Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852-1921). Ὁ ἀνατόμος τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς

Δημητρίου Θ. Κατσαρῆ

ἱστορικοῦ – λαογράφου, διδάκτορος Πανεπ. Ἀθηνῶν

Προλογικὸ σημείωμα

Ὁ Νικόλαος Γ. Πολίτης, ὁ Γενάρχης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας δικαίως συναριθμεῖται ἀνάμεσα στοὺς κορυφαίους διανοητὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τόσο ἡ πρωτοποριακὴ σὲ ποσὸν καὶ ποιὸν ἐπιστημονική του παραγωγή, ὅσο καὶ ἡ πολύμορφη καὶ θαυμαστὴ κοινωνικήν του δράση ἐπιμαρτυροῦν τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ἀψευδὲς τεκμήριο ἀκαταμάχητο πειστήριο, ἡ διθυραμβικὴ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου του ἀπὸ τὴν ἐγχώρια καὶ ἀλλοεθνῆ ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Πλεῖστοι ὅσοι διανοούμενοι ὑψηλοτάτου κύρους, ὅπως, λόγου χάριν, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ Γεώργιος Δροσίνης, ὁ Δημήτρης Γληνός, ὁ Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος, ὁ Γρηγόριος Ξενόπούλος ἐπανειλημμένα ἀναγνώρισαν τὴν μοναδική του συμβολὴ στὴν πνευματικὴ χειραφέτηση καὶ στὴ δημιουργία αὐθιγενοῦς πολιτισμοῦ στὸν τόπο.

«Ο ΚΎΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΣΤΊΑΣ». ΑΠΌ ΑΡΙΣΤΕΡΆ, ΌΡΘΙΟΙ: ΓΙΆΝΝΗΣ ΨΥΧΆΡΗΣ, ΔΗΜΉΤΡΙΟΣ ΚΑΚΛΑΜΆΝΟΣ, ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΚΑΣΔΌΝΗΣ, ΓΙΆΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΆΝΝΗΣ, ΚΩΣΤΉΣ ΠΑΛΑΜΆΣ, ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΊΝΗΣ, ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ ΞΕΝΌΠΟΥΛΟΣ. ΚΑΘΙΣΤΟΊ: ΘΕΌΔΩΡΟΣ ΒΕΛΛΙΑΝΊΤΗΣ, ΠΈΡΡΗΣ, ΝΙΚΌΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΊΤΗΣ, ΣΤΈΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΆΝΟΥ, ΜΊΚΙΟΣ ΛΆΜΠΡΟΣ, ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΉΣ, ΕΜΜΑΝΟΥΉΛ ΡOΪΔΗΣ

Ὁ Βίος καὶ τὸ Ἔργο του. Συνοπτικὴ παρουσίαση.

Ὁ Νικόλαος Γ. Πολίτης γεννήθηκε στὶς 3 Μαρτίου 1852 στὴν Καλαμάτα.

Ὁ πατέρας του Γεώργιος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γιαννιτσάνικα τῆς ἐπαρχίας Καλαμὼν – δικαστικὸς τὸ ἐπάγγελμα – ἀκολούθησε στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του ἀξιοζήλευτη παιδαγωγικὴ μέθοδο.

Τὰ ὠθεῖ στὴν αὐτοπρόσωπη γνωστικὴ ἀναζήτηση, στὴν αὐτόβουλη ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν, ἀνανεώνει διαρκῶς τὰ γνωστικὰ αἰτούμενα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἐκπληκτικό, προκαλεῖ ἀνείπωτο θαυμασμὸ καὶ ἀμήχανη συγκατάβαση στὸ ἄκουσμα τῶν ἐπιδόσεων τοῦ μικροῦ Νικολάου. Ἐθίζεται στὴν ἐμπέδωση τοῦ πνευματικοῦ ὑλικοῦ ποὺ χειρίζεται στὴν συστηματικὴ καταγραφὴ καὶ ἀποθησαύριση σὲ ἀριθμημένα χειρόγραφα τετράδια ὅλων ὅσων κρίνει ὡς ἀπομνημονευτέα.

