Εὐάγγελου Π. Παπανούτσου
Καὶ στοὺς ἄλλους τομεῖς τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως στὴ σφαίρα τῆς Φιλοσοφίας, ἡ Παιδεία μας -πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσομε- πάσχει ἀπὸ ἕνα εἶδος πρεσβυωπίας: στέκεται προσηλωμένη στὰ πολὺ μακρινά, στοὺς κλασσικοὺς χρόνους τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, καὶ τὰ κοντινὰ δὲν τὰ βλέπει, οὔτε τὰ λογαριάζει.
Σπουδάζομε τὰ πρῶτα σκιρτήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ στὸν ἀρχαῖο κόσμο, τὰ χρόνια ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὴν ἀποικιακὴ διάπλωση ἐκτείνεται ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη τῆς Μεσογείου ἕως τὴν ἄλλη μὲ ὑπερηφάνεια (ἀφοῦ ἀπ᾿ ὅλους ἡ Φιλοσοφία ἀναγνωρίζεται γέννημα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος) παρακολουθοῦμε τὴν ἄνδρωσή της στὴ γῆ τῆς Ἀττικῆς, μὲ τοὺς τρεῖς κορυφαίους στοχαστές: τὸ Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ τέλος φυλλομετροῦμε βιαστικὰ τὶς σελίδες τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς ἀρχαίας ἱστορίας της (κ᾿ ἐδῶ ξεχωρίζουν τρία πάλι ὀνόματα σχολῶν Στωϊκοί, Ἐπικούρειοι, Νεοπλατωνικοὶ) – καὶ κλείνομε τὴ βίβλο τῶν ἐθνικῶν τίτλων.
Πέρ᾿ ἀπὸ τὸ ὅριο τοῦτο, τὸ τόσο μακρινό, πιστεύομε ὅτι δὲν εἶπε τίποτα πιὰ σημαντικὸ ὁ Ἑλληνικὸς λόγος. Τὴ βυζαντινὴ σκέψη τὴν προσγράφομε στὰ «θεολογούμενα», στὴ χριστιανικὴ Δογματική, καὶ γιὰ Φιλοσοφία στοὺς χρόνους ποὺ πλάθεται ὁ νέος Ἑλληνισμός, στοὺς μαύρους χρόνους τῆς δουλείας, νομίζομε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει συζήτηση σοβαρή. Τότε -λέμε- ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση δηλαδὴ κ᾿ ἐδῶθε, ἡ σκέψη ἡ φιλοσοφικὴ σβήνει στὶς χῶρες τὶς Ἑλληνικὲς- ἡ ἄλλη Εὐρώπη παίρνει στὰ χέρια της τὴν ἀρχαία κληρονομιά, τὴν ἀξιοποιεῖ καὶ μὲ τὸ δημιουργικὸ ἔργο της γράφει τὴ νέα περίοδο τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας.
Πραγματικὰ ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ πλατιὰ διαδοθεῖ (καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνάμεσά μας) ὁ ἱστορικὰ ἀνεδαφικὸς καὶ γιὰ τὴ ἐθνική μας Παιδεία ἐπικίνδυνος μύθος, ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, ἰδίως ὅμως ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀρχίζει οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ νὰ ἀποσυντίθεται, καθὼς καὶ στοὺς μαύρους γιὰ τὸ δύστυχο Ἔθνος μας αἰῶνες τῆς δουλείας, ὁ Ἑλληνισμὸς χάνει τὴν πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀμάθεια καὶ στὴ βαρβαρότητα καὶ τίποτα πιὰ ἀξιόλογο, στὴν περιοχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Φιλοσοφίας, δὲν παράγει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ κοντὰ στὰ ἐκπληκτικὰ προϊόντα τῶν χρόνων τοῦ ἀρχαίου κλέους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀνασταίνεται πάλι ἀπὸ τὴ στάχτη του μὲ τὴν ἡρωϊκὴ πράξη τοῦ Εἰκοσιένα, πνευματικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἡγέτες στρέφονται πρὸς τοὺς κλασσικοὺς αἰῶνες τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐκεῖ ἀναζητοῦν τὶς βάσεις γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν Παιδεία της ἐλευθερωμένη· οἱ «Ἀρχαῖοι» καὶ οἱ «Ξένοι», οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ τοὺς τέσσερις-πέντε τελευταίους αἰῶνες θαυματούργησαν καὶ δοξάστηκαν στὶς πνευματικὲς κατακτήσεις, γίνονται οἱ δάσκαλοί μας.
Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζομε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες Βυζαντινῆς ἱστορίας καί, ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτὸ μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσομε τὸν πληγωμένο ἐθνικό μας ἐγωϊσμὸ μὲ τὴν προσπάθεια ν᾿ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς Ἀρχαίους μας προγόνους.
Πῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαθόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μῦθος· πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση Πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία – αὐτὸ εἶναι θέμα χωριστὸ ποὺ ἡ ἀνάπτυξή του δὲν ἔχει θέση μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει. Ἀπὸ τὴ μόρφωση μᾶς ἀπουσιάζει σχεδὸν ὁλόκληρος ὁ βυζαντινός, ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γραμματεία του καὶ -τὸ χειρότερο ἀκόμη- ἀπουσιάζει καὶ ὁ νέος Ἑλληνισμός, ἀπὸ τὸ 13ο αἰῶνα καὶ ἐδῶ. Ἔχομε ἀνοίξει μία μεγάλη πληγὴ ἀπάνω στὸ ἐθνικὸ σῶμα τῆς πνευματικῆς μας ἱστορίας· τὴ σταματοῦμε στοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀκρωτηριασμός, ἀπότομη, χάσμα μέγα ἕως τὸ 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ὅτι ἀρχίζει πάλι νὰ κελαηδάει ἡ βουβαμένη ἐπὶ τόσους αἰῶνες πηγὴ μὲ τοὺς πρώτους ψάλτες τῆς Ἐλευθερίας…
Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πλάνης εἶναι πολλές. Πρῶτα-πρῶτα ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας: τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ἐδῶ ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία.
Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβήτητη καὶ χρέος μας ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζομε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τους μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε, ἔπλασε καὶ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τους οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση. Μπορεῖ, σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς μακραίωνης ἱστορίας της, τὰ πνευματικὰ κατορθώματά της νὰ μὴ βρίσκονται πάντα στὴν ἴδια γραμμή· ἄλλοτε νὰ λάμπουν περισσότερο, καὶ ἄλλοτε λιγότερο.
Ὅμως ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ἱστορικό της παρελθόν, καὶ ἀπὸ τὸ μακρινὸ καὶ ἀπὸ τὸ πρόσφατο, ἡ Παιδεία μας ἔχει ν᾿ ἀντλήσει θησαυροὺς καὶ μορφωτικὰ ἀγαθὰ περιωπῆς, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο της. Καὶ βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τῶν νέων μας νὰ φυτέψει τὴν πεποίθηση, ὅτι γιὰ ἕνα τοὐλάχιστο πρᾶγμα μποροῦν νὰ ὑπερηφανεύονται: γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ στὶς καλὲς καὶ στὶς μαῦρες μέρες τῆς μακρόχρονης ζωῆς του ὁ λαὸς μας ἀγάπησε τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ πρόθυμα τὸ ὑπηρέτησε.
Ἡ δεύτερη συνέπεια τῆς πλάνης εἶναι ὅτι, ἐνῷ οἱ ἐπιστήμονες καὶ γενικὰ οἱ μορφωμένοι μας ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστορία τῶν πέντε τελευταίων αἰώνων γνωρίζουν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σημαντικούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἢ καὶ περισσότερους ἀσήμαντους Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, Ἄγγλους καὶ Γερμανοὺς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους καὶ γενικὰ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἀγνοοῦν πολλοὺς ἀσήμαντους, ἀλλὰ καὶ περισσότερους σημαντικούς, δικούς μας.
Δὲν κηρύττω τὸν πνευματικὸ σωβινισμό. Καὶ ἀνόητο εἶναι νὰ περιορίζει κανεὶς τὸ πνεῦμα καὶ τὶς κατακτήσεις του μέσα σὲ ὁρισμένα ἐθνικὰ ἢ γεωγραφικὰ σύνορα, καὶ ἐπικίνδυνο γι᾿ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸ κάνει. Ὀρθὸ καὶ συμφέρον ὑπῆρξε καὶ εἶναι γιὰ τὸ Ἔθνος μας νὰ μαθαίνει ξένες γλῶσσες καὶ νὰ μελετᾶ τοὺς ξένους ταξιδεύοντας στὸν τόπο τους ἢ ἀγοράζοντας τὰ βιβλία τους. Πρέπει, καὶ καλὰ πράττομε, ν᾿ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ παίρνομε τὸ καλύτερο ὁπουδήποτε μᾶς προσφέρεται. Γιατί ὅμως, πρὶν ἀπευθυνθοῦμε στοὺς ξένους, ἢ τοὐλάχιστον παράλληλα μ᾿ αὐτούς, νὰ μὴ γνωρίσομε καὶ νὰ συμβουλευτοῦμε τοὺς δικούς μας λογίους καὶ σοφοὺς – ὄχι φυσικά τούς ἀσήμαντους, ἐπειδὴ καὶ μόνο εἶναι Ἕλληνες καὶ γράφουν ἑλληνικά, ἀλλὰ τοὺς πολὺ σημαντικούς, ποὺ βρίσκονται ψυχικὰ καὶ γλωσσικὰ κοντά μας καὶ μποροῦν νὰ γίνουν λαμπροὶ δάσκαλοί μας σὲ πλῆθος πράγματα;
Μὲ ποιά δικαιολογία θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ μελετοῦμε ἢ νὰ μεταφράζομε καὶ νὰ ἐκδίδομε ἄπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, ἐπιστημονικά, φιλοσοφικὰ) τρίτης καὶ τέταρτης γραμμῆς, νὰ καμαρώνομε μάλιστα ποὺ ξέρομε τὰ ὀνόματα τῶν συγγραφέων καὶ τὸ περιεχόμενό τους, ἐνῷ ἀδιαφοροῦμε γιὰ συγγραφεῖς καὶ ἔργα πρώτης ποιότητας τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας, ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ γίνουν βάση τῆς Παιδείας μας;
Ἡ ξενηλασία στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος εἶναι πάντοτε ἀπόδειξη κουφότητας καὶ μικρόνοιας, ἀλλὰ καὶ ἡ παραμέληση τῶν ἐθνικῶν θησαυρῶν, ἀπὸ ἄγνοια ἢ κακὴν ἐκτίμηση τῆς ἀξίας τους καὶ ἀπὸ ὑπερτίμηση τῶν ξένων, εἶναι ἴδιο τῶν λαῶν ποὺ δὲν σέβονται ἢ ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸν ἑαυτό τους.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ ἔργου του, Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἐκδόσεις Ζαχαρόπουλος.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 22-8-2016