ΚΡΙΣΗ, ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ, ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ, ΕΞΟΥΔΕΝΩΣΗ

Ταρασίδη Κυριάκου

Καθηγητού

  • 1. Εἰσαγωγή

Ὁ ἂνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Δημιουργό του μέ «προίκα» τό κατ’ εἰκόνα καί σκοπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἐπιτύχει στή ζωήν του τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ ἀγώνας γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς συνιστᾶ τήν «σωτηρία» τοῡ ἀνθρώπου δηλαδή τήν ὁλοκλήρωσή του σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς χριστιανούς ὁ ἀγώνας αὐτός γίνεται πιό συγκεκριμένος, διότι ὑπάρχει ἡ συμπλήρωση του Μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπό τόν Χριστό καί τό ζωντανό πρότυπο ὁλοκληρωμένου ἀνθρώπου, ὁ ἲδιος ὁ Χριστός.

Ὁ δύσκολος αὐτός ἀγώνας εἶναι ἰσόβιος καί συνεπικουρεῖται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι κάθε πνευματική πρόοδος του ἀνθρώπου εἶναι συνέργια δύο παραγόντων: τῆς ἀνθρώπινης βούλησης καί τῆς θείας βοήθειας. Ἡ προσπάθεια αυτή ἀρχίζει μέ τό νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά νέφη τῶν παθῶν πού μᾶς κρύβουν ἀπό τόν ὁρίζοντά μας τόν Θεό, διότι σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὃτι αὐτοί τόν Θεόν ὂψονται», δηλαδή ἂν δέν καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό κακίες, πάθη, μίση, ἐμπαθεῖς λογισμούς δέν θά μπορέσουμε νά δοῦμε, νά αἰσθανθοῦμε τό Θεό.

2.      Κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἐγκράτεια

Ἡ κάθαρση τῆς καρδιάς ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία συνίσταται στήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μέ τήν σειρά του ζητᾶ ἀπό τόν ἂνθρωπο νά πορεύεται στόν δρόμο τῆς ἐγκράτειας. Μέ τήν ἐγκράτεια πού ἀφορᾶ ὂχι μόνο τό σῶμα ἀλλά καί τήν ψυχή, ἀποκτᾶ ὁ ἂνθρωπος τήν ἱκανότητα νά ὑποτάξει τό σῶμα στήν ψυχή, ἡ ὁποία ψυχή ὃμως πρέπει νά εἶναι ὑποταγμένη στό λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐγκράτεια λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά στόν ἂνθρωπο. Ἀφενός, ὡς ἀγώνας νηστείας μέ ποσοτικό καί ποιοτικό περιορισμό τροφῆς, ἀφετέρου ὡς ἀγώνας ἐλέγχου τῶν ψεκτῶν παθῶν καί μεταποιήσεώς τους σέ ἒνθεα πάθη. Αὐτού τοῦ εἲδους ἡ ἐγκράτεια ὁδηγεῖ τόν ἂνθρωπο σέ ψυχοσωματική ἁρμονία, ἀφοῦ τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἐπιστρέφουν στήν κατά φύση κατάστασή τούς (δηλαδή ὃπως ἀρχικά πλάστηκαν ἀπό τό Θεό καί ὂχι ὃπως ἒχουν ἐκπέσει τώρα μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων).

Ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ ἂσκηση καί κάθε ἂλλη μορφή πνευματικοῦ ἀγώνα, πρέπει νά θεωροῦνται μέσα καί ὂχι σκοπός, γιά νά φτάσει ὁ ἂνθρωπος στό «καθ’ ὁμοίωσιν» δηλαδή στήν ἀγάπη, πού εἶναι κατεξοχήν θεία ἰδιότητα. Διαφορετικά, ἂν τά πνευματικά κατορθώματα αὐτονομηθούν ἀπό τόν τελικό τους σκοπό, τήν ἀγάπη, εἶναι δυνατό νά ὁδηγήσουν τόν ἂνθρωπο σέ οἲηση, αὐτοδικαίωση καί φαρισαϊσμό. Ὁ φαρισαϊσμός εἶναι θανάσιμος κίνδυνος τῆς ψυχῆς, κυριολεκτικά ὁ καρκίνος τῆς εὐσέβειας καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἂνθρωπο σέ πρακτική ἀθεΐα. Ὁ αὐτοδικαιωμένος ἂνθρωπος χάνει τή θέαση τοῦ Θεοῦ πίσω ἀπό τά θεωρούμενα προσωπικά του κατορθώματα. Δέν χρειάζεται τό Θεό γιά νά σωθεῖ. Νομίζει ὃτι τόν σώζουν οἱ πράξεις του καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν του Θεοῦ.

3.      Ἀκατακρισία, βασικό στοιχεῖο τῆς ἐγκράτειας

Πέρα ἀπό τήν νηστεία (σωματική καί πνευματική), καί τόν περιορισμό τῶν ἂτακτων σαρκικῶν ὀρέξεων, βασικό στοιχεῖο ἐγκράτειας πού ἀναφέρεται στήν ψυχή, εἶναι ἡ ἀκατακρισία, δηλαδή νά μήν κατακρίνουμε τόν συνάνθρωπό μας. Ἡ ἀκατακρισία εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Σημάδι τῆς δύσκολης προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του μέ ἀγάπη, ὃπως τό θέλει ὁ Θεός. Χωρίς ἐγωισμό, ἰδιοτέλεια καί μίσος.

Ὁ Χριστός καταδικάζει τήν κατάκριση καί ὂχι τήν κρίση. Διότι ἡ κρίση ἀποτελεῖ εἰδική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, καί εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὁ Κύριος δέν θέλει νά τήν καταργήσει. Ὁ Κύριος εἶπε: «μή κρίνετε, ἳνα μή κριθῆτε» (Ματθ ζ΄1) δηλαδή, μήν κατακρίνετε γιά νά μήν κατακριθῆτε. Καί προσθέτει: «ἐν ᾧ μέτρῳ κρίνετε ἐν τούτῳ καί κριθήσεσθε» (Ματθ ζ΄2) δηλαδή, ὃσο αὐστηρότερα κρίνουμε τούς συνανθρώπους μας τόσο αὐστηρότερα θά κριθοῦμε ἀπό τό Θεό.

4.      Καταλαλιά, κατάκριση, ἐξουδένωση

Παρακάτω, δίνουμε ὁρισμούς στίς τρεῖς αὐτές ἒννοιες ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἀββᾶ Δωρόθεου «Μήν κατακρίνεις» (Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὑπῆρξε λόγιος μοναχός τοῦ 6ου αἰώνα στήν Παλαιστίνη. Μόνασε στήν μονή Σερίδου. Ἒκτισε νοσοκομεῖο γιά πτωχούς καί μοναχούς καί τέλος ἳδρυσε μοναστήρι στήν Γάζα)

Καταλαλιά εἶναι νά μιλήσεις εἰς βάρος ἂλλου φανερώνοντας μέ ἐμπάθεια τό ἁμάρτημά του πχ. Ὃταν πεῖς γιά κάποιον: «εἶπε ψέματα ὁ τάδε, ἢ ὀργίστηκε ἢ ἒπεισε σέ πορνεία» εἶναι καταλαλιά, διότι φανερώνεις μέ ἐμπάθεια τήν ἁμαρτία του.

Κατάκριση εἶναι νά μιλήσεις ἐναντίον κάποιου ἂλλου καταδικάζοντας ὂχι συγκεκριμένο ἁμάρτημα ἀλλά ὁλόκληρη τή ζωή του π.χ. Ἀντί νά πεῖς εἶπε ψέματα ὁ τάδε, ἢ ὀργίστηκε ἢ ἒπεσε σέ πορνεία», νά πεῖς: « ὁ τάδε εἶναι ψεύτης, εἶναι ὀργίλος ἢ εἶναι πόρνος» καί νά ἀποφανθεῖς γιά ὁλόκληρη τή ζωή του.

Ἡ κατάκριση εἶναι βαρύτατο ἁμάρτημα. Τό ὃτι εἶναι ἁμαρτία βαρύτερη ἀπό κάθε ἁμαρτία πού κατακρίνουμε, εἶναι φανερό ἀπό τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «τί βλέπεις τό κάρφος τό ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδερφοῦ σου, τήν δέ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκόν οὐ κατανοεῖς» (Ματθ ζ΄3) καί συνεχίζει: «πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἂφες ἐκβάλω τό κάρφος ἀπό τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καί ἰδού ἡ δοκός ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; Ὑποκριτά, ἒκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἒκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ ζ΄4,5). Τό κάρφος εἶναι ἡ ἀκίδα, τό σκουπιδάκι. Δηλαδή, πῶς θά πεῖς στόν ἀδερφό σου ἂφησέ με νά σοῦ βγάλω τό σκουπιδάκι ἀπό τό μάτι, ἐνῶ στό δικό σου μάτι ἒχεις ὁλόκληρο δοκάρι. Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό δικό σου μάτι καί μετά φρόντισε νά βγάλεις τό σκουπιδάκι ἀπό τό μάτι του ἀδερφοῦ σου. Παρομοιάζει ἒτσι, τήν μἐν ἁμαρτία τοῦ πλησίον μέ σκουπιδάκι, τήν δέ κατάκριση μέ δοκάρι. Τόσο βαριά ἁμαρτία εἶναι ἡ κατάκριση!

Στήν παραβολή τοῦ Τελώνη καί Φαρισαίου (Λουκ ιη΄9-14), ὃταν ὁ Φαρισαῖος εὐχαριστεῖ τό Θεό γιά τά κατορθώματα τῆς εὐσεβείας του, δέν λέει ψέματα. Τήν ἀλήθεια λέει καί δέν καταδικάστηκε γι αὐτό. Γιατί, ἒχουμε χρέος νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό, ὃταν κάνουμε κάτι καλό, ἀφοῦ ὁ Θεός ἦταν συνεργός καί βοηθός μας. Ὁ Φαρισαῖος δέν καταδικάστηκε ὃταν εἶπε ἀόριστα χωρίς νά κατονομάσει κανένα, δέν εἶμαι σάν τούς ἂλλους ἃρπαξ, ἂδικος ἢ μοιχός. Ὃταν ὃμως γυρνώντας πρός τόν Τελώνη εἶπε: «οὒτε σάν καί αὐτόν τόν τελώνη», τότε βάρυνε τήν ψυχή του γιατί ἒπεσε σέ κατάκριση.

Δέν ὑπάρχει τίποτα χειρότερο ἀπό τήν κατάκριση ἢ τήν ἐξουδένωση τοῦ πλησίον μας. Γιατί νά μήν κατακρίνουμε καλύτερα τόν ἑαυτό μας γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, πού τίς ξέρουμε μέ ἀκρίβεια καί πού θά δώσουμε λόγο γιά αὐτές στό Θεό; Μέ τήν κατάκριση ἁρπάζουμε τήν κρίση ἀπό τό Θεό, πού δέν μᾶς ἀνήκει. Κάνουμε ἀντιποίηση ἀρχῆς. Διότι τό δικαίωμα τῆς κρίσεως ἀνήκει μόνο στόν Θεό. Αὐτός γνωρίζει ἐπακριβῶς τήν βιοτή καί τίς καταβολές κάθε ἀνθρώπου. Αὐτός γνωρίζει ἀκριβῶς τίς συνθῆκες ἐπιτελέσεως τῆς ἁμαρτίας ἢ  καί τόν ἀγώνα πού ἒκανε κάποιος νά μήν πέσει σέ αὐτήν. Ἑπομένως, αὐτός πού μπορεῖ νά κρίνει δίκαια, εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ἀλλά καί μετά τήν ἁμαρτία δέν γνωρίζουμε ἂν ὁ ἁμαρτήσας ἒχει μετανοήσει καί πόσο. Ἑπομένως, κάθε κρίση εἶναι ἐπισφαλής καί ἐνέχει κίνδυνο σφάλματος. Ὁ διάβολος, ἐπειδή πάντα διαβάλλει, μᾶς σπρώχνει στήν κατάκριση καί στήν καταδίκη τοῦ ἁμαρτάνοντος (φαινομενικά ἢ πραγματικά). Ἡ κατάκριση εἶναι ἐκδήλωση ἐγωισμοῦ, καί αὐτοδικαίωσης.

Ἐάν ἁμαρτάνουμε ἐμεῖς, τότε ὁ διάβολος μᾶς σπρώχνει στήν αὐτοκατάκριση, στήν αὐτοκαταδίκη καί στήν ἀπελπισία. Δέν ἒχουμε τό δικαίωμα νά καταδικάζουμε τόν ἑαυτό μας, πολλῷ μᾶλλον νά πέφτουμε σέ ἀπελπισία, διότι κινδυνεύουμε νά χάσουμε τή σωτηρία μας. Χάνουμε τήν ἐλπίδα μας στό ἒλεος τοῦ Θεοῦ, στήν δύναμη τῆς μετάνοιας καί αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη νίκη τοῦ διαβόλου. Εὒγλωττο παράδειγμα εἶναι ὁ Ἰούδας.

Αὐτός ὃταν εἶδε ὃτι ὁ Χριστός καταδικάστηκε σέ θάνατο, μετεμελήθη καί ἐπέστρεψε τά 30 ἀργύρια τῆς προδοσίας. Ἒκανε ὃμως τό σφάλμα νά δικάσει καί νά καταδικάσει τόν ἑαυτό του. Πέφτοντας σέ ἀπελπισία ὁδηγήθηκε στήν αὐτοκτονία. Θά μποροῦσε νά μετανοήσει καί νά ζητήσει συγχώρεση ἀπό τό Χριστό, ἒστω καί κάτω ἀπό τόν Σταυρό. Εἶναι βέβαιο ὃτι θά τοῦ τήν ἒδινε. (ἐάν εἶχε συμβεῖ αὐτό, ὁ Ἰούδας θά ἦταν σήμερα ἓνας ἀπό τούς ἀποστόλους). Ἂλλωστε τό σφάλμα του δέν ἦταν μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνο τοῦ Πέτρου, πού ἀρνήθηκε μεθ’ ὃρκου (δηλαδή βάζοντας μάρτυρα τό Θεό, ὃτι ἒλεγε ἀλήθεια) τόν Χριστό. Ὁ Πέτρος ὃμως μετανόησε, ἒκλαψε πικρά καί συγχωρήθηκε. Λίγο ἀργότερα στήν Τιβεριάδα μέ τήν τριπλή κατάφαση στήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου: «Πέτρο φιλεῖς με;» «Ναι, Κύριε, σύ οἶδας ὃτι φιλῶ σε» ὁ Πέτρος ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα καί ἒγινε ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων.

Μερικές φορές, ὂχι μόνο κατακρίνουμε τόν πλησίον μας, ἀλλά καί τόν ἐξουδενώνουμε. Ἡ ἐξουδένωση εἶναι βαρύτερη ἁμαρτία ἀπό τήν κατάκριση.

Ἐξουδένωση εἶναι ὂχι μόνο νά κατακρίνει κανείς κάποιον πού ἁμαρτάνει, ἀλλά νά φτάνει στό σημεῖο νά τόν σιχαίνεται, σάν κάτι πού προξενεῖ ἀηδία. Ἡ ἐξουδένωση εἶναι πολύ χειρότερη καί πολύ πιό ὀλέθρια ἀπό τήν κατάκριση. Φτάνουμε στό σημεῖο νά μισοῦμε ὂχι μόνο τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τόν ἁμαρτωλό.

Αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα παντελοῦς ἐλλείψεως ἀγάπης. Εἶναι κατάσταση πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό. Διότι, ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἁμαρτωλό καί στήν πιό μεγάλη του ἐξαθλίωση καί προσπαθεῖ νά τόν συνετίσει καί νά τόν φέρει σέ μετάνοια. Τόν συγχωρεῖ δέ ἀμέσως καί ἀπροϋπόθετα ὃταν συναισθανθεῖ τό σφάλμα του, μετανοήσει καί ζητήσει τό ἒλεός Του. Μέ ποιό δικαίωμα λοιπόν ἓνας ἁμαρτωλός ἂνθρωπος, μπορεῖ νά ἀπορρίψει ἓνα συνάνθρωπό του, ἒστω καί φαινομενικά πιό ἁμαρτωλό; Αὐτός πού δέν θά δείξει ἒλεος γιά τόν συνάνθρωπό του, δέν θά ἐλεηθεῖ ἀπό τό Θεό: «ἡ γάρ κρίσις ἀνίλεος, τῷ μή ποιήσαντι ἒλεος» λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στήν Καθολική ἐπιστολή του (Ἰακ β΄13).

Ἀντίθετα, αὐτοί πού θέλουν νά σωθοῦν, οὒτε κἂν προσέχουν τά ἐλαττώματα καί τίς ἁμαρτίες τῶν ἂλλων καί ἒτσι προκόβουν πνευματικά. Τέτοιος ἦταν ἐκεῖνος πού εἶδε τόν ἀδερφό του νά ἁμαρτάνει καί εἶπε: «Ἀλλοίμονο σέ μένα! Σήμερα (ἁμαρτάνει) αὐτός, αὒριο ὁπωσδήποτε καί ἐγώ». Αὐτός μέ τό νά βάλει φόβο στήν ψυχή του καί μέριμνα γιά ὃσα ἐπρόκειτο δῆθεν νά ἁμαρτήσει, βρῆκε τρόπο νά ἀποφύγει τήν κατάκριση. Καί δέν ἀρκέστηκε μόνο στό φόβο τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά ἒβαλε ἀκόμα πιό χαμηλά τόν ἑαυτό του λέγοντας: «καί αὐτός μέν θά μετανοήσει γιά τήν ἁμαρτία του, ἐνῶ ἐγώ δέν εἶναι βέβαιο πώς θά μετανοήσω».

Δυστυχῶς, ἐμεῖς μέ πολλή εὐκολία κατακρίνουμε ἀσύστολα τόν συνάνθρωπό μας, ἂν τύχει νά δοῦμε κάτι, ἢ νά ἀκούσουμε ἢ νά «ὑποψιαστοῦμε ὃτι ἒκανε. Καί τό φοβερότερο εἶναι ὃτι δέν σταματᾶμε στήν βλάβη πού κάνουμε στόν ἑαυτό μας. Ἀλλά συναντᾶμε καί ἂλλον ἀδερφό καί ἀμέσως τοῦ λέμε: «αὐτό καί αὐτό ἒγινε». Ἒτσι βλάπτουμε καί ἐκεῖνον, βάζοντας στήν καρδιά του ἁμαρτίες. Γι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά λέμε τίς ἁμαρτιες τῶν ἂλλων, ἀλλά οὒτε καί τίς δικές μας, παρά μόνο στόν πνευματικό μας κατά τήν ἐξομολόγηση. Διαφορετικά, διασπείρουμε τά μικρόβια τῆς ἁμαρτίας καί σέ ἂλλους.

5.      Ἡ δίκαιη κρίση

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μιλώντας στούς Ἰουδαίους κατά τήν ἑορτή τῆς μεσοπεντηκοστῆς εἶπε: «μή κρίνετε κατ’ ὂψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ἰωάν ζ΄24). Ἑπομένως, μπορεῖ κανείς νά κρίνει, ὃταν ἡ κρίση του εἶναι «δικαία».

Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ «δικαία κρίσις» τήν ὁποίαν μποροῦμε νά κάνουμε; Ὁ Κύριος πάλι, σέ ἂλλο σημεῖο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, μᾶς ὑποδεικνύει τή λύση: «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί, ὃτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰωάν ε΄30). Ἡ δίκαια κρίση λοιπόν εἶναι ἡ κρίση του Θεοῦ, ἡ κρίση του Χριστοῦ, ἀλλά καί ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό πρόσωπο πού ζεῖ μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς δικό του θέλημα. Καί ἐπειδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, γιά αὐτό καί τότε κρίνουμε κατά τρόπο δίκαιο, ὃταν ἡ κρίση μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. Ἀπό αὐτή τήν ἂποψη, ἡ μόνη μέ βεβαιότητα δίκαια κρίση εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖνος «ἀγάπη ἐστί» (Α΄Ἰωαν δ΄8). Ἐπίσης, ἡ κρίση τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν στήν ζωή τους νά κάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δικό τους θέλημα, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ δίκαια κρίση.

Ἑπομένως, ὃσο βλέπουμε νά ἐπικρατεῖ μέσα μας τό δικό μας θέλημα καί ὂχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά στηριζόμαστε στήν κρίση μας. Θά πρέπει νά τήν ἀμφισβητοῦμε. Νά προβληματιζόμαστε στό κατά πόσο κρίνει ὀρθά. Ὃταν ἡ ζωή μας δέν εἶναι ὃπως τή θέλει ὁ Θεός, καί ἡ κρίση μας δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ δίκαια.

Ὃπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ Ὂρους ὁμιλία Του καυτηρίασε ὡς ὑποκριτική τήν κρίση πού προέρχεται ἀπό μή καθαρή καρδιά λέγοντας: «Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί μετά φρόντισε νά βγάλεις τήν ἀκίδα ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδερφοῦ σου».(Ματθ ζ΄5). Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς γεμάτος πάθη καί νά θέλει νά κρίνει δίκαια τόν συνάνθρωπό του. Καί ποιός μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὃτι ἒχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά ποικίλα πάθη, ὃτι ἒφτασε στήν «ἀπάθεια»; Μόνο ἐκεῖνος πού καθάρισε τήν καρδιά του, δηλαδή ὁ ἂνθρωπος τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του σωστά. Καί τότε θά ἀναλογιστεῖ τό ποσοστό τῆς δικῆς του εὐθύνης γιά τήν ἁμαρτία τοῦ συνανθρώπου του καί ἡ κρίση του δέν θά προκαλέσει βλάβη στόν ἁμαρτάνοντα.

6.      Ἡ κατάκριση ὡς ἀποτέλεσμα ἐγωισμοῦ

Ὁ ἐγωισμός κεῖται στόν ἀντίποδα τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἡ διεστραμμένη ἀγάπη ἡ ὁποία «ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Ὁ ἐγωισμός εἶναι ἡ ρίζα τῆς ὑπερηφάνειας καί κάθε ἁμαρτίας. Ἡ κατάκριση καταδικάζεται ἐπειδή προέρχεται ἀπό ἐμπάθεια καί ἐγωισμό. Πολλές φορές ἀσυνείδητα ἀλλά καί συνειδητά, κατακρίνοντας τόν συνάνθρωπό μας, θέλουμε νά ἐξυψώσουμε τόν ἑαυτό μας (πρβλ «οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἃρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί…). καταδικάζοντας τόν πλησίον μας νομίζουμε ὃτι αὐτοδικαιωνόμαστε.

Μόνο σέ μιά περίπτωση ἐπιβάλλεται νά κατακρίνουμε καί νά καταδικάζουμε. Ὃταν ἡ κατάκρισή μας ἀναφέρεται στόν διάβολο, τόν ὑποκινητή κάθε κακοῦ, ἀλλά καί στόν ἑαυτό μας, ὡς αὐτομεμψία.

Στήν περίπτωση τῆς αὐτομεμψίας, ἡ αὐστηρή γιά τόν ἑαυτό μας κρίση, ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας καί ἑπομένως στόν ἁγιασμό μας. Γίνεται αἰτία νά ἀποκτήσουμε ταπείνωση καί νά φτάσουμε στήν ἀληθινή μετάνοια, ἡ ὁποία καθιστᾶ τήν ψυχή μας διάφανη στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέ ψυχή γεμάτη ἀγάπη καί ταπεινό φρόνημα, ὁ ἂνθρωπος μπορεῖ νά γίνει δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά φτάσει στόν θεῖο φωτισμό καί στήν θέωση.

7.      Αὐτομεμψία, ὁ ἀντίποδας τῆς κατάκρισης

Ὁ τελώνης τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ ιη΄14) δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀκριβῶς κατέκρινε τόν ἑαυτό του. Τό «τελωνικό ἦθος», ἦθος ἀληθινῆς καί βαθειᾶς ταπείνωσης εἶναι ἐκεῖνο πού συνιστᾶ στήν ἐκκλησία, τό ἦθος τῆς ἁγιότητας. Ἡ αὐτομεμψία, δηλαδή ἡ κατάκριση τῶν παθῶν καί ἁμαρτιῶν μας, εἶναι δεκτή κατάκριση, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἂλλη πρός τόν συνάνθρωπο κατάκριση, εἶναι δαιμονοκίνητη καί ἀπαγορεύεται.

8.      Ἡ ἀκατακρισία κατακτᾶ εὒκολα τήν σωτηρία

Μέ τό παρακάτω παράδειγμα ἀπό τό Γεροντικό φαίνεται καθαρά, πόσο κοντά στήν σωτηρία εἶναι κάποιος πού κατακτᾶ τήν ἀκατακρισία.

«Ἦλθε ἡ ὣρα σέ ἓνα μοναστήρι νά τελειώσει τήν ζωή του ἓνας μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό νεκροκρέββατό του, οἱ ἂλλοι ἀδελφοί τοῦ μοναστηριοῦ, μαζί μέ τόν ἡγούμενο. Ὃλοι ἦταν θλιμμένοι γιατί ἢξεραν ὃτι ὁ μοναχός αὐτός, μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη πού πλησίαζε τό τέλος του, ζοῦσε σέ κάποια ἀμέλεια. Δέν ἐπιτελοῦσε μέ πολύ ζῆλο τά καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν ὃμως γιατί ἒβλεπαν ὃτι φεύγει ἀπό τή ζωή αὐτή χαρούμενος, μέ πολύ μεγάλη εἰρήνη.

Ρώτησε τότε ὁ ἡγούμενος τόν μοναχό: «Πῶς ἀδελφέ, ἐνῶ ἒζησες μέ ἀμέλεια, φεύγεις μέ τόση χαρά καί ἣσυχος; Δέν φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ;» Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦλθε ἂμεση καί ἀναπάντεχη: «Ναί, ἒζησα μέ κάποια ἀμέλεια, εἶναι ἀλήθεια. Ὃμως, ἓνα πράγμα στήν ζωή μου προσπάθησα νά ζήσω μέ συνέπεια. Νά μήν κατακρίνω κανένα συνάνθρωπό μου. Ὃταν λοιπόν, μετά ἀπό λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά τοῦ πῶ μέ παρρησία: Κύριε, σύ εἶπες μήν κρίνετε, γιά νά μήν κριθῆτε. Ἐγώ δέν ἒκρινα. Σύ λοιπόν κάνε αὐτό πού ὑποσχέθηκες».

Ὁ ἡγούμενος καί οἱ ἀδελφοί συγκλονίστηκαν. Δακρυσμένος ὁ ἡγούμενος καί σφαλίζοντας τά μάτια τοῦ ἀπερχομένου ἀπό τόν κόσμο ἀδελφοῦ τοῦ εἶπε: «Στό καλό ἀδελφέ. Σύ μέ λίγον καί μικρόν ἀγώνα κέρδισες τήν αἰωνιότητα».

9.      Ἡ ἀγάπη γιατρεύει τήν κατάκριση

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος τελειώνει τήν ὁμιλία του «Μήν κατακρίνεις» μέ παραίνεση νά ἀποκτήσουμε περισσότερη ἀγάπη. Λέει λοιπόν, ὃτι ἂν εἲχαμε ἀγάπη, συμπάθεια καί συμπόνια, θά ἀποφεύγαμε νά βλέπουμε τά ἐλαττώματα τοῦ πλησίον, ὃπως εἶναι γραμμένο: «Ἡ ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν» καί ἀλλοῦ «Ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν» (ἡ ἀγάπη δέν σκέπτεται στό κακό)…, «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει…» (ὃλα τά σκεπάζει, σέ ὃλα ἐμπιστεύεται, γιά ὃλα ἐλπίζει, ὃλα τά ὑπομένει). Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἂν εἲχαμε ἀγάπη, θά σκεπάζαμε κάθε σφάλμα, ὃπως κάνουν οἱ ἃγιοι ὃταν βλέπουν τά ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων. Μήπως εἶναι τυφλοί οἱ ἃγιοι καί δέν βλέπουν τίς ἁμαρτίες; Καί ὃμως δέν μισοῦν τόν ἁμαρτωλό, οὒτε τόν κατακρίνουν. Δέν τόν ἀποστρέφονται. Συμπάσχουν, νουθετοῦν, παρηγοροῦν, τόν θεραπεύουν σάν ἂρρωστο μέλος. Κάνουν τά πάντα γιά νά τόν σώσουν.

Μιά μητέρα ἂν ἒχει υἱο ἂσχημο δέν τόν ἀποστρέφεται. Τόν στολίζει μέ εὐχαρίστηση καί κάνει καθετί γιά νά τόν ὀμορφύνει. Τό ἲδιο κάνουν καί οἱ ἃγιοι. Σκεπάζουν τόν ἁμαρτωλό, τόν βοηθοῦν, τόν διορθώνουν ὣστε μέ τόν καιρό νά διορθωθεῖ καί νά μετανοήσει. Προστατεύουν καί τούς ἂλλους καί δέν τούς ἀφήνουν νά βλαφθοῦν ἀπό αὐτόν.

Τί ἒκανε ὁ ἀββᾶς Ἂμμωνας ὃταν ἦρθαν οἱ ἀδελφοί ταραγμένοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἒλα νά δεῖς ἀββᾶ. Στό κελί τοῦ τάδε μοναχοῦ ὑπάρχει γυναίκα. Πόση εὐσπλαχνία ἒδειξε! Πόση ἀγάπη φανέρωσε ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή! Μόλις μπῆκε στό κελλί τοῦ ἀδελφού κατάλαβε, ὃτι ἒκρυψε τήν γυναίκα μέσα στό πιθάρι. Πῆγε λοιπόν καί κάθισε πάνω σέ αὐτό καί τούς εἶπε νά ψάξουν σέ ὃλο τό κελί. Καί καθώς δέν τήν βρῆκαν τούς λέει: «Πηγαίνετε τώρα στό κελί σας καί ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει». Ἒτσι τούς ἒκανε νά νοιώσουν ντροπή καί νά μήν πιστεύουν εὒκολα εἰς βάρος τοῦ πλησίον. Καί τόν ἒνοχο μοναχό ὃμως σωφρόνισε, γιατί ὂχι μόνο τόν σκέπασε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βρίσκοντας τήν κατάλληλη εὐκαιρία τόν διόρθωσε. Ἀφοῦ ἒβγαλε τούς ἂλλους ἒξω, τοῦ ἒπιασε τό χέρι καί τοῦ εἶπε: «Φρόντισε τήν ψυχή σου ἀδελφέ». Ἀμέσως συγκινήθηκε καί ἒπεσε σέ κατάνυξη ὁ ἒνοχος.

Καί ἐμεῖς λοιπόν ἂς ἀποκτήσουμε ἀγάπη καί εὐσπλαχνία γιά τόν πλησίον μας. Ἂς ἀποφύγουμε τήν φοβερή καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουδένωση τοῦ ἂλλου. Ἂς βοηθήσουμε ὁ ἓνας τόν ἂλλον, σάν δικό μας μέλος. Ποιός ἒχει τραῦμα στό χέρι ἢ στό πόδι ἢ κάπου ἀλλοῦ καί σιχαίνεται ἢ κόβει τό μέλος του ἒστω καί ἂν σαπίζει; Ἲσα ἲσα τό περιποιεῖται, τό καθαρίζει, τοῦ βάζει ἀλοιφές, φάρμακα, ἒμπλαστρα, τό σταυρώνει, τό ραντίζει μέ ἁγιασμό κλπ. Δέν ἀποστρέφεται τό μέλος του, οὒτε τή δυσωδία του. Κάνει τά πάντα γιά νά τό θεραπεύσει.

Ἒτσι ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά συμπάσχουμε μέ τούς ἀδελφούς μας. Νά τούς βοηθᾶμε, νά τούς συντρέχουμε, νά ἐπινοοῦμε καθετί γιά νά τούς ἀνακουφίσουμε. Γιατί εἲμαστε μέλη ὁ ἓνας τοῦ ἂλλου, ὃπως λέει ὁ Ἀπόστολος. Καί ὃταν πάσχει ἓνα μέλος, συμπάσχουν ὃλα τά μέλη. Μέ ἓνα λόγο καθένας κατά τή δύναμή του, κάντε τό πᾶν νά ἑνωθεῖτε μεταξύ σας. Γιατί ὃσο ἑνώνεται κανείς μέ τόν πλησίον, τόσο ἑνώνεται μέ τό Θεό.