Τὸ 1864, σὲ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν, συντάσσει μία χειρόγραφη ἐφημερίδα. Τὴν ὀνομάζει «Ὁ φιλόπαις». Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι παραθέτει κείμενα μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ γαλλικά!

Νικόλαος Γ. Πολίτης

Ἀπὸ τὸ 1865 ἀρχίζει τὴ δημοσίευση διάφορων ἐπιστημονικῶν ἄρθρων, πρωτόλειων διηγημάτων, γρίφων, ἀνεκδότων, λαογραφικῶν μελετῶν στὰ σπουδαῖα περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς, Χρυσαλίς, Φιλόστοργος Μήτηρ, Πανδώρα (Περὶ λυκοκανθάρων, Περὶ παραμυθίων παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι), Ἐφημερὶς τῶν φιλομαθῶν ἡ Ἐὐτέρπη, τὸ Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον. Ταυτοχρόνως γράφει ποιήματα, διηγήματα τὰ ὁποῖα σκόπευε νὰ δημοσιεύσει, ὅπως λόγου χάριν, Ὁ Ζάχος, Ἐπεισόδιον τοῦ 1796, Ἐλεημοσύνη, διήγημα ἐν Καλάμαις 1866, Αἱ φάραγγες τοῦ Ταϋγέτου, Οἱ πειρατὲς τῆς Μάνης: Σκηναὶ τοῦ βίου ἐν Ἑλλάδι κατὰ τὴν 18ην ἑκατονταετηρίδα. Μεταφράζει τὴν Ἰλιάδα καὶ Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, τὴν Βατραχομυομαχία, τὶς Ὠδὲς τοῦ Ὁρατίου, τὸ Φιλοσοφικὸ Λεξικὸ τοῦ Βολταίρου, Γάλλους συγγραφεῖς, τὸν Γκωτιέ, τὸν Πὼλ ντὲ Κόκ, τὸν Βίκτωρα Οὐγκώ, τὸν Ἄγγλο Γουώλτερ Σκὸτ καὶ ἄλλους συγγραφεῖς τοῦ 19οῦ αἰῶνα. Τὸ 1866 ξεσπάει ἡ Κρητικὴ Ἐπανάσταση.

Ὁ Νικόλαος Πολίτης, μόλις 14 ἐτῶν, ἀποφασίζει νὰ καταταγεῖ ἐθελοντὴς (!), πρώιμο δεῖγμα τῆς διάπυρης φιλοπατρίας του.

Ἐγκαταλείπει κρυφὰ τὸ σπίτι του καὶ μεταβαίνει πεζὸς στὸ Ναύπλιο, ὅπου πρὸς μεγάλη του ἀπογοήτευση χάνει τὸ πλοῖο ποὺ εἶχε ἀναχωρήσει μὲ τοὺς ἐθελοντές. Τὸν ἀνακάλυψαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ γυρίσει πίσω στὴν Καλαμάτα. Παρὰ ταῦτα, τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν ἐμπνέουν τὴν εὐγενική του ψυχὴ καὶ γράφει ἕνα ποίημα «Τὸ Ἀρκάδι» σὲ πέντε μέρη μὲ ποικιλία στιχουργικῆς μορφῆς σὲ κάθε μέρος, τὸ ὁποῖο δὲν δημοσίευσε. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1868 μὲ δική του πρωτοβουλία, οἱ μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου Καλαμάτας θὰ δώσουν τὴ θεατρικὴ παράσταση «Ὁ Ἀκούσιος Γάμος» καὶ «ὁ Χαρτοπαίκτης» τοῦ Μολιέρου σὲ δικὴ τοῦ μετάφραση, ἐνῷ πρωταγωνιστεῖ ὁ ἴδιος μὲ στόχο τὴ συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες Κρῆτες πρόσφυγες ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν πόλη.

Ταυτόχρονα, συντάσσει στὸ ὄνομα τῶν προσφύγων Κρητῶν σπουδαστῶν ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β΄ τῆς Ρωσίας, μὲ τὴν ὁποία ἐπιζητοῦσε τὴν ἐκ νέου ἐπαναχορήγηση τοῦ μηνιαίου οἰκονομικοῦ βοηθήματος ποὺ εἶχε διακοπεῖ. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐγγράφεται στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τὸ 1872 στὴ Νομικὴ σχολὴ στὴν ὁποία φοιτᾶ ἕως τὸ 1875.

Παράλληλα, ἀπὸ τὸ 1870 γίνεται μέλος τοῦ φιλολογικοῦ συλλόγου «Παρνασσὸς» καὶ ἐκδίδει μαζὶ μὲ τὸν Σπυρίδωνα Λάμπρο τὰ Νεοελληνικὰ Ἀνάλεκτα τοῦ Παρνασσοῦ.

Τὸ 1871 συμμετέχει στὸν ροδοκανάκειο διαγωνισμὸ γιὰ τὴ συλλογὴ λαογραφικῆς ὕλης καὶ τὴ συγκριτικὴ συνεξέτασή της μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐθιμογραφία μὲ τὸ περισπούδαστο ἐπιστημονικό του ἔργο «Μελέτη περὶ τοῦ Βίου τῶν Νεωτέρων Ἑλλήνων», Νεοελληνικὴ Μυθολογία τόμ. Α΄καὶ τόμ. Β΄, 1874, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπέσπασε τὸ πρῶτο βραβεῖο, ἐπιδιώκοντας, ὅπως ὁ ἴδιος διακηρύσσει, τὴν κατάρριψη τῆς ρατσιστικῆς καὶ ἐπίπλαστης θεωρίας τοῦ Γερμανοῦ ἱστορικοῦ Ἰάκωβου Φαλμεράυερ γιὰ τὴ φυλετικὴ ὑπόσταση τῶν Νεοελλήνων.

Ὅμως, ἡ ἀναζήτηση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας στὸ πεδίο τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡ κατάδηλη ἀνάδειξη τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους διαφοροποιεῖ ἐντελῶς τὸν Πολίτη ἀπὸ ἀνάλογες μηχανιστικὲς ταξινομήσεις προγενέστερων μελετητῶν. Κατ’ αὐτόν, ἡ ἐθνικὴ κοινότητα ξεπερνᾶ τὴν τότε ἰσχύουσα ἐδαφικὴ κατάτμηση, καθὼς μόνο τὰ ὁμότροπα ἤθη καὶ ἡ ἱστορικὴ συλλογικὴ μνήμη ἰσχύουν ὡς συστατικοὶ ἄξονες.

Ἡ συνειδητὴ παράκαμψη τῶν κριτηρίων τοῦ αἵματος, τῆς γλώσσας καὶ τῆς θρησκείας ἀπομακρύνει τὸν Πολίτη ἀπὸ ρατσιστικοῦ τύπου αἱματολογικὲς καὶ ἄλλες θεωρίες, καὶ ἀναδεικνύει μία πολὺ προχωρημένη προοδευτικὴ σκέψη, πόρρω ἀπέχουσα ἀπὸ ἐθνικιστικὲς καὶ ἐθνομηδενιστικὲς ἀντιλήψεις παλαιὲς καὶ σύγχρονες. Παράλληλα, ὡς ἐμπράγματος διανοούμενος, ἐμφορούμενος ἀπὸ τὶς φιλελεύθερες ἰδέες τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν πολιτειακὸ στοχασμὸ τοῦ Ρήγα Φεραίου, θὰ ἀναδειχθεῖ τὸ 1873 σὲ ἡγέτη τοῦ ἐξεγερμένου φοιτητικοῦ κινήματος, ποὺ ἐπεδίωκε τὴν ἀνασύσταση τῆς φοιτητικῆς φάλαγγας, θὰ διωχθεῖ καὶ θὰ φυλακιστεῖ προβαίνοντας σὲ ἀξιομνημόνευτες πολιτικὲς πράξεις. Τὸ 1876 θὰ μεταβεῖ στὸ Μόναχο τῆς Γερμανίας γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς ὡς ὑπότροφος τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης, τὶς ὁποῖες θὰ περαιώσει τὸ 1880 στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἐρλάγγεν, λαμβάνοντας τὸ διδακτορικό του δίπλωμα. Ἐνδιάμεσα, τὸ 1878, σὲ μία ἀξιοθαύμαστη προσωπικὴ ἐπιλογή, ἀδιάψευστη ἐπιβεβαίωση τῆς ἔνθερμης φιλοπατρίας του, διακόπτει τὶς σπουδές του ἐπανέρχεται στὴν Ἑλλάδα σπεύδοντας νὰ καταταγεῖ ἐθελοντὴς στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὸ Δομοκό.

Τὸ 1880, ἀναλαμβάνει τὸ ἡράκλειο ἔργο τῆς κατάταξης τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βουλῆς, ἡ δεύτερη βιβλιοθηκονομικὴ ἐνασχόληση μετὰ τὴν ἀνάλογη κατάταξη τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Ἀδ. Κοραῆ στὴ Χίο.

Τὸ 1882, ὀνομάζεται ὑφηγητὴς τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἐνῷ συμμετέχει ἐνεργὰ στὴν ἵδρυση τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ τὸ 1883 θὰ συγγράψει τὴ μνημειώδη προκήρυξη τοῦ περιοδικοῦ Ἑστία γιὰ τὴ συγγραφὴ ἑλληνικοῦ διηγήματος, στρέφοντας τοὺς νέους δημιουργοὺς στὴν μελέτη τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ.

Τὸ 1884, διορίστηκε τμηματάρχης Μέσης Ἐκπαίδευσης στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, στὸ ὁποῖο ὑπηρέτησε μὲ μία ἐνδιάμεση διακοπὴ ἕως τὸ 1887, ἀναλαμβάνοντας καὶ τὴ θέση τοῦ Γενικοῦ Ἐπιθεωρητῆ τῆς Δημοτικῆς Ἐκπαίδευσης, ἀποστέλλοντας μιὰ μνημειώδη ἐπιστολὴ στὸν τότε πρωθυπουργὸ Χ. Τρικούπη, ἀρνούμενος νὰ ὑποκύψει στὶς ἀφόρητες πιέσεις ποὺ ἀσκοῦσε τὸ κυβερνῶν κόμμα στὸ ἔργο του. Ἀπὸ τὴ σύνολη θητεία, θεωροῦνται ὡς τομὲς στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης ἡ εἰσαγωγὴ τῶν νέων ἑλληνικῶν στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο τὸ 1884 καὶ ἀργότερα στὸ γυμνάσιο, ἡ δραστικὴ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ μαθήματος «Ἱερὰ Ἱστορία» καὶ ἡ μετωνυμία τοῦ μαθήματος σὲ Θρησκευτικὰ καὶ ἡ ἀποστολὴ στὶς 11 Δεκεμβρίου 1887 προσωπικῆς ἐγκυκλίου στὸ διδακτικὸ προσωπικὸ γιὰ τὴ συγκέντρωση λαογραφικοῦ ὑλικοῦ, παρέχοντας μάλιστα αὐστηρὲς ὁδηγίες γιὰ τοὺς τρόπους περισυλλογῆς καὶ κατάταξης.

Τὸ 1889, ἀναλαμβάνει μαζὶ μὲ τὸν Γεώργιο Δροσίνη τὴ διέυθυνση τοῦ περιοδικοῦ Ἑστία καὶ τὴ διεύθυνση τοῦ ἐκδιδόμενου ἀπὸ τὸν Γ. Μπάρτ Ἐγκυκλοπαιδικοῦ Λεξικοῦ.

Τὸ 1890 διορίζεται καθηγητὴς τῆς Μυθολογίας καὶ τῆς Ἀρχαιολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν διδάσκοντας ἕως τὸ πέρας τοῦ βίου του. Ἐξίσου σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολή του στὴν τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τοῦ 1896 ὡς ἔμπρακτη κοινωνικὴ ἐφαρμογὴ τῆς βασικῆς τοῦ ἐκπαιδευτικῆς ἀντίληψης, ὅτι δόκιμα παιδευτικὰ πρότυπα τῆς ἀρχαιότητας θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελοῦν ὁδηγητικὲς ἀρχὲς τῆς ἐφηρμοσμένης κυβερνητικῆς πολιτικῆς.

Τὸ ἀρρενωπὸ καὶ μαχητικὸ πρότυπο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων, ἡ ἔνθερμη φιλοπατρία, ἡ θεατρικὴ ἀγωγὴ οἱ μουσικοὶ καὶ καλλιτεχνικοὶ ἀγῶνες, ἡ φυσιολατρεία, ἡ ρητορικὴ ἐξάσκηση, ἡ πνευματικὴ ἅμιλλα, ἡ καλλιέργεια τῆς Φιλοσοφίας ἀποτελοῦν μερικὰ μόνο ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀρχαίου βίου ποὺ προέκρινε ὡς ἄξια μεταφύτευσης στὴ νεοελληνικὴ πραγματικότητα, φυσικὰ μὲ τὶς ἀναγκαῖες καὶ ἐπιβαλλόμενες προσαρμογές.

Τὸ 1894 θὰ ἐνταχθεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας μὲ κύριο στόχο τὴν ἀνασυγκρότηση τοῦ κράτους. Ἀνέρχεται στὰ ἀνώτατα ἀξιώματα, ἀναλαμβάνει μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀποστολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία παραλίγο νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυβέρνηση.

Ἡ ἐπονείδιστη ἧττα τοῦ 1897, ἡ λυσσώδης συκοφαντικὴ δυσφήμηση ποὺ δέχτηκε οὐδόλως τὸν πτόησε. Ἀντιθέτως ἀρκέστηκε γιὰ λίγο στὴν πανεπιστημιακὴ διδασκαλία παρέχοντας ἰδεολογικὴ παραμυθία καὶ νικηφόρα ὁραματικὴ προσδοκία. Ἔξοχο δεῖγμα ὁ μεγαλειώδης πρυτανικὸς λόγος «Περὶ τοῦ Ἐθνικοῦ Ἔπους τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων». Παράλληλα, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης, κατόπιν δικῆς του εἰσήγησης, ἡ Ἀκαδημαϊκὴ Σύγκλητος ἀποφάσισε τὴν ἔκδοση βιβλιογραφικοῦ παραρτήματος τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπετηρίδας, ὅπου θὰ καταγράφονταν ὅλα τὰ ἐκδιδόμενα βιβλία καὶ πραγματεῖες, ἔργο τιτάνιο, τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε καὶ πραγματοποίησε ὁ ἴδιος μὲ τὴ δημοσίευση τῶν δύο τόμων τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλιογραφίας (1909,1911).

Ὡς πανεπιστημιακός, δίδαξε πολιτικὲς καὶ σκηνικὲς ἀρχαιότητες καὶ γιὰ πρώτη ἐπίσης φορὰ στὴν ἑλληνικὴ ἐπιστήμη, Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων καὶ μάλιστα σὲ συγκριτικὴ βάση. Πέραν τούτων τὸ 1907 ἀρχίζει τὴ συστηματικὴ παράδοση λαογραφικῶν μαθημάτων εἰσάγοντας τὸν παραμελημένο καὶ συκοφαντημένο λαϊκὸ πολιτισμὸ στὸ ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα τῆς χώρας.

Από αριστερά: ο Σωκράτης Κουγέας, όρθιος ο Παλαμάς και καθιστός δεξιά ο Νικόλαος Πολίτης.

Ἤδη, ἀπὸ τὸ 1899, εἶχε ξεκινήσει, μὲ τὴν πολύτιμη συνδρομὴ τῆς βιβλιοθήκης Μαρασλῆ, τὴ δημοσίευση στὴ σειρὰ «Μελέται περὶ τοῦ Βίου καὶ τῆς Γλώσσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» τοῦ ἔργου «Παροιμίαι» σὲ τέσσερις τόμους ἕως τὸ 1902 καὶ τὶς «Παραδόσεις», δύο τόμοι (1904). Δυστυχῶς τὰ ἀνυπέρβλητα καὶ μνημειώδη αὐτὰ ἔργα ἔμειναν ἡμιτελῆ λόγῳ ἔλλειψης χρηματοδότησης. Στὰ τέλη τοῦ 1908 (28 Δεκεμβρίου) μαζὶ μὲ 26 ἄλλους ἐπιφανεῖς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἱδρύουν τὴν Ἑλληνικὴ Λαογραφικὴ Ἑταιρεία καὶ ἐκδίδεται (1909) ὁ πρῶτος τόμος τοῦ Λαογραφικοῦ Δελτίου, ποὺ περιλαμβάνει ἕνα βαρυσήμαντο ἄρθρο τοῦ μὲ τὸ ὁποῖο προσδιόριζε μὲ τὴν προσήκουσα πληρότητα καὶ σαφήνεια τὴν ὀνομασία, τὰ ἐρευνητικὰ πεδία καὶ τὶς γνωστικὲς συντεταγμένες τῆς νεοπαγοῦς Λαογραφικῆς ἐπιστήμης.

Τὸ 1914 ἱδρύει τὴν Ἐθνικὴ Συλλογή, μὲ πρόθεση νὰ ἐρευνηθεῖ εἰς βάθος ἡ ἑλληνικὴ παραδοσιακὴ μουσική, ἐνῷ ἐκδίδει καὶ τὸ πασίγνωστο βιβλίο «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» στὸ ὁποῖο συμπεριέλαβε ἕνα ἐλάχιστο δεῖγμα τῆς ἀποθησαυρισμένης ἀπὸ τὸν ἴδιο, μὲ πολύμοχθο τρόπο καὶ αὐτοπρόσωπη ἔρευνα συλλογῆς (Πάνω ἀπὸ 20.000!).

Ἡ παντελὴς ἀδιαφορία τῆς πολιτείας τὸν ὁδήγησε τὸ 1918 στὴν ἵδρυση τοῦ Λαογραφικοῦ Ἀρχείου, ποὺ ἀργότερα προσαρτήθηκε στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, μὲ πρώτιστο στόχο τὴ συλλογή, κατάταξη καὶ ἑρμηνεία τοῦ λαογραφικοῦ ὑλικοῦ.

Τὸ 1916, ἐν μέσῳ ἐθνικοῦ διχασμοῦ, διαβλέποντας τοὺς περισσοὺς κινδύνους ποὺ ἐπιφύλασσε τὸ μέλλον γιὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους καὶ τὴν πραγμάτωση τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἀποφάσισε νὰ συμπράξει στὴ σύνταξη καὶ στὴ διακίνηση στὸ πανεπιστήμιο τῆς γνωστῆς ἀναφορᾶς τοῦ ἐπικεφαλῆς τῶν «Κοινωνιολόγων», Ἀλέξανδρου Παπαναστασίου, μὲ τὴν ὁποία ἐπιζητοῦσε τὴν ἔξοδο τῆς χώρας στὸν πόλεμο μὲ τὴν πλευρὰ τῆς Ἀντάντ, συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται ἐκ νέου. Τέλος, τὸ 1920 ἐκδίδει τὸν πρῶτο τόμο τοῦ ἔργου «Λαογραφικὰ Σύμμεικτα» (ἀκολούθησαν ἐπιθανάτια οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς: 1921, 1931, 1985), ποὺ συμπεριλαμβάνουν ἕνα μεγάλο μέρος παλαιότερων ἄρθρων καὶ μελετῶν. Ἀπεβίωσε στὶς 12 Ἰανουαρίου 1921 ἀπὸ στηθάγχη, φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς ὑπέρμετρης ἐργατικότητας ποὺ τὸν διέκρινε, στὴν πιὸ εὐτυχῆ χρονικὴ στιγμὴ ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἰδεολογικοῦ του ὁραματισμοῦ, λίγο πρὶν ἀκολουθήσει ἡ κατάρρευση τοῦ μετώπου καὶ ἡ ἐκδίωξη τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὶς πατρογονικές τους ἑστίες.

Ἐπιλογικὸ Σημείωμα

Ὁ Νικόλαος Πολίτης σὲ μία ἐποχὴ διατιθέμενης καὶ κυριαρχούσης λήθης, κορυφαῖο σύμπτωμα τῆς πνευματικῆς κρίσης ποὺ διέρχεται σήμερα ὁ Ἑλληνισμός, ἀποτελεῖ ἀπλανῆ καὶ ἀκλινῆ ὁδηγὸ ἰδανικῆς ἀποτύπωσης ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ βίου, κράτιστο ὑπόδειγμα θυσιαστικῆς πράξης, ψυχωφελῆ ἄρδευση ἀστείρευτης αὐτογνωσίας καὶ ὑπερπολύτιμης ἑτερογνωσίας. Σὲ μία ἐποχή, ποὺ πλεῖστοι ὅσοι Ἕλληνες, ἐν πλήρει συγχύσει, «στένοντες καὶ τρέμοντες» κατὰ τὸ Βιβλικὸν ἀρκοῦνται σὲ ἀτελείωτες θρηνωδίες γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά, πνευματικὰ ράθυμοι καὶ κοινωνικὰ βραδυκίνητοι, σὲ μία ἐποχή, πού, κατὰ τὴ δική μου κρίση, ἡ χώρα ἔχει ὑποστεῖ τὴν Τρίτη Ἅλωση, ὁ Νικόλαος Πολίτης ἀπὸ τὸ 1880 σὲ ἕνα περισπούδαστο ἄρθρο του γιὰ τὸν μεγάλο ἀγωνιστὴ τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης Ζήση Σωτηρίου, ἐκ τοῦ τάφου, ἀποστέλλει στὴν πάσχουσα καὶ χειμαζόμενη πατρίδα μας ἐθνοσωτήριο μήνυμα κοινωνικῆς καὶ πνευματικῆς Ἀνάστασης: «Ἐὰν τὰς ἀρχὰς τοῦ Ζήση ἐφήρμοττον οὐχὶ πάντες οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ μόνον οἱ πολιτευόμενοι καὶ οἱ πρωτεύοντες (…) ἐὰν οὐχὶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν αὐτῶν προσήνεγκον ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς ἐθνικῆς ἰδέας, ἀλλὰ καὶ τὸ εἰκοστόν του εἰσοδήματος αὐτῶν διέθεταν, ὡς ἐκεῖνος διέθετε τὸν ἄρτον αὐτοῦ τὸν ἐπιούσιον, ἐὰν οὐχὶ ἣν αὐτὸς ἤσκει περὶ τοῦ βίου λιτότητα, ἤσκουν καὶ αὐτοί, ἄλλα ἁπλῶς περιώριζον περιττὰς τινὰς καὶ γελοίας δαπάνας ἀτέχνου πολυτελείας, ὅπως τὰ περισσεύματα τῶν κλασμάτων τῆς τραπέζης αὐτῶν ἀφιερώσωσιν εἰς τὸ ἱερὸν ταμεῖον τῆς πατρίδος, βεβαίως ἄλλη θὰ ἦτον ἡ θέσις τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλως παρ’ ἡμῖν θὰ ἐσκέπτοντο οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς καὶ οἱ κατ’οὐσίαν ἀσθενεῖς ἐχθροὶ ἡμῶν.»

Γένοιτο!