ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 2

ορθόδοξη ΕλλάδαΕἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου καὶ Φιλολόγου

MA & PhD Θεολογίας

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 

1. Πολιτική καί Θρησκεία: Δύο ὅροι ἀλληλοσυμπληρώμενοι ἤ ἀλληλοσυγκρουόμενοι;

            Ἡ μελέτη τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας βρίθει ἀπὸ παραδείγματα ποὺ ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκεία βρέθηκαν συναγωνιστὲς κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια σημαία ἢ ἀντίπαλοι σηκώνοντας διαφορετικὰ λάβαρα. Στὸν πρόλογο τῆς παροῦσας μελέτης ἔγινε μία μικρὴ ἀναφορὰ σὲ παραδείγματα τῆς ἱστορίας ποὺ ἡ θρησκεία συμπορεύτηκε ἢ συγκρούσθηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἐδῶ θὰ γίνει πιὸ ἐκτενὴς καὶ ἀναλυτικὴ ἀναφορά. Πρίν, ὅμως, τὴν ὁποιαδήποτε ἐξέταση τοῦ θέματος, θὰ γίνει προσπάθεια νά δοθεῖ ἕνας ὁρισμὸς τῶν ἐννοιῶν πολιτικὴ καὶ θρησκεία.

Πολιτικὴ εἶναι ἡ συντονισμένη δράση ἀτόμων ἢ κοινωνικῶν ὁμάδων μὲ σκοπὸ νὰ πετύχουν στόχους ποὺ ἀφοροῦν τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Μὲ τὴν πολιτικὴ οἱ ἄνθρωποι ὀργανώνουν τὴν κοινωνική τους συμβίωση. Συμμετέχουν σὲ μία δημόσια διαδικασία, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν κοινωνικὲς ὁμάδες ἢ τὸ κοινωνικὸ σύνολο[1]. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ δεύτερο ὄρο «Θρησκεία» θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἑξῆς σημασία: Ἡ θρησκεία εἶναι ἡ σχέση ποὺ ἀναπτύσσει ὁ ἄνθρωπος μὲ μία δύναμη ἀνώτερη ἀπὸ ἐκεῖνον. Συνήθως οἱ διάφορες θρησκεῖες ἐκτός του Χριστιανισμοῦ εἶναι ἀποκύημα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὁ Χριστιανισμὸς θεωρεῖται καὶ εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του. Ἑπομένως, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία ἀλλὰ ἀποκάλυψη.

Σήμερα μαζὶ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ, οἱ βασικὲς θρησκεῖες εἶναι πέντε: Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός, Βουδισμός, Ἰνδουισμός. Ἡ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς πιστεύει στὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀνώτερου ὄντος, τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία περὶ Θεοῦ ἔχει παγιωθεῖ στὴ διδασκαλία τῆς θρησκείας καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη συνάρτηση μὲ τοὺς χώρους λατρείας τῆς ἑκάστοτε θρησκείας καὶ τὴ διδασκαλία της.

Συνοπτικά, προαναφέρθηκαν κάποια περιστατικὰ τῆς καλῆς ἢ ὄχι σχέσεως τῆς θρησκείας μὲ τοὺς πιστούς της σὲ σχέση μὲ τὴν πολιτική. Στηρίζει ἡ μία τὴν ἄλλη; Μήπως ἡ μία λειτουργεῖ σὰν ὄχημα, γιά νὰ ὑλοποιήσει τὰ σχέδιά της ἄλλης;

Πολλὲς φορὲς στὴν ἀρχαιότητα ἡ θρησκεία καὶ μάλιστα ἐκείνη τοῦ Δωδεκάθεου ἀποτελοῦσε τὸ συνεκτικὸ κρίκο ποὺ ἕνωνε τίς Μητροπόλεις μὲ τὶς ἀποικίες στὴν ἀρχαίας Ἑλλάδα. Συγχρόνως, ὅλοι σχεδόν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν δυνατοὺς δεσμοὺς μὲ τὴ θρησκεία τους. Ἔτσι παρὰ τὶς διάφορες τοπικὲς θεότητες ποὺ λατρεύονταν, ὑπῆρχε κοινὴ πίστη στοὺς ἀρχαίους Δώδεκα Θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου.

Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια, ἡ λατρεία τοῦ Δωδεκάθεου σὲ συνάρτηση μὲ τὴ λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ἐνοποίησης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία γινόταν ἀποδεκτὴ στὴν αὐτοκρατορία ἐκτός του Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ συνέβαινε, γιατί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀναγνώριζε καὶ δὲν ἀποδεχόταν τὴν ὕπαρξη ἄλλων «πραγματικῶν» θεῶν, παρὰ μόνο Ἐκείνου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν τότε ἀντίληψη περὶ θρησκείας στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, ὑπέσκαπτε τὰ θεμέλια της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τόνοι αἵματος χριστιανῶν μαρτύρων ἀποτελοῦν τὴν ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὑπῆρξε σφοδρὴ σύγκρουση μεταξὺ πολιτείας καὶ κατεστημένης εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Στὸ προοίμιο τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τὸ 313 ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς στενῆς συνεργασίας-σύζευξης τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν Πολιτεία. Ἐπιπλέον, μελετώντας τὰ ἱστορικὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς, εἶναι εὔκολο κανεὶς νὰ διαπιστώσει πόσο ἡ Πολιτεία στήριξε τὴ Χριστιανικὴ θρησκεία ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίστροφο.  Τὸ Βυζάντιο θεωρεῖται κατεξοχὴν ἡ πρώτη Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία. Μόνο τὴν περίοδο τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη καὶ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ πολιτικὴ ἐξουσία βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν πόλεμο μὲ τὸ Χριστιανισμό, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν παραγκωνίσει ὁλοκληρωτικά.

