Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός (1756-1821), κατά τον άγγλο περιηγητή με το ψευδώνυμο Al.Bej υπήρξε έως τον μαρτυρικό θάνατό του «ο σωτήριος άγγελος του ελληνικού έθνους». Η θυσία του σφράγισε την ενότητα και την για την ελευθερία αποφασιστικότητα του Ελληνισμού. Οι Τούρκοι πάντα ορέγονται τη Μεγαλόνησο και οι Έλληνες της Κύπρου πάντα οδηγούνται από τον μάρτυρα Κυπριανό και αμύνονται αποτεσματικά.
Ο Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο, σήμερα Δήμο της Επαρχίας της Λευκωσίας. Η οικογένειά του ήταν ευσεβής. Όταν ήταν μικρό παιδί η μητέρα του ζύμωσε και του έδωσε το ταψί με τα άψητα ψωμιά να τα πάει στο φούρνο. Όμως εκείνος γλίστρησε, έπεσε και αυτά κύλισαν στις λάσπες. Η μητέρα του αντί να τον μαλώσει του χαμογέλασε στοργικά και για παρηγοριά του έδωσε μιαν ευχή: «πού να σε δω δεσπότη γιέ μου». (Αρχιμ. Ιωάννη Αλεξίου «Εθνομάρτυρες», Εκδ. Θεολόγων «Η ΖΩΗ», Αθήναι, 1981, σελ. 19). Νωρίς τον έστειλαν στη Μονή Μαχαιρά για καλογεροπαίδι και να μάθει γράμματα. Στα 27 του χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο (1783) πήγε στις παραδουνάβιες χώρες για συγκέντρωση πόρων για το μοναστήρι του και για περαιτέρω σπουδές. Η φιλομάθεια, η φιλοπατρία, η αγάπη του στην Εκκλησία, και η ευφυΐα του προκάλεσαν την προσοχή του Μιχαήλ Δράκου – Σούτσου, Οσποδάρου της Βλαχίας. Αυτός προώθησε την προαγωγή του σε Αρχιμανδρίτη και την εγγραφή του στην Ακαδημία του Ιασίου.
Το 1802 επιστρέφει στην Κύπρο, το 1804, ως αρχιμανδρίτης ακόμη, με ευφυείς ενέργειες αποτρέπει τη σφαγή των Ελλήνων. Το 1810 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος και έχοντας διαπιστώσει στα ελληνόπουλα έλλειψη ελληνικής παιδείας ιδρύει ελληνικά σχολεία. Πρώτα στη Λευκωσία (1812), μετά στη Λεμεσό (1819) και στη συνέχεια στον Στρόβολο (1821). Παράλληλα επισκευάζει πολλούς ναούς και τους εμπλουτίζει με εκκλησιαστικά βιβλία, εικόνες και λειτουργικά σκεύη. Όλα αυτά υπό τη δαμόκλειο σπάθη του τούρκου δυνάστη. Έχοντας μυηθεί στη Φιλικά Εταιρεία, όπως και οι περισσότεροι κληρικοί και πολλοί λαϊκοί της Εκκλησίας της Κύπρου, παρακολουθεί την προετοιμασία της Επανάστασης, αλλά αποφασίζει να προσφέρει υπέρ αυτής οικονομική βοήθεια και να μην ξεσηκώσει το λαό, βλέποντας βεβαία τη σφαγή. Όμως αυτή ήρθε στις 9 και 10 Ιουλίου 1821. Κάτι παθαίνουν οι Τούρκοι τον Ιούλιο…
Ήδη από τον Απρίλιο του 1821, όταν απαγχονίστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και οι άλλοι αρχιερείς και πρόκριτοι, τα σύννεφα έδειχναν καταιγίδα. Ο Γεώργιος Κηπιάδης, το 1888 διηγείται τον τραγικό Ιούλιο του 1821, με βάση τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων. Παρατίθενται σχετικά αποσπάσματα:
«Την 23ην Απριλίου 1821 εξετελέσθη καθ’ άπασαν την Νήσον το διάταγμα δια τον αφοπλισμόν όλων των ραγιάδων Ελλήνων…Εις το άκουσμα της Ελληνικής Επαναστάσεως εξήφθη το φανατικόν μίσος των οθωμανών και ως εκ τούτου υπόπτους εθεώρουν πάντας ανεξαιρέτως τους Έλληνας ραγιάδας… Επί μήνα πανικός και φόβος τους Χριστιανούς ραγιάδας εκράτει, οι Ναοί του Υψίστου κατεπατήθησαν, εσυλήθησαν, εδημεύθησαν, παρθένοι διεκορεύθησαν, γυναίκες ητιμάσθησαν…
