Γλωσσικὴ ἀξία τοῦ Δημοτικοῦ Τραγουδιοῦ
Κώστα Δ. Κονταξῆ,
ἐπίκουρου καθηγητοῦ Λαογραφίας Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας
Στὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς Ρωμηοσύνης ἀνήκει τὸ δημοτικό μας τραγούδι. Μέσα του ζεῖ ἀκέρια ἡ ζωὴ τοῦ ἔθνους. Γεννήθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ, ἀληθινή «ἁγιοσύνη τῆς ψυχῆς» καὶ ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία του, τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες του, καθὼς καὶ τὶς ἀντιλήψεις του γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τ’ ἀνθρώπινα: …Καλότυχα ‘ναι τὰ βουνά, καλότυχ’ εἶναι οἱ κάμποι, ποὺ θάνατο δὲν καρτεροῦν, φονιὰ δὲν περιμένουν, ποὺ χάρο δὲν παντέχουνε, χάρο δὲν καρτεροῦνε… Ἦταν, καθὼς λέγουν, γέρος ὁ Γκαῖτε, ὅταν ἄκουσε, μὲ θαυμασμό, τούτους τοὺς στίχους καὶ χαρακτήρισε τὸ δημοτικό μας τραγούδι «ὕπατο μνημεῖο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας (1) ».
«Ἑλληνικὸ θαῦμα» τὸ εἶπε ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς (2). Ξεφυλλίζοντας τὸ πολύτομο ἔργο του νιώθουμε, ἀμέσως, πὼς ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης καὶ προσεκτικὸς μελετητὴς τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τῆς λαϊκῆς μας γλώσσας καὶ παράδοσης καί, γενικά, τῆς λαϊκῆς μας ζωῆς. Ὁ Νικηφόρος Βρεττᾶκος θεώρησε ὅτι τὰ δημοτικὰ τραγούδια μας, σὲ ἕνα μεγάλο μέρος τους, κατέχουν ἰσότιμη θέση ἀνάμεσα στὸν Ὅμηρο καὶ τὴ νεότερη ποίηση. «Δὲν θὰ ἦταν δύσκολο στὴν Πολιτεία, -ἂν καὶ αὐτὴ ἤξερε δυστυχῶς ποτέ της δὲν ἤξερε- ν’ ἀνοίξει αὐτὸ τὸ κλειστὸ παράθυρο στὰ παιδιά», εἶπε, «νὰ τοὺς ἀποκαλύψει τὸν κόσμο τῆς ποίησης στὴν οὐσία του, χρησιμοποιῶντας γι’αὐτὸ τὰ δημοτικά μας τραγούδια, ποὺ σ’ ἕνα μεγάλο μέρος τους κατέχουν ἰσότιμη θέση ἀνάμεσα στὸν Ὅμηρο καὶ τὴ νεότερη ποίηση. Νὰ μπάσει τὴν αὐτοδύναμη ὑποβολὴ τῆς ποίησης αὐτῆς, στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν. Νὰ διδάξει καὶ τὴν τεχνικὴ τῆς ποίησης αὐτῆς καὶ τὴν ίδιαιτερότητα τῆς ποιητικῆς της γλώσσας, ποὺ ἀποτελεῖ μία μεταμόρφωση τῆς κοινῆς καθημερινῆς γλώσσας τοῦ καιροῦ ποὺ γράφτηκαν (3)». Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ποὺ ζεῖ, ἐξελιγμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν ἀλεξανδρινὴ ἐποχή, μὲ τὴν πανελλήνια μορφὴ τῆς κοινῆς. Ἡ σημερινὴ γραπτή δημοτικὴ γλῶσσα χρωστᾶ πολλὰ καὶ καθρεφτίζεται σωστὰ στὸ δημοτικὸ τραγούδι. Ὑπάρχει σ’ αὐτὸ μία παρακαταθήκη αἰώνιας ἑλληνικῆς ἔκφρασης καὶ λόγου, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἀλλοιώσουν οὔτε οἱ λόγιοι οὔτε ὁ χρόνος (4).
Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ προφητικὰ λόγια ποὺ τὸ 1824 ἔγραψε ὁ πρῶτος ἐκδότης τῶν ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν Κλὼντ Φωριὲλ γιὰ τὴ γλῶσσα τους: «Μποροῦμε λοιπὸν νὰ θεωρήσουμε τὴ γλῶσσα στὴν ὁποία γράφτηκαν τὰ τραγούδια αὐτῆς τῆς συλλογῆς σὰν μία γλῶσσα κανονικὴ καὶ πάγια, μία καὶ ὁμοιογενῆ, καὶ τῆς ὁποίας ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ ἱστορία ἀξίζουν νὰ μελετηθοῦν προσεχτικά(…). Ἂν ξαναγίνουν οἱ Ἕλληνες ἕνα ἔθνος, ἂν ἀποκτήσει αὐτὸ τὸ ἔθνος συγγραφεῖς ἱκανοὺς νὰ διδάξουν κάτι τὸ σοβαρὸ καὶ τὸ χρήσιμο, συγγραφεῖς ποὺ νὰ νιώθουν καλὰ πὼς ἡ δόξα καὶ ἡ εὐδαιμονία τῆς πατρίδας τους εἶναι τώρα πιὰ μπροστά της καὶ ὄχι πίσω της, στὴ σημερινὴ ροὴ τῶν πραγμάτων καὶ ὄχι στὶς μάταιες προσπάθειες νὰ ἐπιστρέψει στὸ παρελθόν, καὶ τὰ νέα ἑλληνικὰ θὰ γίνουν σύντομα μία γλῶσσα, πού, χωρὶς νὰ μοιάζει στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μοιάζει τώρα, δὲν θὰ ἔχει τίποτα νὰ τοὺς ζηλέψει (5)».
Γιὰ τὸν λαὸ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ζήτημα γλώσσας, κατὰ τὸν Βάρναλη. «Μιλοῦσε τὴ γλώσσα του (καὶ τὴ μιλάει ἀκόμα)», σημειώνει, «χωρὶς νὰ τοῦ τὴν ἔχει «διδάξει» κανένας καὶ παρ’ ὅλη τὴν προσπάθεια τῶν «ἄλλων» νὰ τοῦ τὴν ἀλλάξουν. Καὶ συνθέτει τὰ τραγούδια του, τὶς παροιμίες του, τὶς παραδόσεις του, στὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσε (6)». Τὴν ἀξία τῆς γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ἐπισήμανε καὶ ὁ Σεφέρης στὶς «Δοκιμές» του: «Ἔτσι, θὰ χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι», γράφει, «νὰ ἐλέγχουμε ποιὰ εἶναι ἡ φύση τῆς γλώσσας μας, ὄχι κοιτάζοντας μόνοι τὸν ἑαυτό μας -ὁ μοναχὸς ἀβοήθητος ἄνθρωπος εἶναι συχνὰ μαινόμενος καὶ σπάνια βλέπει καλά- ἀλλὰ γυρεύοντας τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν λίγων κειμένων (ἐννοῶ τὰ δημοτικὰ κείμενα) ποὺ ἔχουν ἀποδειχτεῖ, ὡς τὰ σήμερα τουλάχιστον, τὰ μόνα αὐθεντικά· καὶ πού, μολονότι φαίνονται στοιχειώδη, θὰ χρειάζεται, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁλοένα καὶ περισσότερη καλλιέργεια γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴ διδαχή τους. Γιατί, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, θὰ ἔχουμε νὰ παραμερίσουμε ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερα κρυσταλλώματα ποὺ θὰ μᾶς ἔχουν τὰ μιξοβάρβαρα ἰδιώματα ποὺ σφυρίζουν γύρω μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερες παρεμβολὲς ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα καὶ σ’ ἐμᾶς. Γιατὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ πάρεις ἄμεσα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τὴ βοήθεια ποὺ σοῦ χρειάζεται ἐσένα καὶ σὲ κανέναν ἄλλον, καὶ ἄλλο πρᾶγμα νὰ πάρεις τὴ βοήθεια ποὺ ἔλαβε λ.χ. ὁ Σολωμός (7)».
