ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 18η Ιουλίου 2019
Μέγας σκόπελος, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους, για τις σχέσεις της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας με τον Παπισμό είναι και η πολιτική του διάσταση. Το Βατικανό είναι πρωτίστως κράτος, με συγκεκριμένο πολίτευμα, κυβέρνηση, κρατική δομή, σύνορα, σύνταγμα, νόμους, οικονομική αυτοτέλεια, διπλωματία, εξωτερική πολιτική, εσωτερική ασφάλεια, κ.α. Το σύγχρονο παπικό κράτος ιδρύθηκε «Επί Πάπα όμως Πίου ΙΑ΄ και της ιταλικής κυβερνήσεως του Μουσολίνι συνήφθη στο Λατερανό στις 11 Φεβρουαρίου 1929». Με τη συνθήκη αυτή «ιδρύθηκε νέο μικροσκοπικό ανεξάρτητο κράτος με το όνομα “Κράτος της πόλεως του Βατικανού” (Stato della Città del Vaticano) και κατέβαλε 750.000.000 ιταλ. λίρες σε μετρητά και ένα δις. Ιταλ. λίρες σε δάνειο ως αποζημίωση για την κατάληψη των εδαφών του Ποντιφικού κράτους (ποσό λιγότερο από αυτό που ανάθεσε για τον Πάπα ο ιταλικός νόμος του έτους 1871, αλλά που δεν τον δέχτηκε εκείνος). Παράλληλα ο Πάπας ανεγνώρισε το Βασίλειο της Ιταλίας, με την Ρώμη πρωτεύουσα αυτού, παραιτούμενος του λοιπού επί παντός δικαιώματος και διεκδίκησης των άλλοτε ποντιφικών εδαφών. Το ανασυσταθέν αυτό νέο κράτος της πόλης του Βατικανού έκτασης 0,44 τ.χλμ. είχε 512 κατ. (1929 έτος ίδρυσης) εξ ων 389 Ιταλοί και 113 Ελβετοί» (https://el.wikipedia.org/wiki).
Η Δυτική Εκκλησία και ιδιαίτερα το παλαίφατο και σεβάσμιο Πατριαρχείο της Ρώμης απολάμβανε σεβασμό και τιμή από όλες τις τοπικές Εκκλησίες, διότι ήταν η Εκκλησία της πρωτευούσης του απέραντου ρωμαϊκού κράτους. Η Εκκλησία της Ρώμης ήταν για τις άλλες Εκκλησίες η «προκαθημένη της αγάπης» και στον εκάστοτε Προκαθήμενός της δίνονταν ένα είδος τιμητικής πρωτοκαθεδρίας. Αυτό δεν σήμαινε, σε καμιά περίπτωση, πρωτείο εξουσίας, όπως αργότερα περιβλήθηκε ο αποκομμένος, από την ενιαία και αδιαίρετη Εκκλησία, Παπισμός. Αλλά όμως, με την μεταφορά της πρωτευούσης στην Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, από το Μ. Κωνσταντίνο (330), ατόνησε η πρωτοκαθεδρία του Επισκόπου Ρώμης, διότι δόθηκαν τα ίσα «προνόμια» και στον επίσκοπο Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, με τον 3ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτὴν νέαν Ρώμην». Αυτό δυσαρέστησε την Δυτική Εκκλησία, διότι, συν τοις άλλοις, ήταν διαποτισμένη με το ρωμαϊκό δικανικό πνεύμα και την υποσκάπτουσα αλαζονεία της «ρωμαϊκής κληρονομιάς», η οποία αναζωπυρώθηκε με την κατάλυση του δυτικού κράτους (476), από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές. Ό, τι είχε απομείνει από την ρωμαϊκή κληρονομιά, το είχε οικειοποιηθεί ο επίσκοπος Ρώμης και το καλλιεργούσε, χωρίς όμως να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στην καθόλου Εκκλησία.
Τα προβλήματα άρχισαν όταν κατέλαβε την Ευρώπη και μαζί την ιταλική χερσόνησο το ισχυρότερο βαρβαρικό φύλο, οι Φράγκοι, οι οποίοι έφεραν μια ολωσδιόλου διαφορετική κουλτούρα από την ρωμαίικη και συνάμα σοβαρές αιρετικές δοξασίες. Δια σφαγών και καταστροφών κατόρθωσαν να υποτάξουν ολόκληρη της Ευρώπη, να εξαφανίσουν την ορθοδοξία, την οποία ακόμη πρέσβευε η Δυτική Εκκλησία και να γίνουν κυρίαρχοι του δυτικού κόσμου. Οι ορθόδοξοι Ρωμαίοι τέθηκαν υπό την προστασία του Επισκόπου Ρώμης, και για τούτο απέκτησε, λόγω ανάγκης, και πολιτικές αρμοδιότητες, ένα είδους «εθναρχίας», για την διάσωση των ρωμαϊκών πληθυσμών. Αλλά οι βάρβαροι κατακτητές δεν άργησαν να εκμεταλλευτούν αυτή την επιρροή του Επισκόπου Ρώμης και άρχισαν να τον προσεγγίζουν και να τον πάρουν με το μέρος τους. Απελευθέρωναν εδάφη από άλλους βαρβάρους (Λομβαρδούς, κλπ), τα οποία απέδιδαν στην δικαιοδοσία του Πάπα. Έτσι στα 754 ο Πάπας Στέφανος Β΄ (715-757) ζήτησε βοήθεια από τον Φράγκο ηγεμόνα Πιπίνο τον Βραχύ (714-768), να απελευθερώσει την Ιταλία από τους Λομβαρδούς, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «Πατρικίου της Ρώμης» και εκείνος του παραχώρησε κάποιες πόλεις, κρατώντας όμως την πολιτική ηγεμονία (756). Ακολούθως ο Κάρολος ο Μέγας (748-814) ανανέωσε την χορήγηση των κτήσεων στον Πάπα Αδριανό Α΄ (867-872), με την εδαφική δωρεά από μέρους του (774). Αργότερα ο Πάπας Λέων Γ΄ (750-816) θα στέψει τον Κάρολο το Μέγα (Χριστούγεννα 800) «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων», θα του παραχωρήσει δηλαδή την ρωμαϊκή κληρονομιά και εκείνος θα του παραχωρήσει πλήρη πολιτική εξουσία και θα τον κάνει πολιτικό ηγεμόνα, υποτελή του στην Ιταλία. Έτσι γεννήθηκε το παπικό κράτος.
Ακολούθως, «Το 962 με την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό του Όθωνος του Μεγάλου Βασιλέως της Γερμανίας, τον οποίο είχε καλέσει ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ κατά του Βερεγγαρίου Β΄ Βασιλέως της Ιταλίας, κατέστησε την Αγία Έδρα και σχεδόν ολόκληρη την Ιταλία γερμανική κτήση. Το 1059 ο Πάπας Νικόλαος Β΄ απεφάσισε η εκλογή των Παπών εις το εξής να γίνεται υπό μόνο των Καρδιναλίων, ο δε Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073) καθόρισε στο μέλλον η εκλογή των Παπών να μην επικυρώνεται από τον Αυτοκράτορα. Η απόφαση αυτή δημιούργησε σειρά αγώνων μεταξύ Αυτοκρατόρων και Παπών δημιουργώντας το περίφημο ζήτημα της “αμοιβαίας επικύρωσης” της εκλογής. Δηλ. ενώ οι Αυτοκράτορες ζητούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν την εκλογή των Παπών, οι Πάπες διεκδικούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν και αυτοί, δια της υπ’ αυτών στέψης, την εκλογή των Αυτοκρατόρων. Κατά τους αγώνες αυτούς οι Πάπες απέκτησαν μεγάλη “κοσμική” εξουσία που έφθασε στο σημείο της ταπεινώσεως του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ στην Κανόσσα το 1077» (όπου ανωτ.). Η βαθμιαία άλωση του Πατριαρχείου από τους αιρετικούς και βαρβάρους Φράγκους θα συνεχιστεί, ώσπου το 1009, κατ’ άλλους το 1012, θα ανέλθει στον παπικό θρόνο Φράγκος Πάπας και θα το αποκόψει και τυπικά από την Εκκλησία το 1054.
