Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Φιλολόγου-Θεολόγου
Οἱ Σημίτες καὶ ἐν γένει οἱ ἀνατολικοὶ λαοὶ ἀγαποῦν πολὺ τὶς ἱστορίες. Ἀρέσκονται νὰ διηγοῦνται μὲ ἐξαιρετικὴ δεξιοτεχνία γεγονότα ποὺ ἔζησαν ἢ φαντάστηκαν. Ξεχωριστὴ θέση κατέχουν οἱ ἀφηγήσεις ποὺ ἀναφέρονται στὸ πάντοτε ἔνδοξο παρελθόν: προγονικὰ κατορθώματα, ἐπιτεύγματα μυθικῶν ὑπεράνθρωπων ἡρώων, γενεαλογίες θεῶν καὶ ἡμιθέων μεταδίδονται ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ψιμυθιωμένα ἀπὸ τὸν μυστικισμὸ τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι ἑπόμενο λοιπὸν ἡ αἴσθηση τῆς ἀκοῆς νὰ ἔχει ξεχωριστὴ θέση στοὺς λαοὺς αὐτούς.
Στὸν πολιτισμικὸ ἀντίποδα (μὲ τὴν ἔννοια τῆς διαφορᾶς καὶ ὄχι τῆς ἀντιπαλότητας) βρίσκονται οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ γνωρίσουν τὸν κόσμο μὲ τὰ μάτια τοῦ νοῦ. Τὸ πρωτεῖο τῆς ὁράσεως εἶναι ἐμφανὲς σὲ ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα τῆς ἑλληνικῆς, ἰνδικῆς, περσικῆς καὶ γερμανικῆς λογοτεχνίας[1]. Οἱ Ἕλληνες, ποὺ κατέχουν προνομιακὴ θέση στὴν ἱστορία τοῦ ἰνδοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι γένος θεατῶν[2]. Ἑλαυνόμενοι ἀπὸ τὴν περιέργειά τους καὶ τὴν ἀκόρεστη δίψα τους γιὰ τὴ γνώση γίνονται ἐπιδέξιοι παρατηρητές. Ὁ Ὅμηρος δὲν χορταίνει νὰ περιγράφει ὅσα βλέπει· ἡ Ὀδύσσεια ἀρχίζει μὲ ἕναν ἥρωα ποὺ «πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω»[3].
Ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ πλῆθος ρήματα ποὺ δηλώνουν τὴν ὅραση: ὁρῶ, λεύσσω, ἀθρῶ, θεῶμαι, σκέπτομαι, ὄσσομαι, δενδίλλω, δέρκομαι, παπταίνω[4]. Θὰ περιοριστοῦμε σὲ μερικὲς συντομογραφικὲς παρατηρήσεις. Τὸ λεύσσω «βλέπω κάτι νὰ ἀστράφτει» συνδέεται μὲ τὸ ἐπίθετο λευκός («λαμπρός, ἄσπρος»· τὸ λευκὸ εἶναι τὸ φωτεινότερο χρῶμα, ἐφόσον ἀντανακλᾶ τὸ φῶς στὸν μέγιστο βαθμό[5]), μὲ τὸν λύχνο καὶ τὴ λεύκη, ἐπειδὴ οἱ σπόροι τοῦ δέντρου καλύπτονται ἀπὸ λευκὸ βαμβακῶδες χνοῦδι. Στὴν ἴδια ρίζα ἔχουν τὴν ἀφετηρία τους ἡ γερμανικὴ λέξη Licht, ἡ ἀγγλικὴ light, ἡ ἰταλικὴ luna καὶ ἠ γαλλικὴ lune. Μὲ τὸ ἀθρῶ («βλέπω μὲ προσοχή, παρατηρῶ») συγγενεύουν πιθανὸν οἱ λέξεις ἀθρόος καὶ θρόνος. Τὸ θέατρο, ὁ τόπος διδασκαλίας μιᾶς ἀποκάλυψης, τὸ θέαμα, ἡ παράσταση σὲ θέατρο, καὶ ὁ θεατὴς, αὐτὸς ποὺ ἐρευνᾶ, ποὺ ἐξετάζει μὲ ἐνδιαφέρον («θεατὴς τἀληθοῦς»[6]) παράγονται ἀπὸ τὸ θεῶμαι «βλέπω μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα» ποὺ συνδέεται σημασιολογικὰ καὶ ἐτυμολογικὰ καὶ ὄχι διὰ τὸ θεαθῆναι μὲ τὸ θαῦμα. Τὸ ρῆμα σκέπτομαι χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν εἰδικότερη σημασία «προσπαθῶ νὰ δῶ κάτι, κατασκοπεύω» (πρβλ. σκοπός, σκοπή, σκοπιά), ἀπ’ ὅπου προῆλθε καὶ ἡ σημασία «στρέφω τὴν προσοχή μου, συλλογίζομαι, ἐξετάζω» καὶ ἔτσι διακρίνεται ἀπὸ τὰ συγγενῆ σημασιολογικῶς ρήματα βλέπω και ὁρῶ. Τὸ δέρκομαι σημαίνει ὄχι τόσο τὴ λειτουργία τοῦ ματιοῦ ὅσο τὴ λάμψη του ποὺ ἀντιλαμβάνεται κάποιος ἄλλος[7]· γι’αὐτὸ καὶ τὸ παράγωγο του, ὁ δράκων, τὸ φίδι, ὀνομάζεται ἔτσι, ὄχι γιατὶ μπορεῖ νὰ βλέπει καλά, ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸ βλέμμα του. Στὴν ἴδια ἑτυμολογικὴ οἰκογένεια ἀνήκουν ὁ ὀξυδερκής, ἡ Δορκάς, ὁ δρακόντειος, ὁ δράκων καὶ ἡ δράκαινα.
Ἀσφαλῶς δεσπόζουσα θέση μεταξὺ τῶν ρημάτων ποὺ ἀποδίδουν τὴν ἔννοια τῆς ὅρασης εἶναι τὸ ρῆμα ὁρῶ μὲ δεκαπέντε σημασίες! Στὴν κλίση τοῦ ὁρῶ ἡ ἑλληνικὴ διασώζει τρία θέματα: ὁρα– γιὰ τὸν ἐνεστώτα (ὀρῶ), ὀπ– γιὰ τὸν μέλλοντα (ὄψομαι), ἰδ– γιὰ τὸν ἀόριστο (εἶδον).
Τὸ ἐνεστωτικὸ θέμα μᾶς ἔδωσε τὸ ὅραμα «αὐτὸ ποὺ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ μάτια του// ἡ προσδοκία μιᾶς ἰδανικῆς κατάστασης», τὸ πανόραμα, τὸν ἔφορο (ἐπί + ὅρος), ποὺ βλέπει ἀπὸ πάνω καὶ ἐποπτεύει (πρβλ. ἔφορος ἀρχαιοτήτων), τὸν φρουρό (πρό+ὁρῶ), αὐτὸν ποὺ ἔχει καθῆκον νὰ παρατηρήσει πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τοὺς προστατέψει, τὸν κηπ-ουρό, τὸν θυρ-ωρὸ καὶ τὸν τιμ-ωρὸ ποὺ προστατεύει, ἐπιβλέπει, προσέχει τὴν τιμή· ἀρχικὰ δήλώνε γενικὰ τὸν βοηθό, τὸν ἐπίκουρο καὶ μάλιστα αὐτὸν ποὺ βοηθάει ἕναν ἀδικημένο νὰ ἀνταποδώσει τὴν ἀδικία.
Ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ μέλλοντα ἔχουμε ἐν χρήσει πολλὰ παράγωγα καὶ σύνθετα. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, ὅταν εἶσαι ἀγρι-ωπός, ἀρρεν-ωπός, σκυθρ-ωπός[8]. Οἱ ἅγιοι ζοῦν «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς[9]». Ἡ ὀπὴ εἶναι ἡ τρύπα ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα προέρχονται τρεῖς λέξεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ θεία ἀποκάλυψη. Στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια ἡ ὀπτικὴ ἐμπειρία εἶχε θεμελιώδη σημασία: «Εὐτυχισμένος ὅποιος εἶχε ὅραση στὴ γῆ[10]»· αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία ποὺ ἔδιναν στὸν μυημένο: ἐπόπτης «αὐτὸς ποὺ κοιτάζει». Οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν θεόπται τοῦ Λόγου, καὶ ὀ Κύριος ἐλάλησε πρὸς τὸν θεόπτη Μωυσῆ ἐνώπιος ἐνωπίῳ[11]. Οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κηρύσσουν αὐτὸ ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους «Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς[12]». Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ, εἶναι πρόσ-ωπο, διότι ἔχει στραμμένη τὴν ὄψη του πρὸς τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό) καὶ τὸν ἄλλον (τὸν συνάνθρωπο).
Ὁ ἀόριστος εἶδον μᾶς κληροδότησε τὸ εἶδος, τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῶν πραγμάτων, τὴ μορφή, τὸ σχῆμα. Ἡ σημερινὴ σημασία εἶναι ἀπόρροια τῆς μετασημασιολόγησης τῆς λέξης στὰ φιλοσοφικὰ κείμενα. Ὡς γνωστον, στὸ κέντρο τῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνα βρίσκεται ἡ διδασκαλία τῶν δύο κόσμων· τοῦ αἰσθητοῦ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ γένεση καὶ τὴ φθορά, καὶ τοῦ κόσμου τῶν Ἰδεῶν, ποὺ εἶναι αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος. Γιὰ νὰ δηλώσει τὰ «ἀντικείμενα» τῆς κοινωνίας τῶν Ἰδεῶν ὁ Πλάτων μετασημασιολογεῖ δύο παλιὲς λέξεις τοῦ κοινοῦ λεξιλογίου καὶ τὶς μετατρέπει σὲ φιλοσοφικοὺς ὅρους μεγίστης σημασίας: εἶδος καὶ ἰδέα. Λέγοντας εἶδος καὶ ἰδέα οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐννοοῦν κάτι τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται διὰ τῆς ἐνέργειας τῆς ὁράσεως[13]. Τὸ εἶδος στὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία εἶναι οἱ ἰδέες, ἡ μορφὴ ἐνὸς πραγματος, ἑνὸς ὄντος, αὐτὸ π.χ. ποὺ ἔχει στὸ μυαλό του ὁ τεχνίτης προτοὺ κατασκευάσει κάτι, ἐνῷ οἱ Ἰδέες εἶναι οἱ ἀρχικὲς μορφές, τὰ αἰώνια πρότυπα γιὰ τὰ αἰσθητά. Ἀπὸ τὸ εἶδος παράγονται τὰ εἴδωλα καὶ τὰ εἰδύλλια. Ἐπειδὴ ἡ κυριότερη πηγὴ γνώσης εἶναι ἡ ὅραση οἱ ἀρχαῖοι ἔφτιαξαν ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ἰδεῖν τὸ οἶδα, ποὺ ἑρμηνεύεται «γνωρίζω, τὸ ξέρω, τὸ ἔχω δεῖ». Τὸ τελευταῖο μᾶς κατέλιπε, τὴ γνώση τοῦ παρελθόντος, τὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδήμονες, τοὺς εἰδικούς, ποὺ ἔχουν γνώση καὶ ἐμπειρία καθὼς καὶ τὶς εἰδήσεις.
Ὁ Κρατύλος, ὁ συνομιλητὴς τοῦ Σωκράτη στὸν ὁμώνυμο διάλογο τοῦ Πλάτωνα, θεωρεῖ ὅτι τὸ ὄνομα ἄνθρωπος συμπυκνώνει τὰ οὐσιώδη γνωρίσματά του· ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναθρεῖ ὅ ὄπωπεν, ποὺ σκέπτεται αὐτὸ ποὺ εἶδε. Πρόκειται βέβαια γιὰ παρετυμολογία, δικαιώνει ὡστόσο τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι γένος θεατῶν.
Τὰ ὁράσεως σημαντικὰ ρήματα ἔχουν κυρίως θετικὲς σημασιακὲς ἀποχρώσεις στὴν Ἑλληνική. Οἱ ἐνδιαφέρουσες σημασιολογικὲς ζυμώσεις ποὺ ἀφοροῦν τὰ ρήματα ποὺ ἀποδίδουν τὴν ἔννοια «βλέπω» εἶναι διαγλωσσικές. Ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ γνωρίζουμε λέξεις ὅπως wise καὶ wisdom («σοφία») καὶ ἀπὸ τὰ γερμανικά, weise καὶ wissen («γνώση»).
Στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὁράσεως καὶ τοῦ φωτὸς βρίσκεται ὁ Ἃδης [στὰ ἀρχαία κείμενα γράφεται ὡς Ἅιδης (τὸ ι εἶναι ὑπογεγραμμένη)]. Στὸ βασίλειο τοῦ Ἅδου κυριαρχοῦσε τὸ σκοτάδι, ἦταν ὁ χῶρος ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ (ἀ στερητικὸ + ἰδεῖν), μέχρι ποὺ κατελύθη ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἐπικράνθη.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011
[1] Μὲ τὴ σπουδαιότητα ποὺ ἀπέδιδαν στὴν ὅραση συνδέεται καὶ ἡ συνήθεια τῶν Ἰνδοευρωπαίων νὰ κατασκευάζουν εἰκόνες καὶ ἀγάλματα θεῶν. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὸ ἄγαλμα εἶναι ὁ θαυμασμὸς τῆς θέας τοῦ ἀληθοῦς.
[2] Charles Segal, Ὁ ἕλληνας ἄνθρωπος, θεατὴς καὶ ἀκροατής, στὸν συλλογικὸ τόμο: Ὁ Ἕλληνας Ἄνθρωπος, ἐκδ.Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 19962, σελ. 425.
[3] Ὁμήρου Ὀδύσσεια α, 3
[4] Γιὰ τὶς ἀντιλήψεις τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν ὅραση βλ.W.J.Verdenius, Studia Vollgraff, Amsterdam 1948, σελ.161 κ.ἑ., H.FrŠnkel, Dictung und Fhilosophie,19622, σελ.549
[5] Γ. Μπαμπινιώτη, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας 2009, σελ.775
[6] «Θεατὴς τἀληθοῦς» εἶναι ὁ ἐρευνῶν, ὁ ἐξετάζων μὲ ἐνδιαφέρον, Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια 1098a,31
[7] Bruno Snell, Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ἐκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 19893, σελ. 20
[8] Τὸ β’ συνθετικὸ -ωπὸς ἐξελίχθηκε σὲ παραγωγικὴ κατάληξη. στὴ Νέα Ἑλληνική, δηλωτικὴ ὀνομάτων ποὺ ἔχουν τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸ ἀ’ συνθετικό.
[9] Ἑβρ.ια΄, 39
[10] Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς τὴν Δήμητρα 480-482
[11] Ἔξοδος λγ΄, 11
[12] Α΄ Ἰωάνν, α΄
[13] Κ.Γεωργούλη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1994, σελ.180.