Η θεοδικία στην Παλαιά Διαθήκη

† Ἐπισκόπου Ἱερεμία,

Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Στὴν σύντομη αὐτὴ παλαιοδιαθηκική μας μελέτη θὰ μιλήσουμε γιὰ ἕνα θεολογικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο ταράσσει πραγματικὰ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, χωρὶς νὰ δίνεται ἐπαρκὴς λύση σ΄ αὐτό. Εἶναι τὸ θέμα τῆς θεοδικίας. Βασικὰ μόνο στοιχεῖα θὰ δώσουμε ἐδῶ στὸ θέμα αὐτό, γιατί ἡ διεξοδική του ἀνάπτυξη ἀποτελεῖ ὁλόκληρη πραγματεία.

1. Τὸ περὶ θεοδικίας θέμα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτῆρα καὶ διὰ τοῦτο τονίζεται πολὺ ὁ πλοῦτος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὡς εὐλογία Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ἀντὶ ἄλλου χωρίου λέγουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐου: «Ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε» (1,19). Ἀποτελεῖ πρόβλημα τὸ γιατί ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτῆρα, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ ἡ καλυτέρα λύση στὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ συμβαίνει λόγῳ τοῦ πολέμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ τῆς νεκρομαντείας, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν οἱ Χαναναῖοι.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη πολέμησε τὴν νεκρομαντεία, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὴν πίστη στὴν μεταθανάτιο ζωή, γι΄ αὐτὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἔχουμε, στὰ πρῶτα χρόνια τουλάχιστον, ἀνεπτυγμένη τὴν πίστη στὴν μεταθανάτιο ζωή. Καὶ γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Παλαιὰ Διαθήκη φέρει ἐγκόσμιο χαρακτῆρα καὶ τονίζει πολὺ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἐξέλιπε ὁ κίνδυνος τῆς νεκρομαντείας, τότε, στὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ (6ος αἰ.), ἔχουμε ἀνεπτυγμένη τὴν πίστη στὴν μεταθανάτιο ζωή (βλ. Ἰεζ. κεφ. 37).

2. Κατὰ τὰ παραπάνω, ἀφοῦ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτῆρα, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ στὸν εὐσεβῆ γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του ἢ ἡ τιμωρία στὸν ἀσεβῆ γιὰ τὴν παράβαση τῶν θείων ἐντολῶν, γίνεται στὸν παρόντα κόσμο καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν παροχὴ ἢ τὴν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Συνέβαινε καὶ συμβαίνει ὅμως νὰ βλέπουμε τὸ φαινόμενο, ὁ εὐσεβὴς νὰ δυστυχεῖ καὶ νὰ ταλαιπωρεῖται, ὁ δὲ ἀσεβής, ὁ παραβάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, νὰ εὐτυχεῖ ὑλικῶς καὶ νὰ ζεῖ μία ἄνετη ζωή. Ἔτσι, γεννᾶται τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Κατὰ πόσον δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθὴς καὶ δίκαιος, ἀφοῦ ἀφήνει νὰ συμβαίνει αὐτὴ ἡ ἀντινομία στὴν ζωή, τὸ νὰ ἐπιτρέπει τὴν δυστυχία τῶν εὐσεβῶν καὶ τὴν εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν. Αὐτὸ ἀκριβῶς, ξαναλέμε, εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας.

3. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι πολὺ σοβαρό, γιατί καταλήγει στὴν δυσπιστία καὶ τελικὰ καὶ σ΄ αὐτὴν τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Τὸ θλιβερὸ αὐτὸ φαινόμενο τὸ παρατηροῦμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ τὰ πρῶτα κρούσματά του στὸν προφήτη Ἡσαΐα (8ος αἰ.). Ὅταν ὁ προφήτης κήρυττε στοὺς Ἰουδαίους ἐρχομένη τὴν καταστροφὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους, οἱ ἀκροατές του εἰρωνικὰ τοῦ ἀπαντοῦσαν: «Ἂς τὸ κάνει γρήγορα (ὁ Θεός), γιὰ νὰ τὸ δοῦμε· ἂς ἐκπληρώσει τὸ θέλημά Του γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουμε» (Ἡσ. 5,19). Ἀργότερα, στὸν προφήτη Σοφονία (7ος αἰ.) οἱ ἀκροατές του ἔλεγαν καὶ σ΄ αὐτόν: «Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ οὔτε εὐτυχία οὔτε δυστυχία νὰ φέρει» (Σοφ. 1,12. βλ. καὶ Ἱερ. 5,12). Καὶ ἀκόμη ἀργότερα, στὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ (6ος αἰ.), οἱ σύγχρονοί του, ἀναφερόμενοι στὴν πτώση τῆς Ἱερουσαλὴμ (586 π.Χ.) ἔλεγαν καὶ αὐτοί: «Δὲν εἶναι ἐντάξει ἡ ὁδὸς (δηλαδὴ τὸ ἔργο) τοῦ Θεοῦ» (Ἰεζ. 18,25.29. 33,17). Καὶ ἀκόμη πιὸ μετέπειτα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτου Μαλαχίου (5ος αἰ.), οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπισκοποῦντες τὴν ὅλη ἱστορία τους, ἔλεγαν: «Μάταιο εἶναι νὰ ὑπηρετεῖ κάποιος τὸν Θεό. Τί κερδίσαμε ἀπὸ τὸ ὅτι τηρήσαμε τὶς ἐντολές Του;… Ἰδού, μακαρίζουμε τοὺς ὑπερηφάνους. Προοδεύουν ὅταν πράττουν τὸ κακὸ καὶ σώζονται ὅταν ἐκπειράζουν τὸν Θεό…» (Μαλαχ. 3,14-15. Βλ. καὶ τὸ χωρίο Ἰὼβ 34,19: «ὁ ἄνθρωπος δὲν ὠφελεῖται ἀπὸ τὴν φιλία του μὲ τὸν Θεό»). Καὶ ἀκόμη τολμηρότερα αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς ἔλεγαν: «Ὅποιος πράττει τὸ κακὸ εἶναι ἀρεστὸς στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ἀρέσκεται ὁ Θεός. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης;» (Μαλαχ. 2,17). Καὶ ἄλλοι ἀσεβεῖς καὶ χλευαστὲς Ἰουδαῖοι ἔλεγαν, ἀναφερόμενοι στὸν Θεό: «Ὑπάρχει γνώση στὸν Θεό;» (Ψαλμ. 72,11). Δηλαδή, «γνωρίζει ἄραγε ὁ Θεὸς τί κάνει;».

4. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀκόμη βλάσφημα κατὰ τοῦ Θεοῦ λόγια, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, λεγόμενα ἀπὸ ἀσεβεῖς Ἰουδαίους καὶ Ἰσραηλῖτες, λέγονται ἀκριβῶς γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ συμβιβάσουν τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ παρατηρούμενα στὸ ἔθνος τους καὶ στὴν ἀτομική τους ζωὴ συμβαίνοντα. Ἀπέναντι στοὺς ἀσεβεῖς αὐτοὺς οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι προσπαθοῦσαν νὰ δώσουν κάποια λύση στὸ πρόβλημα θεοδικίας. Οἱ εὐσεβεῖς αὐτοὶ ὡς βάση τους ἔχουν τὴν σταθερὴ πίστη στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀμφιβάλλουν καθόλου γι’αὐτήν. Τὴν πίστη αὐτὴν τὴν ἐκφράζει ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἀββακούμ, «ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (2,4). Ὁ εὐσεβὴς δηλαδὴ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι στερεὸς στὴν πίστη του ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος. Καὶ «ζήσεται» ἀπὸ τὴν πίστη του αὐτή, θὰ δικαιωθεῖ δηλαδὴ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὰ συμβαίνοντα στὴν ζωὴ γεγονότα.

(α) Μία λύση τοῦ προβλήματος τῆς θεοδικίας ἐπιχειρεῖ ὁ συγγραφεὺς τοῦ 36ου ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ἡ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν εἶναι προσωρινή, εἶναι ἐπ’ ὀλίγον καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν εὐτυχία τους θὰ ἔρθει δυστυχία («ἔτι μικρὸν καὶ οὐ μὴ ὑπάρξη ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ εὕρης», στίχ. 10). Τὸ ἐπιχείρημα ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι λύση, γιατί βλέπουμε ἀσεβεῖς νὰ τοὺς συνοδεύουν τὰ πλούτη τους μέχρι τοῦ τάφου.

(β) Ἄλλη λύση προσπαθεῖ νὰ δώσει ὁ ψαλμὸς 48, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ θάνατος ἐξισώνει ὅλους, καὶ τοὺς δυστυχεῖς καὶ τοὺς εὐτυχεῖς. Καὶ αὐτὸ πάλι δὲν εἶναι λύση τοῦ προβλήματος, γιατί, ναὶ μὲν ὁ θάνατος ἐξισώνει ὅλους, ἀλλὰ μέχρι τοῦ θανάτου, ὅπου παρατηρεῖται τὸ πρόβλημα, τί ἀπάντηση θὰ δώσουμε;

(γ) Γνωστὸν ὅτι στὸ σοβαρὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, τὸ τιτάνειο βιβλίο τοῦ Ἰώβ, τὸ ὁποῖο ἀφήνει σχεδὸν ἄλυτο τὸ πρόβλημα.

5. (δ) Ἀλλά, ὡς πλέον σοβαρὴ καὶ θελκτικὴ λύση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας θεωροῦμε τὴν λύση τοῦ προφήτου Ἱερεμίου. Τὸ περὶ θεοδικίας πρόβλημα ἐτέθη πρὸς λύσιν στὸ ἰσχυρὸ πράγματι κατὰ τὸν νοῦ (ὅπως καὶ τρυφερὸν κατὰ τὴν καρδία) προφήτη Ἱερεμία. Ὁ Ἱερεμίας φαίνεται δὲν μποροῦσε νὰ λύσει τὸ πρόβλημα καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγε πρὸς λύσιν στὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Δίκαιο (πάντα) ἔχεις, Θεέ, ὅταν μαλώνω μαζί Σου· μόνο γιὰ ἕνα πρᾶγμα θέλω νὰ σοῦ μιλήσω: Γιατί εὐοδοῦται ἡ ὁδὸς τῶν ἀσεβῶν, (γιατί) εὐτυχοῦν ὅλοι οἱ παράνομοι;» (Ἱερ. 12,1). Σ΄ αὐτὸ τὸ  ἐρώτημα τοῦ προφήτου ὁ Θεὸς τοῦ ἀπαντάει μὲ ἕναν περίεργο λόγο: «Ἐὰν ὁ δρόμος μὲ πεζοὺς ἀνθρώπους σὲ κουράζει, τί θὰ κάνεις ὅταν ἀγωνίζεσαι στὸν δρόμο μὲ τὰ ἄλογα; Καὶ ἂν στὴν ἀσφαλῆ γῆ, δὲν εἶσαι ἀσφαλής, τί θὰ κάνεις στὶς ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου;» (12,5). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια του ὁ Θεὸς δὲν δίνει μὲν λύση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, δίδει ὅμως, ὅπως φαίνεται, ἐλευθερία στὸν προφήτη νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ πρόβλημα, χωρὶς νὰ κλονίζεται στὴν πίστη του, γιατί τὸ προφητικό του ἔργο θὰ τοῦ δείξει ἀκόμη μεγαλύτερα προβλήματα (ἵππους ποὺ τρέχουν στὸν δρόμο ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου) καὶ τότε τί θὰ κάνει;

(ε) Νομίζω ὅμως, ἂν ἑρμηνεύω καλῶς τὸ κείμενο τῶν Ο΄, ὅτι ὁ προφήτης Ἱερεμίας δίδει λύσιν τινὰ στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, τὴν ὁποία λύση ἀπαντοῦμε καὶ ἀλλαχοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Κατὰ τὴν μετάφραση λοιπὸν τῶν Ο΄ ὁ προφήτης Ἱερεμίας ὁμιλῶν γιὰ τοὺς εὐτυχοῦντας ἀσεβεῖς λέγει πρὸς τὸν Θεό: «Ἐγγὺς εἶ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν» (Ἱερ. 12,2). Ἐὰν δηλαδὴ εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς, εὐτυχοῦν σὲ εὐτελῆ αἰτήματα, τοῦ «στόματος» αἰτήματα, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους δὲν ἀπολαμβάνει τοὺς βαθεῖς πόθους της, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι «πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν»! Ὡσὰν νὰ θέλει νὰ πεῖ μὲ αὐτὸ ὁ Ἱερεμίας ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν πόθων τῆς καρδιᾶς του- ἡ ὁποία ἔχει πλαστεῖ γιὰ τὸν Θεὸ – καὶ δὲν εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν. Τὴν λύση αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Θεό, τὴν δίδει καὶ ὁ Ψαλμὸς 72, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλάσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου» (στίχ. 28). Δηλαδή, μὲ τὴν λύση αὐτὴ λύεται ὁ δεσμὸς τῆς εὐσέβειας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀμοιβὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἀγαπῶ τὸν Θεό, ἐπειδή μοῦ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἔχω «ἐμπορικὴ» δοσοληψία μαζί Του, δίδοντάς μου Αὐτὸς τὸν πρῶτο λαχνὸ τοῦ λαχείου!

6. (ς) Ἀλλὰ στὸν προφήτη Ἱερεμία συναντοῦμε καὶ ἄλλη σπουδαία λύση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Εἶναι αὐτή, τὴν ὁποία συναντήσαμε ἤδη στὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν προφήτη, μὲ τὸν ὡραῖο λόγο, «Ἐὰν ὁ δρόμος μὲ πεζοὺς ἀνθρώπους σὲ κουράζει, τί θὰ κάνεις ὅταν ἀγωνίζεσαι στὸν δρόμο μὲ τὰ ἄλογα; Καὶ ἂν στὴν ἀσφαλῆ γῆ, δὲν εἶσαι ἀσφαλής, τί θὰ κάνεις στὶς ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου;» (12,5). Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἴπαμε δὲν λύει τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, ἀλλὰ μυστικὰ διδάσκει ὅτι εἶναι ἀκατάληπτα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μπορεῖ λοιπὸν νὰ διερευνᾶμε γιατί ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ κατ΄ αὐτὸν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Γιατί δηλαδὴ δίδει εὐτυχία εἰς ἐκεῖνον, ἐνῷ αὐτὸς φαίνεται ἀσεβής, καὶ γιατί τιμωρεῖ τὸν ἄλλο, ἐνῷ αὐτὸς παρουσιάζεται ὡς εὐσεβής. Αὐτὴ ἡ λύση, τὸ ἀκατάληπτο δηλαδὴ τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία, τὴν ἔλαβε ὁ Ἱερεμίας ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα (βλ. Ἡσ. 28,29. 10,12. 28,12. 55,8. 40,14), ὡς γενικῶς διατυπωθεῖσαν, τὴν ἐφήρμοσε ὅμως στὸ πρόβλημα θεοδικίας. Μὲ αὐτὴ τὴν λύση, περὶ τοῦ ἀκατανοήτου τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄλλη θεώρηση τῆς ἱστορίας, ὅτι οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ εἶναι καταληπτές, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀμοιβὴ τῶν εὐσεβῶν σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν τιμωρία τῶν ἀσεβῶν – αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας – βαίνουμε σὲ μία ἄλλη ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περὶ τῆς ἱστορίας καὶ τῶν πράξεων τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε ἄλλη φορά.