ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

oxi1940

Λ.Τ.

Καθηγήτρια, Νάουσα Ημαθίας

 

  

 

 

Πανοσιολογιώτατε,

κύριε δήμαρχε,

εκπρόσωποι  των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών,

κυρίες και κύριοι.

Μέσα στην ταραγμένη δεκαετία του 1930, με την άνοδο και την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων στη Γηραιά Ήπειρο, η Ελλάδα, μια χώρα μικρή, προσπαθεί να πορευτεί το δρόμο της μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες ενός πολιτικού και στρατιωτικού παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι που διανοίγει το δρόμο για μια πολεμική εμπλοκή η οποία θα συμπαρασύρει όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης σε ένα πόλεμο που θα παραμείνει στην ιστορία ως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια χώρα μικρή, που δεν προκαλεί αλλά και που δε δέχεται να προκληθεί, δε συγκατανεύει στην απεμπόληση της εθνικής της ανεξαρτησίας από μια ισχυρότερη δύναμη, την Ιταλία.

Έτσι την 28η Οκτωβρίου του 1940, ημέρα Δευτέρα και ώρα 5.20 το ξημέρωμα, η χώρα μας δρασκέλισε το κατώφλι του πολέμου. Ενεπλάκη σε έναν πόλεμο που δεν τον ήθελε, αλλά και δεν μπορούσε να αποφύγει.

Τα γεγονότα γνωστά, χιλιοειπωμένα. Θα μπορούσα χάριν οικονομίας χρόνου να μην τα μνημονεύσω. Όμως πώς να προσπεράσει κανείς το μεγαλείο της απάντησης στο ταπεινωτικό ιταλικό τελεσίγραφο και τη λιτότητα του πολεμικού ανακοινωθέντος: «…Από της 6ης και 30 πρωινής σήμερον αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.»

Ξάφνιασε το ΟΧΙ της Ελλάδας. Ξάφνιασε τον Μουσολίνι πρώτον από όλους. Ήταν σίγουρος πως οι ενέργειες εκφοβισμού που προηγήθηκαν –με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης» τον 15Αύγουστο του ίδιου χρόνου- είχαν προετοιμάσει το έδαφος για μια άνευ όρων παράδοση. Ξάφνιασε και τον υπόλοιπο κόσμο. «Αν η Ελλάδα ενέδιδε στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι κανείς δεν θα είχε το δικαίωμα να την κατηγορήσει» είπε σε ραδιοφωνική ομιλία του το 1942 ο Βρετανός υπουργός.

Αλλά κυρίως, το ΟΧΙ, η αντίσταση, έδωσε ελπίδα. «Ο φασισμός δεν είναι ανίκητος» ήταν το μήνυμα. Με ανεπαρκή ρουχισμό και ελάχιστα πυρομαχικά, μέσα στα χιόνια των ηπειρωτικών οροσειρών ο ελληνικός στρατός αντιστάθηκε. Με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία του κατάφερε όχι μόνο να αντιμετωπίσει την επίθεση, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση. Διείσδυσε βαθιά στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου και κατέλαβε μια σειρά από σημαντικές πόλεις: Κορυτσά, Μοσχόπολη, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρέθηκαν απωθημένοι 60 χλμ πέρα από τα αλβανικά σύνορα. Συνέτριψε ο ελληνικός στρατός και τη σφοδρή «εαρινή επίθεση» που παρακολουθούσε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ήταν πλέον θέμα χρόνου «ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη να υψώσουμε σημαία ελληνική».

Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, η Γερμανία, βλέποντας την αδυναμία της συμμάχου της, έσπευσε σε βοήθεια. Η ιταλογερμανική συμμαχία – ο «Άξονας»- έπρεπε να παραμείνει αρραγής και οι επιδιώξεις του στη Βαλκανική να υλοποιηθούν. Ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια αυταπάρνηση τις σιδερόφραχτες μεραρχίες του Χίτλερ. Αλλά, τώρα πια, αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι αγωνιστές του Ρούπελ παραδόθηκαν και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941.Ακολούθησε μια περίοδος στυγνής Κατοχής, την οποία ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε επίσης με θάρρος και αγωνιστική διάθεση, με ομόψυχη Εθνική Αντίσταση.        

Στην περίοδο της τριπλής κατοχής η μικρή μας χώρα υπέστη πάσης φύσεως καταστροφή. Οι κατακτητές διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Προέβησαν σε υποχρεωτικό δανεισμό από την Τράπεζα Ελλάδος χωρίς ποτέ να επιτρέψουν το ποσόν, γνωστό σ’ εμάς ως κατοχικό δάνειο. Καταλήστεψαν την πολιτιστική μας κληρονομιά κλέβοντας πολύτιμα βιβλία, λεηλατώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς και έργα τέχνης. Το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους όμως υπήρξαν τα 89 αναγνωρισμένα ολοκαυτώματα σε όλη την ελληνική επικράτεια, οι εκτελέσεις αθώων αμάχων, ακόμα και παιδιών, ως αντίποινα σε πράξεις αντίστασης του λαού μας. Τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών βρίθουν από επίσημες αναφορές μαζικών εγκλημάτων των κατοχικών δυνάμεων. Σε πολλά από αυτά τα μαζικά εγκλήματα οι γερμανοί ξεπέρασαν και τη διαταγή: «100 Έλληνες για έναν Γερμανό». Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους 1.100 νεκρούς στα Καλάβρυτα, τους 444 στο Κομμένο Άρτας, τους 229 στο Δίστομο, τους 290 στο Μεσόβουνο και 340 στους Πύργους Πτολεμαΐδας, τους 280 στην Κλεισούρα Καστοριάς καθώς και τη λεηλασία της Κανδάνου στην Κρήτη;