Στη συνέχεια ο αποκομμένος από την Εκκλησία αιρετικός Παπισμός θα κατορθώσει να ανυψώσει τον «Πάπα» σε υπερηγεμόνα και μάλιστα θα «θεμελιώσει» την κοσμική του εξουσία σε «μεταφυσικές» βάσεις. Με βάναυσες παραποιήσεις των αγιογραφικών κειμένων και τη χάλκευση πλαστών κειμένων θα περιβληθεί «θεϊκές» ιδιότητες, όπως αυτή του «αντιπροσώπου του Χριστού στη γη», του «διαδόχου του πρίγκιπα του κολλεγίου των Αποστόλων Πέτρου» και θα απαιτήσει να ηγεμονεύει σε όλη τη γη. Να είναι ο χορηγός κάθε εξουσίας! Η κατοπινή ιστορία είναι γνωστή και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρουσίαση και ανάλυση.
Αν και βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, όπου έχει πλήρως απομυθοποιηθεί το ιστορικό παρελθόν και οι ολέθριες καταβολές της ιστορίας έχουν τεθεί στο περιθώριο προ πολλού, ο Παπισμός παραμένει πεισματικά περιχαρακωμένος στην μεσαιωνική μορφή του. Η «καθολική εκκλησία» έχει τη νομική μορφή ενός κλασσικού μεσαιωνικού κράτους, του οποίου κύρια στοιχεία είναι ο θεοκρατικός και φεουδαρχικός του χαρακτήρας. Μια μορφή κρατικής οντότητας και διακυβέρνησης, που θα ήταν αδιανόητο να εφαρμοστεί σε ένα σύγχρονο κράτος, ως άκρως αναχρονιστική! Και όμως το Βατικανό αποζητά μια θέση στο σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι με αυτή την μορφή!
Ο «Πάπας» είναι ο ισόβιος και αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας του «Κράτους του Θεού». Η εκλογή του σκοτεινή και απόλυτα αδιαφανής. Από αυτόν πηγάζουν όλες οι εξουσίες, εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, πνευματική και συνάμα η «εκκλησιαστική». Οι αποφάσεις του δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, διότι κατέχει το «αλάθητο», ως βασικότατο δόγμα πίστεως, με την καθιέρωσή του στην Α΄ Βατικανή «Σύνοδο» 1870. Ειρήσθω πως σύμφωνα με την «δογματική» της «καθολικής εκκλησίας» και ειδικά τις αποφάσεις της εν λόγω «Συνόδου», όποιος αμφισβητεί το δόγμα περί του «αλαθήτου» του «Ρωμαίου Ποντίφικα» είναι «αναθεματισμένος» και «δεν …έχει σωτηρία»! Όλοι εμείς που το αμφισβητούμε και το απορρίπτουμε είμαστε για τον Παπισμό «αφορισμένοι» και «προορισμένοι για την κόλαση»!
Το «Κράτος του Θεού» εκπροσωπείται, όπως και τα συμφέροντά του στο εξωτερικό και τους διεθνείς οργανισμούς με τους «Νούντσιους», τους πρεσβευτές του Πάπα, οι οποίοι είναι, οφείλουν να είναι, κατά πάντα πιστοί σ’ αυτόν και να εκφράζουν απόλυτα την θέλησή του.
Αυτό το είδαμε σε πρόσφατο δημοσίευμα της εν Ελλάδι εφημερίδος των παπικών «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» (29-6-2019), με θέμα: «“ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ” ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥΣ ΝΟΥΝΤΣΙΟΥΣ». Αναφέρεται στην συνάντηση των 200 περίπου εκπροσώπων (Νουντσίων), με τον «Πάπα» Φραγκίσκο στο Βατικανό, στις 12-15 Ιουνίου 2019. Σύμφωνα με το δημοσίευμα: «οι συζητήσεις φυσικά παραμένουν απόρρητες, αλλά εκείνο που δημοσιοποιήθηκε ήταν ένας “δεκάλογος” χαρακτηριστικών που ο πάπας Φραγκίσκος, μέσω των Απεσταλμένων του, ζητά να χαρακτηρίζουν κάθε αφιερωμένο Καθολικό (Επίσκοπο, Ιερέα, Μοναχό)». Ιδιαίτερη σημασία έχει η πληροφορία περί των «απορρήτων συζητήσεων» στη συνάντηση, η οποία αποδεικνύει, ότι η διπλωματία του Βατικανού είναι ολόιδια με την κοσμική διπλωματία.
