ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 1

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου καὶ Φιλολόγου

MA & PhD Θεολογίας

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ φύλακας τῆς παρακαταθήκης τῶν δογμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἕως καὶ σήμερα.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακηρύττει, καὶ ὄχι ἄδικα, ὅτι ἀποτελεῖ τὸ θεματοφύλακα τῶν Δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως αὐτὰ διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἑρμηνεύθηκαν στὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων. Μέσα στὰ δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴ ἵδρυση τῆς Μίας, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μόνο γνήσιο συνεχιστὴ τῆς Θρησκευτικῆς Παράδοσης καὶ διδασκαλίας ποὺ διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Εὐαγγελιστές. Αὐτὸ ἄλλωστε φανερώνει καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως «Ὀρθοδοξίας». Ὁ ὅρος σημαίνει τήν ὀρθὴ δόξα, τήν ὀρθὴ πίστη, διδασκαλία.

Ὁ ὅρος «Ὀρθοδοξία» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «ὀρθὸς» καὶ τὸ ρῆμα «δοκῶ» ἢ «δοξάζω». Σημαίνει, λοιπόν, αὐτὸς πού ἔχει τὴν ὀρθὴ δηλαδὴ τὴ σωστὴ γνώμη ἢ αὐτὸς πού ὀρθὰ δοξάζει τὸ Θεό. Ἡ ἀληθινὴ πίστη δὲν εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική, λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ ὡς δόξα καὶ αἶνος Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι μία συνισταμένη ὅσων ἐκφράζονται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων ποὺ διατυπώθηκε μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γίνεται, λοιπόν, μία δοξολογία τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτική, λειτουργικὴ καὶ ἐν γένει μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας[1].

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνα ἰδεολογικὸ ἢ φιλοσοφικὸ σύστημα – ρεῦμα. Οὔτε φυσικὰ ἀποτελεῖ κάποιο μουσειακὸ ἔκθεμα, κάποια λαϊκὴ παράδοση. Τέλος, δὲν εἶναι ἡ συνιστῶσα ποὺ ἐξασφαλίζει τὴ διαχρονικὴ καὶ οἰκουμενικὴ ἑνότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» πρὸς τὴν ὁποία δηλώνουμε πίστη καὶ ἀφοσίωση μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, προϊόν της Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, -γνωστὸ καὶ ὡς Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως[2]. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Χριστοῦ[3]. Οἱ μετέχοντες στὸ σῶμα αὐτὸ ἀποτελοῦν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ γίνει κάποιος μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας Του, εἶναι νὰ ἔχει βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας –στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τέλος τὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν μαζὶ κλῆρος καὶ λαός, οἱ ὁποῖοι ἑνώνονται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἔχει μία διαχρονικὴ καὶ συγχρόνως παγκόσμια ἑνότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Πίστεως[4]. Ἡ διδασκαλία της ἂν καὶ διατυπώθηκε σὲ συγκεκριμένο τόπο, χρόνο καὶ ἀπὸ συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν περιορίστηκε στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τόνισε τὸν οἰκουμενικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα της[5]. 2012 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τηρεῖ πιστὰ ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός, κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, διαφύλαξε ἡ Παράδοση μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ ζωή της. Πολλοὶ πιστεύουν λανθασμένα πὼς ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία ἀκόμη «Ἐκκλησία». Μία «ἄποψη», δηλαδή, τοῦ χριστιανισμοῦ, ἢ ἄλλοι θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μία θρησκεία. Καὶ οἱ δύο ἀπόψεις εἶναι παντελῶς λανθασμένες. Ὀρθοδοξία στὴν κυριολεξία, ὅπως προαναφέρθηκε, σημαίνει ὀρθὴ δόξα, ὀρθὴ πίστη. Δὲν εἶναι μία ἐκ τῶν «ἐκκλησιῶν» διότι εἶναι ἡ Μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι φυσικὰ ἀλαζονεία ἀλλὰ ἡ Ἀλήθεια. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἵδρυσε μόνον μία Ἐκκλησία, πῶς μιλοῦμε ἐμεῖς γιὰ πολλές; Ἐπίσης, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ θρησκεία διότι ἡ θρησκεία εἶναι δεισιδαιμονία· προσπαθεῖ νὰ καλύψει (ἡ κάθε θρησκεία) τὶς ψυχολογικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει τὸν πάσχοντα ψυχικὰ ἄνθρωπο (ἐννοεῖται κάθε ἄνθρωπο) καὶ τὸν καθιστὰ ἅγιο, αὐτὸ εἶναι ἡ ἁπτὴ καὶ περίτρανη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα μέρος μίας τοπικῆς ἀλήθειας ἀλλὰ εἶναι μία ἀλήθεια σὲ μία παγκόσμια κλίμακα[6]. Εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».

Ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία ἀλλὰ οὔτε καὶ σωτηρία Μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, αὐτὸ ποὺ οἱ πολλοὶ ὀνομάζουν Ὀρθοδοξία ἀποκόπτεται ἀπὸ τὶς ρίζες της, χάνει τὴν ταυτότητά της, γίνεται ἕνα ἁπλὸ ἰδεολόγημα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία «στύλο καὶ ἑδραίωμα Ἡ Ἐκκλησία μὲ πρωτοστάτες τοὺς φωτισμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πατέρες της διαφύλαξε τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ἀπὸ τὸ Χριστό. Γιατί μόνο ἡ τήρηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Οἱ πολλοὶ ἀγῶνες, ποὺ διαμέσου τῶν αἰώνων διεξήγαγε ἡ Ἐκκλησία στὰ πρόσωπα θεοφόρων ποιμένων καὶ διδασκάλων της̇ οἱ σύνοδοι ποὺ συνεκρότησε καὶ ἡ ἀνυποχώρητη ἐμμονὴ ποὺ ἐπέδειξε, πέρα ἀπὸ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἀκρότητες – ἀναπόφευκτες γιὰ τὰ ἀτελῆ ἀνθρώπινα μέτρα – σ’ ἕνα καὶ μόνο ἀποσκοποῦσαν: στὴ διαφύλαξη τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας. Τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐλευθερώνει καὶ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία ὅποιον τὴ βιώνει. Ἐπειδὴ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ ἀποτελεῖ τὴ μετουσίωση τῆς πίστεως σὲ βίωμα καὶ ἐμπειρία.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ -του ἀνθρώπου νὰ γίνει Θεὸς «κατὰ χάριν». Ἔτσι ὁ Χριστιανισμὸς δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ φτάσει τὴ θέωση μέσα ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς καὶ τηρώντας κάποιες «ἀρχὲς καὶ κανόνες»[7].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἄλλο φυσικὴ θρησκεία καὶ ἄλλο Ἐκκλησία. Ἄλλο ἀτομικὴ θρησκευτικότητα καὶ ἄλλο ἐκκλησιαστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄλλο ἀλτρουϊσμὸς καὶ φιλαλληλία καὶ ἄλλο αὐταπάρνηση καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Αὐταπάρνηση ποὺ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ κέλυφός μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ κοντὰ στοὺς ἄλλους. Μετατρέπει τὸ ἐγὼ σέ ἐμεῖς. Ἀγάπη ἀληθινή, ποὺ βεβαιώνει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός: «Εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἠμᾶς, καὶ ἠμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλοις ἀγαπᾶν»[8]

Ἑπομένως ἡ ἵδρυση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀνάγεται στοὺς χρόνους τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ πορεία της εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν λειτουργῶν της. Δέχεται ὡς θεμέλιό της ἀλήθειας της τὴν Ἁγία Γραφή, τὴ θεολογία τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὸ διοικητικό της σύστημα εἶναι συνοδικό. Τέλος πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ πώς ἡ Ὀρθοδοξία εἰσῆλθε σὲ διάφορους ἀγῶνες προκειμένου νὰ διασφαλίσει τὴ συνέχιση τῆς χριστιανικῆς εὐαγγελικῆς ἀποστολικῆς παράδοσης. Αὐτὴ ἡ παράδοση βρίσκεται σὲ κίνδυνο μπροστὰ στὴν παγκοσμιοποίηση, τὴ νεωτερικότητα, τὸν Οἰκουμενισμὸ σύμφωνα μὲ μερικοὺς λαϊκοὺς χριστιανοὺς καὶ ἱεράρχες, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἄποψη εἶναι ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν παρουσία μίας δυναμικῆς Ὀρθοδοξίας θὰ μπορέσουν καὶ οἱ ἄλλες  Χριστιανικὲς Ὁμολογίες νὰ ἐπαναπροσδιοριστοῦν καὶ νὰ διορθώσουν πιθανὰ λάθη τοῦ παρελθόντος.

 

Συνεχίζεται…

 



[1] Α. Μπασδέκη, Ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καἱ οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες. Τί μᾶς ἑνώνει καί τί μᾶς χωρίζει, ἐκδ. Κ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 23.

[2] Σ. Π. Κούτσα, Μητρ. Ν. Σμύρνης, «Τό νόημα τῆς Ορθοδοξίας μας. Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης κ. Συμεών τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/noima_orthod_1.htm

[3] Βλ. σχετικά Ε. Ἀρτέμη, «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277. Συναφῶς βλ. Τῆς ἰδίας, «Ἡ ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δημοσίευση στό διαδικτυακό τόπο: «Ἀντιαιρετικό Ἐγκόλπιο», (2009) http://egolpion.com/gennhsh yiou.el.aspx. Τῆς ἰδίας, «The rejection of the term Theotokos by Nestorius Constantinople and the refutation of his teaching by Cyril of Alexandria», στο Γρηγόριος Παλαμάς 845 (2012) 153-177.

[4] Μοναχοῦ Σεραφείμ, «Οἰκουμενισμός», Θεοδρομία Α΄(2012), 138.

[5] Ἀ. Γιαννουλάτου, ἀρχιεπ. Τιράνων, Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001, 263.

[6] Γ. Μεταλληνοῦ, (πρωτοπρ.), ὁμ. Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,  «Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα καί Παγκοσμιοποίηση»  http://www.impantokratoros.gr/B505BE3B.el.aspx (2012)

[7] Αὐτόθι.

[8] Α΄ Ιω. 4,11.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα