Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ*

π. Λεωνίδας Αφεντούλης

 

Ἡ διαχρονική συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπό τή γλῶσσα του εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι καί σήμερα σέ τοῦτο τόν τόπο ὁμιλεῖται ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἡ ὁποία εἶναι μία καί παραμένει ἑνιαία εἴτε μιλᾶμε γιά τήν ἀρχαῖα ἑλληνική, εἴτε γιά τήν ἑλληνιστική κοινή, εἴτε γιά τή μεσαιωνική-βυζαντινή, εἴτε γιά τή νέα ἑλληνική.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή μουσική αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀντιμετωπίζεται ξέχωρα ἀπό τήν γλῶσσα, τόν ἑλληνικό λόγο δηλαδή, καί ἀποσπασματικά. Θεωρεῖται ἐσφαλμένα διαφορετική ἡ μουσική τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀπό τῶν Βυζαντινῶν. Ἀκόμη καί ἡ σημερινή ψαλτική παράδοσή μας θεωρεῖται ἀπό ὁρισμένους μελετητές ὡς ἐπιρροή τῆς τουρκικῆς μουσικῆς καί ὄχι ὡς ἀποκύημα τῆς μεσαιωνικῆς μουσικῆς μας παραδόσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνέχεια τῆς ἀρχαίας ὅπως καί ἡ γλῶσσα μας.

Ἄς βάλουμε λοιπόν τά πράγματα σέ μιά σειρά.

Μέ ὄρο μουσική οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀναφέρονταν στήν ἐγκύκλιο παιδεία δηλαδή τήν ποίηση, τή φιλοσοφία, τή ρητορική, τά μαθηματικά καί φυσικά τήν τέχνη τῶν ἤχων πού τήν ὀνόμαζαν ἀρμονική. Ὅλα αὐτά λοιπόν ἀφοροῦσαν τήν πνευματική καί ψυχική καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν τό ἕνα σκέλος τῆς ἐκπαίδευσης. Τό ἄλλο ἀφοροῦσε  τή σωματική ἄσκηση καί παρεχόταν στό μάθημα τῆς γυμναστικῆς.

Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι νωρίς διαπίστωσαν τή δύναμη τῆς μουσικῆς στή διάπλαση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἑλληνικός λόγος, ποιητικός ἤ φιλοσοφικός καί ἡ μελωδία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα καί ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα, ἡ ὁποία ὑποτάσσεται σ᾿ ἕναν καθαρά παιδαγωγικό σκοπό πού εἶναι ἡ διαμόρφωση τοῦ «καλοῦ καί ἀγαθοῦ ἀνδρός».

Καί ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθώντας αὐτή τήν παράδοση ἐπένδυσε τόν ποιητικό λόγο τῶν τροπαρίων της μέ τή μελωδία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει χαρακτηριστικά πώς τό Ἅγιο Πνεῦμα βλέποντας τό ἀνθρώπινο γένος δύσκολα νά ὁδηγεῖται στήν ἀρετή ἀνέμιξε τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ τήν τέρψη τῆς μελωδίας γιά νά δέχονται οἱ ἄνθρωποι τήν ὡφέλεια τῶν λόγων καλύτερα. Τά ἀρμονικά ἄσματα τῶν ψαλμῶν ἐπινοήθηκαν ὥστε καί τά παιδιά ἀλλά καί οἱ ἀνώριμοι στό ἦθος νά μορφώνονται ψυχικά.

Βλέπουμε λοιπόν μιά καθαρά φιλοσοφική καί παιδαγωγική ἀντίληψη γιά τήν ἐπίδραση τῆς μουσικῆς στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία  ξεκινάει ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί συνεχίζει διαχρονικά μέχρι καί τά νεότερα χρόνια.

Ἡ ἑλληνική μουσική ὡς τέχνη παρουσιάζει δικό της θεωρητικό σύστημα, δική της παρασημαντική, μουσική γραφή δηλαδή, ποικιλία κλιμάκων καί ἤχων, καί μεγάλο ρυθμικό πλοῦτο.

Τό θεωρητικό μουσικό σύστημα διαμορφώνεται ἀπό μεγάλους φιλοσόφους καί μουσικούς τῆς ἀρχαιότητας, περνάει στά βυζαντινά χρόνια καί φτάνει μέχρι τίς μέρες μας. Ἐνδεικτικά νά ἀναφέρουμε τόν Πυθαγόρα, τόν Ἀριστόξενο, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, τόν Εὐκλείδη, τόν Πτολεμαῖο, τόν Νικόμαχο, τόν Ἀλύπιο, τόν Βακχεῖο, τόν Μιχαήλ Ψελλό, τόν Γεώργιο Παχυμέρη, τόν Μανουήλ Βρυένιο καί πολλούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἄφησαν σημαντικά  συγγράμματα γιά τή μουσική.

Μέσα ἀπό τά θεωρητικά συγγράμματα τῶν μεγάλων αὐτῶν φιλοσόφων καί μουσικῶν, πού ἔχουν διασωθεῖ, διαπιστώνουμε τή συνέχεια καί τήν ἐξέλιξη τῆς μουσικῆς μας παραδόσεως.

Ἀκόμα καί κάποιος πού δέν ἔχει μουσική παιδεία διαβάζοντας τά θεωρητικά συγγράμματα τῆς ἀρχαιότητας, τοῦ Βυζαντίου ἀλλά καί τό μεγάλο θεωρητικό τοῦ Χρυσάνθου πού χρησιμοποιεῖ σήμερα ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσική θά διαπιστώσει τίς καταπληκτικές ὁμοιότητες. Τά γένη τῆς μουσικῆς ἦταν καί παραμένουν τρία, τό διατονικό, τό χρωματικό καί τό ἐναρμόνιο παρά τίς διαφωνίες τῶν μουσικολόγων ἄν συμπίπτουν ἀπόλυτα τά σημερινά γένη μέ τά παλαιά.

Ἡ διαίρεση τῆς μουσικῆς κλίμακας σέ ὀκτώ νότες-χορδές καθώς καί τά διαστήματα τῆς τετάρτης(τετράχορδο), πέμπτης (πεντάχορδο), καί ὀγδόης (διαπασών), ἔργο τοῦ Πυθαγόρα, ὑπάρχουν καί χρησιμοποιούνται μέχρι καί σήμερα τόσο ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί δημοτική μας μουσική, ὄσο καί ἀπό τήν δυτική μουσική.

Οἱ διάφοροι μουσικοί τρόποι-μελωδίες τῆς ἀρχαιότητας μέ τά χαρακτηριστικά τους ὀνόματα Δώριος, Λύδιος Φρύγιος, Αἰόλιος κ.τ.λ. πέρασαν μέσα στήν ἐκκλησιαστική μουσική. Ἦταν τό πρωτογενές ἠχητικό ὑλικό πού ἀσφαλῶς χρησιμοποίησαν οἱ ἔχοντες ἑλληνική παιδεία Ἕλληνες καί μή πατέρες, ποιητές καί ὑμνογράφοι, προκειμένου νά ἐπενδύσουν τούς χριστιανικούς ὕμνους. Πολύ ἀργότερα ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός προσπαθώντας νά ἀποβάλλει ὅ,τι «κοσμικό» καί ἄπρεπο ἀπό τό ἦθος τῆς μουσικῆς πού εἶχε διεισδύσει στήν Ἐκκλησία μετονόμασε τούς ἀρχαίους Ἑλληνικούς τρόπους σέ ἤχους, πρῶτο, δεύτερο, τρίτο, κ.τ.λ. δημιουργώντας ἔτσι τήν ἐκκλησιαστική ὀκταηχία, ἡ ὁποία σαφῶς στηριζόταν στίς μελωδίες τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τρόπων.

Πλῆθος ἀπό μουσικούς ὄρους τῆς ἀρχαιότητας παραμένουν ἀναλοίωτοι στό πέρασμα τῶν αἰώνων καί χρησημοποιούνται μέχρι σήμερα ἀπαράλλακτα.

Ἡ μουσική γραφή πού ἐπινόησαν οἱ Ἕλληνες ἀποτελούνταν ἀπό γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου τά ὁποία τοποθετοῦσαν πάνω ἀπό τό κείμενο εἴτε πλάγια , εἴτε ἀνεστραμένα , εἴτε ἀκρωτηριασμένα. Σέ ἕνα πάπυρο τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα πού βρέθηκε στήν Ὀξύρυγχο τῆς Αἰγύπτου ὑπάρχει ἕνας χριστιανικός ὕμνος τονισμένος μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική μουσική σημειογραφία. Εἶναι καί αὐτό ἕνα δεῖγμα τῆς ἑνότητας καί τῆς συνέχειας τῆς μουσικῆς μας παραδόσεως. Πολλά ἀπό τά σημερινά σημαδόφωνα τῆς βυζαντινῆς μας μουσικῆς ἄγουν τήν προέλευση τους στήν ἀρχαία ἑλληνική σημειογραφία ὄπως δηλώνουν  τά ὀνόματα καί τά σχήματά τους, ὀξεία, βαρεία, ὑψιλή, κλάσμα (συνένωση ὀξείας καί βαρείας δηλαδή περισπωμένη) κ.τ.λ.

Ἄς δοῦμε λίγο καί τά τραγούδια μας.

Τά ἔπη, μέ κορυφαία τοῦ Ὁμήρου, ἐξυμνοῦσαν τά κατορθόματα τῶν ἡρώων καί μελωδούνταν ἀπό τούς ἀοιδούς καί τούς ραψωδούς μέ συνοδεία λύρας ἤ φόρμιγγας. Τό μικρό αὐτό σχῆμα μέ ἕναν τραγουδιστή καί δύο ἤ τρία ὄργανα διατηρήθηκε σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Τά λυρικά τραγούδια, ὁ διθύραμβος, οἱ παιάνες, οἱ θρῆνοι, τά γεωργικά ἄσματα (λιτυέρσης, ἴουλος, ἐπιλήνια), ὁ ὑμέναιος, τά ἐπιθαλάμια, τά παρθένια, τά παροίνια καί τά σκόλια μαρτυροῦν τήν ψυχή ἑνός λαοῦ πού ξέρει νά γιορτάζει καί νά τραγουδᾶ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του.

Τά ὄργανα πού τά συνόδευαν ἦταν ἡ λύρα, ἡ φόρμιγγα, ἡ κιθάρα, ὁ αὐλός, ἡ πανδούρα, τό τρίγωνο, τά τύμπανα καί ἄλλα. Ἡ λύρα τό ἐθνικό μας ὄργανο μέ τίς γνωστές παραλλαγές της πολίτικη, κρητική, ποντιακή  προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική. Τό μπουζούκι μέ τό μακρύ βραχίονα καί τίς τρεῖς χορδές του προέρχεται ἀπό τόν ταμπουρά ἤ θαμπούρα πού εἶναι ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας πανδούρας. Τό σημερινό κανονάκι ἀπό τήν ἑλληνική λέξη κανών εἶναι τό ἀρχαῖο ψαλτήριο-τρίγωνο.

Ὁ Ἕληνας δέν ἔχασε τή γλῶσσα του οὔτε σταμάτησε νά τραγουδᾶ κάθε σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς του, τίς χαρές, τούς καημούς καί τά πάθη του. Ἄν καί ἡ χριστιανική θρησκεία πολέμησε πολύ ὄ,τι δέν ἦταν σεμνό καί σύμφωνο μέ τή διδασκαλία της, δέν μπόρεσε νά ξεριζώσει ἐντελώς τίς συνήθειες αὐτές τοῦ λαοῦ. Γιά παράδειγμα νά ἀναφέρω τά Διονυσιακά δρώμενα πού παρόλο τόν πόλεμο τῆς Ἐκκλησίας ἐπέζησαν μέχρι τίς μέρες μας στά ἀποκριάτικα τραγούδια.

Τό θέμα τῶν ρυθμῶν μας εἶναι ἄλλο ἕνα τεράστιο κεφάλαιο. Ὁ λόγος, τό μέλος καί ἡ ὄρχηση, δηλαδή ὁ χορός, ἦταν τά κύρια στοιχεῖα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τραγουδιῶν μέ ἀποκορύφωμα τό ἀρχαῖο δράμα. Ἡ ποικιλία τῶν δισήμων, τρισήμων, τετρασήμων, ἑπτασήμων, ἐννεασήμων κ.τλ. ποδῶν ὑπάρχει σέ ὅλες τίς μουσικές περιόδους τοῦ γένους μας. Ἐνδεικτικά νά ἀναφέρω μόνο πώς στόν καλαματιανό ρυθμό, πού στή μουσική γλῶσσα μας ὀνομάζεται ἑπτάσημος ἐπίτριτος, ἔχουμε αὐτούσιο τόν ὁμηρικό δάκτυλο.

Τό θέμα μας εἶναι τεράστιο. Σ᾿ αὐτό τό ἄρθρο ἐνδεικτικά προσπάθησα νά θίξω κάποια στοιχεῖα τά ὁποῖα δηλώνουν σαφῶς αὐτό πού ὀνομάζουμε συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπό τά πολιτιστικά στοιχεῖα του. Καί λόγω εὐρύτητας τοῦ θέματος ἀλλά καί στενότητας χώρου ἦταν ἀδύνατο νά μπῶ σέ σημαντικές λεπτομέρειες. Προσπάθησα ὅμως νά κλονίσω τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσική καί τό δημοτικό μας τραγούδι δέν ἀποτελοῦν τήν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καί μεσαιωνικῆς μας μουσικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιάκοπη. Δέν ἰσχυρίστηκα ὅτι ἡ σημερινή μουσική εἶναι ἀκριβῶς ἴδια μέ τήν ἀρχαία καί τή Βυζαντινή. Ἀκριβῶς ἴδια δέν εἶναι οὔτε ἡ γλῶσσα μας. Εἶναι ὅμως ἑνιαῖα καί ἀποτελεῖ ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας.

 

 

 

Ἐνδεικτική βιβλιογραφία.

 

Ἀθανασιάδης Δημήτρης, Ἱστορία τῆς μουσικῆς,  Θεσ/νίκη 1984.

Ἀρχαῖοι ἀρμονικοί συγγραφεῖς, τ. 1ος Ἀθήνα 1995, τ, 2ος Ἀθήνα 1997, ἐκδ. Γεωργιάδη.

Ἰωαννίδης Γιάννης, Μουσική, Ἀθήνα 1978.

Κάρκος Κ.- Μελετίδης Ε., Στοιχεῖα μετρικῆς, Θεσ/νίκη 1978.

Καρράς Σίμων, Ἡ βυζαντινή μουσική σημειογραφία, Ἀθήνα 1933.

Καρράς Σίμων, Γιά ν᾿ ἀγαπήσωμε τήν ἑλληνική μουσική, ἐκδ. Ἀστήρ.

Καρράς Σίμων, Ἀρμονικά, Ἀθήνα 1989.

Κουκουλές Φαίδων, Βυζαντινῶν Βίος καί Πολιτισμός, τ. Γ΄καί Δ΄, Ἀθήνα 1952.

Μιχαηλίδης Σόλων, Ἐγκυκλοπαιδεία  τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς, Ἀθήνα 1982.

Παπαδόπουλος Γεώργιος, Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς παρ᾿ ἡμῖν ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, Ἀθήνα 1890.

Χρύσανθος ἐκ Μαδύτων, Μέγα θεωρητικόν  τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, Τεργέστη 1832.

Samuel Baud-Bovy, Δοκίμιο γιά τό ἑλληνικό δημοτικό τραγούδι, Ἀθήνα 1994.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα