Η νέα μελέτη έχει μια ομάδα συγγραφέων από αναγνωρισμένα πανεπιστήμια όπως το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, του Πρίνστον, του Στάνφορντ και του Χάρβαρντ.
Μια διεθνής ομάδα ακαδημαϊκών από διακεκριμένα πανεπιστήμια περιέγραψε λεπτομερώς το «εντυπωσιακό» αποτέλεσμα που έχουν τα περιοριστικά μέτρα μετακίνησης λόγω της νόσου Covid-19 πάνω στις χώρες μικρού ή μεσαίου εισοδήματος [esser and middle-income countries (LMICs)]. Η έρευνα ανακάλυψε «έντονες πτώσεις στην απασχόληση, το εισόδημα και τη εξασφάλισης της τροφής», με τα νοικοκυριά να μην είναι ικανά να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες. Επίσης η έρευνα προειδοποίησε για μια «οικονομική κρίση» η οποία θα διαρκεί για τις επόμενες «δεκαετίες».
Η εργασία, με τίτλο «Μειώνεται το επίπεδο ζωής κατά τη διάρκεια της κρίσης της νόσουCovid-19: Ποσοτικά αποδεικτικά στοιχεία από εννιά [9] αναπτυσσόμενες χώρες», κυκλοφόρησε στο περιοδικό Science Advances στις 5 Φεβρουαρίου. Η συγγραφική της ομάδα αποτελείται από 26 συγγραφείς οι οποίοι προέρχονταιαπό διακεκριμένα ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, του Πρίνστον, του Στάνφορντ και του Χάρβαρντ.
Στη σύγκριση των δεδομένων, λήφθηκαν 16 δείγματα από 9 χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής: Μπανγκλαντές, Μπουρκίνα Φάσο, Κολομβία, Γκάνα, Κένυα, Νεπάλ, Φιλιππίνες, Ρουάντα και Σιέρρα Λεόνε.
Κάθε χώρα πλήττεται από σημαντικές πτώσεις του εισοδήματος, με τον μέσο όρο να αγγίζει το 70% των νοικοκυριών με τα οποία επικοινωνήσαμε να αναγγέλλουν μια πτώση. «Αν αυτές οι συνέπειες επιμείνουν, τότε διακινδυνεύουν να ωθήσουν στη φτώχεια δεκάδες εκατομμύρια νοικοκυριά τα οποία είναι ήδη ευάλωτα», προειδοποίησε το άρθρο.
Αυτό δεν ήταν ένα φαινόμενο διαχωρισμού σε νοικοκυριά με μειωμένα εισοδήματα στις χώρες που ερευνήθηκαν, με τους συγγραφείς του άρθρου να σημειώνουν πως το «οικονομικό πλήγμα που επέφερε το διάστημα της παγκόσμιας πανδημίαςσε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο στο εσωτερικό της κάθε χώρας, και παρόμοιες διαστάσειςυπάρχουν στα νοικοκυριά που βρίσκονται σε διαφορετική βαθμίδα τηςκοινωνικοοικονομικής κλίμακας πουαναφέρουν μείωση εισοδήματος και απασχόλησης.»
Υπήρχαν πάνω από 30.000 συμμετέχοντες που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, η οποία διεξήχθηκε από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2020. Ήδη από τον Απρίλιο, ένας αριθμός νοικοκυριών «δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις ανάγκες σίτισης.» Τα διαγράμματα τεκμηριώνουν πως στην Κένυα, από τις 22 Μαρτίου έως τις 31 Μαΐου, σημειώθηκε μια αύξηση της τάξεως του 68% στα παιδιά που δεν λάμβαναν όλα τα γεύματα εξαιτίας της ανικανότητας των νοικοκυριών για οικονομική και διατροφική εξασφάλιση των μελών τους. Στη Σιέρρα Λεόνε, ο αριθμός των ενηλίκων και των παιδιών που έπρεπε να μειώσουν τη μερίδα του φαγητού τους αυξήθηκε σε 86% και 68% αντίστοιχα, στο διάστημα ανάμεσα στις 19 Απριλίου και 28 Ιουνίου.
Καθώς η έρευνα αναγνώρισε πως η εποχιακή αδυναμία διασφάλισης της τροφής ήδη συνέβαινε σε αυτές τις χώρες, οι αριθμοί αποκάλυψαν πως «ιδιαίτερα αυξήθηκε η αβεβαιότητα της σίτισης που συνήθως βιώνουν αυτή την χρονική περίοδο του έτους. Εν αντιθέσει, ευτυχώς που η νόσος Covid-19αποτέλεσε πλήγμα κατά τη διάρκεια της περιόδου ‘μετά το θερισμό’ στην Νότια Ασία, όταν αρκετοί άνθρωποι είχαν αποθέματα σιτηρών για να ανταπεξέλθουν.»
Αυτό το γεγονός περιγράφτηκε ως «ιδιαίτερα ανησυχητικό» λόγω των «δυνητικών και υπερβολικά αρνητικών μακροχρόνιων συνεπειών του υποσιτισμού των οποίων τα αποτελέσματαθα είναι ορατά αργότερα.»
Τα υψηλά επίπεδα της αβεβαιότητας για τηνσίτιση κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν «πολύ πιο υψηλά κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2020» από ότι «την ίδια εποχή τα προηγούμενα έτη.» Παρουσιάζοντας το Μπανγκλαντές ως παράδειγμα, οι συγγραφείς του άρθρου διατύπωσαν πως η διατροφική αβεβαιότητα ήταν δυο φορές υψηλότερη σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Παρουσιάζοντας αυτή τη συγκεκριμένη στατιστική, οι συγγραφείς χαρακτήρισαν την διατροφική αβεβαιότητα ως «παράληψη ενός γεύματος ή μείωση των μερίδων φαγητού για τουλάχιστον 15 μέρες σε ένα μήνα.»
Εξαιτίας των παραμέτρων που χρησιμοποιήθηκαν στη διατύπωση των αποτελεσμάτων, εστιάζοντας στην ποσότητα παρά στην ποιότητα της τροφής, οι συγγραφείς επισήμαναν πως τα αποτελέσματα θα έπρεπε να είναι ανεπηρέαστα από τις συνηθισμένες εποχιακές αλλαγές.
Το γεγονός ότιδεν υπήρχε πρόσβαση ούτε σε τροφή ούτε σε εισόδημα δεν ήταν τα μοναδικά ζητήματα που αντιμετώπισαν. Η άμεση πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν ένα θέμα που παρατηρήθηκε σε 6 χώρες [από τις 9 που μελετώνται]. Στη Σιέρρα Λεόνε, ένας μέσος όρος της τάξεως του 6% των ανθρώπων έλαβε με καθυστέρηση ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ στη Γκάνα το ποσό ανήλθε στο 11%, με τους αριθμούς να αυξάνουν τον μέσο όρο στηνΚολομβία σε ποσοστό 43%.
Η εκπαίδευση θεωρήθηκε επίσης ως ένας κλάδος που επηρεάστηκε από τους εγκλεισμούς, με τα σχολεία «σε όλες τις χώρες που αποτελούν το δείγμα της έρευνας… να είναι κλειστά σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου φοίτησης.»
Η έρευνα ανακάλυψε τακτικότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας από τις 22 Μαρτίου έως 31 Μαΐου. Η βία κατά των γυναικών αυξήθηκε κατά μέσο όρο στο 4%, αν και στα μέσα Απριλίου ο δείκτης εκτινάχθηκε στο 50% περίπου σε διάστημα μιας βδομάδας. Η βία κατά των παιδιών αυξήθηκε κατά μέσο όρο στο 12% κατά την ίδια χρονική διάρκεια των 11 εβδομάδων.
«Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εξέχουσα επεξήγηση για τις συνέπειες που καταγράψαμε μέσα στο 2020 είναι η κρίση της νόσου Covid-19παρά τις εποχιακές διακυμάνσεις. Είναι αξιοσημείωτο πως και στις δυο χώρες [της Νότιας Ασίας- Νεπάλ και Φιλιππίνες], η κρίση της νόσου Covid-19 προέκυψε κατά τη διάρκεια μιας ευνοϊκής χρονικής περιόδου μετά το θερισμό με το σχετικό χαμηλό επίπεδο στην διατροφική αβεβαιότητακατά τη διάρκεια των συνηθισμένων ετών.
Εξαιτίας των αποκλεισμών, η μελέτη παρουσίασε συχνά σοβαρή και εκτεταμένη διαταραχή της οικονομίας των χωρών που ήταν ήδη χώρες χαμηλού εισοδήματος να αποκαλούνταιχώρες μικρού ή μεσαίου εισοδήματος[LMICs]. Τα μέτρα που αιτιολογήθηκαν σαν να προλαμβάνουν την εξάπλωση της νόσου Covid-19 «ενδέχεται να προάγουν αυξημένη συχνότητα ασθένειας στο μέλλον, θνησιμότητα και άλλες ανεπιθύμητες μακροχρόνιες συνέπειες.»
Στην πραγματικότητα, η οικονομική διαταραχή φαίνεται να είναι μακράν χειρότερη από «άλλες πρόσφατες παγκόσμιες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ασιατικής Οικονομικής Κρίσης του 1997, τη Μεγάλη Ύφεση του 2008 και την έξαρση του ιού Έμπολα το 2014.»
Ενώ οι κυβερνήσεις έχουν γίνει ταχύτερες στο να επιβάλλουν περιορισμούς στους ανθρώπους και στην οικονομία, οι συγγραφείς της έρευνας προειδοποιούν πως αυτά τα μέτρα δυνητικά θα έχουν ένα καταστροφικό αποτέλεσμα στην κοινωνία, το οποίο είναι χειρότερο από την «κρίση» την οποία πρωτίστως προτίθενται να αποτρέψουν, και μπορεί να διαρκέσει για «δεκαετίες στο μέλλον.»
«Γιατιςχώρες μικρού ή μεσαίου εισοδήματος [LMICs], η οικονομική κρίση που επισπεύτηκε λόγω της νόσου Covid-19 πιθανόν να εξελιχθεί σε μια καταστροφή τόσο της δημόσιας υγείας και της κοινωνίας όσο καταστροφική είναι η ίδια η πανδημία.»
Η μελέτη αυτή δεν είναι η μόνη που προειδοποιεί για τους κινδύνους των εγκλεισμών, καθώς επίσης και για την ανεπαρκή αποτελεσματικότητα που παρέχουν στην πρόληψη της εξάπλωσης της νόσου Covid-19. Νωρίτερα το ίδιο έτος, μια ομάδα ειδικών από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ κυκλοφόρησαν τη δική τους έρευνα, αποκαλύπτοντας πως δεν υπάρχει «ξεκάθαρο, σημαντικά επωφελές αποτέλεσμα» από τις απαγορεύσεις για την αποτροπή της νόσου «σε οποιαδήποτε χώρα».
Συγκρίνοντας χώρες με αυστηρούς αποκλεισμούς, όπως είναι η Αγγλία, η Γαλλία, οι Η.Π.Α. και η Ιταλία, με χώρες χωρίς παρόμοιους περιορισμούς, Σουηδία και Βόρεια Κορέα, η μελέτη ανακάλυψε ακόμη πως στις 12 από τις 16 συγκρίσεις, οι εγκλεισμοί οδηγούν σε αυξημένη ημερήσια εξέλιξη των κρουσμάτων.
Η μελέτη του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ επιπλέον επισήμανε τις βλαβερές συνέπειες των εγκλεισμών, παραπέμποντας «στα χρόνια της ζωής των 5,5 εκ. παιδιών» στις Η.Π.Α. εξαιτίας του κλεισίματος των σχολείων.
Αυτό ήταν πέραν μιας άλλης έρευνας που διεξάχθηκε τον Δεκέμβριο και η οποία προειδοποίησεγια «168.000 επιπλέον θανάτους παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών», και πως «μέχρι το 2022 η νόσος Covid-19 μπορεί επιπρόσθετα να οδηγήσει σε 9,3 εκ. αδύνατων και σε 2,6 εκ. φιλάσθενων παιδιών, σε 168.000 επιπλέον θανάτους παιδιών [και] σε 2,1 εκ. περιπτώσεις εκ γενετής αναιμίας.»