Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Βασιλείου Διον. Κουκουσᾶ
ἀναπληρωτῆ καθηγητῆ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας
τοῦ τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ.

    Οἱ μεταναστεύσεις, οἱ μετακινήσεις δηλαδὴ πληθυσμῶν ἀπὸ ἕναν τόπο σὲ ἄλλον τόπο, ἀπὸ μία χώρα σὲ μία ἄλλη, ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος στὴ γῆ.    Ὅπως ἦταν φυσικό, μετὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνάμεσα στοὺς μετανάστες ὑπῆρχαν καὶ χριστιανοί. Μάλιστα, ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς λόγους διαδόσεως τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ὑπῆρξαν οἱ μετακινήσεις τῶν πιστῶν, γιὰ διαφόρους λόγους, ὅπως π.χ. οἱ τοπικοὶ διωγμοί, ἡ ἀλλαγὴ τόπου κατοικίας, ἡ ἀναζήτηση ἐργασίας σὲ ἄλλες περιοχές. Βέβαια, κατὰ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο δὲν ὑπῆρχε θέμα ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῶν πιστῶν. Οἱ χριστιανοὶ καθίσταντο μέλη τῶν ἐνοριῶν στὶς ὁποῖες ἐγκαθίσταντο. Τὸ κριτήριο τοῦ νὰ εἶσαι χριστιανὸς ὑπερτεροῦσε τοῦ ἀντιστοίχου ἐθνικοῦ. Μάλιστα, τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ὁμοψυχίας ἦταν ἔντονο στὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ἐκκλησία καὶ ἰδιαίτερα στὴ Δύση. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι καὶ τὸν 8ο  αἰώνα, περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἔγιναν  πλέον ἐμφανεῖς οἱ διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, πολλοὶ Ἕλληνες καὶ Σύροι ἀνῆλθαν σὲ ἐπισκοπικοὺς θρόνους, ἐνῷ ἀρκετοὶ ἐκλέχθηκαν ἀκόμη καὶ στὸν παπικὸ ἀξίωμα.
    Τὰ πρῶτα προβλήματα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται μετὰ τὴν καθιέρωση τοῦ θεσμοῦ τῶν πατριαρ-χείων καὶ τὴ δημιουργία ὀργανωμένων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδιαίτερα μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381 μ.Χ.) καὶ ἐντεῦθεν. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ὑπῆρχαν ἀκόμη πολλὲς χῶρες καὶ περιοχὲς ποὺ δὲν εἶχαν ἀκούσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ Ἐκκλησίες φρόντισαν νὰ ὀργανώσουν ἱεραποστολὲς γιὰ νὰ ἐκχριστιανίσουν τοὺς εἰδωλολάτρες. Τότε, ὅμως, παρουσιάσθηκαν τὰ πρῶτα προβλήματα, κυ-ρίως μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ὅσον ἀφορᾶ στὶς περιοχὲς στὶς ὁποῖες μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἱεραποστολή. Λύση στὸ ζήτημα ἔδωσε ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (Χαλκηδόνα 451 μ.Χ), ἡ ὁποία ἀπεφάνθη μὲ τὸν κη΄ κανόνα ὅτι οἱ χῶρες ποὺ δὲν ἦταν χριστιανικὲς (βαρβαρικές), ἔπρεπε νὰ ὑπαχθοῦν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ εἶχε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὲς τὶς περιοχές.
    Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὴν ἔννοια τοῦ ὅρου «βαρβαρικές» δὲν ἐννοοῦνται κάποιες περιοχὲς βαρβάρων, ἀλλὰ ἔθνη, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ γνωστὸς κανονολόγος Ζωαναρᾶς, ἢ εἰδικότερα οἱ ἐκτὸς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας περιοχὲς κατὰ τὴν περίοδο τῶν μέσων τοῦ Ε΄ αἰῶνος μ.Χ., σύμφωνα μὲ τὸν Βαλσαμώνα, τὸν ἄλλο μεγάλο ἑρμηνευτὴ τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, ἡ Ρώμη δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἰσχὺ τοῦ κανόνος αὐτοῦ, διότι θεώρησε ὅτι ἦταν ἐνάντιος πρὸς τὰ συμφέροντά της.
    Παρόλα, ὅμως, τὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάσθηκαν στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἱεραποστολὴ σὲ διάφορες περιοχὲς (Βουλγαρία, Κεντρικὴ Εὐρώπη κ.ἄ.), τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπέστελλε σὲ διάφορες χῶρες ὀργανωμένες ἱεραποστολὲς γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ θετικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀποτελέσματα. Στὴν προσπάθειά της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ὡς ἀρωγὸ τὴν Πολιτεία, ἡ ὁποία στήριζε τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀντίστοιχες προσπάθειες κατέβαλλαν ἡ Ρώμη καὶ οἱ Φράγκοι. Σὲ γενικὲς γραμμὲς θὰ ὑποστηρίζαμε ὅτι ἡ στήριξη τῆς Πολιτείας ὑπῆρξε καθοριστικὴ γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῶν ἐθνῶν. Σὲ ὁρισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις ἡ δικαιοδοσία Ἐκκλησιῶν αὐξήθηκε μὲ τὴ βοήθεια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, σὲ βάρος ἄλλων Πατριαρχείων. Αὐτὸ συνέβη γιὰ παράδειγμα τὸ 732/733 μ.Χ., ὅταν ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα τὶς περιοχὲς τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, τὴ Νοτίου Ἰταλίας καὶ τῆς Σικελίας καὶ    Μετὰ τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως (1054 μ.Χ.) κάθε μία Ἐκκλησία, σὲ γενικὲς γραμμές, ἀσχολεῖτο μὲ τοὺς πιστούς της, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἐπενέβαινε στὰ ἐσωτερικά της ἄλλης ὅταν τῆς διδόταν ἡ εὐκαιρία. Σὲ τέτοιες ἐνέργειες προέβη ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν παρακμὴ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Κατόρθωσε, μάλιστα, μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους νὰ ἐγκαταστήσει λατινικὴ ἱεραρχία στὴ Βασιλεύουσα (1204-1261 μ.Χ.), καθὼς καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς πάλαι ποτὲ βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
    Μετὰ τὴν ὁριστικὴ πτώση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους (1453 μ.Χ.) ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀργότερα τὰ προτεσταντικὰ δόγματα, προσπάθησαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα δημιούργησε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς ἡ ὀθωμανικὴ κυριαρχία καὶ ἄσκησαν ἔντονο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων. Πάγια πολιτικὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τὴν περίο-δο αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της ἐπάνω στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μὲ κάθε τρόπο, καὶ μὲ τὴ χρήση κάθε μέσου, μὴ ἑξαιρουμένης καὶ τῆς βίας.
    Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας,  οἱ συνθῆκες εἶχαν διαμορφωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ἀρχικὰ ὅλες οἱ ὀρθόδοξες ἐθνικὲς ὁμάδες ποὺ κατοικοῦσαν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦσαν τὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ Ἕλληνες, Σέρ-βοι, Βούλγαροι, Ἀλβανοὶ καὶ Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦσαν μέλη τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Σταδιακά, ὅμως, διάφορες ἐθνικὲς ὁμάδες, ἐπιδιώκοντας τὴν ἑνότητά τους καὶ τὴ δημιουργία ἢ τὴν ἐνίσχυση ἐθνικῶν κρατῶν, ἀποσπάσθηκαν ἀντικανονικὰ ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἵδρυσαν σχισματικὲς Ἐκκλησίες, μὲ πρώ-τη διδάξασα τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία (1833 μ.Χ.). Ἀκολούθησαν ἡ Ρουμανικὴ Ἐκκλησία (1865 μ.Χ.), ἡ Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία (1870 μ.Χ.) καὶ ἀργότερα ἡ Ἀλβανικὴ Ἐκκλησία (1922-1928-1937). Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρό-νου ὅλες οἱ σχισματικὲς Ἐκκλησίες, ἐζήτησαν, καὶ κατόρθωσαν νὰ ἀποκτήσουν ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο τὴν αὐτοκεφαλία τους, μέσα ἀπὸ κανονικὲς διαδικασίες. Ἔτσι ἱδρύθηκαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου.
    Ἡ δημιουργία, ὅμως, νέων Ἐκκλησιῶν δημιούργησε προβλήματα στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα σὲ ἕναν βαθμὸ ὀφείλονταν στὸ ζήτημα τῆς διασπορᾶς, στοὺς Ὀρθοδόξους δηλαδὴ διαφόρων ἐθνοτήτων ποὺ μετανάστευσαν στὴν Ὠκεανία, τὴν Ἀμερική, ἀλλὰ καὶ τὴν Εὐρώπη. Ὅσον ἀφορᾶ στὶς δυὸ πρῶτες ἠπείρους  σημειώνουμε τὰ παρακάτω: Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὶς θεώρησε ὡς «βαρβαρικὲς» περιοχές, σύμ-φωνα μὲ τὸν κη΄ κανόνα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, καὶ τὶς ἐνέταξε στὴ δικαιοδοσία του. Τὸ ἴδιο, ὅμως, ἔπραξαν καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν μετανάστες στὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν Ὠκεανία.
    Τὸ ζήτημα ὅμως τῆς διασπορᾶς δὲν περιορίζεται μόνο στὶς δυὸ προαναφερθεῖσες ἠπείρους, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες, καθὼς καὶ σὲ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς. Γιὰ παράδειγμα τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἀναγνώριζε μέχρι πρόσφατα στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας τὸν τίτλο πάσης Ἀφρικῆς, ἀλλὰ πάσης γῆς Αἰγύπτου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὑπῆρξε ἔνταση μεταξὺ τῶν δυὸ Πατριαρχείων.
    Στὴν Εὐρώπη τὰ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ δικαιοδοσία τῆς διασπορᾶς εἶναι ἐξίσου ἔντονα.  Θὰ λέγαμε μάλιστα ὅτι οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι πιὸ λεπτὲς καὶ οἱ ἐντάσεις συχνότερες. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες θεωροῦν ὅτι ἡ Εὐρώπη δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὸν κη΄ αἰώνα τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Βέβαια, ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω, Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου στὶς ἐκτὸς Εὐρώπης περιοχές. Ἄρα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ἰσχὺ τοῦ κη΄ κανόνος στὴν εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο. Αὐτὸ σημαίνει πρακτικὰ ὅτι σὲ κάθε χώρα ὅπου ζοῦν Ὀρθόδοξοι, κάθε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικό της ἱεράρχη. Συμπερασματικὰ θὰ ὑποστηρίζαμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ποὺ κατοικοῦν ἐκτὸς τῶν ὁρίων Ἐκκλησιῶν τους εἶναι διασπασμένοι.
    Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὴν ἑλληνικὴ διασπορὰ ἔχουμε νὰ σημειώσου-με τὰ παρακάτω:
    Μέχρι τὴ δημιουργία τῆς αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς ὑπάγονταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ὁ πρῶτος ἱεράρχης τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Εὐρώπη ὑπῆρξε ὁ Γαβριὴλ Σεβῆρος, μητροπολίτης Βενετίας, τὸ 1577 μ.Χ. στὴ Βενετία. Μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1850 μ.Χ., ἡ τελευταία ἄρχισε νὰ ἀμφισβητεῖ τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς. Ἡ διαμάχη ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἔντονη στὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο, ὅπου στὴν οὐσία οἱ Ἕλληνες τοῦ Νέου Κόσμου δὲν ἀναγνώριζαν ἐπίσημα καμμία ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία. Γιὰ νὰ δώσει λύση στὸ πρόβλημα τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο ἀδυνατοῦσε νὰ ἀναλάβει τὴ διαποίμανση τῆς διασπορᾶς λόγῳ τῆς πιέσεως τῶν Νεότουρκων, ἐξέδωσε τὸ 1908 μ.Χ. Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς, πλὴν τῆς ἱστορικῆς κοινότητος τῆς Βενετίας ὑπήχθησαν στὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ τελευταία, ὅμως, δὲν μπόρεσε, κυρίως λόγῳ τῶν πολιτικῶν προβλημάτων ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ χώρα καὶ τῶν ἐπεμβάσεων τῶν κυβερνήσεων στὰ ἐσωτερικά της Ἐκκλησίας, νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ρόλο. Ἔτσι, τὸ 1922 μ.Χ. ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος, ἐπὶ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ἐξέδωσε νέο Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὅλες οἱ ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς διασπορᾶς ἐπανῆλθαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ ἰσχύει μέχρι σήμερα.
    Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ ἐντεῦθεν τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινου-πόλεως ἐπέδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς κοινότητες τῆς διασπορᾶς· ἵδρυσε νέες καὶ ἀναδιοργάνωσε τὶς ὑφιστάμενες, μὲ ἀποτέλεσμα σήμερα σὲ κάθε περιοχὴ στὴν ὁποία κατοικοῦν Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι νὰ ὑπάρχουν ἐνορίες, ἐνῷ στὶς σημαντικότερες χῶρες τοῦ κόσμου ὑφίστανται ὀργανωμένες μητροπόλεις  καὶ ἐπισκοπές. Αὐτὲς εἶναι οἱ παρακάτω:
    Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τὸ 1922 μ.Χ. Μέχρι τὸ 2006 μ.Χ. ἀποτελοῦσε τὴν ἑνιαία Ἀρχιεπισκοπὴ Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς. Τὸ ἔτος αὐτὸ διασπάσθηκε καὶ ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς πε-ριόρισε τὴ δικαιοδοσία της στὶς Η.Π.Α.
    Ἡ Ὠκεανία (Αὐστραλία καὶ Νέα Ζηλανδία) ἀπετέλεσε τὴ μητρόπο-λη Αὐστραλίας τὸ 1924 μ.Χ. Ἡ ἐπαρχία ἀνυψώθηκε τὸ 1970 μ.Χ. στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ βαθμό. Τὸ ἴδιος ἔτος ἱδρύθηκε ἡ μητρόπολη Νέας Ζηλαν-δίας καὶ περιλάμβανε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ προαναφερθεῖσα χώρα, τὴν Κορέα, τὴν Ἰαπωνία, τὴν Κίνα καὶ τὸ Χὸνκ – Κόνκ. Τὸ 1996 μ.Χ. τὸ Χὸγκ – Κόνκ, μαζὶ μὲ τὴν Κίνα, τὴν Ἰνδία, τὶς Φιλιππίνες, τὴ Σιγκαπούρη, τὴν Ἰνδονησία, τὴν Ταϋλάνδη, τὴν Ταϊβὰν καὶ ὅλη τὴν Νοτιοανατολικὴ Ἀσία, κατέστησαν αὐτόνομη ἐπαρχία, μὲ τὴν ὀνομασία μητρόπολη Χὸνκ – Κόνκ. Ἐπίσης, καὶ ἡ Κορέα ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὴ μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας καὶ ἀπετέλεσε ἰδιαίτερη μητρόπολη, ἡ ὁποία περιλαμβάνει καὶ τὴν Ἰαπωνία (2004 μ.Χ.).
    Στὴν Εὐρώπη ὁ ἐκκλησιαστικὸς χάρτης ἔχει ὡς ἑξῆς:
    Ἀρχικά, κατὰ τὸ 1922 μ.Χ, συστήθηκε ἡ μητρόπολη Θυατείρων, μὲ ἕδρα τὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, ἡ ὁποία εἶχε στὴ δικαιοδοσία τῆς ὅλη τὴν Εὐ-ρώπη καὶ τὸ 1954 μ.Χ. προήχθη σὲ ἀρχιεπισκοπή. Μὲ τὸ πέρασμα, ὅμως, τοῦ χρόνου, ὅταν πολλοὶ συμπατριῶτες μας ἐγκατέλειψαν τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ διάφορες χῶρες τὶς Εὐρώπης, οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τῶν ὁμογενῶν αὐξήθηκαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πολλὲς χῶρες ἀποσπάσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Θυατείρων καὶ ἀπετέλεσαν ξεχωριστὲς μητροπόλεις (μητρόπολη Γαλλίας, μητρόπολη Γερμανίας, μη-τρόπολη Αὐστρίας, μητρόπολη Ἰταλίας, μητρόπολη Σουηδίας, μητρόπολη Βελγίου.    
    Οἱ Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι ζοῦν σὲ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς ὑπάγονται στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τὸ ὁποῖο κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη παρουσιάζει ἀξιόλογη ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ζοῦν στὸ Ἰσραήλ, τὴν Ἰορδανία, τὴν Παλαι-στίνη καὶ σὲ ἄλλες ἀραβικὲς χῶρες, ποὺ ἀνήκουν ἐκκλησιαστικὰ στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Τὰ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ διασπορὰ στὰ παραπάνω Πατριαρχεῖα εἶναι μικρότερα, διότι, σὲ γενικές, γραμμές, οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν τὴ δικαιοδοσία τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὀφείλεται σὲ γενικὲς γραμμὲς στὴν ἀπουσία μεγάλων ὀργανωμένων κοινοτήτων ἄλλων ἐθνοτήτων στὴν Ἀφρικὴ καὶ τὶς ἀραβικὲς χῶρες. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, δὲν ἐλλείπουν τὰ προβλήματα. Τελευ-ταῖα ἡ Ρουμανικὴ Ἐκκλησία ἀνήγειρε ναὸ στὸ πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ τελευταίου, ἐνῷ καὶ Ρῶσοι Ὀρθόδοξοι ποὺ μετανά-στευσαν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη στὸ Ἰσραήλ, ἐπιδιώκουν νὰ ἀποκτήσουν τὴ διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου αὐτοῦ.
     Τὸ βασικὸ πρόβλημα, ὅπως σημειώσαμε, τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ἡ ὀρθόδοξος διασπορὰ ἀνὰ τὴν οἰκουμένη εἶναι διάσπασή της. Σὲ ὁρισμένες χῶρες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀντιλήφθηκαν τὸ πρόβλημα καὶ προσπά-θησαν νὰ ἐξεύρουν λύσεις. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, γιὰ παράδειγμα, δραστηριοποιεῖται ἡ SCOBA, ἡ Σύνοδος τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς χώρας, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τὸ 1970 μ.Χ. ἀπὸ τὸ μακαριστὸ ἀρχιεπίσκοπο Ἰάκωβο. Ἀνάλογες προσπάθειες ἔγιναν στὴ Γαλλία, τὴν Ἰταλία κ.ἄ. Παρόλη, ὅμως, τὴ δυναμικὴ τῶν Ὀρθοδόξων τῶν παραπάνω χωρῶν, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς διασπορᾶς συνεχίζουν νὰ λειτουργοῦν αὐτόνομα, ἐνῷ δὲν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες δημιουργεῖται ἔνταση μεταξύ τους. Δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία, ἐνῷ οἱ ἀντιθέσεις καὶ τὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάζονται στὶς σχέσεις τους, συνήθως λύνονται μὲ προσφυγὲς στὰ πολιτικὰ δικαστήρια τῶν χωρῶν στὶς ὁποῖες δραστηριοποιοῦνται. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ διάφορες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐμφανίζονται στὰ ὄμματα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ τῶν διαφόρων Προτεσταντικῶν ὁμάδων ἐσωστρεφεῖς, χωρὶς ὅραμα καὶ προοπτική. Εἶναι μία κατάσταση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχισθεῖ, διότι μὲ τὸν τρόπο ἡ Ὀρθοδοξία δὲν προοδεύει στὴ διασπορά. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ γνωρίσουν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, καί, γιατί ὄχι, νὰ ἐνταχθοῦν στοὺς κόλπους της, συναντοῦν στὴν πόλη τους ἀρκετὲς ὀρθόδοξες ἐνορίες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν καὶ τὶς καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Μὲ τὸν τρόπο, ὅμως, αὐτὸ οἱ φιλορθόδοξοι πιστοὶ ἀποθαρρύνονται ἢ ἐντάσσονται, σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, σὲ σχισματικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
    Ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴ διασπορὰ καὶ ὀφείλει, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀναλάβει συντονιστικὸ ρόλο, εἶναι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, πλευρὰ οἱ ὑπόλοιπες Ὀρθόδοξες ποὺ δραστηριοποιοῦνται στὴ διασπορὰ θεωροῦν, δικαιολογημένα σὲ ἕνα βαθμό, ὅτι βρίσκονται στὸ περιθώριο. Παράλληλα, οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκτήσουν ἕναν πιὸ ἐνεργὸ ρόλο στὴ διασπορά, στὸ πλαίσιο τῆς ἑνωμένης Ὀρθοδοξίας. Πιστεύουν ὅτι μὲ τὸ σημερινὸ καθεστὼς καλύπτονται ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες  τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ παρουσιάζονται ὡς οἱ μοναδικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζουν, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν τους αὐξάνει ἁλματωδῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῶν Ρουμάνων Ὀρθοδόξων ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἰσπανία, οἱ ὁποῖοι ἀνέρχονται σὲ δυὸ καὶ ἕνα ἑκατομμύριο ἀντίστοιχα. Στὶς χῶρες αὐτὲς ἡ Ρουμανικὴ Τοπικὴ Ἐκκλησία ἔχει ἀναπτύξει ἀξιόλογη δραστηριότητα. Ἔχει πληθώρα κληρικῶν καὶ μοναχῶν, ποὺ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ στελεχώσουν τὶς ἐνορίες ποὺ ἱδρύονται καθημερινά. Οἱ Ρουμάνοι ἀναφέρουν τὴν πολὺ χαρακτηριστικὴ περίπτωση τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ.  Ἡ μητρόπολη Ἰταλίας ἀδυνατοῦσε νὰ ἐπανδρώσει τὴν ἱστορική μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ στὴν Καλαβρία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχωρηθεῖ αὐτὴ ἀπὸ τὴν τοπικὴ κοινότητα    Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἑλλήνων ἔχει συρρικνωθεῖ σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης, τῆς Νοτίου καὶ τῆς Κεντρικῆς Ἀμερικῆς. Εἶναι, πάντως γεγονὸς ὅτι ἡ παράδοση καὶ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας σὲ καμμία περίπτωση δὲ στηρίζονται στὴν ἀριθμητικὴ ὑπεροχή. Παρόλα αὐτά, εἴμαστε τῆς γνώμης ὅτι ἡ ἁλματώδης αὔξηση τῶν πιστῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴ διασπορὰ ἔχει δημιουργήσει ἄλλα δεδομένα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θεωροῦμε ὅτι ὁρισμένες ἀπόψεις καὶ θέσεις τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ δραστηριοποιοῦνται στὴ διασπορὰ πρέπει νὰ ληφθοῦν σοβαρὰ ὑπόψη ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο. Μόνο μέσα ἀπὸ συνεχῆ διάλογο, ἀλληλοκατανόηση, γνωριμία τῶν αὐτοκεφάλων καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς διασπορᾶς μεταξύ τους, πνεῦμα ἀγάπης καὶ ἀλληλεγγύης, τήρηση  τῆς κανονικότητος καὶ τῆς παραδόσεως Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπανέλθει ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ διασπορά.
    Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω προβλήματα ποὺ ἀναφέραμε ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξος διασπορὰ ἀντιμετωπίζει καὶ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ ζήτημα, τὴν ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας. Μὲ πρόσχημα τὴν καλύτερη ὀργάνωση τῶν ὁμογενῶν τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ἵδρυσε τὸ 199  τὸ ΣΑΕ (Συμβούλιο Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ), μὲ ἕδρα τὴ Θεσσαλονίκη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπεδίωξε νὰ ἐλέγξει τὴ δυναμική της ὁμογενείας καὶ νὰ τὴν καθυποτάξει, ὥστε νὰ πάψει νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς Ἐκκλησίας. Προ-σπάθησε δηλαδὴ νὰ δημιουργήσει μία δυαρχία, στηρίζοντας οἰκονομικὰ καὶ πολιτικά της ἡγεσία τοῦ ΣΑΕ καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ κομματικοποιήσει τοὺς Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ.    Οὐσιαστικὰ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ δημιουργήσει τὸ ΣΑΕ. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν παρουσία, τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ δυναμική της στὸ ἐξωτερικὸ ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρεσβευτὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήριζε καὶ στηρίζει τὴν Ἑλλάδα, καθὼς καὶ τὰ δίκαια ὅλης της οἰκουμένης. Χάρη στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς, ξένοι λαοὶ καὶ πολίτες γίνονται φιλέλληνες καὶ στηρίζουν ἠθικά, πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ τὴ χώρα μας. Αὐτὸ ἡ Ἑλλαδικὴ Πολιτεία τὸ γνωρίζει πολὺ καλά. Ἀντί, ὅμως, νὰ τὸ ἐκτιμήσει καὶ νὰ στη-ρίξει τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, προσπάθησε νὰ τὸ ἀποδυναμώσει, προφανῶς γιατί δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν ἐθναρχικό της ρόλο στὴ διασπορά. Τὸ εὐτύχημα εἶναι ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν ὁμογενῶν, κυρίως στὴν Ἀμερική, γύρισε τὴν πλάτη στὸ ΣΑΕ καὶ συνέχισε νὰ ἔχει ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ δοκιμασμένο ἀνὰ τοὺς αἰώνας θεσμὸ τῆς ἐνορίας, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ΣΑΕ οὐσιαστικὰ νὰ ὑπολειτουργεῖ. Ἔτσι, ἡ προσπάθεια τῆς Πολιτείας νὰ ἐλέγξει τὴν ὁμογένεια καὶ νὰ ἀποδυναμώσει τὶς μητροπόλεις καὶ τὶς ἐνορίες τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀπέτυχε παταγωδῶς. Ἀπέδειξε, ὅμως, περίτρανα τὸ κοντόφθαλμό τῆς  Ἑλληνικῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία, ὡς συνήθως, λειτουργεῖ μὲ προχειρότητα, χωρὶς σχέδιο καὶ προοπτική, πολλὲς φορές, εἰς βάρος τῶν συμφερόντων της. Ἐλπίζουμε οἱ πολιτικοὶ τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀποδεχθοῦν τὸν καθοριστικό, ἀποκλειστικὸ καὶ ἀναντικατάστατο ρόλο τὸν ὁποῖο διαδραματίζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὴ διασπορά, νὰ τὴ στηρίξουν καὶ νὰ μὴν προσπαθοῦν νὰ δημιουργοῦν προβλήματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ἑλληνισμοῦ.