Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Ἀχιλλέως Γ. Λαζάρου

Δρ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

t. charge de cours a la, Sorbonne (Parisiv)

Ρωμανιστὴς – Βαλκανολόγος

 

       Ὅταν σήμερα θέτουμε θέμα μὲ ἀρχαιότητα ἑλληνική, δὲν νοεῖται παραγνώριση τῆς προϊστορικῆς περιόδου. Διότι διάσημοι ἐπιστήμονες τῶν χρόνων μας, ὅπως ἡ καθηγήτρια Tatiana Blawatskaya, παρουσιάζουν περιεκτικὰ τὴν τόσο πρώιμη ἐξάπλωση τοῦ Κρητο-μινωϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ στὰ πέρα τῆς Χερσονήσου μέρη. Ὁμολογουμένως εὔγλωττο εἶναι βραχὺ μελέτημά της, ἐπιγραφόμενο «Ἀπὸ τὴν Κρητικὴ ἐποποιΐα τοῦ 17ου  ἕως 15ου  αἰώνων π.Χ.[1] καὶ δημοσιευμένο στὴν Ἐπετηρίδα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Σκοπίων. Πάντως προηγεῖται ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης, ὁ ὁποῖος διακηρύσσει καὶ τῶν Κρητῶν τὴν πανάρχαια ἑλληνικότητα γράφοντας «Μίνως πρῶτος Ἑλλήνων ναυτικὴν δύναμιν ἀξιόλογον συστησάμενος ἐθαλασσοκράτησε» καὶ «πολλὰς ἀποικίας ἐξαπέστειλεν ἐκ τῆς Κρήτης»[2].

Ἐξ ἄλλου ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης Jean Berard διερευνώντας τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων στὴ λατινικὴ ἀναφέρεται στοὺς Πελασγούς, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Πελασγιώτιδα Θεσσαλία φθάνουν στὴν Ἤπειρο, περιοχὴ Δωδώνης, ἐπὶ Δευκαλίωνος, πατέρα τοῦ Ἕλληνα, καὶ ἔπειτα στὴν Ἰταλία ἑλληνόφωνοι[3], κατὰ μαρτυρίες τοῦ Κάτωνος καὶ τοῦ Πλινίου. Ἐνωρίτερα, τὸ 1839, ὁ S.S. Wilson[4] ἀποκαλεῖ τὴν πελασγικὴ γλώσσα ἑλληνική! Σχετικὰ δὲ πρόσφατα ἡ ἀνεύρεση καὶ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν Paul Faure[5] ἐνεπιγράφων πινακίδων τοῦ 2700 π.Χ. γραμμένων στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, διανοίγουν ὁρίζοντες διευρύνσεως τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας πρὸς τὸ ἀπώτατο παρελθὸν καὶ ἐπανεξετάσεως τῶν θρυλουμένων ἀποδημιῶν Ἑλλήνων καὶ ἐπανόδων τους, δοθέντος ὅτι εἶναι μεταγενέστερες τῶν εὑρημάτων στὰ Πιλικάτα τῆς Ἰθάκης καὶ ὄχι μόνον.

Ὁπωσδήποτε ἐνδελεχῆ διερεύνηση χρεωστοῦμε καὶ στὸν καθηγητὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἀκαδημαϊκὸ Μιχαὴλ Σακελλαρίου, δημοσιευμένη στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν) μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Οἱ γλωσσικὲς καὶ ἐθνικὲς ὁμάδες τῆς ἑλληνικῆς προϊστορίας. Πελασγοί»[6] αὐτοτελῶς δὲ στὴ γαλλικὴ γλώσσα ὡς Λαοὶ προελληνικοὶ ἰνδοευρωπαϊκῆς καταγωγῆς, αἰφνιδιάζοντας μὲ τὴν κατακλείδα τῶν πηγῶν, ὅλων, κατὰ τὶς ὁποῖες «Πελασγοὶ = Ἕλληνες» καὶ «Πελασγία = Ἑλλάς»[7]! Ὅμως μόλις τὸ ἑπόμενο ἔτος δίνοντας ἀδιανόητες διαστάσεις τῆς διασπορᾶς τῶν Πελασγῶν ὁμιλεῖ γιὰ ἀρχαϊκὲς ἑλληνικὲς ἱστορίες ὁ Ἰταλὸς A. Antinorio[8]. Τὴν κατὰ αἰώνα περίπου προγενέστερη συμβολὴ τῶν Εὐρωπαίων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ποὺ ἀξιοποιοῦν τόσο τὶς λατινικὲς ὅσο καὶ τὶς ἀρχαιοελληνικές, προσέφερε ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Εὐθύμιος Καστόρχης, τοῦ ὁποίου ἡ συγγραφὴ ἐπιγράφεται: «Περὶ τῆς ἀρχῆθεν κοινωνίας τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς Ἰταλοὺς καὶ Ρωμαίους καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἐπενεργείας αὐτῶν πρὸς ἐκπολιτισμὸν τούτων» (Ἀθήνησι 1872).