Κάποτε όμως έφτασε η λευτεριά, πολυπόθητη και ακριβά πληρωμένη. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα και από την Ελλάδα ολόκληρη. Έληξε έτσι ένας τετράχρονος αγώνας που έγραψε σελίδες δόξας στην ιστορία του τόπου μας.

1940-2014. Πέρασαν από τότε 74 χρόνια. Οι εποχές άλλαξαν αλλά τα γεγονότα επαναλαμβάνονται. Επίβουλοι της Ελλάδας τότε ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι κήρυξαν πόλεμο εναντίον της πατρίδας μας. Εχθρός του ίδιου λαού σήμερα- ένα παγκόσμιο και μισάνθρωπο σύστημα-κήρυξε το δικό του πόλεμο στην ίδια χώρα. Στο παρελθόν τα όπλα του εχθρού ήταν συμβατικά. Τα σημερινά όπλα είναι ύπουλα, σχεδόν αόρατα αλλά εξίσου καταστροφικά. Σήμερα ο πόλεμος είναι οικονομικός, πνευματικός και ηθικός. Είναι πόλεμος κατά των αρχών, ιδεών και αξιών της φυλής μας. Πόλεμος που χτυπά τις ρίζες της. Η προπαγάνδα του εχθρού έχει εισβάλει –με τη δική μας συγκατάθεση και ευθύνη- μέσα στα σπίτια μας από όλα τα μέσα ενημέρωσης.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η διαστρέβλωση της αλήθειας βασιλεύει αλαζονικά. Οι έννοιες έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα. Οι λέξεις κακοποιημένες έγιναν όπλα κατά της αλήθειας. Η αρετή, το φιλότιμο, η ανθρωπιά έγιναν απαξία, ενώ η ευτέλεια, το χρήμα και ό,τι ανήθικο αποτελούν κυρίαρχη δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Η φιλοπατρία βαφτίστηκε μισαλλοδοξία και συντηρητισμός. Την παράδοση της χώρας μας στους εχθρούς της την ονομάσαμε «πρόοδο και ανάπτυξη» και την προδοσία των αρχών και αξιών μας «συναίνεση στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών», τη στιγμή που οι ίδιοι εχθροί μας στήνουν πολέμους σε διάφορα μέρη της γης. Η έννοια «Έλληνας» τείνει να αντικατασταθεί με την μοντέρνα έννοια «πολίτης του κόσμου», λες και το δεύτερο δεν μπορεί να συνυπάρξει με το πρώτο. Με τη δικαιολογία της δημόσιας ασφάλειας στραγγαλίσαμε την ελευθερία του προσώπου και του πολίτη. Η ελληνική σημαία, την οποία υπερασπίστηκαν οι στρατιώτες του ’40 στα βουνά της Αλβανίας-δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους- δεν αποτελεί για κάποιους τιμημένο σύμβολο. Αντίθετα όποιος την προβάλλει χαρακτηρίζεται «εθνικιστής» και «κωλύει την πρόοδο».

Όμως οι ήρωες του έπους του ’40, κάθε τέτοια μέρα, όπως η σημερινή, προβάλλουν μπροστά μας τα ιδανικά που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα εδώ και 3000 χρόνια και αυτά είναι: η αγάπη για την ελευθερία, η μεγαλοψυχία, το φιλότιμο, η αξιοπρέπεια, η συνέπεια στην εκτέλεση του καθήκοντος, το χρέος απέναντι στην Ιστορία και το σημαντικότερο: η αγάπη στον Θεό και την πατρίδα.

Συμπολίτες μου, ας αγρυπνούμε! Ας αφουγκραστούμε τη φωνή της καρδιάς τους κι ας προσβλέψουμε πάλι σε αυτές τις διαχρονικές αξίες και ας τις κάνουμε κτήμα μας. Το ατομικό συμφέρον ας υποχωρήσει μπροστά στο κοινό καλό και να ‘μαστε σίγουροι ότι η Ελλάδα θα βγει και πάλι νικητής σ’ αυτό τον σύγχρονο πόλεμο. Θα κερδίσει και πάλι τη χαμένη τιμή της και τη θέση που της ταιριάζει στην Ιστορία.

 

Τιμή και δόξα στους αθάνατους νεκρούς του έπους του ’40.

Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.

Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται.

Σας ευχαριστώ.