Ὁ λαός μας, αὐθόρμητος καθὼς εἶναι, ἐκφράσθηκε στὴ γλῶσσα ποὺ ἔνιωθε καὶ εἶχε, φυσικά, τὸν δικό του ἐκφραστικὸ τρόπο. Ἔφτιαξε μόνος του τὴ γλῶσσα του. Ἄντλησε τὸ λεξιλόγιο ἀπὸ ὅ,τι ἀγάπησε στὴ ζωὴ καὶ στὴ φύση καὶ εἶχε μία θαυμαστὴ γλωσσοπλαστικὴ ἱκανότητα δημιουργίας. Ὁ Ἐρατοσθένης Καψωμένος θεωρεῖ ὅτι στὸ δημοτικὸ τραγούδι κυριαρχεῖ ἡ ρηματικὴ φράση καὶ ἡ παρατακτικὴ σύνδεση τῶν προτάσεων, γεγονὸς ποὺ χρωματίζει τὸν λόγο μὲ ἕναν τόνο φυσικότητας, ἀφέλειας καὶ ζωντάνιας. «Ἡ λαϊκὴ ποίηση», παρατηρεῖ, «δουλεύει μὲ τέσσερα κυρίαρχα στοιχεῖα τοῦ λόγου: οὐσιαστικό, ρῆμα, σύνδεσμο καὶ ἀντωνυμία, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα χρησιμοποιοῦνται σὲ πολὺ χαμηλὸ ποσοστό. Αὐτὸ καθρεπτίζει χαρακτηριστικὰ τὴ λιτότητα καὶ τὴ δραστικότητα τῆς φράσης τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, γιατὶ συνεπάγεται τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν βασικῶν φορέων τοῦ νοήματος, ρήματος καὶ οὐσιαστικοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ κόσμος τῶν πραγμάτων ποὺ ἐκφράζει τὸ οὐσιαστικό, καὶ ἡ ἐνέργεια, τὸ πάθος καὶ ὁ ζωντανὸς χρόνος, ποὺ ἐκφράζει τὸ ρῆμα, δὲν ἐπισκιάζονται ἀπὸ κανένα περιττὸ στολίδι, ἀλλὰ προβάλλονται μὲ τὴν ἀμεσότητα καὶ τὴ θέρμη, ποὺ ἔχει ἡ ζωντανὴ λαϊκὴ ἀφήγηση (8)». Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ στάθηκε ἡ σπουδαιότερη πηγὴ γλωσσικῆς ἔμπνευσης ὅλων τῶν μεγάλων νεοελλήνων ποιητῶν.
Ὁ Σολωμός, ὅταν ἀνακάλυψε τὸν πλοῦτο τῆς γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἄρχισε νὰ μαθητεύει σὲ ἕναν φτωχὸ τοῦ νησιοῦ ποὺ γνώριζε νὰ τραγουδᾶ δημοτικὰ τραγούδια. Ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ὁ Σολωμὸς πῆρε καὶ λέξεις καὶ στίχους ἢ μοτίβα, «modi», ὅπως τὰ ὀνομάζει ὁ ποιητής. Καὶ μετὰ τὸν Σολωμὸ ἡ πλούσια γλωσσικὴ κληρονομιά ποὺ χάρισε ἐκεῖνος στοὺς «μαθητές» του δὲν ἔπαυε οὔτε στιγμὴ νὰ τοὺς φωτίζει καὶ νὰ τοὺς ἐπηρεάζει. Ὅλοι τους ὑμνῆσαν τὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἔγραψαν σ’ αὐτὴν τὴ γλῶσσα καὶ ἀγωνίσθηκαν, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν τὴ δύναμη νὰ δημιουργήσουν πάνω στὶς λαϊκὲς λέξεις, παίρνοντάς τες ὡς ξεκίνημα.
Καὶ ὁ Παλαμᾶς τὸ ἴδιο. Μέσα στοὺς στίχους του φαίνεται καθαρὰ ἡ γλωσσικὴ παράδοση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ὅπως καὶ πιὸ πάνω εἰπώθηκε. Οἱ πρῶτες του συλλογὲς κυρίως εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ λέξεις τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καί ἰδιαίτερα λέξεις σύνθετες ἀπὸ ρίζες δημοτικές. Ἐξάλλου καὶ ὁλόκληρη ἡ «σχολή» τοῦ Παλαμᾶ στηρίχθηκε στὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, δίνοντας ἔτσι μία καινούργια πνοὴ στὴ λογοτεχνία μας ποὺ εἶχε «γλωσσικά» ἀπονεκρωθεῖ μὲ τὴ σχολὴ τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ ἀποκοπεῖ ἀπὸ ὅλες τὶς ζωντανὲς πηγὲς τῆς γλώσσας», ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Μαρία Μιράσγεζη (9).
Ἀλλὰ καὶ στὰ πιὸ πρόσφατα χρόνια, ἡ λογοτεχνία ὄχι μόνο ἐμπνεύσθηκε, ἀλλὰ καὶ τροφοδοτήθηκε ἀπὸ τὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης, κάνοντας λόγο γιὰ τὴ γλῶσσα τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου» τοῦ Σικελιανοῦ, δέχεται ὅτι: «Μολονότι εἶναι γλῶσσα λογίου ἀνδρός, ὡστόσο τοῦτος ἀπέβαλε ὁτιδήποτε τὸ λόγιο καὶ ἀνέβασε τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ σὲ ὑπόδειγμα ἀβίαστης φυσικῆς γλώσσας, μὲ τὴ σφραγῖδα τῆς τελειότητας. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τὸ κοινὸ σημεῖο τῆς γλώσσας τοῦ Σικελιανοῦ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ: «Ἀβίαστη καὶ Τέλεια (10)».
Καὶ ὁ Σεφέρης θὰ παρατηρήσει: «Μία ψυχραιμότερη στάση ἀπέναντι σ’ ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Σικελιανοῦ, θὰ μὲ ἔκανε νὰ μεταχειριστῶ ὄχι τὴ λέξη ἐπίδραση ἀλλὰ βίωση. Ὁ Σικελιανός, ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ κάθε πηγὴ τοῦ δημοτικοῦ μας τραγουδιοῦ, μπόρεσε ν’ ἀναστήσει μιὰ ζωὴ παροῦσα ἀπὸ τὰ μακρινὰ ἄδυτα τῆς παράδοσής μας (11)». Ἡ ἐπιβίωση παραδοσιακῶν τρόπων καὶ στὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Ρίτσου ἑνός ἀναντίρρητα, μοντέρνου ποιητῆ, εἶναι φανερή. Τὸ πρῶτο ἔργο του στὸ ὁποῖο τὸ δημοτικὸ τραγούδι «εἰσβάλλει» -καὶ μάλιστα ἀπότομα καὶ ὁλοκληρωτικά εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος πού, κατὰ τὸν καθηγητὴ Γιῶργο Βελουδῆ, ἀποτελεῖ, ἀπὸ τὴν ἄποψη ἐξέλιξης τοῦ ποιητῆ του, ταυτόχρονα τὸ πρῶτο «ὁροθέσιο τοῦ ἔργου του καὶ τὴν πρώτη βαθμίδα τῆς ὡριμότητάς του». Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ γλῶσσα τῶν πρώτων του ποιητικῶν συλλογῶν, σημειώνει ὁ Βελουδῆς, «καθὼς καὶ τὴ γλῶσσα τοῦ ὡριμότερου ἔργου του, ποὺ ἔχει τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀθηναϊκῆς κοινῆς καθημερινό «δημοσιογραφικό» λεξιλόγιο μὲ ἀποφυγὴ τῶν σπάνιων διαλεκτικῶν τύπων καὶ τῶν «ποιητικῶν συνθέτων» ἡ γλῶσσα τοῦ «Ἐπιταφίου» εἶναι ὁλοφάνερα μπολιασμένη μὲ τὸ τυπικὸ λεξιλόγιο τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ».