Διαβάσαμε με προσοχή τον «δεκάλογο» του καλού Νούντσιου και διαπιστώσαμε αβίαστα ότι τα παραπάνω γραφόμενά μας για την πολιτική διάσταση του παπισμού αποδεικνύονται από αυτόν. Αναφέρουμε δειγματοληπτικά ορισμένα «άρθρα» του περίφημου αυτού «δεκαλόγου»: «Ο Νούντσιος είναι άνθρωπος του Πάπα. Επομένως ενεργεί για λογαριασμό του και συμβολίζει την παρουσία του Πάπα ανάμεσα στους πιστούς. Προφανώς μπορεί να έχει τις συμπάθειές του και τις αντιπάθειές του, όμως ο καλός Νούντσιος σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή αποστολή είναι η γέφυρα συνεννόησης μεταξύ του Βικαρίου του Χριστού και των τοπικών κοινοτήτων ή κυβερνήσεων και πρέπει να δρα και να κινείται συνεχώς με αποφασιστικότητα, διπλωματικότητα και προδιάθεση ανθρωπίνων επαφών. Είναι καθήκον του να μελετά τις καταστάσεις και τις μεταβολές των συνθηκών και να ενημερώνει σχετικά την Αγία Έδρα. Αντίθετα ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ όντας παπικός εκπρόσωπος να ασκεί πισώπλατη κριτική ή μέσω διαδικτύου και εχθρικών ομάδων να επιτίθεται στον Πάπα, την Κουρία και την Εκκλησία της Ρώμης»! Δεν χρειάζεται να κάνουμε εξειδικευμένη ανάλυση στα ανωτέρω, για να καταλάβουμε τι είναι και πως δρα η παπική διπλωματία. Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε πως ο «πάπας» δεν απεμπολά το δαιμονικό δόγμα περί «Βικαρίου του Χριστού». Δε χρειάζεται να επισημάνουμε πως οι διπλωμάτες του Βατικανού δεν είναι διπλωμάτες της «εκκλησίας», αλλά πειθήνια όργανα του «Πάπα», για να προωθεί την διεθνή πολιτική του. Δεν είναι «εκκλησιαστικοί απεσταλμένοι», αλλά «παπικοί εκπρόσωποι», όπως αναφέρεται στο κείμενο. Και το τελευταίο και πολύ σημαντικό: είναι γνωστό πως η διπλωματία ενέχει συχνά και το στοιχείο της δολιότητας και της απάτης. Η παπική διπλωματία δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού αναφέρεται στο κείμενο πως ο «καλός» Νούντσιος «πρέπει να δρα και να κινείται συνεχώς με αποφασιστικότητα, διπλωματικότητα και προδιάθεση ανθρωπίνων επαφών. Είναι καθήκον του να μελετά τις καταστάσεις και τις μεταβολές των συνθηκών και να ενημερώνει σχετικά την Αγία Έδρα»!