            Στὴν Εὐρώπη ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτέλεσε τὸ μέσο ποὺ βρῆκε μεγαλύτερο ἔρεισμα στὸ λαὸ ἡ διοίκηση τοῦ Καρλομάγνου. Παράλληλα πολλὲς φορὲς ἡ Δυτικὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία βοήθησε στὴν ἰσχυροποίηση μίας πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἔτσι πολλοὶ ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης ἔσπευδαν νὰ ἀναπτύξουν στενὲς σχέσεις συνεργασίας μὲ τὸν Πάπα προσφέροντάς του ἀκόμα καὶ ἐδάφη[2].

            Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ τὴ σχέση της μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ὑπάρχει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μωάμεθ. Ὁ τελευταῖος προκειμένου νὰ ἑνώσει τὶς διάφορες ἀραβικὲς φυλὲς δημιούργησε μία θρησκεία, μὲ στοιχεῖα εἰδωλολατρικά, χριστιανικὰ –κυρίως αἱρετικὰ μονοφυσιτικὰ- καὶ ἰουδαϊστικά. Ἔτσι ἡ θρησκεία τῶν Μουσουλμάνων ἀποτέλεσε τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο κτίστηκε ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.

Ἡ μεγάλη σύγκρουση τῆς θρησκείας μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χρόνια του Διαφωτισμοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἰδεολογικὸ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικοπολιτικὸ ρεῦμα ποὺ ἀμφισβητεῖ κάθε αὐθεντία ἄρα καὶ τὶς θρησκεῖες. Ἡ περίοδος τῆς νεωτερικότητας ποὺ κάνει τὰ πρῶτα δειλὰ βήματα μὲ τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἰσχυροποιεῖται μὲ τὴ Βιομηχανικὴ Ἐπανάσταση φέρνει μία σύγκρουση μεταξὺ θρησκείας καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας ἢ σκέψης. Αὐτὴ τὴ σχέση, ποὺ ὑφίσταται μὲ βάση τὴ νεωτερικότητα, θὰ πρωταγωνιστήσει στὸ κύριο μέρος τῆς συγκεκριμένης ἐργασίας.

 

Συνεχίζεται…

 


[1] «Πολιτική καί Δίκαιο. Βιβλίο Β΄ Λυκείου Γενικοῦ Λυκείου, Γενικῆς Κατεύθυνσης», http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B103/94/758,2775/unit=1096 (2012).

[2] «Τό 754 ὁ νικητής ἡγεμόνας τῶν Φράγκων Πιπίνος ἔδωσε στόν Πάπα Στέφανο Β΄ τά ἄλλοτε βυζαντινά εδάφη. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τά ἐδάφη αὐτά νά ἀποτελέσουν τήν κοσμική ἐπικράτεια τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ. Ὁ Πάπας γίνεται Ἀνεξάρτητος ἡγεμόνας. Κάτι πού τό ἐπικυρώνει καί τό 774 ὁ Καρλομάγνος. Αὐτός ἀναγνωρίζει τή δωρεά τοῦ Πιπίνου. Τό 787 οἱ πάπες σταματοῦν νά χρονολογοῦν τά ἔγγραφά τους μέ τά χρόνια τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἀνατολῆς. Παράλληλα, ὅταν ὁ Πάπας Λέων Γ΄ βάζει τό στέμμα τῆς παλινορθωμένης Δυτικής Αὐτοκρατορίας στόν Καρλομάγνο, τότε ἔχουμε την ὁλοκληρωτική ρήξη μεταξύ Βυζαντίου καί Ρώμης. Ὁ ἐναγκαλισμός τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό τούς Φράγκους εἶχε σάν συνέπεια τή γέννηση τοῦ δογματικοῦ θέματος τοῦ Filioque. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ Filioque, τό Άγιο Πνεύμα δέν ἐκπορευόταν μόνο «ἐκ τοῦ Πατρός», ἀλλά «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἀρχή τοῦ Filioque βρισκόταν στίς βησιγοτθικές ἀρειανικές ρίζες τῆς φραγκικῆς θεολογίας», Ε. Ἀρτέμη, «Οἱ Βασικότεροι Σταθμοί στή Ρήξη τῶν Σχέσεων Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τό Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78-2011-07-15-04-51-25/301-2012-01-08-17-20-49.html (2012)