Μάρκος Μπότσαρης

Διονυσίου Κοκκίνου,

ἱστορικοῦ

Εἶναι στιγμαί, πράγματι, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ ἱστορικὸς εἰς τὸ βαρὺ καὶ ξηρὸν ἔργον του θὰ ἤθελε νὰ γίνη διὰ μιὰν σελίδα ποιητής. Νὰ δώση μὲ τὴν συγκίνησίν του ζωὴν εἰς τὴν εἰκόνα ἑνὸς ὑπέροχου ἀνδρός, ποὺ συναντᾶ μεταξὺ τοῦ δρῶντος πλήθους, τοῦ κινουμένου εἰς τὸν δρόμον τῶν ἱστορουμένων ἀνθρωπίνων πράξεων, τῶν γεμάτων ἀπὸ ἀντιθέσεις, ἀπὸ λαμπρὰς ἐνεργείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίδρασιν καὶ τὰς θλιβερὰς κινήσεις τῶν ἐνστίκτων, τῶν πιεζομένων ἢ παρωθουμένων ἐκ τοῦ ζωικοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Αὐτὸν τὸν ὑψηλὸν πόθον καὶ τὴν ψυχικὴν ἀνάτασιν προκαλεῖ ἡ μορφὴ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη. Λάμπει ἀπὸ ἀρετὴ καὶ ἡρωισμόν.

Ἐγεννήθη καὶ ἐξετράφη εἰς τὴν φωλεὰν τῶν ἀετῶν τῆς Ἠπείρου, τέκνον τῆς ἐνδόξου ἤδη φάρας τῶν Μποτσαραίων, ἀναγόντων τὴν καταγωγήν των εἰς ὑπερηφάνους πολεμιστὰς τῆς στρατιᾶς τοῦ Σκεντέρμπεη, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἀνεξαρτησίαν των κατέφυγαν εἰς τοὺς ἐντεῦθεν τῶν Ἰωαννίνων ἀπροσπελάστους βράχους καὶ ἔκτισαν τὸ Σοῦλι. Υἱὸς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη, ἔζησεν ἔφηβος εἰς τὴν Κέρκυραν τὴν δραματικὴν προσφυγικὴν ζωὴν καὶ πολὺ νέος ὑπηρέτησεν ὡς ὑπαξιωματικὸς εἰς τὸ συσταθὲν ὑπὸ τῶν Γάλλων ἀλβανικὸν τάγμα τῆς Ἑπτανήσου, ὅπου ὁ πατέρας του εἶχε τὸν βαθμὸν ταγματάρχου. Ἐκεῖ ἔλαβε στρατιωτικὴν ἐκπαίδευσιν, ἐπικοινώνησε μὲ σημαντικοὺς Ἕλληνας, ἀνέπτυξεν ὁμιλῶν τὰ ὀλίγα γράμματα ποὺ τοῦ εἶχε διδάξει ὁ περίφημος Σαμουήλ, ἔμαθε νὰ συνεννοῆται ἰταλιστί καὶ ἐγνώρισε τὴν νοσταλγίαν τῆς πατρίδος, ἡ ὁποία διὰ τοὺς Σουλιώτας ἦτο ταυτόσημος μὲ τὸν πόθον τῆς ἐλευθερίας, ἀφοῦ τὸ Σοῦλι κατεπατεῖτο ἀπὸ τὸν κατακτητήν.

Ὁ φόνος τοῦ πατέρα του κατ’ ἐντολὴν τοῦ σατράπου τῶν Ἰωαννίνων ἐπρόσθεσεν εἰς τὸν πόθον αὐτὸν καὶ τὸν βαθὺ πόνον. Καὶ τὸ αἴσθημα τοῦτο κατέστη διὰ τὸν Μᾶρκον πάθος κυριαρχῆσαν εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ὅλοι οἱ Ρουμελιῶται ὀπλαρχηγοὶ διετέλεσαν ἀξιωματικοί, ἀλλὰ καὶ εἶχαν ταυτοχρόνως εἰς τὴν πρώτην δυσμένειαν τὴν τύχην αἰχμαλώτων τοῦ φοβεροῦ πασᾶ, καὶ ὅπου ἐδημιουργοῦντο πολεμικοὶ ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ διεστρέφοντο οἱ χαρακτῆρες.

Ὁ Μᾶρκος ἐσώθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν φθοράν. Μοναδικὸν φαινόμενον ἁγνοῦ καὶ ἀδιάφθορου χαρακτῆρος, παρὰ τὸ καταθλιπτικὸν ἐκεῖνο περιβάλλον, ὅπου ὅλοι ὅσοι τὸ ὑφίσταντο, εἶχαν τὴν μοῖραν σιδήρου βυθιζομένου εἰς διαβρωτικὰ ὀξέα, ἀνιδιοτελής, πιστὸς εἰς τοὺς φίλους, ἀξιοπρεπὴς πρὸ τῶν ἐχθρῶν, γενναῖος καὶ μετριόφρων ἠνδρώθησιωπῶν καὶ ἀναμένων. Δὲν ἐδολιεύθη οὔτε αὐτὸν τὸν Ἀλήν. Δὲν τὸν ἤκουσαν ποτὲ νὰ ὁμιλῆ διὰ τὰς πράξεις του. Ὅταν κάποτε πρὸ τοῦ πασᾶ καὶ παρουσίᾳ πολλῶν ἄλλων ἐξεθειάζετο ὁ Κώστας Μπότσαρης ὡς ὁ ἀνδρειότερος τῶν Σουλιωτῶν, ὁ Ἀλὴς ἔδειξε τὸν παράμερα καθήμενον Μᾶρκον Μπότσαρην καὶ εἶπε: “Ὄχι. Αὐτὸς ἐκεῖ ποὺ δὲν λέει μιλιά, θὰ φάει πολλὴ Τουρκιά”. Ὁ Ἀλὴς ἐγνώριζε νὰ ζυγίζει τὰ μέταλλα τῶν ἀνθρωπίνων ἀξιῶν. Καὶ πράγματι.

Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Σουλίου κατὰ τὰ τελευταῖα δέκα πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως χρόνια εἶναι γεμάτη ἀπὸ πολεμικὰ κατορθώματα τοῦ Μπότσαρη. Καὶ ὅταν κατὰ τὸ τέλος τοῦ 1821 συμμαχῶν ἀκόμη, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Σουλιῶται μὲ τὸν Ἀλὴν ἐναντίον τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων καὶ χάριν τοῦ Σουλίου πάντοτε, κατώρθωσε νὰ ἔλθη εἰς ἐπαφὴν μὲ τοὺς Αἰτωλοακαρνάνας ὀπλαρχηγούς, ἐθεώρησε τὸν τοπικὸν ἀγῶνα του μέρος μόνον τοῦ γενικοῦ τῆς ἑλληνικῆς πατρίδος καὶ ἐτάχθη ὑπὲρ τούτου ὁριστικῶς.

Ἀρχίζει ἔκτοτε ἡ γεμάτη πάθος δρᾶσις του ὡς Ἕλληνος ἀρχηγοῦ. Αὐτὴν τὴν δρᾶσιν τὴν ἐχαρακτήρισεν ἡ στρατηγικὴ ἔμπνευσις, ἡ πολιτικὴ διορατικότης καὶ ἡ ἀρετή, ποὺ δὲν τοῦ ἔλειψε ποτέ. Καταπνίγων τὰ προσωπικά του αἰσθήματα ἐσυγχώρησε τὸν φονέα τοῦ πατρός του Μπακόλαν χάριν τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. Αὐτὸς εὐρῆκε τὸν τρόπον νὰ ἐπιχειρήση τὴν πραγματοποίησιν τῆς ἑλληνοαλβανικῆς συμπράξεως. Ἡ ματαίωσίς της δὲν εἶναι λάθος του.

Τὸ σχέδιον τῆς ἐκστρατείας πρὸς τὴν Ἤπειρον καὶ τῆς προσβολῆς τοῦ ἐχθροῦ εἰς τὸ κέντρον του ἦτο ἰδικόν του. Ἀλλ’ εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεκστρατευθεῖ μὲ τὸν Βαρνακιώτην, ὁ ὁποῖος δὲν τοῦ ἐσυγχωροῦσε τὴν εὔνοιαν τοῦ Μαυροκορδάτου, διὰ τὴν συμφορὰν δὲ τοῦ Πέτα δὲν ἦτο ὑπεύθυνος αὐτός, ὑποδείξας τουναντίον τὴν προκάλυψιν τοῦ στρατοπέδου ὑπὸ τῶν ἀτάκτων ἑλληνικῶν σωμάτων, καὶ ὄχι ὑπὸ τῶν φιλελλήνων τῶν ἐκτεθέντων εἰς βέβαιον κίνδυνον ἐκ τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ τόπου καὶ τῶν μεθόδων τοῦ ἐχθροῦ. Τὰς πλαστὰς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνην, ποὺ ἔσωσαν τὸ Μεσολόγγι κατὰ τὴν πρώτην πολιορκίαν, τὰς ἐπενόησε καὶ τὰς διεξήγαγεν ὁ Μᾶρκος. Ἡ κατὰ τοῦ Μουσταῆ ἐκστρατεία ἐνηργήθη ἐγκαίρως χάρις εἰς τὴν εὐψυχίαν καὶ τὴν δραστηριότητά του. Κατὰ τὸν ἐσωτερικὸν δὲ ἀνταγωνισμὸν διὰ τὴν προσωπικὴν ἢ κομματικὴν ἐπικράτησιν, ποὺ εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τοῦ προηγουμένου ἔτους καὶ εἶχε παρασύρει εἰς τὴν δίνην του ὅλους σχεδὸν τοὺς κορυφαίους Ἕλληνας, ὁ Μπότσαρης κατώρθωσε νὰ μείνη στρατιώτης πιστὸς εἰς τὸ καθῆκον. Τὸ καθῆκον τοῦτο καὶ ὁ ἱερὸς πόθος διὰ τὴν ἐλευθερίαν τὸν ὠδήγησε εἰς τὴν τελευταίαν του ἐπιχείρησιν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ πρὸς τὸ Καρπενῆσι, καὶ ὁ θάνατός του λαμβάνει τὸν χαρακτῆρα τῆς αὑτοθυσίας, διότι ἐγνώριζε πρὸς ποῖον πιθανώτατον κίνδυνον ἔτρεχε.

Ἡ δόξα του ἐπέρασε τὰ ἑλληνικὰ ὅρια. Ἡ συγκινημένη πρὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος Εὐρώπη ὕψωσε τὴν μορφήν του εἰς σύμβολον ἡρωισμοῦ. Εἶδε νὰ ἀναγεννῶνται εἰς τὸν Μπότσαρην οἱ ὁμηρικοὶ ἥρωες, οἱ ἁγνότεροι τῶν Σταυροφόρων καὶ οἱ Νιμπελοῦγκεν.

Ὁ ζωηρὸς ρωμαντισμὸς τῆς ἐποχῆς εὐρῆκε νέον βωμὸν διὰ τοὺς θαυμασμούς του.

Τὰ εὐρωπαϊκὰ κέντρα ἐγέμισαν ἀπὸ εἰκόνας του. Ἐνέπνευσε τὴν ποίησιν καὶ τὴν τέχνην. Ἕνας διάσημος εἰς τὴν ἐποχήν του γλύπτης, ὁ Δαβὶδ ντ’ Ἀνζέρ, ἔκαμε ὡραῖον ἔργον διὰ τὸν τάφον του. Γάλλοι καὶ Γερμανοὶ ποιηταὶ τὸν ἐξύμνησαν.

Ὁ Λουδοβίκος τῆς Βαυαρίας ἀνέλαβε τὴν ἐκπαίδευσιν τοῦ υἱοῦ του. Βιογραφικὰ λεξικὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως τοῦ Φέλλερ, ἀφιέρωσαν ἄρθρα δι’ αὐτόν, ὅπως διὰ μίαν ἐξαιρετικὴν προσωπικότητα.

Ὡς πρὸς τοῦτο ὑπῆρξεν ὁ εὐτυχέστερος τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν.

Κανεὶς δὲν ἐγνώρισε τὴν δόξαν τοῦ Μπότσαρη. Εἰς αὐτὸ συνετέλεσε βεβαίως ὄχι μόνον ἡ ἀξία του καὶ ὁ ἐπικὸς θάνατός του, ἀλλὰ καὶ ὁ σύνδεσμός του μὲ τὸν Μαυροκορδάτον. Εἶχε κατακτήσει τὴν ἐκτίμησιν, τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἕλληνος πολιτικοῦ, τοῦ κυρίως πληροφοροῦντος τὰ εὐρωπαϊκὰ κέντρα διὰ τὰ συντελούμενα εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Καραϊσκάκης, αἱ δύο μεγάλαι στρατιωτικαὶ μορφαὶ τῆς ἐπαναστάσεως, δὲν εὐρῆκαν τοιοῦτον φίλον.

Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὰς ἐξαιρετικὰς διὰ τὴν διασάλπισιν τῆς δόξης του συνθήκας, ὁ Μπότσαρης θὰ ἔμενεν εἰς τὴν πινακοθήκην τῶν ἀνδρῶν τοῦ εἰκοσιένα μορφὴ ὑπέροχος διὰ τὸν ἡρωισμὸν καὶ τὴν εὐγένειαν. Ἀπέθανε γρήγορα καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ἂν ἦτο καμωμένος ἀπὸ τὴν στόφαν τῶν μεγάλων ἀρχηγῶν.

Ἀλλ’ ἀπὸ ὅ,τι μᾶς παρέχει ἡ μέχρι τοῦ τέλους του ἱστορία, δύναται νὰ λεχθῆ ὅτιὡς πρὸς τὴν ἀρετὴν δὲν εἶχε τὸν πάρισον παρὰ εἰς τὸν Νικηταράν, καὶ εἶχε πολὺ περισσοτέρας ἀπὸ ἐκεῖνον εὐκαιρίας πρωτοβουλίας καὶ δράσεως.