Χρήστου Μαλτέζου
δρ. χημικοῦ
Ἡ πόλις πού ἀρχικά ὠνομάζετο Κοκκινιά, δημιουργήθηκε μετά τήν καταστροφή τοῦ 1922 ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου. Κατοικήθηκε ἀπό ἀνθρώπους πού προέρχονταν ἀπό διαφορετικές περιοχές τῆς Ἀνατολῆς, μέ διαφορετικές ἀσχολίες, μέ ἄλλη νοοτροπία, ὅμως εἶχαν ὡς συνδετικό κρίκο τήν κοινή ἑλληνική καταγωγή, τήν ἑλληνική γλῶσσα, τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, κοινά ἤθη καί ἔθιμα καί τούς ἕνωνε ἡ κοινή μοίρα τοῦ ἀκουσίου ξερριζωμοῦ.
Τό 1939 προκηρύχθηκε διαγωνισμός γιά τήν μετονομασία τῆς Κοκκινιᾶς. Στόν διαγωνισμό αὐτόν πῆραν μέρος πολῖτες ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί ὁμογενεῖς. Μερικά ἀπό τά ἄλλα ὑποψήφια ὀνόματα ἦταν: Τροία, Φρυγιά, Ἀνατολή, Τραπεζοῦντα. Τελικά, μέ τίς ψήφους 56 ἀτόμων, ἐπικράτησε ἡ σχετική πρόταση γιά ὀνομασία ΝΙΚΑΙΑ, τοῦ Βιθυνοῦ Ἰωάννου Μελᾶ, δικηγόρου, βουλευτοῦ καί ἀργότερα ὑπουργοῦ.
Ἡ Νίκαια τῆς Βιθυνίας
Ἡ Νίκαια τῆς Βιθυνίας στήν Μικρά Ἀσία εἶναι γνωστή ἀπό τό Βυζάντιο, διότι ἐκεῖ συνῆλθε ἡ πρώτη καί ἡ ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἀργότερα κατέστη πρωτεύουσα τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας (1204 – 1259), μετά τήν πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τήν περίοδο ἐκείνη εἶχε μεταφερθῆ στήν Νίκαια καί ἡ ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν Θεόδωρο Λάσκαρη, ἦταν ἕνα ἀπό τά διάδοχα κράτη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας πού ἱδρύθηκαν ἀπό πρώην Βυζαντινούς ἀξιωματούχους καί ἀριστοκράτες μετά τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας, στίς 13 Ἀπριλίου τοῦ 1204. Τό 1261 οἱ αὐτοκράτορες τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας πῆραν στήν ἐξουσία τους τήν Κωνσταντινούπολη, κατέλυσαν τήν Λατινική αὐτοκρατορία καί ἐπανασύστησαν τήν Βυζαντινή αὐτοκρατορία.
Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νικαίας ἦσαν ὁ Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1204 – 1222), ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254), ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254 – 1258), ὁ Ἰωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258 – 1261) καί ὁ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συναυτοκράτορας (1259 – 1261) καί ἀνασύστησε τήν Βυζαντινή αὐτοκρατορία.
Ἡ Νίκαια τῆς Ἀττικῆς
Ἕνα μέρος ἀπό τό ἑνάμιση ἑκατομμύριο ξερριζωμένων πού ἐκπατρίστηκαν ἀπό τίς προαιώνιες κοιτίδες τους καί ἀναζήτησαν νά βροῦν καταφύγιο στήν μητέρα–πατρίδα, τήν Ἑλλάδα, κατέληξε στά περίχωρα τοῦ Πειραιᾶ, ὅπως ἡ Νίκαια. Οἱ συνοικισμοί τῆς Νικαίας χτίστηκαν σέ ἐκτάσεις ἀκαλλιέργητες, ἄγονες καί ἔρημες. Οἱ Μικρασιᾶτες πρόσφυγες δέν παρέλειψαν νά φροντίσουν καί τούς Ἁγίους πού κουβαλοῦσαν στήν ψυχή τους. Ἀρχικά ἔστησαν ἀντίσκηνα καί ἀργότερα ξύλινα παραπήγματα γιά νά ἐναποθέσουν τά εἰκονίσματα καί τά ἱερά σκεύη, τά Δεσποτικά, τά τέμπλα καί τούς Ἄμβωνες πού μετέφεραν ἀπό τίς Ἀλησμόνητες Πατρίδες τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς, τῆς Ρωμηοσύνης. Ἄν καί οἱ ἴδιοι ἔφτασαν ξυπόλητοι καί γυμνοί στόν τόπο τῆς προσφυγιᾶς, τά εἰκονίσματα ἦταν τά μόνα ἀγαθά πού κουβάλησαν μαζί τους ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία ἐνσωμάτωνε τόσο τήν δημόσια, ὅσο καί τήν πνευματική ζωή τῆς κοινότητος. Ψυχή τῶν θρησκευτικῶν συναισθημάτων τοῦ συνοικισμοῦ ἦταν ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος, ὁ ἀπό Σεβαστείας Γερβάσιος (κατά κόσμον Εὐριπίδης Σουμελίδης), πού γεννήθηκε στόν Πόντο. Ὁ πρῶτος λίθος τοῦ συνοικισμοῦ τέθηκε τήν 18η Ἰουνίου 1923 καί πάνω ἀπό 6.000 οἰκογένειες στεγάστηκαν καί σχεδιάστηκαν δρόμοι μέ ὀνομασίες ἀπό πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τήν ἴδια χρονιά Ἀρμένιοι πρόσφυγες κατοίκησαν τίς νότιες κυρίως παρυφές τοῦ προσφυγικοῦ συνοικισμοῦ καί τότε ἦταν πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τόν Ἀρμένιο ἀρχιτέκτονα Ἀρτίν Παλατζιάν τό λουτρό γιά τήν ἀτομική καθαριότητα τῶν προσφύγων.
Τό 1923 ἱδρύθηκε στήν Νίκαια καί νοσοκομεῖο ἀπό τήν φιλανθρωπική ὀργάνωση «Νοσοκομεῖα Ἀμερικανίδων Κυριῶν». Οἱ πρόσφυγες κάτοικοι τῆς Νικαίας προχώρησαν τήν ἴδια χρονιά καί στήν δημιουργία θεάτρου πού ἀρχικά λειτουργοῦσε μέσα σέ ἀντίσκηνο. Σέ παρομοίους χώρους λειτουργοῦσαν μέχρι καί τό 1925 τά σχολεῖα τῆς περιοχῆς. Τότε ἦταν πού ἱδρύθηκε τό Γυμνάσιο Ἀρρένων ὡς παράρτημα τοῦ 4ου Γυμνασίου Πειραιῶς. Τό γνωστό νοσοκομεῖο ʺΓενικό Κρατικό Νικαίαςʺ ξεκίνησε νά ἀνεγείρεται τό 1938. Κάθε οἰκογένεια ἔμενε σέ μικρές ἰσόγειες οἰκίες τῶν 36 τ.μ. πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἕνα δωμάτιο, μία μικρή κουζίνα καί ἕνα κοινό χῶρο ὑγιεινῆς. Ἐπίσης ὑπῆρχαν καί διώροφα συγκροτήματα πού δημιουργοῦσαν τετράγωνα, ἐντός τῶν ὁποίων ὑπῆρχε ἕνα ἀνοικτό αἴθριο γιά κοινοχρήστους χώρους, ὅπως πλυντήρια κ.ἄ. Τό ἐσωτερικό τῶν σπιτιῶν ἐντυπωσίαζε μέ τήν καθαριότητα καί τήν τάξη πού ἐπικρατοῦσε σ᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅλο πού ὁ περιορισμένος χῶρος ἦταν γεμᾶτος ἀπό τά χρηστικά ἀντικείμενα, τά ἀπαραίτητα γιά τήν καθημερινή διαβίωση τῶν κατοίκων.
Οἱ ἀσβεστωμένοι τοῖχοι καί τά κατάλευκα ρεῖθρα τῶν πεζοδρομίων, οἱ περιποιημένοι φανοστάτες, οἱ χειροποίητες κουρτίνες στά παράθυρα, οἱ κουρελοῦδες καί τά χράμια στό πάτωμα, οἱ βασιλικοί καί τά γεράνια, ἡ ἀρμπαρόριζα πού βάζανε καί στό γλυκό τοῦ κουταλιοῦ τό νερατζάκι, ὅλα τοῦτα στά σκαλοπάτια, τίς ταράτσες, τίς αὐλές, ὀμόρφαιναν τήν προσφυγική συνοικία καί ἔδιναν μία χαρμόσυνη νότα ζωῆς στήν φτωχική γειτονιά πού μοσχοβολοῦσε νοικοκυρωσύνη καί πάστρα (καθαριότητα). Τά κεντήματα μέ τά ζωηρά χρώματα στόλιζαν τό ἐσωτερικό τῶν σπιτιῶν, ἐνῶ σέ μία ἐταζέρα βρίσκονταν τά εἰκονίσματα, τά ἱερά κειμήλια τῶν προσφύγων κι ἄλλα ἀγαπημένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ἐξέθεταν σέ καθημερινή θέα, ὅπως φωτογραφίες τῆς οἰκογενείας, στεφανοθῆκες, μπακίρια, μεταξωτά χαλιά τοίχου (μπάντες), τό παραδοσιακό χαλάκι ὑποδοχῆς τῆς εἰσόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα πού ἔδιναν μία αἴσθηση ζεστασιᾶς καί οἰκειότητος στό προσφυγικό καταφύγιο μετά τόν κατακλεισμό πού τούς βρῆκε.
Ὁ γράφων, εἶχε τήν εὐλογία νά περάση τά παιδικά του χρόνια στήν Νίκαια, κοντά στήν ἐκκλησία τῆς Ὁσίας Ξένης. Οἱ εὐγενικοί, φιλόξενοι, καλόκαρδοι, ἀλληλέγγυοι πρόσφυγες ἀπό τήν Μικρά Ἀσία γέμιζαν μέ χαρά καί ἐλπίδα τά παιδικά του ὄνειρα, καθώς ἔπαιζε μέ τά ἄλλα παιδιά μέσα στά στενά σοκκάκια καί μπαινόβγαινε στά πλίνθινα προσφυγικά σπιτάκια. Ἀξέχαστες οἱ χειμωνιάτικες βραδιές γύρω ἀπ᾿ τό μαγκάλι πού εὐωδίαζε τόν χῶρο ἀπό τίς καιόμενες φλοῦδες πορτοκαλιοῦ, στό ἐκστατικό ἄκουσμα ἀπό τίς γερόντισσες νά διηγοῦνται τίς περιπέτειές τους στήν Ἀνατολή. Τό καλοκαίρι στίς αὐλές νά βρίσκεται κοντά σέ γέροντες πού ἔπαιζαν ἄλλοτε τό οὖτι (1) ἤ τό σαντούρι (2) καί ἄλλοτε τήν ποντιακή τήν λύρα. Ἡ περιοχή πρίν ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο εἶχε καί καλλιεργήσιμα ἐδάφη. Ἡ ἀστική ἀνάπτυξη ὅμως ἀντικατέστησε μέρος τῶν καλλιεργησίμων ἐδαφῶν κατά τίς δεκαετίες τοῦ ᾿30, τοῦ ᾿40 καί τοῦ ᾿50. Ἡ πιό ἄσχημη ἡμέρα στήν ἱστορία τῆς Νικαίας ἦταν ἡ 17η Αὐγούστου 1944. Τότε δεκάδες πολῖτες ἐκτελέστηκαν ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές στό «Μπλόκο τῆς Κοκκινιᾶς», στήν Μάντρα τῆς Ὁσίας Ξένης.
Ὁ πρῶτος ναός πού ἱδρύθηκε στόν προσφυγικό συνοικισμό τῆς Νικαίας εἶναι ὁ Ἅγιος Νικόλαος, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐπίσημη ἵδρυση τοῦ συνοικισμοῦ μέχρι τά τέλη τοῦ 1922, σέ ἕνα ξύλινο παράπηγμα. Στήν βορειοδυτική πλευρά τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἱδρύθηκε ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ὁσίας Ξένης, ὁ ὁποῖος λειτούργησε σέ ἕνα κοινό πλυσταριό ἀπό τό 1922. Στίς μέρες μας ἡ Νίκαια Ἀττικῆς εἶναι μία σύγχρονη πόλη, κοντά στίς ἑκατό χιλιάδες πληθυσμό.
Βιβλιοπαρουσίαση
http://www.hellinon.net/NikaiaVithinias.htm
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/xartes/xartes.htm
Βαμβακᾶς Μ., Ζέρβας Θ., κ.ἄ., Τό Μπλόκο τῆς Κοκκινιᾶς, Δῆμος Νίκαιας 2004.
Γιαμαλῆ – Χατζηϊωάννου Ε., Μικρασιατικός Ἑλληνισμός: Ὁδοιπορικό Θανάτου καί Ἀνάστασης, ἐκδ. Δήμου Νίκαιας 2001.
Μιχαηλίδης Σίμος, Ἡ Γέννηση τῆς Κοκκινιᾶς, Πειραιάς 1993.
Μιχελῆ Λ., Προσφύγων Βίος καί Πολιτισμός, ἐκδ. Δρώμενα, Ἀθήνα 1992.
Παπαδοπούλου Α., Ἡ Ἀττική Νίκαια, Νίκαια 2003.
Πηγές
1. Τό οὖτι εἶναι νυκτό ἔγχορδο μουσικό ὄργανο πού κατάγεται ἀπό τήν Περσία καί εἶναι ἀρκετά διαδεδομένο στίς μουσικές τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
2. Τό σαντούρι εἶναι ἔγχορδο κρουστό ἐπίπεδο μουσικό ὄργανο. Τό ὄνομά του προέρχεται ἐκ τῆς ἑλληνικῆς λέξεως ψαλτήριον μέσῳ τῆς περσικῆς γλώσσας σαντούρ