6 Σεπτεμβρίου 2014 σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ Μαρία Παναγιωτοπούλου – Μποτονάκη Επιμέλεια: Α. Μεράκου Σέ καιρούς δυσχειμέρους, ὅταν τό παρόν φαίνεται δυσβάσταχτο καί το μέλλον φαντάζει τόσο δυσοίωνο, κυρίως γιά τά παιδιά μας, μοιάζει ματαιοπονία νἀ ἀσχολεῖται κανείς μέ τήν μελέτη τοῦ παρελθόντος, ἀνάλωση δυνάμεων και πόρων, δαπάνη χρόνου. Εὔκολα μπορεῖ νά σέ κυριεύσει ὁ πειρασμός τῆς ἀμφιβολίας καί νά ἀναρωτηθεῖς: Πρός τί ἕνα ἀκόμα συνέδριο γιά τόν ὅσιο Εὐγένιο τόν Αἰτωλό καί τούς περί αὐτόν; Τί τό νέο ἔχει νά προσκομιστεῖ στην ἱστορική ἀνάγνωση τοῦ περιρρέοντος χωροχρόνου, τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, τῶν κοινωνκῶν καί πολιτισμικῶν συνθηκῶν; Καί μέ ποιάν άνάκαρα νἀ ἀναδιφήσεις τό παρελθόν ὅταν τό παρόν σέ πνίγει; Τίς ἀπαντήσεις σοῦ τίς δίνει τό ἴδιο τό παρελθόν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιατί πολλές ἀπό τίς ενδιαφέρουσες είσηγήσεις τοῦ συνεδρίου κατέδειξαν ὅτι ὁ ὅσιος Εὐγένιος καί ἡ σχετική μέ αὐτόν θεματολογία εἶναι ἕνα ἀνεξάντλητο κεφάλαιο στό ὁποῖο ἡ σκυταλοδρομία τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας πάντα κάτι νέο θά ἔρχεται να προσθέτει. Καί ἀξίζει τόν κόπο νά μελετᾶται ἕνα τέτοιο παρελθόν, ὅπως τόνισε στόν παραμυθητικό λόγο του ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας κύριος Κοσμᾶς. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν ἀνάκαρα πού ἀναζητοῦμε, αὐτήν πάλι στο παρελθόν τήν βρίσκουμε ἄν ἀναλογιστοῦμε τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου καί ἀντλήσουμε δύναμη ἀπό τή δική του. Ἄς φέρουμε στό νοῦ τίς διώξεις πού ὑπέστη τότε πού καθαιρέθηκε ἀπό τήν ποθεινή του ἱεροσύνη, ἐπειδή ἦταν ὁμόφρων τοῡ πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη∙ ἄς τόν συλλογιστοῦμε φυλακισμένο στο Αἰτωλικό τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1641. Καί μποροῦμε να νιώσουμε τήν πικρία πού γεύτηκε ἀπό τή συμπεριφορά τήν ἀχάριστη τῶν μαθητῶν του, τοῦ Ἀναστασίου Παντοδύναμου καί τῶν ἄλλων, ὅταν κινήθηκαν ἐναντίον του. Καί δέν εἶναι δύσκολο νά συναισθανθοῦμε τή μοναξιά του στο πνευματικά καί πολιτιστικά στεῖρο καί ἄμουσο Καρπενήσι καί στά κακοβίωτα Ἄγραφα. Καί τέλος, ἰδίως ὅσοι προβαίνουν στήν ἡλικία, καί νιώθουν τό κορμί τους νά βαραίνει κυρίως τίς ανήλιαγες μέρες τῶν βαρέων χειμώνων στά ὄρη, μποροῦν καλύτερα νά ἀντιληφθοῦν τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του, ὅπως τις περιγράφει, στήν ἀνήλιαγη Γούβα. Κι ὅμως ἔμεινε, ἐπέλεξε νά μείνει ἐκεῖ, στις δικές του Θερμοπύλες, ποτέ ἀπό τό χρέος μή κινῶν. Ἀσκητεύοντας, διδάσκοντας, ἀλληλογραφώντας, συμβουλεύοντας καί τό κυριότερο ἐμπνέοντας. Ποιό ἦταν τό βαθύτερο κίνητρό του, αὐτό πού τόν κράτησε ἀκλόνητο καί σθεναρό ἐπί τόσα ἔτη, δραστήριο καί μάχιμο ἐνάντια σέ τόσες ἀντιξοότητες; Πρωτίστως ἡ Θεία Χάρις καί ἡ βαθυτάτη πίστις του. Ἀλλά νομίζω καί κάτι ἀκόμη, πού ἀφορᾶ τή σκέψη του, τό ἰδεολογικό του ὑπόβαθρο: πυρήνας του θαρρῶ πώς ἦταν ο θρησκευτικός οὐμανισμός τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ κύριο ἐκφραστή τόν πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη. Καί δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ο θρησκευτικός οὐμανισμός παρά ἡ πεποίθηση στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη και λογική, ὅτι μέ τήν κατάλληλη παιδεία μπορεῖ νά ἀλλάξει τίς ἱστορικές συνθῆκες. Ἀλλά ὁ θρησκευτικός οὐμανισμός εἶναι στενά συνδεδεμένος μέ ἕνα κεφαλαιῶδες ζήτημα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας τό γλωσσικό. Ἀνάλυσή του ἐμπεριστατωμένη καί συναφή μέ τό θέμα τῆς γλώσσας τοῦ ὁσίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ καί τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου μπορεῖ νά ἀνατρέξει ὁ ἀναγνώστης στις σελίδες των πρακτικῶν στήν εἰσήγηση τοῦ κυρίου Νεραντζῆ Ἰωάννη «Εὐγένιος, Ἀναστάσιος Γόρδιος καί το γλωσσικό ζήτημα: μία ἄδηλη σχέση». Ἐδῶ θα περιοριστοῦμε σέ μία πολύ σύντομη ἀναφορά. Ἤδη ἀπό τόν 1ο π.Χ. αἰ. μέ τό κίνημα τοῦ Ἀττικισμοῦ διαμορφώθηκε στον ἑλληνισμό μιά διχοτομία γιά τή χρήση τῆς γλώσσας: ἀπό τήν μιά ἡ ἁπλή, δημώδης προφορική συνέχεια τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινῆς πού ὁδήγησε διά μέσου τῶν αίώνων στή σύγρονη δημοτική. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ λόγια ἀρχαΐζουσα καί νέα γραπτή κυρίως γλώσσα ἀπομίμηση τῆς κλασσικῆς ἀττικῆς. Ἡ διχοτομία διέτρεξε τούς βυζαντινούς χρόνους καί στἀ δίσεκτα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας συνεχίστηκε μέ ὑποστηρικτές τῆς δεύτερης γλωσσικῆς μορφῆς κυρίως τον ἀνώτερο κλῆρο, τό Πατριαρχεῖο καί τούς Φαναριῶτες. Σέ αὐτούς ἀντιπαρατίθενται οἱ νεωτεριστές καί φιλελεύθεροι ἀστοί πού ἐνστερνίζονται τη δημώδη γλώσσα. Βέβαια ὑπάρχουν καί οἱ ὑποστηρικτές τῆς θέσης ἐκείνης πού βλέπουν τή γλώσσα ὡς μία καί ἑνιαία καί ἀμφισβητοῦν τή διγλωσσία. Το δεδομένο ὅμως εἶναι ὅτι ἐπί αἰῶνες στό σῶμα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀναπτύσσονταν δύο παράλληλες γλωσσικές ἐκφραστικές μορφές πού ἀντιστοιχοῦσαν κοινωνιολογικά σέ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα μέ διαφοροποιημένους συχνά ίδεολογικούς προσανατολισμούς. Ὡστόσο ἤδη ἀπό νωρίς ἐμφανίσθηκαν μέσα στόν κλῆρο ἐξαιρέσεις στο θέμα τῆς χρήσης τῆς γλώσσας: σπουδαῖοι κληρικοί καί ποιμενάρχες ὅπως ὁ Δαμασκηνός Στουδίτης, ὁ Μάξιμος Μαργούνιος, ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Κύριλλος Λούκαρις, ὁ Μάξιμος Καλλιπολίτης, ὁ Ἡλίας Μηνιάτης, στράφηκαν πρός τήν κοινή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τήν ὁποία χρησιμοποίησαν τόσο στήν προφορική ἐπικοινωνία τους μέ τό ποίμνιο, στό κήρυγμά τους, ὅσο καί στίς μεταφράσεις τους τῶν κειμένων τῆς Γραφῆς, ὅσοι τίς ἐπιχείρησαν. Τοῦτοι οἱ λόγιοι καθόλα κληρικοί ἐπέλεξαν νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τούς πολλούς καί συνήθεις ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἔχει γραφεῖ «συνήθως ἐπεδίωκαν τήν ἐπίδειξη τῶν ρητορικῶν τους ἱκανοτήτων καί τῶν καλῶν τους ἑλληνικῶν. Ἀπέδιδαν ἰδιαίτερη σημασία στή σύμμετρη δομή τοῦ λόγου, στα ρητορικά σχήματα, στίς ἀναφορές στήν Ἁγία Γραφή συχνά ἀδιαφορώντας ἄν το ἀκροατήριο κατανοοῦσε ὅσα ἔλεγαν». Θά μποροῦσε βεβαίως κάποιος νά ἀντιτείνει ὅτι ἕνας τέτοιος ὑψιπέτης λόγος σκοπό ἔχει νά ἀνασύρει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μέτριο στό ὁποῖο εὑρίσκεται καί νά τόν ἀνάγει στά ὑψηλά. Τό ἐρώτημα εἶναι πῶς θά ἐπιτευχθεῖ αὐτό, ὅταν ὁ δέκτης δέν προσλαμβάνει τό μήνυμα. Σέ ἀντίθεση λοιπόν μέ αὐτούς τούς κληρικούς πού μένουν προσηλωμένοι στή χρήση τῆς λογίας γλώσσας, ἐμφανίζεται ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, πού «ἐγκαινίασε νέο τρόπο για νά ἀγγίξει τίς καρδιές τῶν άνθρώπων. Παραμέλησε τούς ρητορικούς κανόνες, υἱοθέτησε τήν ὁμιλούμενη γλώσσα καί μίλησε αὐθόρμητα. Ἡ ἀπήχηση αὐτῆς τῆς καινοτομίας ὑπῆρξε εὑρύτατη καί ὅπως ἦταν φυσικό πολλοί μεταγενέστεροι, ὅπως ὁ Μάξιμος ὁ Πελοποννήσιος καί πολύ ἀργότερα ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός τόν μιμήθηκαν. Ἔτσι ἡ δημώδης γλώσσα γίνεται ὄργανο φωτισμοῦ ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Τά κείμενα αὐτῶν τῶν ὁμιλιῶν ἤ διδαχῶν πού ἔχουν διασωθεῖ μαρτυροῦν ἀκριβῶς αὐτήν τήν προσπάθεια γιά τή βελτίωση τῶν ἠθῶν καί τῶν ἀνθρωπίνων σχέσων, γιά τή διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἡ ὁποία κινδύνευε ἀπό τούς δυτικούς μισσιοναρίους καί τή μέριμνα γιά τήν παιδεία». Εἶναι λοιπόν, νομίζω, σαφές, ὅτι ἄνδρες τέτοιοι ὅπως ὁ Μελέτιος Πηγᾶς προέκριναν τοῦ καλλιεποῦς λόγου τήν ἀρετή τοῦ ποιμνίου πού θα την ἐπετύγχαναν, ὅπως πίστευαν, ἄν χρησιμοποιοῦσαν στήν ἐπικοινωνία τους με τόν ἁπλό λαό μιά γλώσσα κατανοητή ἀπό αὐτόν. Γιατί εἶχαν θέσει ἕνα στόχο καί εἶχαν ἐπιλέξει ἕνα ἀνάλογο πρός αὐτό μέσο γιά τήν ἐπίτευξή του. Καί αὐτό σημαίνει καί προϋποθέτει συγκεκριμένο ἰδεολογικό προσανατολισμό ὁ ὁποῖος με τή σειρά του ἀνάγει σέ βαθύτατη περίσκεψη καί ἀναζήτηση ἐπιρροῶν ἤ προαγγέλων ἀπό τό μακρινό παρελθόν. Καί τέτοιοι ὑπῆρξαν ἤδη ἀπό τόν 16ο, μέ λογίους ἄνδρες ὅπως ὀ Νικόλαος Σοφιανός, ὁ Νίκανδρος Νούκιοςκ.α πού ἐνδιαφέρθηκαν νά μεταφραστοῦν στή δημοτική κείμενα τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο θεωροῦμε ὅτι ἑρμηνεύονται καί οἱ ἐπιστολές τοῦ ὁσίου Ἐυγενίου ὅσες εἶναι συνθεμένες σέ μιά γλώσσα πού πλησιάζει πολύ στή δημώδη τῆς ἐποχῆς του. Ἀπευθυνόμενες ἄλλες σἐ ἱερεῖς καἰ μοναχούς, ἄλλες σέ επισκόπους, ἄλλες σέ λαϊκούς, ἄτομα ἤ συλλογικά κατοίκους χωριῶν, σκοπόν εἶχαν τήν παιδαγωγία, στόχο τήν ἠθική διαφώτιση, ἐπιδίωξη τή βαθύτερη καί οὐσιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς παραλῆπτες. Ὁ συγγραφεύς ἀναγνωρίζοντας καί σεβόμενος τό γλωσσικό ὑπόβαθρο τῶν ἀνθρώπων στούς ὁποίους ἀπευθύνεται, σέβεται τήν ἀντιληπτική τους ἱκανότητα καί ἐπειδή στόχος του δέν εἶναι νά ἐντυπωσιάσει ἀλλά νά χειρουργήσει μέ τό λόγο τίς ψυχές καί νά τίς ὁδηγήσει σέ ἐπίγνωση συνθηκῶν (οίκονομικῶν, κοινωνικῶν, πνευματικῶν) άφήνει κατά μέρος τή λόγια γλώσσα τῆς ὁποίας εἶναι ἄριστος γνώστης καί χειρίζεται τη δημώδη τῆς ἐποχῆς του ἤ μερικές φορές γράφει σ᾿ ἕνα μεικτό λόγο. Ἐδῶ τίθεται τό ἐρώτημα κατά πόσο ὁ ὅσιος μποροῦσε να ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή συνήθεια νά ἐκφράζεται στή λόγια γλώσσα και νά μεταστρέφεται στή δημώδη. Νά ἐναλλάσσεται δηλαδή ἀπό τή μιά γλωσσική μορφή στήν ἄλλη. Τά μιξοβαρβαριστί συνθεμένα γράμματά του μᾶλλον ὑποδηλώνουν μιά δυσκολία στό ζήτημα αὐτό. Κρίνοντας γενικότερα τίς ἐπιστολές τοῦ ὁσίου διακρίνει κανείς τό «φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό πνεῦμα τοῦ κορυδαλλισμοῦ μέ τήν ὀρθόδοξη εὐλάβεια καί τήν ἀσκητική διάθεση». ‘Αλλά εἰδικότερα γιά ὅσες ἔχουν συντεθεῖ στή δημώδη της ἐποχῆς, ἕνας ἄλλος ἱστορικός τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς ἐπισημαίνει: «Σ’ αὐτά θαυμάζει κανείς τήν ἁπλότητα, τή γλύκα πού συνδυάζονται ὅμως μέ πολλή φυσική μεγαλοπρέπεια καί μέ μιαν ἀσκητική σκληρότητα και ἀλυγισιά. Ὁ μαθητής καί βιογράφος του Ἀναστάσιος Γόρδιος πού ἐφρόντισε γιά τή συγκέντρωση τῶν ἐπιστολῶν του λέει γιά ὅσες εἶναι γραμμένες σε γλώσσα λαϊκή ὅτι «αὗται μᾶλλον ἐκείνων παρά πάντων σοφῶν τε και ἰδιωτῶν ἐθαυμάζοντο κάλλους ἕνεκα καί ἤθους κατασκευῆς. Ἐμᾶς μᾶς γοητεύει ἰδίως ὁ τόνος του ὁ πατριαρχικός μαζί καί προφητικός». Διατρέχοντας τίς ἐπιστολές αὐτές ἐντυπωσιάζει καταρχάς ἡ δίψα, ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιἀ ἐπικοινωνία. Εἶναι πάμπολλες οἱ φορές, σέ ποικίλους παραλῆπτες πού ὁ ὅσιος μὲ πολυσχιδία τρόπων διατυπώνει τό παράπονό του για τήν ἀμέλειά τους νά ἐπικοινωνήσουν μαζί του. Νά ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό ἐπιστολή ἀπευθυνόμενη σέ ἄγνωστο ἱερέα: «Πολλές φορές ἐγώ συλλογιζόμενος είς τόν νοῦν μου καί καθ᾿ αὐτόν την περικοπήν ἐκείνην τήν εὐαγγελικήν τήν λεγομένην ἀπό προσώπου τοῦ μακαρίου Πέτρου πρός τόν δεσπότην ἡμῶν Χριστόν, «εἰ καί πάντες» λέγων «οἱ φίλοι θέλουσιν ἀρνηθῆ, ἐγώ δέ ούδέποτε ἀρνήσομαι, ἀλλ’ ἕτοιμός εἰμι καί εἰς φυλακήν καί εἰς θάνατον», ταῦτα μεταφέρνοντας καί ἐγώ εἰς τοῦ λόγου μου, ἄν καί πάντες ἀποστραφῶσι τήν φιλίαν μας, ὁ ἱερός ὁ δεῖνα εἶναι ἀχώριστος· ἀλλ᾿ ἠπατήθην οὕτω συλλογιζόμενος, διατί βλέπω τώρα φανερά τά ἔργα τῶν λόγων ἀντιστρατευόμενα. Ἐλόγιαζα κἄν μία φοράν ἤ δύο τόν χρόνον τό ὀλιγώτερον νά ἀπολαμβάνωμεν σωματικῶς τό τίμιον και εὐλαβέστατον πρόσωπον τῆς ἀγάπης σου, καθώς πολλάκις διά ζώσης φωνῆς μᾶς ὑπεσχέθη. Τώρα ἐπέρασαν δύο χρόνοι, σχεδόν νά εἰπῶ καί τρεῖς, καί μήτε γράμματος μᾶς ἀξίωσε ποτέ μήτε λόγων ψιλῶν· εἶναι τοῦτο ἔργον φίλου πιστοῦ; εἶναι τοῦτο γνησίου ἱερέως ὑπόσχεσις; ἤ τυχόν δέν ἤκουσε ποτέ τί ὁρίζει τό σοφόν καί φρόνιμον ἐκεῖνο τῆς ἐκκλησίας ἀπόφθεγμα χείλη λέγον ἱερέως οὐ ψεύδεται; ἤ τό ἤκουσε, ἀλλά τό ἐπαρήκουσεν; ἀλλ᾿ αὐτή γνωρίζει καλά τά ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων». Ἄς εἶναι γοῦν και τοῦτο· ἀλλά ἄς κάνῃ νέας φιλίας ἀρχήν καί ἄς δείξῃ τήν φιλίαν μέ ἔργα καί ἄς κοπιάσῃ ποτέ νά τήν ἀπολαύσωμεν καί νά μᾶς ἀναπαύσῃ τόν λογισμόν καί τήν ἐνοῦσαν φλόγαν τῆς ἀγάπης». Εἶναι νομίζω ἐνδιαφέρον πῶς ἐναλλάσσεται ἡ αὐστηρότητα τῆς ἐπιτίμησης μέ τό φλογερό συναίσθημα καί τήν παράκληση γιά μιά νέα ἀρχή φιλίας πού μαρτυρεῖ τή δίψα, ὅπως εἴπαμε και παραπάνω τοῦ ὁσίου για ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία. Τόσο ἀπαραίτητης γιά νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει ὁ Εὐγένιος τή δυσκολία τῆς ζωῆς στίς σκληρές συνθῆκες πού ἐπίσης συχνά και παραστατικά περιγράφει στίς επιστολές του, ὅπως πολλοί μελετητές της ζωῆς του ἔχουν ἐπισημάνει. Ἀλλά ὁ ὅσιος, ἐκτός ἀπό τήν δίψα των ἀνθρώπων, εἶχε καί ἄλλες ἀνάγκες, πιό πρακτικές καί ὑλικές, ὅπως π.χ. ἀνάγκη ἀπό κρασί, τοῦ ὁποίου πλέκει τόν ὕμνο στήν ἐπιστολή 21 πρός ἄγνωστο ἱερέα: «Πάντα ὁ φίλος μέ πολύ θάρρος καί μέ πόθον τολμηρότερον γράφει και θαρρεύει πρός τόν ἠγαγαπημένον αὐτοῦ καί ἄδολον φίλον καί μάλιστα, ὅταν βιάζεται ὑπό τινος χρείας καί ἀνάγκης ἀπαραιτήτου. Ἡ αἰδεσιμότης σου ὅμως γνωρίζεις καλά καί δέν τήν λανθάνει πολλά ὁ λέγων ὅτι χωρίς τόν χριστευλόγητον οἶνον δέν ἠμποροῦμεν εἰς τήν σωματικήν ἐτούτην και κατηραμένην ζωήν νά ζήσωμεν, ὄχι διά τήν ἀνάγκην μόνον τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῆς πνευματικῆς καί ἀναιμάκτου θυσίας τά ἱερά σύμβολα ἀλλά καί εἰς χρείαν ἐδικήν μας καί ἀνθρωπίνην πόρευσιν. Αὐτό τοίνυν το χριστευλόγητον παύει τάς λύπας, κοιμίζει τούς πονηρούς λογισμούς, φέρνει τήν καλήν καρδίαν, γεννᾷ τήν χαράν, δυναμώνει τά νεῦρα και τονώνει ὅλας τάς σωματικάς δυνάμεις· μᾶς ἀναγκάζει νά πολυλογοῦμεν καί να πλατύνωμεν τάς εὐχάς καί μέ τήν ἀφορμήν νά