Βιογραφικό Νικολάου Ὀρφανοῦ
Τυφλοῦ, Ἀναπήρου πολέμου
Ἀντωνίου Ὀρφανοῦ
Ὁ Νικόλαος Ὀρφανός τοῦ Ἀντωνίου, εἶχεγεννηθεῖστίς 23-8-1922 στό Πλαγιάρι Καλλιπόλεως (ἈνατολικήΘράκη), καί μόλις σαράντησε, ἡοἰκογένειά του ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Καρδία Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔφτασαν ὡς πρόσφυγες, ἀφοῦ ἐξαναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν πατρογονική τους ἑστία.
Ἀμέσως μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο, ρίχτηκε στή σκληρή βιοπάλη, καί μικρός ἔφηβος ξεκίνησε νά βοηθάει τούς γονεῖς του καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του (Χριστόφορο κατά 12 ἔτη καί Μαρία κατά 3 ἔτη) στίς γεωργικές καί κτηνοτροφικές ἐργασίες.
Τήν 20-10-1947, κατατάχθηκε ὡς στρατεύσιμος, στό Κέντρο Βασικῆς Ἐκπαιδεύσεως Ἀλεξανδρουπόλεως.
Ἀφοῦ ἐκπαιδεύτηκε στά Κέντρα Ἐκπαιδεύσεως Μεσολογγίου καί Πατρῶν, μετατέθηκε στο 6ο Εἰδικό Τάγμα Πεζικοῦ (τό ἐπονομαζόμενο «Διλοχία Κυνηγῶν»). Μέ τή Μονάδα του, καί ὡς πολυβολητής, ἔδωσε πολλές καί σκληρές μάχες ὑπό πολύ δύσκολες συνθῆκες στίς περιοχές τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας. (Ἡ μονάδα του εἶχε βάση στό Ἀγρίνιο καί ἔδρασε κυρίως στά ὀρεινά της Αἰτωλοακαρνανίας καί Εὐρυτανίας).
Ὁ Νικόλαος Ὀρφανός ὑπηρετοῦσε στήν πρώτη γραμμή (στή ζώνη πρόσω), ἄν καί ὡς θύμα πολέμου (Ὁ μεγαλύτερός του ἀδελφός Χριστόφορος εἶχε ἀποβιώσει στό ἀλβανικό ἔπος) θά ἔπρεπε νά ὑπηρετοῦσε στά μετόπισθεν.
Γιά τόν λόγο αὐτό, εἶχε ἐγκριθεῖ ἀπό τό ΓΕΣ ἡ μεταφορά του στή β΄ σειρά ἐφεδρείας καί ἠ επιστροφή του ἀπό τίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις στή βάση τῆς Μονάδας του στό Ἀγρίνιο. Ἡ σχετική διαταγή ἔφτασε στά χέρια τοῦ Διοικητῆ του τήν Παρασκευή 7 Ἀπριλίου 1949. Αὐτός τόν κάλεσε κοντά του καί τοῦἀνακοίνωσε: «Ὀρφανέ, ἔχει ἔρθει διαταγή γιά ἀπόσπασή σου στή βάση τῆς Μονάδας στό Ἀγρίνιο. Ἀλλά ὅμως λόγῳ τῶν δυσκολιῶν πού ἀντιμετωπίζουμε ἰδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο, θά σέ στείλω πίσω τή Δευτέρα».
Ὅμως ἄλλη ἦταν ἡ βούληση τοῦ Κυρίου. Στή μάχη πού ἔγινε τήν ἑπομένη ἡμέρα, τό Σάββατο 8 Ἀπριλίου 1949, τραυματίστηκε. Πιό συγκεκριμένα, στή σφοδρή μάχη κατά τῶν ἐνόπλων κομμουνιστῶν στό ὕψωμα Φονιᾶς (θέση Πυργούλια) τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας καί ἐνῷὁ Νικόλαος Ὀρφανός ἐπιχειροῦσε μέ σθένος καί γενναιότητα μέ τό πολυβόλο του κατά τῶν ἐχθρικῶν θέσεων, ἄκουσε τίς ἔντονες φωνές τῶν ἐπιχειρούντων τήν κατάληψη τοῦὑψώματος. Ἔσκυψε πρός τή θυρίδα τοῦ πολυβολείου του γιά νά ἐλέγξει τήν κατάσταση. Αὐτό ἦταν! Τή στιγμή ἐκείνη ἔσκασε μπροστά ἀκριβῶς στή θυρίδα τοῦ πολυβολείου ἐχθρικός ὅλμος. Τά θραύσματά του τραυμάτισαν τόν Νικόλαο Ὀρφανό στό πρόσωπο καί στόν δεξιό ὦμο, τραυμάτισαν στά πόδια τόν α΄ βοηθό του (γεμιστή) καί τραυμάτισαν θανάσιμα τόν β΄ βοηθό του.