Σε άλλο «άρθρο» του «δεκαλόγου» αναφέρεται πως «ο Νούντσιος είναι άνθρωπος της ταπεινότητας». Και επισημαίνεται, με έμφαση: «τελευταία, αλλά όχι έσχατη αρετή, που δεν απαντάται σε “ανώτερους κληρικούς”, αλλά είναι απαραίτητη για τον εκπρόσωπο του Βικαρίου του Χριστού…»! Συμφωνούμε ότι, όχι μόνο ο «καλός Νούντσιος», αλλά ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να είναι ταπεινός, διότι η ταπείνωση είναι μέγιστη χριστιανική αρετή. Ερωτάται όμως: υπάρχει ταπείνωση στον Παπισμό; Η επισήμανση στον εν λόγω «δεκάλογο», ότι δεν απαντάται σε «ανώτερους κληρικούς» της «καθολικής εκκλησίας», είναι μια τραγική ομολογία ότι Παπισμός και ταπείνωση είναι δύο έννοιες εντελώς ασύμβατες. Και μόνο, ότι ο «πάπας» αποκαλεί τον εαυτό του «Βικάριο του Χριστού» στο κείμενο, αποδεικνύει περίτρανα ότι η ταπείνωση λείπει πρωτίστως από αυτόν, διότι ανυψώνει εαυτόν στη θέση του Χριστού και κάνει τους υπολοίπους, επισκόπους, ιερείς, μοναχούς και τους πιστούς, υποπόδιο των ποδών του! Αν ήθελε ο κ. Φραγκίσκος να ζητήσει από τους διπλωματικούς απεσταλμένους του να είναι ταπεινοί, θα έπρεπε πρώτα να εκδηλώσει έμπρακτη ταπείνωση ο ίδιος, να αποκαθηλώσει το δικό του εωσφορικό εγωισμό. Συγκεκριμένα: Να αποβάλλει το αντίχριστο δόγμα του «Βικαρίου του Χριστού», όπως και τα δαιμονικά δόγματα του «αλαθήτου» και του «πρώτου» στην εκκλησία. Να απεκδυθεί την πολιτική εξουσία, η οποία είναι απόλυτα ασύμβατη με την εκκλησιαστική διακονία. Να αναγνωρίσει το χιλιόχρονο εγκληματικό παρελθόν της «εκκλησίας» του, τα φοβερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα διαχρονικά εγκλήματα κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Να ζητήσει αναδρομικά συγνώμη για το κωμικό φαινόμενο των έως άρτι προκατόχων του να μην καταδέχονται να πατούν στη γη και να μεταφέρονται στις πλάτες των καρδιναλίων τους και φυσικά η απαίτησή τους να τους φιλούν τα πόδια! Αν όλα αυτά αποτελούν στοιχεία «ταπεινότητας» για εκείνον και το θεσμό που περιβάλλει, τότε αυτή η ταπείνωση δεν έχει καμιά σχέση με την ταπείνωση που δίδαξε ο Χριστός και που διδάσκει η Εκκλησία Του.
Τέλος να «έρθει εις εαυτόν», αποβάλλοντας την υπέρμετρη υπεροψία του, να συνειδητοποιήσει τις τρομακτικές αλλοιώσεις που προκάλεσε στην Εκκλησία, με τις δεκάδες αιρετικές πλάνες, που πρόσθεσε στην θρησκευτική του κοινότητα, αφότου αποκόπηκε από την μία και αδιαίρετη Εκκλησία. Να ταπεινώσει το φρόνημά του, για να μπορέσει να δει ότι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, δεν είναι η «εκκλησία» του, αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία παραμένει απόλυτα πιστή στην πίστη της αρχαίας Εκκλησίας, χωρίς να αφαιρέσει και να προσθέσει το παραμικρό στην σώζουσα διδασκαλία της.
Κλείνοντας το σχόλιό μας θα θέλαμε να τονίσουμε για πολλοστή φορά πως η κριτική μας, όσο οξεία και να είναι, είναι κριτική αγάπης και αλήθειας, για κάθε αποκομμένο μέρος από την αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού. Η κριτική μας αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο να καταδείξει στους πλανεμένους αδελφούς μας τις πλάνες τους, οι οποίες τους οδηγούν στην απώλεια. Δεν μας είναι καθόλου ευχάριστο να αναμοχλεύουμε πληγές και να σπάμε αποστήματα. Αλλά αυτό είναι απαραίτητο ποιμαντικό καθήκον μας, να επισημαίνουμε πως η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια και η πλάνη συνώνυμη με την απώλεια. Δεν λέμε δικά μας πράγματα και σοφίσματα, αλλά προσπαθούμε να μιλάμε τη γλώσσα της Εκκλησίας και παρουσιάζουμε την ιστορική πραγματικότητα ως έχει. Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι ο προαναφερόμενος «δεκάλογος» του «καλού Νούντσιου», ελάχιστη σχέση έχει με τον «δεκάλογο» του καλού και γνησίου εκκλησιαστικού άνδρα!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών