράγματα. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου Τον καθιστά το μοναδικό πρόσωπο στην ιστορία, το οποίο κυρίευσε το τελευταίο προπύργιο της φθοράς και του Άδη. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος (στην ομιλία του προς το συγκεντρωμένο πλήθος μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος) θεωρεί την Ανάσταση ως την αδιαφιλονίκητη απόδειξη ότι ο Ιησούς είναι όντως ο Κύριος και Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας και Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους.

Γι’ αυτό η Ανάστασή Του αποτελεί διαχρονικά την ελπίδα όλων των Αγίων και των μαρτύρων, την προσδοκία των δικαίων, την ανάπαυση των κεκοιμημένων και την υπομονή των ζώντων και αγωνιζομένων. Όλοι πορευόμεθα πλέον προς την Κοινή Ανάσταση, η Εκκλησία (στρατευομένη και θριαμβεύουσα), η υλική κτήση και ο κόσμος όλος.

Ο Χριστός με την Ανάστασή Του αναίρεσε το φόβητρο του θανάτου, έτσι ώστε ο θάνατος Χριστιανικά να νοείται ως ύπνος, που αναμένει την «Κοινήν Ανάστασην». Δεν θεωρείται πλέον αφανισμός αλλά μετάσταση και αποδημία.

Στην Γ’ Στάση της γονυκλισίας της Πεντηκοστής ο υμνογράφος λέει: Οὐκ ἒστιν οὖν Κύριε τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός Σέ τόν Θεόν ενδημούντων, ἀλλά μετάβασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα και ανάπαυσις και χαρά»

Ετσι, ο θάνατος γίνεται η μεγάλη και υποχρεωτική μύηση του κάθε ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο, στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού.

Ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του, δηλ. την πρόσληψη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως -πλήν της αμαρτίας-, συμμετέχει πλέον στην κοινή φύση του ανθρωπίνου γένους. Επί πλέον όμως στον «Χριστό κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β 9) δηλ. έχουν ενωθεί άρρηκτα η ανθρωπότητα με τη θεότητά Του. Σ’ αυτή την ενότητα ο θάνατος χάνει την δύναμη να χωρίζει από τη ζωή, που είναι ο Χριστός, διότι «ἐν τῶ Χριστῶ καί διά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντες ἑνωμένοι μέσα στην Θεία Ευχαριστία». Για τόν λόγο αυτό, μέσα στη Θεία Ευχαριστία μνημονεύονται συγχρόνως οι νεκροί μετά των ζώντων. Δεν γίνεται διάκριση νεκρών και ζώντων.