Σὲ σχέση μὲ τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἑλληνικότητας τῶν Πελασγῶν ἐπιλαμβάνεται συνεδριακὰ στὸ Ζάγκρεμπ πρὸς τιμὴ τοῦ Κροάτη ἀκαδημαϊκοῦ G. Novac ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς E. Conduachi, τοῦ ὁποίου τὸ θέμα τῆς ἀνακοίνωσης εἶναι δηλωτικὸ τῶν θέσεών του: «Ἡ Δωδώνη καὶ οἱ σχέσεις της μὲ τὸν βαλκανικὸ κόσμο»[9]. Ἀπὸ τὶς δυὸ ἐκδοχὲς ἐντάξεως τῶν Πελασγῶν, ἑλληνικὴ καὶ προελληνική, προκρίνει τὴν πρώτη. Ἔχει δὲ πολυσχιδέστατα διερευνήσει τὶς δραστηριότητες τῶν Ἑλλήνων στὴν χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τὶς ὁποῖες ἀπεικονίζει σὲ διαδοχικὰ ἐνδιαφέροντα δημοσιεύματα: 1) Στοιχεῖα ἑνότητας τῶν ἑλληνικῶν ἀποικιῶν στὴ Δοβρουτσᾶ καὶ στὸν νότο τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (Βουκουρέστι 1947). 2) Ἑλληνικὲς καὶ ρωμαϊκὲς ἐπιδράσεις στὰ Βαλκάνια (1962). 3) Ἰστρία, Βουκουρέστι 1968. 4)Οἱ λαοί τῆς  ΝΑ Εὐρώπης καὶ ὁ ρόλος τους στὴν ἱστορία (ἀρχαιότητα), Σόφια 1969. 5) Ὁ Δούναβις λίκνο τοῦ πολιτισμοῦ τῆς κεντρικῆς καὶ ΝΑ Εὐρώπης (1986). Ἐκτενέστερη βιβλιογραφία παρατίθεται σὲ δημοσίευμά μου τῆς σειρᾶς τῶν ἐκδόσεων τοῦ Ναυτικοῦ Μουσείου τῆς Ἑλλάδος (Ἀθῆναι 1974), μὲ τίτλο τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα στὸν Δούναβι φορεῖς καὶ ὑπέρμαχοι πολιτισμοῦ.

Στὴν παραδουνάβια περιοχὴ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Nicolae Banescu διαπιστώνει δημιουργία «χώρας ἀληθινὰ ἑλληνικῆς» τὴν ὁποία προβάλλει ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.[10] Αἰσθητότερη ἐμβάθυνση στὸ ἴδιο θέμα ἐπέτυχε ὁ ὁμόλογός του Vasile Parvan, ὁ ὁποῖος ἐπιπρόσθετα ἦταν καὶ διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ Ὀρφεύς, ὅπου καταχωρίζονται οἱ ἐπιπτώσεις τῆς πανάρχαιης ὑπάρξεως Ἑλλήνων στὸν ἴδιο χῶρο. Τὴν κοινὴ ἑλληνικὴ ταυτότητα ἀποκομίζει πειστικὰ προσφεύγοντας στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη καὶ στὰ χαρακτηριστικὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα. Ἐπίσης ὁ Pasvan συγγράφει καὶ ἐπίτομη μελέτη μὲ τίτλο «Ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἑλληνιστικὴ διείσδυση στὴν κοιλάδα τοῦ Δουνάβεως» (Βουκουρέστι 1923), ἀποκαλύπτοντας τὴν ἐκπληκτικὴ ἐπίδραση τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀποκαλώντας «ἑλληνικό» καὶ τὸν ποταμὸ Δούναβι!

Πάλι Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, ὁ Dumitru Pippidi, εἶναι ἐξίσου ἀποκαλυπτικὸς μὲ βιβλίο του, ἐπιγραφόμενο «Οἱ Ἕλληνες στὸν Κάτω Δούναβι ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ ἐποχὴ ἕως τὴ ρωμαϊκὴ κατάκτηση» (Μιλάνο 1971). Ἐξαιρετικὰ διαφωτιστικὸς γίνεται καὶ μὲ δεύτερο ἐπιβλητικὸ τόμο Βραχέα Σκυπικά. Ἔρευνες στὶς ἑλληνικὲς ἀποικίες τῶν ρουμανικῶν ἀκτῶν τῆς Μαύρης Θάλασσας (Βουκουρέστι Ἄμστερνταμ 1975), στὸν ὁποῖο πέρα πολλῶν ἄλλων σκιαγραφεῖ καὶ τὴν πολυδιάστατη προσωπικότητα τοῦ Ἀκορνίωνος ἀπὸ τὴ Διονυσόπολη.

Σὲ πολὺ μεγαλύτερη γεωγραφικὴ κλίμακα μελετᾶ τοὺς Ἕλληνες καὶ τὶς παντοῖες ἐπιδόσεις  ὁ Βούλγαρος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Σόφιας Chr Danov, τὰ δὲ ἀποτελέσματα περιέχονται σὲ δημοσίευμά του[11] μὲ τίτλο ἐκτενέστατο: Οἱ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες τῆς ἑλληνικῆς ἀποικίσεως τοῦ Εὐξείνου Πόντου στὴ Βουλγαρία, Σοβιετικὴ Ἕνωση, Ρουμανὶα καὶ Τουρκία (1959 – 60). Ἐπὶ πλέον ἀδιάσειστη ἀπόδειξη τῆς πολυμορφίας, ἐκτάσεως καὶ διάρκειας διαβιώσεως καὶ δράσεως Ἑλλήνων στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, στὸν χῶρο τῆς Βουλγαρίας, προσκομίζει ὁ Βούλγαρος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστήμιου Σόφιας G. Mihailov[12] μὲ τόμους ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν, ποὺ ἤδη κυκλοφοροῦνται, καὶ πρόσθετη συγγραφή του, τὴν ὁποία ἐπιγράφει Ἡ γλώσσα τῶν ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν στὴ Βουλγαρία. Φωνητικὴ καὶ Μορφολογία (Σόφια 1943) Ἀποτιμῶνται ὡς ἀποκτήματα μοναδικῆς σπουδαιότητας. Ἡ δὲ ἀξιολόγηση πραγματώνεται ἀπὸ τὸν καλύτερο γνώστη, τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Διονύσιο Ζακυνθηνό, ὁ ὁποῖος ὡς Πρόεδρος τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Σπουδῶν ΝΑ Εὐρώπης ἐνημέρωσε στὴ Σόφια γαλλιστί [13] τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ τὸ εὐρύτερο φιλομαθὲς κοινό. Τὴν ἀνακοίνωση ἐπανέλαβε βραδύτερα ἑλληνιστὶ μὲ τίτλο «Οἱ Βούλγαροι ἀπὸ τοῦ ἐξελληνισμοῦ εἰς τὸν ἐκσλαβισμόν» ἀπὸ τοῦ βήματος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν[14] μάλιστα ἐνώπιόν του πρέσβεως τῆς Βουλγαρίας στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα ἀκαδημαϊκοῦ Ν. Todorov, ὁ ὁποῖος γιὰ δεύτερη φορὰ ἄκουσε ὅτι οἱ Βούλγαροι γιὰ 250 χρόνια εἶχαν ὡς γλώσσα τὴν ἑλληνική! Ταυτόχρονα μὲ προσήκουσα προσοχὴ ἄκουσε, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ παριστάμενοι, καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ θεωρία, ἡ δεχόμενη ὅτι οἱ Βούλγαροι ἦσαν γηγενεῖς καὶ κατοικοῦν ἀπὸ αἰώνων εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Αἵμου, στερεῖται πάσης ἐπιστημονικῆς βάσεως…»[15].

Ὡστόσο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ παιδεία διαχέονται στὴ Βουλγαρία καὶ κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας χάρη στὴ λειτουργία ἑλληνικῶν σχολῶν σὲ πόλεις καὶ κωμοπόλεις τῆς μετέπειτα βουλγαρικῆς ἐπικράτειας, ὅπως διαβεβαιώνουν ἡ Nadia Danova[16] ὁ A. Balabanoff[17] , ποὺ ἀναφέρουν καὶ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα στὴ Βουλγαρία [18].

Ἐμφανέστερη, ἰσχυρότερη καὶ πλατύτερη προκύπτει ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ τὸν ἀντίστοιχο πολιτισμὸ καὶ στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, τὸ ἐπὶ πολὺ χρόνο πασίγνωστο καὶ ὡς Ἰλλυρικόν, τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν 7ο  αἰώνα ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα γιὰ ἐπιτόπια ἔρευνα ὁ ἐπίσκοπος Σεβίλλης Ἰσίδωρος, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἱσπανίας, πολυδιπλωματοῦχος, ὀνομάζει Graecia, τὴ δὲ Δαλματία[19] πρώτη ἑλληνικὴ ἐπαρχία! Στὸν ἴδιο σχεδὸν αἰώνα χρονολογούμενο ἐπιγραφικὸ εὕρημα, ποὺ ὑπὲρ τὴ χιλιετία διαφυλάχθηκε στὸ χῶμα τῆς Χρυσυπόλεως, Σκουτάρεως καὶ σήμερα Σκόδρας, θεωρούμενο ἐπὶ πενήντα χρόνια ὡς ἡ μοναδικὴ «ἰλλυρική» ἐπιγραφή, ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαιολόγο Ljuba Ognenova ἑλληνικὴ καὶ χριστιανική[20]. Σύγχρονός μας δὲ ἱστορικός, ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Πάδοβας Lorenco Braccesi περισπούδαστο σύγγραμά του ἐπιγράφει εὐγλωττότατα Grecita adriatica[21] ἑλληνικότητα ἀδριατική!

Εὔλογα ἐπαληθεύονται πορίσματα σπουδῶν μεγάλων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων  συγκαταλέγεται πρωτίστως ὁ Τσέχος καθηγητὴς τῶν Πανεπιστημίων Πράγας καὶ Χάρβαντ Fratisek Dvornik,  ποὺ ἔχει σαφέσταστα ἐπισημάνει τὴ σωστικὴ προσφορὰ τοῦ Βυζαντίου στοὺς Κροάτες, Σέρβους, Βουλγάρους… ἀποδέκτες τῆς θρησκείας του, τῶν θεσμῶν τῶν παραδόσεών του.

Ἐπιλογίζοντας δὲ τονίζει: «Τῷ ὄντι, τοὺς ἔδωσε τὴν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ – τὴν γραφὴν καὶ τὴν φιλολογίαν»[22].

Ἀσφαλῶς δὲν ἀγνοήθηκαν καὶ οἱ πλησιέστεροι γείτονες τῶν Ἑλλήνων, οἱ Σκυπιτάροι, ὅπως αὐτοαποκαλοῦνται οἱ Ἀλβανοί, τῶν ὁποίων ὁ ἀκραιφνέστερος, μάλιστα πολυτιτλοῦχος, ὀνόματι Basri – bey,  σὲ δημοσίευμα τοῦ ἐπίτομου στὴ γαλλικὴ γλώσσα, ἐπιγραφόμενο «Ἡ Ἀνατολὴ ἀποβαλκανοποιημένη καὶ ἡ Ἀλβανία» .

Ἀρχὴ τῶν τελευταίων Πολέμων καὶ Μέλλουσα Εἰρήνη, σελ. 5 ὁμολογεῖ: «Ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τῆς νότιας Ἀλβανίας*, ὅπου τὸ ὑπεραιωνόβιο πολιτισμικὸ ἔργο τῶν σχολῶν τῆς κυριαρχεῖ ἠθικὰ καὶ ἐθνικά».[23]

 

Βιβλιογραφία

 

[1] Ziva Antika, 25.1975, 355 – 361

[2] Παρνασσός, 32, 1990, 84 κ.ε.

[3] Revue des Etudes Anciennes, LIV, 1952, 11-12

[4] S.S. Wilson, A narrative the Greek mission…London 183     VII – VIII Πβ. Γ. Θ. Ζώρας, Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα Ε΄ Ἀθῆναι  1976, 87.

[5] P. Faure, La vie quotidienne en Grece au temps de        Guerre de Troie (1250 av.j.c), Hachette 1980. βλ. και Κ. Γεωργοῦντζος, «Ἐνεπίγραφες πινακίδες τοῦ 2700 π.Χ. ἦσαν γραμμένες στὴν Ἑλληνικὴ!…» Δαυλός, 10       1990, 6 – 103 Revue Archeologique, ser 6,19,1943,131 (Duval, P.M.)

[6] Ἀθῆναι 1971

[7] Athenes  1979, 339

[8] A. Antinorio, Storie elleniche arcaiche, Rapalo 1980, όπου και χάρτες του.

[9] Adriatica praehistorica et antique. Miscelanea Gr. Novac dicata, Zagreb  1970, 326.

[10]  N. Banescu, « Entre Roumains et Grecs. Ce que nous apprend le passe », Νέα Πολιτική, 9, 1937, 1055

[11] Revue Historique, 1959 – 1960, 281 – 296

[12] Insciptiones Graecae in Bulgaria repertae, I – IV, Se dicae 1956 – 1966, Ι2 1970

[13] D.A. Zakythinos, “La synthese byzantine” Les peoples de l’ Europe du Sud – Est et leur role dans l’ histoire (Byzance et les peuples du Sud-Est Euro peen), Association Internationale d’ Etudes du Sud – Est Europeen. Ier Congres International des Etudes Balcaniques et Sud – Est Europeennes, Sofia 1966, 20

[14] Πρακτικά τῆς  Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, 56, 1981 (1982), 231, 232, 233 βλ. καὶ Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοὶ νοτιοανατολικῆς (ΝΑ) Εὐρώπης, Α΄ Ἀθήνα 2009, 129

[15] Λαζάρου ἔνθ. ἀν. 129

[16] N. Danova, “Les livres gress de la bibliotheque  d’ Ivan Dobrovski” Etudes Balkaniques, 3 -4 1992

[17] Alex Balabanoff «Ἡ Βουλγαρία καὶ ὁ κλασικὸς πολιτισμός, Νέα Ἑστία,  22, 1937, 975

[18] Π.Χ. Χαρτοματσίδης, Τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα στὴ Βουλγαρία στὰ τέλη XVIII καὶ ἀρχὲς XIX αἰώνα ἄ.τ. 1985

[19] Βλ. Αἰκατερίνη, Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία. Α΄ Ἀθῆναι  1975, 321 – 322

[20] L. Ognenova, “Nouvelle interpretation de l’ inscription  « Illyrienne » d’ Albanie, Bulletin de Correspondance Hellenique, 83, 1959, 794 – 799. βλ. καὶ Ἀχ. Γ. Λαζάρου, «Ἰλλυρικὴ γλώσσα»  Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαροὺς – Μπριτάννικα, 29, 1996, 161 – 162

[21] Bologna 1971 (β΄ ἔκδ. 1977)

[22] Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς 218 σημ. 83

[23] Λαζάρου, ἔνθ.ἀν. 29, 60 σημ. 46, 222 σημ. 96

 

 



* Σ.τ.Ἐ. Προφανῶς κάνει λόγο γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο.