Μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός;

Γεωργίου Βιλλιώτη

    Τὴν ἐρχόμενη Παρασκευή θὰ ἐψάλλετο στοὺς ναούς μας ἡ Τρίτη Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας μας, ἐὰν οἱ ναοί μας δὲν ἦσαν κλειστοί. Ἄν δὲν κάνω λάθος, κάτι ἀνάλογο εἶχε νὰ συμβῆ ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ποὺ οἱ Τοῦρκοι «σφράγιζαν» τοὺς ναοὺς στὸν Πόντο ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ποντίων στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους στὸ πλευρὸ τῆς Ἑλλάδος.

    Ὅπως γνωρίζουμε ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος χρησιμοποιήθηκε σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις· ψαλλόταν ὡς δοξολογία γιὰ τὴν διάσωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς τὸ 626, τὸ 673 καὶ 718 μὲ τὴν θαυματουργικὴ παρέμβαση τῆς Θεοτόκου. Πόσες φορὲς δὲν ἔσωσε ὁ Θεὸς τὸ Γένος μας; Ἀμέτρητες οἱ εὐεργεσίες Του! Τὸ ‘21 μὲ τὸν Σταυρὸ μπροστὰ γιὰ τοῦ «Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία» οἱ Ἕλληνες κατόρθωσαν τὸ ἀδύνατον· νὰ γονατίσουν τὴν κραταιὰ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.  «Ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴν ὑπογραφή Του (διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος μας) καὶ δὲν τὴν παίρνει πίσω» εἶπε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ καὶ μᾶς ἄφησε ἱερὴ παραταθήκη: «Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ Θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία».

   Ἐνῷ μέχρι τὸ Ἔπος τοῦ ‘40 κρατούσαμε αὐτὴν τὴν παρακαταθήκη, τότε ποὺ οἱ στρατιῶτες μας ἔβλεπαν τὴν Κυρία Θεοτόκο στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου νὰ τοὺς σκεπάζῃ μὲ τὴν μητρική Της προστασία, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν γερμανικὴ κατοχὴ πήραμε ἕνα κατήφορο ποὺ δὲν ἔχει τέλος καὶ ὅλο ψάχνουμε τὸν πάτο καὶ δὲν τὸν βρίσκουμε. Καὶ ἄν τὸν βροῦμε, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ὑπερκεράσουμε καὶ αὐτὸ «ἐμπόδιο» καὶ θὰ σκάψουμε πιὸ βαθιά.

   Εἶναι βεβαίως ἀλήθεια ὅτι κανένας ἄλλος λαὸς δὲν ἔχει δεχθῇ τόσο μέγάλο πνευματικὸ πόλεμο ὅσο ὁ ἑλληνικός. Ἐδῶ καὶ χρόνια ἡ λέξη «πατρίδα» εἶναι ἀπαγορευμένη στὸν δημόσιο λόγο, ὅποιος ἀναφέται σὲ θέματα πίστεως παραδίδεται στὴν χλεύη καὶ στὴν ἀπαξίωση, τὰ παιδιά μας στὸ σχολεῖο ὑφίστανται πλύση ἐγκεφάλου «προοδευτικῶν» ἰδεῶν. Αὐτὸ ὅμως εἶναι καὶ τὸ μόνο μας ἐλαφρυντικό. Ὁ Νεοέλληνας ἀπέπτυσε πάντα χαλινόν. Ἔφτασε νὰ χλευάζῆ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Παρομοίασαν  τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο μὲ τὸν Χίτλερ καὶ δὲν ἀντιδράσαμε, στιγμάτισαν τὸν Κολοκοτρώνη ὡς σφαγέα καὶ δὲν ἵδρωσε τὸ ἀφτί μας, τώρα λοιδοροῦν τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων καὶ δὲν ἀγανακτήσαμε. Υἱοθετήσαμε τὴν δική τους λογική: «δὲν θὰ προσκυνᾶμε τὶς εἰκόνες, θὰ κάνουμε ὑπόκλιση», «ἡ Θεία Κοινωνία δὲν εἶναι ἐπίφοβη γιὰ τὴν μετάδοση τοῦ ἰοῦ, διότι ἐμπεριέχει ἀλκόλ»!!! Σὲ τί διαφέρει ἡ λογικὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν λογικὴ τῶν ἀπίστων;

    Ὁ Μέγας Βασίλειος καθάριζε τὶς πληγὲς τῶν λεπρῶν μὲ γυμνὰ χέρια. Μήπως δὲν γνώριζε ὡς ἰατρὸς ὅτι ἡ λέπρα εἶναι μεταδοτική; Πῶς ἐξηγεῖται οἱ ἱερεῖς ποὺ χωρὶς γάντια κοινωνοῦν ἀσθενεῖς μὲ λοιμώδη νοσήματα νὰ μακροημερεύουν; Νὰ λοιπὸν γιατί μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς καὶ θὰ ἑορτάσουμε τὴν Σταυροπροσκύνηση καὶ τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ τὰ σπίτια μας. «Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου ἔρχεται, οἱ ἄνθρωποι καὶ ‘μεῖς μαζί τους περπατᾶμε ἀδιάφοροι. Μᾶς κατέλαβε ὅλους μιὰ ἀπέραντη πνευματικὴ νάρκη καὶ ραθυμία. Οὔτε πίστις, οὔτε Θεός, οὔτε ἀγάπη, οὔτε ἔλεος πρὸς τὸν πλησίον, οὔτε συμμετοχὴ στὰ ἅγια μυστήρια, οὔτε προσευχή, οὔτε μετάνοια, οὔτε δάκρυα. Πῶς θὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, Χριστέ μου; Πῶς;»: ἀναρωτιόταν ὁ Γέροντας τῆς Ἀριζόνας.

                       

 «Ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν» (Λουκ.23, 41). Μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός· ἀλλὰ ὄχι τελείως!