ἀναφέρνωμεν και τούς γονεῖς μας καί νά τούς θυμούμεστεν συχνά…». Και σέ μιά ἄλλη επιστολή του (58 πρός Αλέξανδρο), μᾶς διασώζει μια σημαντική πληροφορία πρακτικῆς, λαϊκῆς ἰατρικῆς: ζητᾶ τυμπανόξιγκο γιά να ἀντιμετωπίσει τούς πόνους: «Κυρ ᾿Αλέξανδρε, Χριστός Ἀνέστη μέ ὅλον σου τό σπίτι καί μέ ὅλους τους φίλους καί τούς συντρόφους σου. ἡμεῖς γράφομεν πάντα βιαζόμενοι ὑπό τῆς φιλίας, γράφομεν δέ καί ὅταν ἔχωμεν χρείαν καί ἀνάγκην τινα. Τώρα γοῦν μᾶς ἀναγκάζουσι καί τά δύο, ἡ φιλία πρῶτον καί ἡ χρεία δεύτερον, καί δι΄ ὅλα τοῦτον γράφομεν προς την ἀγάπην σου τώρα τό παρόν καί τήν παρακαλοῦμεν νά μᾶς φροντίσῃ ὀλίγον τυμπανόξιγκον, ὅτι μοῦ ἐσυνέβηκαν κάποια σφαξίματα παρ᾿ ἐλπίδα καί δεν ἠξεύρω τοῦ γήρατος εἶναι τάχα ἤ τῆς πολλῆς καί ἀμέτρου ψύχρας ὁπού ἐσυνέβη φέτο εἰς τά βουνά τοῦτα τῶν Ἀγράφων ἐδῶ…». Κι ἐλπίζει ὅτι ἄν οἱ πόνοι εἶναι ἀπό τὀ κρύο το τυμπανόξιγκο θά τόν βοηθήσει· ἄν ὅμως εἶναι ἀπό τά γηρατειά, τότε μόνος ἰατρός του εἶναι ὁ ἐπερχόμενος και ἀναμενόμενος θάνατος. Καί μιά καί γίνεται λόγος γιά τίς πρακτικές και ὑλικές ἀνάγκες τοῦ βίου, ἄς σταθοῦμε λίγο στήν ἐπιστολή 26, στήν ὁποία ὁ ὅσιος ἀστεϊζόμενος μιλᾶ για τήν κράμβη, ὅπως ἴσως θυμοῦνται ὅσοι ἔχουν ἐντρυφήσει στίς ἐπιστολές του και στό βίο του. Ἔνα μικρό σχόλιο στήν ἐπιστολή αὐτή καί στή γλωσσική ἀντίληψη τοῦ ὁσίου. Γράφει: «Κράμβη δέ ἡμῖν ἐστίν ὁ πᾶς βίος, κράμβη ἑψητή, κράμβη ταριχευτή, κράμβη μετά ὕδατος καί ἁλῶν, ἥν καί ἁρμίαν ἡ χυδαία ὀνομάζει φωνή». Ἐδῶ ὁ ὅσιος μᾶς διασώζει μιά λέξη της δημώδους «ἁρμία-ἁρμιά κατά το λεξικό Κριαρᾶ. Καί ταυτόχρονα χρησιμοποιεῖ τό ἐπίθετο «χυδαῖος» μέ τήν ἔννοια τοῦ «Κοινός»γιά νά χαρακτηρίσει τή λέξη αὐτή. Τή λέξη αὐτή τή χρησιμοποιεῖ καί σέ ἄλλη ἐπιστολή του (115) προκειμένου να χαρακτηρίσει τήν ἁπλῆ γλώσσα. Ἐκεῖ ἐπιδιώκει νά προτρέψει τόν φίλο του Φώτιο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη νά τοῦ γράψει ἐπιστολή: «Ἐπιθυμούσαμεν πολλά νά μάθωμεν τόν τρόπον τῆς μακρᾶς πρός ἡμᾶς σου σιωπῆς καί τῆς χρονίας ἀμνηστίας τό αἴτιον. Ἄν ἤθελεν ἡ ἀγάπη σου, διά γράμματος μόνον δισυλλάβου ἔλυεν εὐκόλως τήν περί τούτου ἀπορίαν και τήν ἀμφίβολον ὑπόληψιν οὕτω πως ἤ ἄλλως ἔχουσαν. ……….Διατί γοῦν μᾶς ἀφῆκε τόσον καιρόν ἀπροσαγορεύτους; ἤ τυχόν ἐντρέπεται νά γράφῃ προς ἡμᾶς πεζά καί κολοβά καί κατά τόν τρόπον τῶν χυδαίων»; Εἶναι σάν νά τοῦ λέει «Μή ντρέπεσαι, γράψε μου λόγια ἁπλά, στή γλώσσα την ἁπλή πού μιλᾶς, τοῦ λαοῦ, δυό λόγια, μόνο νά μάθω νέα σου», Εἶναι ἐνδεικτικός ὁ χαρακτηρισμός αὐτός γιά τόν τρόπο πού ὁ ὅσιος ἀντιλαμβάνεται τή γλώσσα. Ἐραστής γιά πάντα τῆς λογίας, μετέρχεται τη «χυδαία» ἀλλά ἔχει συννείδηση ὅτι συχνά συνθέτει τίς ἐπιστολές του στη λεγόμενη μιξοβάρβαρη γλώσσα καί ὅπως γράφει χαρακτηριστικά καί με ταπεινοφροσύνη, ἀπευθυνόμενος στόν Διονύσιο Λαρίσσης: (ἐπιστ.55)«ὁρίζει πρός τοῖς ἄλλοις ἡ πανιερότης σου ὅτι ἐκ ψυχῆς ἀγαπάει τά παρ᾿ ἡμῶν μιξοβάρβαρα γράμματα, ὄχι ὅτι ἔχουσι τίποτε καλόν ἤ θεωρίας ἄξιον, ἀλλά ἡ καλή διάθεσις ὁπού φέρνει πάντα πρός ἡμᾶς, ὡσάν οἱ ἐρῶντες, καθώς λέγουσιν, ἀναπαύουσιν τόν πόθον τους πολλάκις μέ τές εἰκόνες μόνον τῶν ἐρωμένων· τοῦτα εἶναι ὅλα προφανῆ γεννήματα καί καρπός τῆς ἀνοθεύτου ἀγάπης ὁπού φέρνει ἐκ καρδίας πρός τούς εὐτελεῖς ἡμᾶς». Θα ἦταν ἐνδιαφέρον σίγουρα ἄν γνωρίζαμε μέ λεπτομέρειες την πνευματική-μορφωτική κατάσταση τῶν παραληπτῶν τῶν ἐπιστολῶν. Γιατί ἄραγε σέ ἄλλους ἐπισκόπους συντάσσσει ἐπιστολές στή λογία γλώσσα καί σε άλλους, ὅπως ὁ Διονύσιος Δημητριάδος στήν ἁπλούστερη ἤ ἔστω μιξοβάρβαρη; (επιστολή 57) : «Πρέπει γοῦν, θεοφιλέστατε, ὁ ἐπισκοπῶν τοῦ λαοῦ νά στέκεται ψηλά ὡσάν ὁ δραγάτης εἰς τήν δραγασίαν τοῦ ὁπωροφυλακίου, νά βλέπῃ εἰς ἕνα μέρος καί ἄλλο, νά βλέπῃ ἐπίσης ἅπαντα, νά διανέμῃ τόν εὐγγελικόν λόγον μετά τῆς εὐλογίας, νά κοπιάζῃ ὑπέρ τῶν προβάτων καί τῆς ἀληθείας, νά διώκῃ τούς νοητούς λύκους ἀπό τήν λογικήν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτα εἶναι ἴδια τοῦ καλοῦ ποιμένος, τό τσακισμένον πρόβατον νά τό δένῃ καί νά τό σφίγγῃ καλά μέ τά σχοινία τῆς εὐαγγελικῆς διαδασκαλίας καί τό ψωριασμένον να τό ἰατρεύῃ μέ τές ἀλοιφές τῶν θεοπνεύστων γραφῶν καί μέ τά ἔμπλαστρα τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τό πλανεμένον ἐκ τῆς ποίμνης να τό γυρίζῃ μέ τό ποιμαντικόν ραβδί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Τό ἴδιο ἐνδιαφέρουσα καί ἐξόχως δραματική εἶναι καί ἡ επιστολή που ἀπευθύνει στόν Ἰάκωβο Λιτζᾶς καί Ἀγράφων στις 16 Ἀπριλίου 1672 (ἐπιστ. 96) «Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κυρ Ἰάκωβε, Ἀληθινά ὁ Χριστός ἀνέστη, καθώς ὁρίζεις, καί ἡ θεοφιλία σου τό ὁμολογάει καί οἱ χριστιανοί πανταχοῦ τό ὁμολογοῦσιν. Ἤθελα γοῦν νά παραπονεθῶ καί ‘γώ ὡσάν καί ἄλλοι πολλοί ἀνόητοι, διατί δέν ἀνάστησεν ὁ Χριστός και ἡμᾶς ἀντάμα μέ λόγου του, ὁπού εὑρισκόμεσθεν εἰς τόσους λάκκους κακῶν, ὁπούς μᾶς ἐκύκλωσαν τά κακά τῶν βαρβάρων ὡσάν οἱ μέλισσες τό κερί· μοῦ ἀπεκρίθη ὅμως ὁ Χριστός, ἀλλ᾿ ὄχι στόμα πρός στόμα, ἀλλά μέ κάποιαν προφητικήν καί θείαν ἔμπνευσιν καί μοῦ εἶπε· «Δέν σᾶς συνανέστησα, μήτε σᾶς ἀνασταίνω ποτέ, ὅτι εἶστε ἀνάξιοι ἀναστάσεως· σᾶς εἶπα πολλές φορές νά μετανοήσετε καί νά αφήσετε τά πονηρά σας ἔργα, νά γυρίσετε προς ἐμένα καί νά γυρίσω καί ἐγώ πρός ἐσᾶς, ἀλλά ἐσεῖς ἐγενήκατε ἀπό τά ἄλογα ἀλογώτεροι καί ἀπό τά ξύλα τά ἀναίσθητα ἀναισθητότεροι». Καί σέ ἀνάλογο ὕφος γράφει σέ ἀνώνυμο μητοπολίτη (ἐπιστ. 240) «Καί τό μέν εἰσόδημα τῶν προβάτων, λέγω τάς ἐκκλησιαστικάς συδοσίας, τάς λαμβάνει, ἀλλά τά πρόβατα τά ἄφηκες ἀνεπιμέλητα, δηλονότι ψωριασμένα καί ἄρρωστα καί εἰς μυρίους θανάτους· χρειάζονται ὅμως θεραπείαν, δέσποτα, καί βοήθειαν πολλήν, ὅτι τό βάρος ὅλον κρέμεται είς τό λαιμόν σου. Ὅταν γοῦν ἔλθῃ ὁ ἀρχιποίμην Χριστός νά γυρεύσῃ λογαριασμόν, εἰπέ μου, παρακαλῶ, τί θέλεις ἀποκριθῇ:». Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη εἶναι ἀπολύτως ἀναμενόμενο νά ἐκφράζεται στή γλώσσα αὐτή ὅταν ἀπευθύνεται σέ ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ὅπως στούς μαστόρους τῆς Σόφιας (ἐπιστ.86): «Τό θυμοειδές καί εὐγενέστατον ἄλογον, χριστιανοί μου, ὁ κάμπος δέν το ἀναγκάζει νά δράμῃ ἤ νά πιλαλήσῃ, ἀλλά ἡ φυσική προθυμία ὁπού ἔχει εἰς τήν καρδίαν τό κινάει. Ἔτσι γοῦν καί ὁ καλός χριστιανός ὁ φοβούμενος ἐκ ψυχῆς τόν Θεόν καί ἐκεῖνος ὁπού μελετάει ἡμέρας καί νυκτός τόν θάνατον καί ἐκεῖνα ὁπού μετά τόν θάνατον ἀκολουθοῦσι κάθε ἄνθρωπον, ἐκεῖνον δεν τόν ἀναγκάζει τόσον πολλά τινάς εἰς τό καλόν καί εἰς τά ἔργα τά σωτήρια καί ψυχωφελῆ, ἀλλά ἀπό λόγου του κινᾶται μόνον εἰς τό καλόν καί ἀπό ἀφορμήν ὀλίγην· καί σοφός ὤν γίνεται σοφώτερος και προκόπτει εἰς την χριστιανικήν ζωήν». Ὅταν χρειάζεται ὁ λόγος του γίνεται δριμύς. Ἔτσι γράφει στόν ἱερομόναχο Γρηγόριο Μάνεση στις 5 Μαρτίου 1682 (επιστ.163) « Κυρ Γρηγόριε, ὑγίαινε ἐν Χριστῷ μέ ὅσους ἀγαπᾷςἜλαβα τό γράμμα σου καί ἐγνώρισα δι’ αὐτοῦ τήν κατάστασιν τῆς ψυχῆς σου καί ἐθαύμασα καί ἀεί θαυμάζω, ὅτι γέρων ὤν καί προβεβηκώς μωραίνεις καί ἀκολουθᾷς τά γεροντάτα τῶν παλαιῶν Ἀνατολικιωτῶν. Ἐγώ δέν σέ ἔπεμψα αὐτοῦ νά γεροντεύῃς καί νά ἀκολουθᾷς μητροπολίτας, ἀλλά νά διδάσκῃς καί νά δείχνῃς γράμματα, ὁπού τούς καιρούς τούτους πανταχοῦ ἐχάθηκαν. Ἐπρόκρινα μᾶλλον τοῦτο ἤ νά σέ ἔχω μέ λόγου μου να μέ πιάνῃς ἀπό τό χέρι νά σηκώνωμαι καί νά μοῦ δείχνῃς τήν στράταν, ὁπού ἐτυφλάθηκα. Ἀλλά σύ ἐφεῦρες φιλοσοφωτέραν ὁδόν ἤ, νά εἰπῶ ἀνοητοτέραν καί ἐπαράδραμες τήν θεωρίαν καί τήν κατά Χριστόν ζωήν. Και σύ ὄντας αὐτοῦ νά λέγουσι τινές ἀπ’ αὐτοῦ νά φέρουσι τά παιδία τους ἐδῶ νά παιδευθοῦν καί ἐκεῖνος, λέγω δέ ὁ Μανολάκης, ὁπού ἔδωκε τό τοσοῦτον σιτηρέσιον ἀκούοντας τό ἀκερδές τῆς ἐλεημοσύνης πῶς τοῦ φαίνεται ἤ τι λέγει, καθώς μοῦ γράφει ὁ Φώτης. Ἄν τόν Μανολάκην τόν ἀπατῶμεν ὡς ἄνθρωπον, τόν Θεόν τοῦ παντός πῶς εἶναι δυνατόν νά τόν ἀπατήσωμεν, ὁπού γνωρίζει καί πρό γενέσεως τά πράγματα;…….Ἐπάνελθε γοῦν και ἐπιλαβοῦ τῆς παιδεύσεως καί, ἄν ἐγήρασε κατά τό παρόν καί δέν δύνεσαι εὐκόλως νά ὑπηρετήσεις σχολεῖον, θές ἀντί σοῦ τόν δοκομώτερον μαθητή σου νά δείχνῃ αὐτοῦ γράμματα καί νά παιδεύῃ τούς ἀπαιδεύτους, διά να δοξάζηται ὁ Θεός…». Εἶναι ἴσως χαρακτηριστική ἡ περίπτωση αὐτή γιά ὅσα ἀνέφερε ὁ Χαρίτων Καρανάσιος σχετικά μέ τούς μαθητές τοῦ ὁσίου καί κατά πόσο ἀνταποκρίνονταν στίς προσδοκίες τοῦ δασκάλου τους. Ὁ ὅσιος Εὐγένιος γράφει συχνά αὐθόρμητα, χωρίς περιττά στολίδια και ξέρει πολύ καλά ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις γίνεται δυσάρεστος. Ἔτσι ἀπευθυνόμενος στόν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο προκειμένου αὐτός να ἀπελευθερώσει δούλη χριστιανή του γράφει: «Ἄς ἐλευθερώσῃ, παρακαλῶ, τῆς δουλείας τήν πτωχήν αὐτήν χριστιανήν· ἄς εἰπῇ τοῦτο καί τῆς κυρίας μητρός της, καί μάλιστα νά μετριάζῃ είς τους ἀνθρώπους. Καί ἄς εἶναι συμπαθής καί εὔσπλαγχνος μιμουμένη μέ τοῦτο τοῦ κοινοῦ Δεσπότου τό φιλάνθρωπον· δέν σπλαγχνίζεται δοῦλον ἀλλά ἄνθρωπον ὁμόδουλον, χριστιανήν ὥς χριστιανή. Οἱ χριστιανοί δεν δουλώνουσι ποτέ χριστιανούς κατά νόμους, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἡ κακή φορά τῆς τύχης, ὁπού ἤφερεν εἰς τό γένος μας πολλά ἀνάποδα, ἤφερε καί τοῦτο, να δουλώνουσι χριστιανοί χριστιανούς, ὄχι ἐπί ποσόν μήτε ὡσάν τούς ἄλλους ἀλλά πολλά χειρότερα καί ὠμότερα. Μήν βαρεθῇς, παρακαλῶ, κυρ Ἀλέξανδρε, τήν στυφότητα τοῦ γράμματος, ὅτι ἡ στυφότης εἶναι και θεραπευτική καί ἰάσιμος καί τῆς μελλούσης καί ἐλπιζομένης ζωῆς πρόξενος». Εἶχε ἐπίγνωση ὁ ὅσιος ὅτι οἱ ἐπιστολές του συχνά δέν ἀποσκοποῦσαν στήν ἁπλή ἀνταλλαγή εἰδήσεων καί φιλοφρονήσεων ἀλλά ἀποτελοῦσαν χειρουργικά ἐργαλεῖα καθαριότητας τῆς ψυχῆς τοῦ ποιμνίου του καί γι᾿ αὐτό δεν δίσταζε νά γίνει στυφός καί δυσάρεστος ὅπου χρειαζόταν προκειμένου να πετύχει τό ζητούμενο. Γιά τοῦτο ὁ Δημαρᾶς ἐντοπίζει τήν «ἀσκητική σκληρότητα καί ἀλυγισιά», ἀναγκαῖες πιστεύω σέ συνθῆκες πού ἐξαχρείωναν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ὅπως τό ἐντοπίζει καί ὁ ὅσιος: ἡ «κακή φορά τῆς τύχης», ἡ ἱστορική συγκυρία θά λέγαμε ἐμεῖς, ἐπέφερε καί τοῦτο νά δουλώνουσι χριστιανοί χριστιανούς». Καί ἐπιχειρεῖ νά ἐπιφέρει τήν ἐπίγνωση στό ἄτομο, νά τό διαφοροποιήσει ὡς χριστιανό ἀπό τό ἀντιχριαστιανικό περιρρέον κλίμα· νά βοηθήσει τόν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς νἀ ὀρθοποδήσει πνευματικά ὡς ἄνθρωπος. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ ούμανισμοῦ τοῦ ὁποίου φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε θιασώτης ὁ ὅσιος: ἡ ἠθική βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κατάκτηση τῆς πνευματικῆς, ἠθικῆς καί διανοητικῆς ἐλευθερίας, μέσω τῆς παιδείας πού ἐδῶ στή συγκεκριμένη περίπτωση διενεργεῖται διά τῆς ἀλληλογραφίας. Ἀξίζει ἴσως νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε στίς μέρες μας τό πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ οὐμανισμοῦ τοῦ ὁποίου ὅπως πιστεύουμε ἐν μέρει ὑπῆρξε φορέας καί ὁ ὅσιος. Βεβαίως θά ἀναρωτηθεῖ κανείς τί νόημα ἔχει ὁ προβληματισμός αὐτός ὅταν ἡ δημοτική ἔχει πιά καθιερωθεῖ ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καί χρησιμοποιεῖται πιά καί ἀπό πολλούς κληρικούς και διανοουμένους. Καί ὅμως ἀκόμη καί σήμερα πολλοί πνευματικοί ἄνδρες και κληρικοί ἐπιμένουν νά ὁμιλοῦν τόν «Ἕλληνα» λόγο, ὅπως τόν ἀποκαλοῦν, λές καί ὁ ἄλλος λόγος, ὁ δημώδης, εἶναι ἀλλόφυλος. Τούς θαυμάζουν ἀπό κάτω οἱ ἁπλοί πολίτες, λένε εἶναι μορφωμένοι, ξέρουν πολλά, δέν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα λέει. Γι’ αὐτό νιώθεις μιάν κάποια ἀγαλλίαση ὅταν ἀκοῦς ἱερωμένους ὅπως ὁ μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυερωτικῆς κύριος Νικόλαος νά χειρίζονται λόγο σύγρονο δημώδη μεστό νοημάτων τόσο ἐντός τοῦ ναοῦ, ὅπως λόγου χάρη στην ἐνθρόνισή του ὡς ἐπισκόπου, ὅσο καἰ στή γενικότερη ἐπικοινωνία του μέ το ποίμνιό του. Ἀκολουθεῖ ἕνα μικρό δεῖγμα: -Κατά ποιό τρόπο τελικά, ὅλη αὐτή ἡ πορεία σας, ἀλλά καί ἡ χειροτόνησή σας σε Μητροπολίτη, σᾶς ἔχει ἀλλάξει ὡς ἄνθρωπο μέσα στά χρόνια: -ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη ἀπό χαρά καί μακάρι αὐτή τή χαρά νά μποροῦσα νά τη δώσω σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί ἡ ἐπιστήμη μοῦ ἔδωσε πολλή χαρά. Ἀπό τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἐπιστημονικῆς χαρᾶς πῆγα σέ ἕνα δεύτερο, στό σκαλοπάτι τῆς μυστικῆς χαρᾶς πού μοῦ ἔδωσε ἡ ἐπιθυμία μου γιά προσωπική, ἐσωτερική, μοναχική ζωή. Μετά, πέρασα σέ ἕνα ἄλλο, αὐτό τῆς κοινωνικῆς χαρᾶς, καθώς βγῆκα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔζησα μέ τόν κόσμο καί αἰσθάνθηκα ὅτι ἔπρεπε ἐγώ νά γίνω κομμάτια γιά τούς ἄλλος καί νά μπορέσω νά βάλω στήν ἀγκαλιά μου τήν ἀγάπη, τήν κοινωνία, τίς ἀνάγκες τους, τίς χαρές τους, τά προβλήματά τους, τίς ἀναζητήσεις τους, ὅλα. Τελικά, μέσα ἀπό τά γεγονότα, ἀπό τούς ἀνθρώπους, δίνει ὁ Θεός εὐκαιρίες καί ἀνοίγει δρόμους στή ζωή μας. Αὐτό πού θά ἤθελα νά σημειώσω εἶναι ὅτι ὅποιος θέλει νά γνωρίσει τόν Θεό μέσα ἀπό την χαρά, τόν γνωρίζει μέ ἄλλο πρόσωπο. Δέν γνωρίζεται ὁ Θεός μέσα ἀπό συμβουλές, ἀπό ὑποδείξεις, ἀπό κανόνες. Ὁ Θεός γνωρίζεται μέσα ἀπό μια αἴσθηση ταπεινῆς ἔκπληξης καί ἐσωτερικοῦ αἰφνιδισμοῦ. Ἐγώ αὐτό ξέρω, αὐτό θά ἤθελα νά δώσω καί μέ αὐτό θά ἤθελα νά φύγω ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Νομίζω ὅτι αὐτήν τήν ταπεινή ἔκπληξη καί τόν ἐσωτερικό αἰφνιδιασμό βίωσε καί ὁ ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός στή διάρκεια τῆς ζωῆς του τότε πού ἀποφάσισε νά διακονήσει ἐδῶ στά Ψηλά Βουνά τήν παιδεία τοῦ ὑπόδουλου Γένους μέ τή διδασκαλία, τό λόγο καί τή γραφή. http://kapodistriako.uoa.gr/stories/134_in_01/index.php?m=2 Ετικέτες - Σχετικά Θέματα Μαρία Παναγιωτοπούλου-Μποτονάκη Επόμενο Προηγούμενο