Ἰωαννίδη Θεοφίλου
Φιλολόγου-Θεολόγου
Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν εἶναι ἰδεολογία ἀλλά τρόπος ζωῆς.
– Ἀσκητικός ὃσον ἀφορᾶ τά καθήκοντα ὡς πρός τόν ἑαυτό μας
– Ἀγαπητικός ὃσον ἀφορᾶ τή συμπεριφορά μας ὡς πρός τόν ἂλλο
– Εὐχαριστιακός ὃσον ἀφορᾶ τήν στάση μας ἀπέναντι στό Θεό.
Τό ἦθος ἑπομένως κάθε Χριστιανοῦ ἀπέναντι στό Θεό πρέπει νά εἶναι εὐχαριστιακό. Ἂλλωστε, τό ζήτησε καί ὁ ἲδιος ὁ Κύριος, ὃταν ἀπό τούς δέκα θεραπευθέντες λεπρούς, μόνο ἓνας ἐπέστρεψε νά Τόν εὐχαριστήσει, λέγοντας: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ ιζ΄17,18).
Στή Θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά ὃλα τά δῶρα Του «ὑπέρ ὧν ἲσμεν καί ὧν οὐκ ἲσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων». Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὃσα γνωρίζουμε καί ὃσα δέν γνωρίζουμε. Γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του φανερές καί ἀφανεῖς. Σέ ὃλα αὐτά τά δῶρα, ἀντιπροσφέρουμε τά δικά μας «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, πού τό Ἃγιο Πνεῦμα θά μεταβάλλει σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ» πρός μετάληψη καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Ἒτσι ἡ εὐχαριστία πού ἀναπέμπουμε στόν Χριστό σέ κάθε Θεία Λειτουργία, γίνεται μέσον συνδέσεως τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό, μέσον ψυχικῆς τροφοδοσίας αὐτῶν, γιά νά συνεχίσουν νικηφόρα τόν ἀγώνα ἰάσεως τῶν παθῶν τους καί λήψεως φωτισμοῦ καί χάριτος.
1. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή στόν Παράδεισο
Ὁ Πανάγαθος Θεός ἒπλασε τόν ἂνθρωπο ἀπό ἀγάπη, χωρίς καμιά ἂλλη ἀνάγκη ἢ καταναγκασμό, ἐλεύθερα, γιά νά συμμετέχει καί αὐτός στή ζωή καί στήν μακαριότητα του Θεοῦ.
Τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια χαρίσματα πού ἀποτελοῦν τό «κατ’ εἰκόνα»: Αὐτά εἶναι: Λογικό, αὐτεξούσιο, συνείδηση, δημιουργικότητα, προσωπική αὐτοσυνειδησία, ἀγαπητική δύναμη καί ἒμφυτη τάση πρός τό Θεό (γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό), τό «ἂνω θρώσκειν» πού ἒλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες. Ἐργαζόμενος καί ἀξιοποιώντας αὐτά τά χαρίσματα, ἒπρεπε ὁ ἂνθρωπος κάνοντας καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του νά ἐπιτύχει τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Σύμφωνα μέ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ὁ ἂνθρωπος ζοῦσε εὐτυχισμένος στόν Παράδεισο, σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Δεχόταν καθημερινά τήν ἐπίσκεψή Του, συνομιλοῦσε μαζί Του καί χαιρόταν τήν Παρουσία Του. Μέσα στόν Παράδεισο ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Βασιλεύς, διότι ἐξουσίαζε ὃλα τά ζῶα, τά φυτά καί τό περιβάλλον χρησιμοποιώντας τα πρός ὂφελός του. Ἱερεύς, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό ὡς θυσία μέρος τῶν ἀγαθῶν πού εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό, ἐκφράζοντας συγχρόνως τήν Εὐχαριστία του γι αὐτά.
Ζοῦσε ἑπομένως δημιουργικά, διότι ὢφειλε «Ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν» τόν Παράδεισο, ἀλλά καί εὐχαριστιακά, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό μέρος ἀπό τά δῶρα πού ἀπολάμβανε εὐχαριστώντας Τον. Ἐπιτελοῦσε τρόπον τινά μιά Θεία Λειτουργία, τήν Λειτουργία του Παραδείσου, συλλειτουργώντας μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ προηγουμένως, ἦσαν λογικά πλάσματα μέ ἀποστολή νά λατρεύουν καί νά διακονοῦν διαρκῶς τό Θεό.
2. Προπατορικό ἁμάρτημα- ἒκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή
Δυστυχῶς, ὃπως γνωρίζουμε, τό πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος δέν παρέμεινε γιά πολύ στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Παρασυρμένο ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ψευδῶς τοῦ ὑποσχέθηκε τό «ἔσεσθε ὡς θεοί» ἂν παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἁμάρτησε καί παρέμεινε ἀμετανόητο, παρά τήν προσπάθεια πού ἒκανε ὁ Θεός νά τό φέρει σέ συναίσθηση, νά μετανοήσει, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί νά ζητήσει συγχώρεση. Προτίμησε νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά βάλει τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου ἀντί γιά τόν Θεό. Νά ζεῖ ἀνθρωποκεντρικά καί ὂχι θεοκεντρικά. Ἀντί νά ζεῖ ευχαριστιακά, νά ζεῖ αὐτόνομα καί ἐγωιστικά. Νά χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τόν ἑαυτό του καί τούς ἂλλους ανθρώπους μέ ἐγωϊστικό τρόπο, χωρίς νά τά ἀναφέρει στό Θεό, χωρίς νά εὐχαριστεί τόν Θεό.
Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του διέκοψε τή σχέση του μέ τόν Θεό καί ἒχασε τή χάρη Του. Αἰσθάνθηκε φόβο γιά τόν Θεό καί ντροπή γιά τή γύμνια του. Παρόλη τήν ἁμαρτία του, ὁ Θεός τόν ἐπισκέφθηκε, συνομίλησε μαζί του, προσπάθησε νά τόν φέρει σέ συναίσθηση, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του. Ἀντί γι αὐτό ὁ Ἀδάμ κατηγόρησε ἐμμέσως τόν Θεό γιά τήν ἁμαρτία του λέγοντας: «ἡ γυναίκα πού μοῦ ἒδωσες μέ παρέσυρε». Αὐτή του ἡ ἀμετανοησία εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐκδίωξή του ἀπό τόν Παράδεισο. Τά πάντα ἂλλαξαν πρός τό χειρότερο. Τό λογικό του σκοτίστηκε, ἡ φύση ἒγινε ἐχθρική γι’ αὐτόν. Ἡ γῆ βλάστησε «ἀκάνθας καί τριβόλους», τά ζῶα ἀπειλοῦν νά τόν κατασπαράξουν. Οἱ σχέσεις του μέ τήν Εὒα καί τούς ἂλλους συνανθρώπους του ἒγιναν ἐχθρικές καί ἀνταγωνιστικές. Μπῆκε στή ζωή του τό κακό, τό γῆρας καί ὁ θάνατος. Ὃσο εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν προστατευμένος ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις. Χάνοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται «παιχνίδι» στά χέρια τοῦ διαβόλου.
Ἒχοντας παύσει νά αἰσθάνεται τόν Θεό Πατέρα, παύει νά αἰσθάνεται τούς συνανθρώπους του ὡς ἀδελφούς. Δέν βλέπει πιά τή σύζυγό του καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, τούς βλέπει ἀπό αδιάφορα ἓως ἀνταγωνιστικά. Ἀνάμεσα στόν ἑαυτό του καί στούς ἂλλους μπαίνει ὁ φόβος, ἡ καχυποψία, ὁ ἀνταγωνισμός. Ὁ ἂλλος ἂνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, σκεῦος ἡδονῆς, ἐχθρός καί ἀντίπαλος. Στή ζωή του μπαίνουν τά πάθη, ὁ ἐγωισμός, τό συμφέρον. Ἒτσι, τελικά ἡ ζωή χάνει τή δυνατότητα νά εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί γίνεται κόλαση. Ὁ σύγχρονος ὑπαρξιστής, φιλόσοφος Jean-Paul Sartre ἒλεγε: «ὁ ἂλλος ἂνθρωπος εἶναι ἡ ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας μας, εἶναι ἡ κόλασή μας». Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἂκρατη φιλαυτία. Ὃταν ἀδυνατεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί ὡς ἀδελφό, τόν βλέπει σάν ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας του, σάν διεκδικητή τῆς τροφῆς του καί ἡ σχέση μαζί του γίνεται ἐχθρική. Τότε ἡ ζωή καταντᾶ κόλαση.
Ὁ αὐτονομημένος ἀπό τό Θεό ἂνθρωπος χάνει ἐπίσης τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά ὑλικά πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά χρησιμοποιεῖ σωστά. Ὁ κόσμος παύει νά θεωρεῖται ἱερός, ὡς δημιούργημα καί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἂνθρωπο, ἀπο-ιεροποιεῖται καί ὁ ἂνθρωπος παύει νά τόν χρησιμοποιεῖ σωστά, τόν καταχρᾶται. Ἡ φύση πάλι ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στόν ἂνθρωπο, πού ἒπαυσε νά ὑπακούει στό Θεό, καί ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Μέ αὐτό τόν τρόπο διαταράσσεται ἡ ἁρμονία καί ἡ ἰσορροπία πού ὑπῆρχε μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσης, πρίν ἁμαρτήσει ὁ ἂνθρωπος.
Ἀλλά καί ὁ ἂνθρωπος χάνει τήν ἐσωτερική του εἰρήνη καί ἰσορροπία. Ὁ ἂνθρωπος, στήν «πεπτωκυῖα του κατάσταση», δέν χωρίζεται μόνο ἀπό τόν Θεό, τή φύση καί τόν συνάνθρωπό του ἀλλά διχάζεται καί ἐσωτερικά. Παθαίνει ἓνα εἶδος σχιζοφρένειας, ὃταν πράττει αὐτό πού δέν θέλει ἢ αὐτό πού μισεῖ. Ὃπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βλέπει μέσα του δύο νόμους νά συγκρούονται. Τόν νόμο τοῦ Πνεύματος καί τόν νόμο τῆς σάρκας. Αὐτός ὁ εσωτερικός διχασμός καί πόλεμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὃταν παύσεις νά ζεῖς μέ τόν Θεό, νά τά συνδέεις ὃλα μέ τόν Θεό, ἀλλά θεωρεῖς κέντρο τοῦ κόσμου τό «ἐγώ» σου στή θέση τοῦ Θεοῦ, ὃλη ἡ ζωή ἀποδιοργανώνεται.
Ἒχοντας διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Θεό ὁ ἂνθρωπος παύει νά λειτουργεῖ ὡς βασιλεύς τῆς φύσεως, λειτουργός καί ἱερεύς τοῦ Θεοῦ. Βγαίνει ἀπό τήν κοινωνία ἀγάπης πού ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τούς ἀγγέλους καί ἀπομονώνεται στόν ἑαυτό του. Ζώντας τώρα μέσα στόν ἐγωισμό του καί στή μοναξιά του, χωρισμένος ἀπό τό Θεό-Πατέρα, τούς ἀγγέλους καί τούς συνανθρώπους του, παραδίδεται στό διάβολο καί στά ὂργανά του, στήν ἁμαρτία, στά πάθη καί στό θάνατο. Ἀρρωσταίνει βαρειά, σχεδόν νεκρώνεται. Ἀλλά μαζί του συμπαρασύρει στή φθορά καί τή φύση, τόν κτιστό κόσμο. Καί ἡ φύση «συστενάζει καί συνοδύνει» (Ρωμ. ἡ΄22) λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τή ζοφερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
3. Ὁ Χριστός ἐπαναφέρει τόν ἂνθρωπο στήν εὐχαριστιακή ζωή
Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του ἐγκατέλειψε τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Θεός ὡς στοργικός Πατέρας πού εἶναι δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα Του. Ἡ Πατρική Του ἀγάπη, ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀνθρώπινη πατρική ἢ μητρική ἀγάπη, δέν ἂντεχε νά βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυραννεῖται ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις καί προνόησε γι αὐτό. Ὃταν «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» δηλαδή στήν οὐσία ὃταν βρέθηκε ἀνθρώπινο πλάσμα τόσο καθαρό, τόσο ἃγιο, ὃσο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπέστειλε στόν κόσμο τόν μονογενή του Υἱό, τόν Χριστό, γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τή «δαιμονική αἰχμαλωσία» στήν ὁποία εἶχε ὑποπέσει.
Ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν ἁμαρτία της καί τήν ἀποστασία της ἀπό τό Θεό, εἶχε περιπέσει σέ λήθη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ ἲδιος ἡ Αλήθεια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή στή γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν ἐγωκεντρική ζωή καί νά τόν ἐπανασυντάξει στήν εὐχαριστιακή καί θεοκεντρική ζωή. Νά τόν βγάλει ἀπό τή διάσπαση, τόν ἀτομικισμό, νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἓνωση μέ τό Θεό, στήν ἀγάπη καί στήν ἀδελφότητα μέ τούς συνανθρώπους του. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα τῆς κτίσης, ἱερέα τοῦ Θεοῦ καί λειτουργό μέσα στόν κόσμο. Νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν διάβολο, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Νά τόν ζωοποιήσει, νά τόν ἀναστήσει, νά τόν κάνει κοινωνό θείας ζωῆς. Τέλος, νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας.
Τό ἒργο αὐτό τό Χριστοῦ, χαρακτηρίζει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς «Οἰκονομία» = Τακτοποίηση (ἀπό τίς λέξεις «οἶκον νέμω», δηλαδή τακτοποιῶ τό σπίτι). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του κατέστρεψε καί ἀποδιοργάνωσε τό σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό παρέδωσε στόν διάβολο. Καί ἐνῶ πρίν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κρατοῦσε τόν διάβολο ἐκτός, μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἂνθρωπος τόν ἒβαλε μέσα καί τόν ἒκανε ἀφεντικό. Ἒρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, μπαίνει σέ αὐτό τό χαλασμένο πιά σπίτι τοῦ Θεοῦ, νά τό ξαναφτιάξει, νά τό ἀνακαινίσει, νά βγάλει τόν διάβολο ἀπό τή μέση, νά ξανακάνει τόν ἂνθρωπο κύριο στό σπίτι (δηλαδή στό σῶμα) πού τοῦ ἒδωσε ὁ Θεός. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα (κύριο) καί ἱερέα. Νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τά πάντα μέ εὐχαριστία καί δοξολογία στό Θεό.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἐπανατακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀνασυγκρότησή του, εἶναι πραγματικά Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγεται καί Ἀνακεφαλαίωση στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι ἐπαναφορά καί ἐπανένωση ὃλων μέ τό Θεό.
Πῶς ὃμως θά μποροῦσε νά βγάλει ἀπό τό σπίτι (δηλαδή τόν κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα) αὐτό πού τό ἐξουσίαζε, τόν διάβολο, αὐτόν πού ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του εἶχε ἐγκαταστήσει ἐξουσιαστή, χωρίς νά ἒχει πάρει ἐντολή νά τόν ἐξουσιάσει; Γιά νά πείσει τόν ἂνθρωπο νά γίνει πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ μέ τή θέλησή του, χωρίς νά τόν ἐξαναγκάσει, χωρίς νά παραβιάσει τήν ἐλεύθερη θέλησή του, ἒπρεπε νά τοῦ μιλήσει ὡς ἲσος πρός ἲσον, στή γλώσσα του. Γι αὐτό «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» καί ἒγινε ἂνθρωπος. «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφὴν δούλου λαβών». Ὂντας τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἂφησε τή δόξα τῆς θεότητας καί περιεβλήθη τή φτώχεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτό συνιστᾶ μιά ταπείνωση, μιά πτώχευση τοῦ Θεοῦ, ἓνα ἂδειασμα, μιά «κένωση» ὃπως λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτό συνιστᾶ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κορυφώνεται ἐπάνω στό Σταυρό.
Ἐπάνω στό Σταυρό, ὁ Χριστός δίνει τήν τελική καί πιό ἀποφασιστική μάχη κατά τοῦ διαβόλου. Νικᾶ μέ τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τὸν διάβολον».
Δίνει τό αἷμα Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» γιά νά ἐξαγοράσει τήν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὃπως λέει ὁ ὑμνογράφος «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου Αἵματι. Τῷ Σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῇ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις» Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ἐκεῖνος πού στέκεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μεταξύ Κτίστου καί κτίσεως. Ἓνωσε τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί τή θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα: «ἥπλωσε τὰς παλάμας (ἐννοεῖται πάνω στό Σταυρό) καὶ ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» (δηλαδή ἓνωσε τήν θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα).
Τώρα πιά ὁ ἂνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Θεό μπορεῖ νά πεῖ ἓνα «εὐχαριστῶ» στόν Θεό, γιά ὃλα του τά δῶρα. Καί λέγοντας «εὐχαριστῶ» στό Θεό, μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά παύσει νά ζεῖ ἐγωιστικά καί νά ἀρχίσει νά ζεῖ τήν εὐχαριστιακή ζωή. Μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό ὡς Πατέρα καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς. Μπορεῖ νά ἀντικρύζει ὃλη τήν κτίση ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί γιά ὃλα νά ἀπευθύνει εὐχαριστία στό Θεό.
4. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία
Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί διά τοῦ Χριστοῦ τή ζωή τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, τήν εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ Χριστός μέ τήν ὑπακοή Του στό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, τήν ὑπακοή Του μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ», διόρθωσε τό λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ, τήν ἀνυπακοή του. Στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός θυσιάζεται γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους. Ἒτσι, μαθαίνουμε νά θυσιαζόμαστε καί ἐμεῖς γιά τούς συνανθρώπους μας.
Στή θεία Λειτουργία, ὁ Χριστός προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα, προσφέρεται καί σέ ἐμᾶς: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα…Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμα μου…». Στήν Θεία Λειτουργία ἀποκαλύπτεται ὃτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἐξουσιαστικό καί ἀτομιστικό ἀλλά θυσιαστικό. Δέν προσπαθεῖ ὁ Χριστός νά ἐξασφαλίσει τό δικό του συμφέρον, ἀλλά τό δικό μας. Τό ἦθος του εἶναι ἦθος ἀγάπης, προσφορᾶς καί θυσίας.
Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓνα μάθημα ἀγάπης καί θυσίας σέ ὃλη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὃλους τούς αἰῶνες. Μαθαίνει καί σέ ἐμᾶς νά προσφερόμαστε, νά θυσιαζόμαστε καί νά ταπεινωνόμαστε.
5. Ἡ θεία Ευχαριστία Κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ κεντρική πράξη λατρείας. Στή θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τό Θεό Πατέρα γιά ὃλα τά δῶρα τῆς ἀγάπης Του. Τό μεγαλύτερο δῶρο Του εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Στό κεντρικό σημεῖο τῆς «Λειτουργίας τῶν Πιστῶν» στήν Ἁγία Ἀναφορά, ὁ ἱερεύς προτρέπει τό λαό «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί ὁ λαός ἀπαντᾶ: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Ἐάν ὁ λαός δέν ἀπαντήσει «ἂξιον καί δίκαιον», δηλαδή ἂν δέν συμφωνήσει νά συμμετάσχει στήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό, ὁ ἱερεύς δέν μπορεῖ νά συνεχίσει τή Θεία Λειτουργία.
Μέσα στή Θεία Λειτουργία δια τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργοῦ (ἱερέως ἢ ἐπισκόπου) προσφέρουμε στόν Θεό μέ τόν Ἂρτο καί τόν Οἶνο εὐχαριστία γιά ὃλα του τά δῶρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, κάνουμε τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἒκανε ὁ Ἀδάμ, ὃταν ἁμάρτησε καί ἒπαυσε νά εὐχαριστεῖ τό Θεό. Ὃλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό «ὑπέρ πάντων ὧν ἲσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων», γιά ὃλα τά δῶρα Του καί γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του πού γνωρίζουμε καί πού δέν γνωρίζουμε. Γιά τό ὃτι μᾶς ἒφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὓπαρξη: «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Ἀλλά, καί ὃταν ἁμαρτήσαμε, μᾶς ἐπανέφερες στό σωστό δρόμο «καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν», μέχρις ὃτου μᾶς ἀνέβασες μέχρι τόν Οὐρανό καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια Βασιλεία Σου: «ἓως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανόν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν».
Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τά ἂπειρα δῶρα Του, θέλουμε νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε ὃλη τή ζωή μας. Μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» παίρνουμε ἀπ’ αὐτά πού μας δίνει ὁ Θεός καί τοῦ τά ἀντιπροσφέρουμε . Δέν φθάνει νά δώσουμε στόν Θεό ἓνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Μέσα στό ψωμί καί στό κρασί τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὃλη ἡ ζωή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί πού προσφέρεται στόν Θεό, συμβολίζει ὃλη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· διότι γιά νά γίνει τό ψωμί ἒχει κόπο. Πρέπει πρῶτα νά ὀργώσουμε τόν ἀγρό, νά σπείρουμε, νά θερίσουμε, νά ἀλέσουμε, νά ζυμώσουμε, νά ψήσουμε τό ψωμί. Τό ἲδιο καί γιά νά γίνει τό κρασί. Μπαίνει λοιπόν μέσα στό ψωμί καί στό κρασί ὃλη ἡ ζωή μας, ὁ κόπος μας, ἡ ἐργασία μας. Ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ πού ἀντιπροσωπεύει ὃλους μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (Α΄Κορινθ. ι΄17). Ἓνα ψωμί δέν γίνεται ἀπό ἓνα σπόρο, ἀλλά ἀπό πολλούς. Πολλοί σπόροι, πολλοί Χριστιανοί. Μέσα στόν ἃγιον Ἂρτο εἲμαστε ὃλοι μας καί ὃλη ἡ ζωή μας.
Στή συνέχεια, ὁ ἱερεύς ἐκφωνεῖ: «σοὶ προσφέρομεν κατά πάντα καὶ διὰ πάντα». Τήν στιγμή αὐτή ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἒχει ὑψωθεῖ καί εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Προσφέρει τά δῶρα καί προσφέρεται στό Θεό: «κατά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, καί «διά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα ὃσα μᾶς ἒχει δώσει. Ὁ Θεός θέλει αὐτήν τήν προσφορά μας, τό δόσιμο ὃλου τοῦ εἶναι μας, τήν ἓνωσή μας μέ Αὐτόν.
Καί ἐκεῖνος τί κάνει; Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τόν δικό μας γήινο κόσμο, τόν φτωχό, τόν ἂρρωστο, τόν ἁμαρτωλό. Αὐτό πού ἒχουμε καί αὐτό πού εἲμαστε. Καί αὐτός μᾶς δίνει τόν δικό του κόσμο, γεμάτο ὑγεία καί ἁγιότητα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, τήν ζωή Του. Ἀλλά καί τό «θαῦμα τῶν θαυμάτων», τή Θεία Λειτουργία καί τήν Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο τῶν «κακῶς πασχόντων» καί τό γυμναστήριο τῶν Ἁγίων.
Ὃταν πάρουμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό κάνουμε δικό μας, ὃταν κοινωνήσουμε τό «Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας. Τότε τί εὐλογία! Δέν εἲμαστε πιά τό φτωχό, τό ἀνθρώπινο, τό πεπερασμένο, ἀλλά ὑψωνόμαστε στό θεανθρώπινο. Αὐτός ὁ φτωχός καί ἁμαρτωλός ἂνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν. Τί μεγαλύτερη δόξα γιά τόν φθαρτό ἂνθρωπο!
Τώρα μποροῦμε νά δεχθοῦμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν εὐχαριστοῦμε γι αὐτά. Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά δῶρα; Πρωτίστως, ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του. Εἶναι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας. Κάθε ἂνθρωπος γίνεται δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγός μας. Τά παιδιά μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ φίλοι μας. Ὃλους τούς συνανθρώπους μας πρέπει νά τούς βλέπουμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀλλάζει ἡ ζωή μας ὃταν βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας ἀγαπητικά.! Ὃταν ἀγαποῦμε χωροῦμε καί συν-χωροῦμε τούς ἂλλους! Ἒτσι, μποροῦμε νά ὑπομένουμε τίς ἰδιοτροπίες τους, νά κατανοοῦμε τίς πτώσεις τους, νά εἲμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντί τους. Νά τούς σεβόμαστε ὡς «εἰκόνες Θεοῦ»!
Στήν Ἐκκλησία παύω νά ὑπάρχω ἐγώ, γινόμαστε ἐμεῖς. Παύω νά λέω τό «μου» καί λέω τό «μας». Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὃτι αὐτός ὁ ψυχρός λόγος «τό δικό μου» καί «τό δικό σου», εἰσάγει ὃλα τά δεινά στή ζωή μας. Στά ὀρθόδοξα μοναστήρια συνεχίζεται ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὃλα εἶναι κοινά, ὃλα ἀνήκουν στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία καί ὃλοι μετέχουν σέ αὐτά. Καί δέν μετέχουν μόνο οἱ Μοναχοί τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά καί ὁ κόσμος πού τά ἐπισκέπτεται. Θά φάει καί θά πιεῖ σέ κοινή τράπεζα, θά ἐκκλησιαστεῖ καί θά κοιμηθεῖ. Θά ἀναπαυθεῖ, θά ἐξομολογηθεῖ καί θά κοινωνήσει ἀπό τό κοινό ποτήριο. Θά ζήσει εὐχαριστιακά καί κοινοβιακά. Μέσα στήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία σώζεται κανείς μαζί μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς καί νικᾶ τή μοναξιά καί τήν ἀπομόνωση.
6. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό
Ὃταν ὁ ἂνθρωπος δεῖ τόν κόσμο ὡς δῶρο Θεοῦ, πολλά πράγματα στή ζωή του μποροῦν νά ἀλλάξουν. Οὒτε μπορεῖ νά τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀποκλειστικό του κτῆμα καί νά τόν καταχρᾶται, προσπαθώντας νά ἀντλήσει τό μέγιστο ὂφελος ἀπό τή χρήση του, οὒτε νά τόν περιφρονεῖ ὡς πηγή τοῦ κακοῦ, ὃπως ἒκαναν οἱ Μανιχαῖοι. Δικαιοῦται νά κάνει καλή χρήση, μέ ταυτόχρονη εὐχαριστία.
Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πᾶν κτῖσμα Θεοῦ καλὸν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α΄Τιμ. δ΄4). Ὃ,τι ἒδωσε καί δίνει ὁ Θεός εἶναι καλό καί μπορεῖ ὁ ἂνθρωπος νά τό χρησιμοποιεῖ, ἀρκεῖ νά τό λαμβάνει μέ εὐχαριστία. Κάθε τι λαμβανόμενο μέ εὐχαριστία μᾶς ἀνάγει στόν Θεό, ἀρκεῖ νά ἒχει κανείς πνευματικά αἰσθητήρια, νά τό αἰσθανθεῖ καί νά μήν θεωρεῖ αὐτονόητο ὃτι τοῦ ἀνήκει. Τά παραπάνω ἐλέχθησαν ἀπό τόν Παῦλο, ἀφοῦ προηγουμένως προέβλεψε ὃτι σέ ὓστερους καιρούς θά ὑπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, πού θά ἐμποδίζουν τούς ἀνθρώπους νά παντρεύονται καί νά τρώγουν ὁρισμένες τροφές (πχ κρέας). Τό κακό ἑπομένως, δέν βρίσκεται στίς τροφές ἢ στόν γάμο ἀλλά στόν μή εὐχαριστιακό τρόπο χρήσεώς τους.
Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε νά λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» κάνοντας μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα. Κάνουμε ἒτσι εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου πού μᾶς συνδέει μέ τό Θεό. Μποροῦμε γιά παράδειγμα νά πιοῦμε νερό ἐγωιστικά, χωρίς νά θυμηθοῦμε τόν Θεό καί χωρίς νά ποῦμε «Δόξα τῷ Θεῷ». Χάνουμε ἒτσι τήν εὐκαιρία, μέσω τῆς εὐχαριστιακής χρήσεως τοῦ νεροῦ πού πίνουμε, νά ἀναφερθοῦμε στόν Θεό, νά τόν εὐχαριστήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Λέγοντας «Δόξα τῷ Θεῷ», γιά τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἀπολαμβάνουμε, βάζουμε τό Θεό στή ζωή μας.
Πράγματι, ζώντας εὐχαριστιακά, βάζουμε στό κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Θεό. Ὃ,τι κάνουμε τό συνδέουμε μέ τόν Θεό. Ξαναγινόμαστε πάλι μέσα στόν κόσμο ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, ὃπως ἀρχικά Ἐκεῖνος μᾶς ἒπλασε. Διότι, κάθε χριστιανός πού προσφέρει λατρεία καί δοξολογία στό Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἱερεύς, ἀφοῦ ἀντιπροσφέρει στό Θεό μέ εὐχαριστία κάποια ἀπό τά δῶρα Του. Ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου στόν Θεό. Αἳρεται ἡ διάσπαση. Ὃλα λειτουργοῦν σέ μιά ὀργανική ἑνότητα, ὃταν ὁ ἂνθρωπος τοποθετήσει στό κέντρο τοῦ κόσμου τόν Θεό καί τά ἀναγάγει ὃλα σέ αὐτόν. Τέλος, βρίσκει καί ὁ ἲδιος τήν ἐσωτερική του ἑνότητα. Παύει νά εἶναι ἐσωτερικά διχασμένος.
Ὃταν προσφέρουμε καί ἀναφέρουμε τά πάντα στόν Θεό, ἡ ζωή μας παίρνει ἂλλο νόημα. Ὃταν ἡ ἐργασία μας δέν προσφέρεται σ’ Αὐτόν, καταντᾶ βάρος, δουλεία, κατάρα, ἂγχος. Ὃταν τήν προσφέρουμε στόν Δημιουργό, μᾶς συνδέει μαζι Του καί ἀποκτᾶ οὐσιαστική σημασία. Τό ἲδιο συμβαίνει καί μέ τήν οἰκογένεια, τόν γάμο. Ὁ γάμος ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι μιά βιολογική καί κοινωνική ἓνωση. Μέ τόν Θεό καί μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κοινός ἀγώνας τῶν συζύγων γιά τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις.
Ἀκόμα, πόσο διαφορετικά ἀντιμετωπίζουμε τά παιδιά μας, ὃταν τά δοῦμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ! Ἀντίθετα, πῶς τά ἀντιμετωπίζουμε, ὃταν τά δοῦμε ὡς δική μας ἰδιοκτησία!
Τέλος, πόσο διαφορετικά θά ἀντιμετωπίσουμε τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ὃταν τίς δεχόμαστε ὡς δῶρα τῆς παιδαγωγούσας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τότε, ὁ πόνος μπορεῖ νά ἁγιάσει καί νά ἐξαγνίσει τόν ἂνθρωπο. Εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ σάν κατάρα ἢ τιμωρία.
7. Τά ἀδιέξοδα τοῦ μή «εὐχαριστιακοῦ» πολιτισμοῦ
Τό λάθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι τό ἲδιο μέ τό λάθος τοῦ Ἀδάμ. Θέλει νά κτίσει ἓνα κόσμο πού νά μήν ἒχει κέντρο τόν Θεό, ἀλλά τό «Ἐγώ» του. Ἒτσι, φτιάχνει ἓνα πολιτισμό ἐγωϊστικό, ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας. Καί ἓνας πολιτισμός φιλαυτίας εἶναι πολιτισμός ἀκοινωνησίας. Οἱ ἂνθρωποι δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν μεταξύ τους, νά αἰσθανθοῦν ὁ ἓνας τόν ἂλλον οἰκεῖο καί ἀδελφό, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀσφάλεια τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Homo homini lupus= ὁ ἂνθρωπος γιά τόν ἂνθρωπο λύκος. Οἱ πιό νέοι καί οἱ πιό εὐαίσθητοι καί αὐτοί πού λόγω οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλοντος ἒχουν χάσει τό ὃραμα ζωῆς μέ ἀξίες καί ἰδανικά, ἀσφυκτιοῦν καί καταφεύγουν πολλές φορές στά ναρκωτικά, στήν ἀναρχία, ἢ καί σέ ἂλλες ἀντικοινωνικές ἐκδηλώσεις.
Αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι καί πολιτισμός τῆς ἣσσονος προσπάθειας καί τῆς εὒκολης καλοπέρασης (σύνθημα τῆς Ἀμερικάνικης κοινωνίας, ἀλλά ὂχι μόνο εἶναι τό: to have a nice time= νά περνᾶμε καλά), ἐξοβελίζει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί φέρνει πάλι τόν ἂνθρωπο κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Δυστυχῶς, αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς, ὁ ἐγωιστικός, ὁ αὐτόνομος καί μή εὐχαριστιακός τείνει νά μᾶς ἐπιβληθεῖ μέ τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει ἑπομένως νά συνειδητοποιήσουμε γρήγορα πρός τά ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀντιδράσουμε ὃσο εἶναι καιρός.
Ὁρισμένοι ἡγέτες ἒχουν καλές προθέσεις καί προσπαθοῦν νά διορθώσουν κάποια πράγματα. Αὐτό εἶναι ἐπαινετό. Ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά ἐπιτύχουν τίποτα χωρίς Χριστό· διότι δέν ἒχει χάρη Θεοῦ ὃ,τι δέν εἶναι συνδεδεμένο μέ Αὐτόν. Ἒχει μέσα του τό θάνατο καί δέν βοηθᾶ τόν ἂνθρωπο νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό. Ἂς ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα:
Πρῶτον: ὁ γάμος, ἂν γίνει «ἐν Χριστῷ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», εἶναι ἓνας δρόμος πού φέρνει τούς δύο ἀνθρώπους στόν Θεό. Μέ τόν ἀγώνα πού τούς διδάσκει ἡ «Ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας», τήν ταπείνωση, τήν προσφορά, τή θυσία τοῦ Ἐγώ, τήν προσευχή καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τή δημιουργία τοῦ νέου «ἐν Χριστῷ» ἀνακαινισθέντος, ὁ γάμος τους γίνεται δρόμος ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας γι’ αὐτούς καί γιά τά παιδιά τους. Ἀντίθετα, ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ κέντρο ὂχι τό Θεstrongό ἀλλά τό Ἐγώ τους ὁ γάμ/spanος (πολιτικός ἢ ἐλεύθερη συμβίωση) δέν σώζει καί δέν ἁγιάζει τούς συζύγους. Τελικά, τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό.
Δεύτερον: ἡ παιδεία, συνδεδεμένη μέ τόν Θεό, εἶναι μεγάλο δῶρο. «Γράμματα, σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα», ἒλεγαν οἱ πρόγονοί μας γιά τό κρυφό Σχολειό κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Καλλιεργεῖ καί ἐξυψώνει τόν ἂνθρωπο, τόν κάνει «χρηστό πολίτη», ὑγιές μέλος τῆς κοινωνίας. Ἀντίθετα, τά «ἂθεα γράμματα» συνιστοῦν ἓνα κίνδυνο. Δημιουργοῦν ἒξυπνους καί πανούργους ἐγκληματίες. Ἐδῶ, ταιριάζει τό «ἐπιστήμη χωριζόμενη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία φαίνεται» (βλ. Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος).
Σέ ὃσους δέν εἶναι κακῆς προαιρέσεως, ἀλλά δέν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα τά πράγματα καί προσπαθοῦν νά φτιάξουν ἓνα κόσμο καλύτερο χωρίς Θεό, ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιτάξουμε τήν ἂρνησή μας προβάλλοντας συγχρόνως τή δική μας ὀρθόδοξη παράδοση.
8. Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι δοκιμασμένος τρόπος ἀληθινῆς θεοκεντρικῆς ζωῆς
Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ λαοῦ μας, συνιστᾶ μιά δοκιμασμένη θεοκεντρική καί εὐχαριστιακή ζωή. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή τῶν ἂμεσων προγόνων μας, ἀλλά καί ἡ ζωή τῶν δοξασμένων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 πού θυσιάστηκαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ Πατροκοσμᾶ, πού κράτησε ὂρθιο τό γένος καί ἀντιστάθηκε στόν ἐκτουρκισμό. Δέν ἒχουμε ἠθικό δικαίωμα νά ἀπαρνηθοῦμε τέτοια μοναδική παράδοση.
Οἱ σύγχρονοι γενίτσαροι πού θέλουν τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους στήν Ἑλλάδα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τόν Xριστό ἀπό τίς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Θέλουν ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας πού δέν λυτρώνει τόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν καταπιέζει, ἢ τόν ἀφήνει ἓρμαιο ὃλων τῶν ἂθεων ρευμάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό θεοκεντρικό πολιτισμό της ἀγκαλιάζει ὃλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς καί τίς ἁγιάζει. Ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἐξημερώνει καί τούς ἐξαγιάζει. Γι’ αὐτό τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἒχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του γιά νά ζήσει καί νά μεγαλουργήσει. Διαφορετικά, θά χάσει τήν ἰδιοπροσωπεία του, θά ἀφομοιωθεῖ καί θά ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Ἱστορία.
9. Ἀγώνας κατά τῆς Ἀπο-Χριστοποιήσεως καί τῆς Ἐκκοσμικεύσεως
Ἒχοντας συνειδητοποιήσει τήν προσπάθεια τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, νά χωρίσουν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀντιταχθοῦμε σθεναρά μέ τόν καθημερινό πνευματικό μας ἀγώνα. Γιά νά ποῦμε ἐνσυνείδητα «ὂχι» στήν ἀπο-χριστοποίηση καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἒθνους μας, πρέπει νά παύσουμε νά ζοῦμε ἐγωκεντρικά. Νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά γιά τόν Θεό, ἀσκητικά γιά ἐμᾶς τούς ἲδιους καί ἀγαπητικά-θυσιαστικά γιά τούς συνανθρώπους μας.
Λέμε «ὂχι» μέ τήν οὐσιαστική συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία. Ὃταν ἡ ζωή μας μετά τήν Θεία Λειτουργία εἶναι ζωή ἀγάπης, προσφορᾶς, θυσίας, δικαιοσύνης, σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἂλλων ἀνθρώπων. Λέμε « ὂχι» στήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός ἐγωιστικοῦ πολιτισμοῦ μέ τήν συνεχή προσευχή μας. Μέ τή θαρραλέα ὁμολογία τῆς ὑγιοῦς πίστεως, ὃταν ἀμφισβητοῦνται οἱ βάσεις καί τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἃγιος Ἰσαπόστολος καί μάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἒσωσε τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, ζοῦσε εὐχαριστιακά καί Χριστοκεντρικά καί ἒτσι δίδαξε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά ἀπό τίς περίφημες διδαχές του προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν τό Θεό καί νά τόν εὐχαριστοῦν καθημερινά γιά ὃλα του τά δῶρα ὑλικἀ καί πνευματικά. Κυρίως, γιά τήν ἂπειρη εὐσπλαχνία Του νά μᾶς περιμένει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά διορθωθοῦμε. Γιά νά μᾶς ἀγκαλιάσει, νά μᾶς φιλήσει, νά μᾶς δεχθεῖ ξανά σάν παιδιά Του, νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, νά χαιρόμαστε πάντοτε. Καί καταλήγει: «Τέτοιον γλυκύτατον Θεόν, τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καί δεσπότην, δέν πρέπει ἐμεῖς νά τόν ἀγαποῦμε, καί ἂν τύχει ἀνάγκη, νά χύσουμε καί τό αἷμα μας χιλιάδες φορές γιά τήν ἀγάπη Του, καθώς τό ἒχυσε καί Ἐκεῖνος διά τήν ἀγάπην μας;»