ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ

Ἰ­ω­άν­νη Ζό­ζου­λακ

Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πρέ­σοβ, Σλο­βα­κί­α

 

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε ἀν­τι­με­τω­πί­σει δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως τοὺς δι­ωγ­μοὺς τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς αἱ­ρέ­σεις, τὶς ὀρ­δὲς τῶν βαρ­βά­ρων λα­ῶν ποὺ πο­λε­μοῦ­σαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, καὶ τὸ σχί­σμα ποὺ με­θό­δευ­σαν μὲ δό­λο οἱ Φράγ­κοι. Ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γω­νι­οῦ­σε κά­τω ἀ­πὸ τοὺς πα­πι­κοὺς δι­ωγ­μοὺς στὴ Δύ­ση, καὶ τὸν ἐ­πε­κτα­τι­σμὸ τῶν Μου­σουλ­μά­νων στὴν Ἀ­να­το­λή. Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι λα­οὶ ἀ­γω­νί­ζον­ταν νὰ κρα­τή­σουν ζων­τα­νὴ τὴν πί­στη στὴν ἐ­πι­κρά­τεια τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

Στὴν ἀρ­χὴ οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δὲν γνώ­ρι­ζαν ἐ­πα­κρι­βῶς τὶς ἰ­δέ­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν γι᾿ αὐ­τὸ ὁ πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­ά­σαφ Β΄ ἔ­στει­λε στὴν Βιτ­τεμ­βέρ­γη (Wittenberg) τὸν δι­ά­κο­νό του Δη­μή­τριο Μυ­σὸν γιὰ νὰ φέ­ρει ἀ­κρι­βέ­στε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Αὐ­τὸς ἐ­πέ­στρε­ψε καὶ ἔ­φε­ρε στὸν Πα­τριά­ρχη ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Με­λάγ­χθο­νος (1559). Ὅ­τι ἔ­φε­ρε καὶ ἑλ­λη­νι­κὴ με­τά­φρα­ση τῆς Αὐ­γου­σταί­ας Ὁ­μο­λο­γί­ας εἶ­ναι ἁ­πλὴ εἰ­κα­σί­α[1].

Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ του ὁ Με­λάγ­χθον κα­τε­χό­με­νος ἀ­πὸ θλί­ψη γιὰ τὴ δύ­σκο­λη θέ­ση τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζει τὴν χα­ρὰ ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­σω­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α του ἀ­πὸ τοὺς σκλη­ροὺς ἐ­χθρούς τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ[2]. Με­τὰ βε­βαι­ώ­νει πὼς οἱ Προ­τε­στάν­τες τή­ρη­σαν τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τὶς συ­νό­δους καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τὴν Ἑλ­λή­νων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στὸ τέ­λος πα­ρα­κα­λεῖ τὸν Πα­τριά­ρχη νὰ μὴ πι­στεύ­ει τὶς συ­κο­φαν­τί­ες ἐ­ναν­τί­ων τῶν Προ­τε­σταν­τῶν. Ὁ Πα­τριά­ρχης δὲν ἀ­πάν­τη­σε στὴν ἐ­πι­στο­λή τοῦ Με­λάγ­χθο­νος[3].

Κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση τῶν Προ­τε­σταν­τῶν ἔ­λα­βαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι στὴν Ἀ­να­το­λὴ ἐ­πὶ τοῦ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α οἱ θε­ο­λό­γοι ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο στὴ Τυ­βίγ­γη (Tübingen)[4].

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρε­μί­α Β΄ χει­ρί­στη­κε τὸ θέ­μα ἑ­νὸς εἴ­δους Δι­α­λό­γου μὲ τὴν και­νο­φα­νῆ τό­τε Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Λου­θη­ρα­νῶν). Οἱ Λου­θη­ρα­νοὶ θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης, τοῦ κρα­τι­δί­ου σή­με­ρα τῆς Βά­δης – Βυρ­τεμ­βέρ­γης τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἔ­στει­λαν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν Αὐ­γου­σταί­α Ὁ­μο­λο­γί­α στὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξέ­θε­ταν σὲ 2 Μέ­ρη καὶ 28 Κε­φά­λαι­α τὴν πί­στη τους. Σ᾿ αὐ­τὰ ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας Β΄ καὶ οἱ πε­ρὶ αὐ­τὸν θε­ο­λό­γοι ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­να­λυ­τι­κὰ στὴν Α΄ ἀ­πό­κρι­ση πρὸς Λου­θη­ρα­νοὺς θε­ο­λό­γους, σὲ τί συμ­φω­νεῖ καὶ σὲ τί ὄ­χι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λὴ[5].

Ὁ Πα­τριά­ρχης Ἱ­ε­ρε­μί­ας ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐν ἐ­κτά­σει μὲ ἕ­ξι θέ­μα­τα στὰ ὁ­ποῖα­ οἱ Λου­θη­ρα­νοὶ θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης ἐ­ξέ­φρα­σαν δι­α­φω­νί­α. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐκ τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι καὶ ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ – Filioque, γιὰ τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που, τὴ δι­καί­ω­ση (ἐκ πί­στε­ως καὶ ἔρ­γων), τὰ Μυ­στή­ρια, τὴν ἐ­πί­κλη­ση καὶ προ­σκύ­νη­ση τῶν Ἁγί­ων καί, τέ­λος τὸ μο­να­χι­κὸ βί­ο. Ἡ τρί­τη Ἀ­πό­κρι­ση τοῦ Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄ κα­τὰ βά­ση πε­ρι­έ­χει δι­α­σα­φή­σεις σὲ αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα[6].

Στὶς στε­νό­τε­ρες σχέ­σεις μὲ τοὺς Προ­τε­στάν­τες ἦρ­θαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι θε­ο­λό­γοι ἐ­πὶ τοῦ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Κυ­ρίλ­λου Λού­κα­ρη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­ξα­γε σφο­δρὸ ἀ­γῶ­να ἐ­ναν­τί­ων τῶν πα­πι­κῶν.

Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι καὶ στὴν Τσε­χί­α ὑ­πῆρ­χαν προ­σπά­θει­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Οὐ­σι­τῶν) νὰ βροῦν κα­λὲς σχέ­σεις μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῶν Τσέ­χων χρι­στια­νῶν στὶς και­νο­το­μί­ες τῆς Ρώ­μης στὸ τέ­λος τοῦ 14ου καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 15ου αἰ­ῶνα ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς[7] (Ján Hus) καὶ τὸν ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο (Jeroným Pražský). Κα­τὰ τοὺς χρό­νους τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν ὁ τσε­χι­κὸς λα­ὸς εἶ­χε στε­ρε­ὰ τὴν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ ἀρ­χὲς τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου χρι­στι­α­νι­σμοῦ στὴ χώ­ρα του εἶ­χαν ἀ­να­το­λι­κή, ἑλ­λη­νι­κὴ προ­έ­λευ­ση.

Στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πρά­γας, ὅ­που ἐρ­γα­ζό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χούς, δέ­χον­ταν τὶς ἀ­πό­ψεις τοῦ Ἄγ­γλου J. Wiklef, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ Ρώ­μη κα­τε­δί­κα­σε ὡς αἱ­ρε­τι­κό, μὲ κρι­τι­κή. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς καὶ οἱ πιὸ κον­τι­νοὶ μα­θη­τὲς του συμ­φω­νοῦ­σαν μὲ τὸν Wiklef μό­νο στὴν κρι­τι­κὴ τῆς ἠ­θι­κῆς τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­πέ­ρι­ψαν τὶς δογ­μα­τι­κές του θέ­σεις. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο τὸ γε­γο­νός, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς στὰ συγ­γρά­μα­τά του γρά­φει γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, δὲν βρῆ­κε τί­πο­τα ποὺ θὰ ἦ­ταν ἄ­ξιο τῆς κρι­τι­κῆς[8].

Οἱ ὁ­μι­λί­ες τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πρά­γας, κα­θὼς καὶ στὸ με­γά­λο πα­ρε­κκλή­σι, λε­γό­με­νο τῆς Βη­θλε­ὲμ εἰ­πώ­θη­καν ὑ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τὴν κα­θα­ρὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ, γι᾿ αὐ­τὸ ἀν­τι­δροῦ­σε στὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α στὰ συγ­χω­ρο­χάρ­τια ὡς σι­μω­νί­α καὶ ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν πὼς κά­θε χρι­στια­νὸς εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος γιὰ τὰ ἔρ­γα του. Ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε τὴν κριτ­κὴ τῆς κο­σμι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ κλή­ρου καὶ εἰ­δι­κά τοῦ πά­πα τῆς Ρώ­μης. Τὸ αἴ­τη­μά του νὰ ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ τὸ ὅ­τι ἡ Ρώ­μη ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ δε­χθοῦν οἱ πα­πι­κοὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­πρε­πε νὰ στα­μα­τή­σει ἡ φω­νή του μὲ τὸν βί­αι­ο τρό­πο στὶς 6 Ἰ­ου­λί­ου 1415 ὅ­ταν πέ­θα­νε στὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς στὴν Κων­σταν­τί­αν τῆς Ἑλ­βε­τί­ας.

Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον ἐ­ξέ­χον­τες στο­χα­στὲς καὶ λο­γί­ους τοῦ πρώ­του κύ­μα­τος τῆς τσέ­χι­κης με­ταρ­ρύθ­μι­σης καὶ ὁ πιὸ πι­στὸς φί­λος τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς ἦ­ταν ὁ ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πέ­κτη­σε δι­πλώ­μα­τα μα­γί­στρου στὰ Πα­νε­πι­στή­μια Πα­ρι­σί­ων, Κο­λω­νί­ας, Ὀξ­φόρ­δης καὶ Πρά­γας. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἀ­σπά­στη­κε τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὴ Λι­θου­α­νί­α καὶ τὴ Ρω­σί­α τὸ 1412, ὅ­που τὸν κά­λε­σε ὁ ἡ­γε­μό­νας τῆς Λι­θου­α­νί­ας Βι­τολντ. Τό­τε γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­δε τὴν γνή­σια Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἦ­ταν πα­ρὼν στὶς ὀρ­θό­δο­ξες ἀ­κο­λου­θί­ες, λει­τα­νί­ες, δη­μό­σια προ­σκύνη­σε τὶς Ἁ­γί­ες εἰ­κό­νες καὶ τὰ λεί­ψα­να τῶν Ἁγί­ων. Με­τα­ξὺ ἄλ­λων κα­τη­γο­ρι­ῶν καὶ αὐ­τὴ ἡ πρά­ξη του χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στὸ νὰ κα­τα­δι­κα­σθεῖ σὲ θά­να­τον διὰ πυ­ρὸς στὶς 30 Μα­ΐ­ου τὸ 1416. Πέ­θα­νε δη­λα­δὴ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ὅ­πως καὶ ὁ Ἰ­ω­ά­νης Χούς. Με­ρι­κοὶ ἱ­στο­ρι­κοὶ ἔ­χουν τὴν γνώ­μη ὅ­τι ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ὄ­χι μό­νο ἀ­σπά­σθη­κε τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε καὶ ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χός.

Τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καὶ οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ Ἰ­ω­ά­νη Χοὺς ὁ­δή­γη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα τοὺς Οὐ­σί­τες στὴν ἀ­πό­πει­ρα νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α καὶ νὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­πει­δὴ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὴν Τσε­χί­α ἦρ­θε τὸ φῶς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ στὴν κα­τα­νο­η­τὴ σλα­βο­νι­κὴ γλῶσ­σα μέ­σῳ τῶν ἰ­σα­πο­στό­λων τῶν Σλά­βων τῶν Κύ­ριλ­λο καὶ Με­θό­διο καὶ τῶν μα­θη­τῶν τους. Τὸ βα­σι­κὸ ντο­κου­μέν­το τῶν δι­α­πραγ­μα­τεύ­σε­ων τῶν Οὐ­σι­τῶν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ στάλ­θη­κε στὴν Τσε­χί­α στὶς 18 Ἰ­ου­λί­ου 1452. Τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ πα­τρι­αρ­χεῖ­ο μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν σω­στὴ οὐ­σι­τι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καὶ κα­λεῖ τοὺς Οὐ­σί­τες στὴν ἕ­νω­ση ἐ­λεύ­θε­ρα μὲ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς γνή­σιας χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἀ­πὸ τὸ 1451 ἕ­ως τὸ 1453, πρὶν ἀ­κό­μη οἱ Οὐ­σί­τες δι­α­πραγ­μα­τευ­τοῦν μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὴν ἕ­νω­σή τους μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, εἶ­χαν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ στὴ χώ­ρα τους. Οἱ Οὐ­σί­τες στὶς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου 1452 ἔ­στει­λαν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν ἐ­πι­στο­λὴ μὲ τὴν ὁ­ποί­α εὐ­χα­ρί­στη­σαν γιὰ τὴν ἀ­γά­πη, δι­ευ­κρί­νη­σαν τὴν ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καὶ ἐ­ξή­γη­σαν τὴν ἀρ­νη­τι­κή τους στά­ση πρὸς τὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α καὶ εἰ­δι­κὰ στὸν πά­πα. Οἱ Οὐ­σί­τες δὲν ἔ­λα­βαν τὴν ἀ­πάν­τη­ση καὶ τὰ σχέ­δια αὐ­τὰ δι­α­κό­πη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τὸ 1453.

Ἄλ­λες δι­α­πραγ­μα­τεύ­εις γιὰ τὴν ἕ­νω­ση τῶν Οὐ­σι­τῶν μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δὲν ἦ­ταν δυ­να­τές. Οἱ Τσέ­χοι στὴ συ­νέ­χεια δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἔ­χουν τὴν ἄ­με­ση σχέ­ση μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ κί­νη­μα τῶν Οὐ­σι­τῶν ἐ­πι­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πὸ τὴν γερ­μα­νι­κὴ με­τα­ρύθ­μη­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α στὸ τέ­λος ἑ­νώ­θη­καν. Οἱ Οὐ­σί­τες, δη­λα­δὴ ὁ­λό­κλη­ρος ὁ τσε­χι­κὸς λα­ός, ἀ­πε­χω­ρί­σθη­καν τοῦ πά­πα Ρώ­μης. Κα­τό­πιν τῆς ἥτ­τας τῶν τσε­χι­κῶν στρα­τευ­μά­των στὸ Λευ­κὸ Ὅ­ρος τὸ 1620 ἄρ­χι­σε ὁ βί­αι­ος καὶ συ­στη­μα­τι­κὸς ἐ­κλα­τι­νι­σμὸς τῆς χώ­ρας ποὺ δι­αρ­κοῦ­σε μὲ σφο­δρὰ ὀ­ξύ­τη­τα μέ­χρι τέ­λος τοῦ ΙΗ΄ αἰ­ῶ­να. Ὁ βα­σι­λιάς τῆς Τσε­χί­ας ἀ­πα­γό­ρε­ψε ὅ­λες τὶς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή, καὶ ὅ­λους τούς πλου­σί­ους μὴ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὺς ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα του. Τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους ἔ­δω­σε στοὺς κα­θο­λι­κοὺς ὑ­πο­στη­ρι­κτές του. Ἡ Ρώ­μη κα­τώρ­θω­σε νὰ ἐ­πα­να­κτή­σει τὴν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση της καὶ νὰ τὴν δι­α­τη­ρή­σει μέ­χρι τὸ 1918.

 

 

 



1. Βλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Β.: Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἀπ᾿ ἀρ­χῆς μέ­χρι σή­με­ρον. Ἀ­θῆ­ναι 1959,  σελ. 703.

2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μά­ϊ­ος, σελ. 39 – 40.

2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μά­ϊ­ος, σελ. 39 – 40.

3. Βλ. Basile (Krivochéine): Symbolické texty v pravoslavné církvi. In: Orthodox revue, ἀ­ριθ. 4-5, Praha 2001, σελ. 164.

4. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Α΄ ἀπόκρισις πρὸς Λουθηρανοὺς θε­ο­λό­γους. Ἐκδ. Λύ­χνος, με­τα­φρα­στή­ς Λέκκος Εὐάγγελος Π. Ἡ Ἀπόκριση αὐτὴ πα­ρου­σιά­ζει ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀ­φοῦ ἐκ­θέ­τει τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πε­ρὶ: Θε­οῦ, προ­πα­το­ρι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας, Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, δι­και­ώ­σε­ως, κη­ρύγ­μα­τος, πί­στε­ως καὶ ἔρ­γων, Ἐκ­κλη­σί­ας, Μυ­στη­ρί­ων, Βα­πτί­σμα­τος, θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, με­τα­νοί­ας,  ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν θε­σμῶν, πο­λι­τι­κῶν ἐ­ξου­σι­ῶν, ἐ­σχά­της κρί­σε­ως, αὐ­τε­ξου­σί­ου, αἰ­τί­ας τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, τι­μῆς τῶν ἁ­γί­ων, θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, γά­μου ἱ­ε­ρέ­ων, πα­ρα­δό­σε­ως, μο­να­χι­κοῦ βί­ου καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας.

5. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Β΄ καὶ Γ΄ ἀπόκρισις πρὸς Λου­θη­ρα­νοὺς θε­ο­λό­γους. Ἐκδ. Λύ­χνος, με­τα­φρα­στή­ς Λέκκος Εὐάγγελος Π.

6. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς γεν­νή­θη­κε πε­ρὶ τὸ 1370 στὸ Husinec τῆς Ν. Τσε­χί­ας καὶ ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μὲ ἔ­ξο­χες ἱ­κα­νό­τη­τες. Ἔ­γι­νε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ἐ­πι­βλη­τι­κὰ πρό­σω­πα τοῦ τσε­χι­κοῦ ἔ­θνους.

7. Βλ. KRYŠTOF, arcibiskup: Vím, komu jsem uvěřil. Εκδ. Pravoslavná akademie 2003, σελ. 162 – 163.