Στὸ δημοτικὸ τραγούδι ἔχουν τὴν πηγή τους λέξεις, ὅπως: στράτα, βόλια, ξόμπλι, ξόδι, ἐκφράσεις, ὅπως: χρυσαφένιο χτένι, τὸ φρύδι χελιδόνι, τοῦ πελάγου τὸ βυθό, τ’ ἀθάνατο νερό καὶ σύνθετα, ὅπως: γαϊτανόφρυδο, κοντυλογραμμένο, μοσκομύριστο, μαρμαρογλυμμένη, μυριοζωγραφισμένο κ.ἄ. (12)». Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ μᾶς δείχνει τὸν ἄλλο δρόμο, τὸν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι εἰκονική, δὲν εἶναι στατική, δὲν εἶναι ὑπερρεαλιστικὴ ἢ ὅ,τι ἄλλο· εἶναι καθαρὰ ἁπλὴ καὶ μαζὶ ρωμαλέα, γιατὶ εἶναι λαϊκή, ἄμεση. Καὶ φυσικὰ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ συμβατικὲς ἐκλογικεύσεις. Ὁ λαὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸν κόσμο καὶ χωρὶς τὴ λογική, μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ δημιουργεῖ οὐσιαστικὰ καὶ ἀληθινά. Καὶ βέβαια, ἡ γλῶσσα μόνο μπορεῖ νὰ δώσει ὀμορφιὰ σὲ κάθε ψυχικὴ κατάσταση, ὅσο βαθιὰ καὶ ἂν εἶναι. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ στίχος ἀπὸ τὴν παραλογή «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ». Βρέθηκ’ ἡ μάνα μοναχή, σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο… Τέτοιοι τρόποι ἔκφρασης γίνονται δυνατοί, ὅταν προκύπτουν ἀπὸ τίμια καὶ ἐλεύθερη στάση ζωῆς, καὶ εἶναι δεκτοὶ ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν εἶναι σχηματισμένος καὶ στὸ μέτρο τῆς ἁπλότητάς του (13).
Σημειώσεις
- K.Dieterich, Ὁ Γκαῖτε καὶ ἡ νεοελληνικὴ ποίησις, Ἀθήνα 1964, σ.6
- Κ.Παλαμᾶς, Ἅπαντα Ι-ΧΙΙΙ, Ἀθήνα χ.χ., σ.303
- Νικηφόρος Βρεττάκος, «Γλῶσσα καὶ τεχνικὴ στὸ δημοτικό μας τραγούδι», στό: Πρακτικὰ τέταρτου Συμποσίου ποίησης. Ἀφιέρωμα στὸ Δημοτικὸ τραγούδι. Πανεπιστήμιο Πατρῶν (6-8 Ἰουλίου 1984), ἐκδ. Γνώση, Ἀθῆνα 1985, σ.301-302.
- Δημήτριος Σ.Λουκᾶτος, Εἰσαγωγὴ στὴν Ἑλληνικὴ Λαογραφία, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθῆνα 19782 , σ.96.
- Claude Fauriel, Ἑλληνικὰ Δημοτικὰ Τραγούδια, τ.Α΄, ἐπιμ.Ἀλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 1999, σ.74.
- Κώστα Βάρναλη, Αἰσθητικά-Κριτικὰ Α΄, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθῆνα 1958, σ.143.
- Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, τ.α΄, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 19843 , σ.67-68.
- Ἐρατοσθένης Γ. Καψωμένος, Δημοτικὸ Τραγούδι, Μία διαφορετικὴ προσέγγιση, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθῆνα 1996, σ.71-72.
- Μαρία Δ. Μιράσγεζη, Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία, τ.1ος Ἀθῆνα, 1978, σ.23.
- Χρ.Μαλεβίτσης, «Ὁ ἀλαφροΐσκιωτος Σικελιανός. Κότινος στὸν Ἄγγελο Σικελιανό», Τετράδια Εὐθύνης, ἀρ.11(1980), σ.65.
- Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές τ.Β΄, Ἀθῆνα 1974, σ.97.
- Γιώργου Βελουδῆ, «Τὸ Δημοτικὸ τραγούδι στὴν ποίηση τοῦ Ρίτσου», ΑΝΤΙ 71 (14-5-1977), σ.28.
- Διονύσης Καρατζάς, «Ἡ γλῶσσα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ποιητική (=Δημιουργικὴ τῆς ζωῆς)», στὸ Πρακτικὰ τέταρτου Συμποσίου ποίησης, ὅ.π., σ.101-102.