Την 9ην Ιουλίου 1821, ημέραν Σάββατον, διέταξεν ο ηγεμών και έκλεισαν τας πύλας της Λευκωσίας και εν τη πλατεία των Λουζηνιανών Βασιλέων, παρέστη το φρικωδέστερον των θεαμάτων, αφ’ όσα η πολυτλήμων Κύπρος είδεν από της υπό των Τούρκων αλώσεως της. Πρώτος ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ον προηγουμένως ο Ηγεμών μεθ’ όρκου διεβεβαίωσεν ότι δεν ήθελεν αποκεφαλίση και ον τινές εις μάτην παρεκίνησαν να δραπετεύση και να σώση ούτω εαυτόν, απάγεται και απαγχονίζεται, εξαρτηθείς επί της έναντι της πύλης του Σεραγίου μέχρι πρό τινος υφισταμένης συκαμινέας. Συνάμα εν τη αυτή περίπου θέσει αποτέμνουσι την κεφαλήν του εκ Λεμησσού Γεωργίου Μασούρα, όστις έφερε το υψηλόν αξίωμα του Καππί – Κεχαγιά εν Κωνσταντινουπόλει. Είτα εκαρατόμησαν τους τρεις Μητροπολίτας Χρύσανθον Πάφου, Μελέτιον Κυτίου και Λαυρέντιον Κυρηνείας, τον δε Αρχιδιάκονον του Αρχιεπισκόπου απηγχόνισαν, εξαρτήσαντες αυτόν εις τον έναντι της συκαμίνου πλάτανον…
Την επόμενην ημέραν, 10 Ιουλίου, απήγαγον εις την αγχόνην τον Ηγούμενον της ευαγούς και Βασιλικής Μονής Κύκκου Ιωσήφ…Τα λείψανα των μαρτυρησάντων ιερωμένων και λαϊκών τινά ερρίφθησαν από του φρουρίου έξωθεν της πόλεως υπό επί τούτω αγγαρευθέντων χριστιανών, οπόθεν έτεροι ομογενείς τα παρέλαβον και τα έθαψαν…». (Από το περιοδικό «Ιστορία και Ζωή», αριθμ. 3, Ιούλιος 1956, σσ. 181-186)
Η εννάτη Ιουλίου 1821
Επικό ποίημα του εθνικού μας ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917)
Τα τραγικά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 στην Κύπρο απαθανάτισε με μοναδικό τρόπο ο Κύπριος εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Το κορύφωμα του έργου, γραμμένου στην κυπριακή διάλεκτο, είναι ο διάλογος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού με τον τούρκο δυνάστη Μουσελίμ Αγά:
«Μουσελίμ Αγάς: Πίσκοπε, γιω (εγώ) την γνώμην μου ποτέ δεν την αλλάσσω, τζι’ όσα (και όσα) τζι’ αν πεις μεν θαρευτείς πως εν’ να σου πιστέψω. Έχω στο νου μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμάσω, τζι’ αν ημπορώ ΄που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω τζι’ ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω, έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυχήν να μην αφήσω.
Κυπριανός: Η Ρωμιοσύνη έν’ (είναι) φυλή συνότζιαιρη (ομήλικη) του κόσμου, κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ηξηλείψει, ΚΑΝΕΝΑΣ, γιατί σκέπει την ΄που (από) τα ΄ψη (ύψη) ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει! Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζιελειόν τζιαί τους Ρωμιούς τραούλια (σφακτάρια), αμμά ΄ξέρε πως ύλαντρον (αιωνόβιο δένδρο) όντας κοπεί καβάτζιν (προς τα πάνω) τριγύρου του πετάσσονται τρακόσια παραπούλλια (βλαστοί – παραφυάδες)».
Το επιγραμματικό ύφος του Μιχαηλίδη κορυφώνεται σε αυτούς τους δύο λαμπρότατους στίχους, που αφορούν τον τούρκο δυνάστη:
« Το ΄νιν αντάν να τρω’ την γην, τρώει την γην θαρκέται μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζείνον καταλυέται».
(Το υνί όταν τρώει τη γη, νομίζει ότι την τρώει, αλλά πάντα εκείνο τρώγεται και εκείνο καταστρέφεται).
Μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή J. Carne για τον εθνομάρτυρα
«Ξεχωριστός για τη μόρφωση και την ευσέβειά του καθώς και για το ακλόνητο ηθικό του σθένος, ο Κυπριανός, ήτανε το ύστατο σημείο όπου συγκεντρώνανε τις ελπίδες τους οι δυστυχισμένοι Έλληνες. Οι συχνές διαμαρτυρίες και παρατηρήσεις του κάνανε τις τουρκικές αρχές να τον μισούν. Συχνά δάκρυζε όταν μας μιλούσε για τις σφαγές των συμπατριωτών του. Τόνε ρωτήσαμε μια μέρα γιατί, μπροστά στους κινδύνους που τον απειλούσαν, δεν φρόντιζε να σωθεί φεύγοντας από το νησί. Όμως μας δήλωσε ότι ήταν αποφασισμένος να μείνει, για να δώσει στο λαό του, ως το τέλος, όση προστασία μπορούσε, και να χαθεί μαζί του…». (Από το βιβλίο του ΘΕΠΑΚ «Βασίλης Μιχαηλίδης – Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου», Λευκωσία, 2001, σελ. 48-49).