Ἀκόμη καί τότε δέν τά ἔχασε. Πῆρε στίς πλάτες του τόν α΄ βοηθό του – πού δέν ἦταν σέ θέση νά βαδίσει, πλήν ὅμως ἔβλεπε – καί ἔτσι ὑπό τήν καθοδήγησή του καί μέσα ἀπό δύσβατα μονοπότια, πλησίασαν θέσεις τῶν ὑπολοίπων συμπολεμιστῶν τους ἀπό ὅπου καί προωθήθηκαν στό πλησιέστερο Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο.
Ἀργότερα (1951) γνώρισε – τυφλός ὤν – τή μετέπειτα σύζυγό του Αφροδίτη, ἡὁποία ἐπίσης μέ γενναιότητα ψυχῆς καί καρδιᾶς τόν στήριξε ὅλα αὐτά τά χρόνια. Ἀπέκτησε δυό παιδιά, τόν Χριστόφορο (Τραπεζικό Ὑπάλληλο) καί τόν Ἀντώνη (Ταξίαρχο (Σ) ἐ.ἀ.), καθώς καί τρία ἐγγόνια καί ἕνα δισέγγονο.
Ἀπεβίωσε στις 23-09-2009, πλήρης ἡμερῶν καί ἕτοιμος πνευματικά, χτυπημένος ἀπό τήν ἐπάρατο νόσο.
Ὅσο ζοῦσε, ἔλεγε καί ξανάλεγε ἀναφερόμενος στόν τραυματισμό του: «Δέν πρέπει νά μισοῦμε αὐτούς πού ἔγιναν αἰτία νά βυθιστῶ στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Ὅμως δέν πρέπει καί νά λησμονοῦμε τί ἔγινε ἐκείνη τήν περίοδο. Ὄχι γιά λόγους μίσους καί ἐκδίκησης. Μά γιά νά ἀποτρέψουμε κάθε ἐνδεχόμενο νά ξαναγίνουν τά ἴδια». Μέ αὐτά τά ἁπλά λόγια ἔκανε πράξη τή μεγαλύτερη ἀρετή τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, τήν Ἀγάπη.
Ἐλπίζουμε καί προσευχόμαστε, ὁ γέροντας Παΐσιος – με τόν ὁποῖο ὑπῆρξαν συμπολεμιστές γιά μεγάλο χρονικό διάστημα καί ὁὁποῖος τόν ἐπισκεπτόταν τακτικά στό σπίτι του στήν Καρδία, ὅταν ζοῦσε καί ἔβγαινε ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος – νά τόν πάρει κοντά του καί νά εἶναι πάλι μαζί γιά πάντα!
Αἰωνία του ἡ μνήμη! Καλό Παράδεισο!
Σημείωση: Ὁ Νικόλαος Ὀρφανός εἶχε γράψει πολλά ποιήματα στή γραφομηχανή του πού τή χειριζόταν μέχρι πρίν ἀπό λίγα χρόνια κατά τρόπο ἄριστο. Θεωροῦμε χρέος καί ἱερό καθῆκον νά δημοσιεύσουμε ἐδῶ, τό πλέον χαρακτηριστικό, πού ἀναφέρεται στόν ἡρωικό τραυματισμό του:
Ὁ τραυματισμός μου
Εἰς τά βουνά τῆς Ρούμελης εἰς τό Φονιᾶ ἐπάνω.
Ἐκεῖ μέ ἔστειλε ἡ Πατρίς τό χρέος μου νά κάνω.
Ἦταν ἡμέρα Σάββατο ὀγδόη Ἀπριλίου
καί ἐγώ σκληρά μαχόμουνα μέσ’ στό πολυβολεῖο.
Πέφτουν οἱ σφαῖρες σάν βροχή κι οἱὅλμοι σάν χαλάζι,
μά ἐγώ ἀκόμη πολεμῶ, τίποτε δέν μέ σκιάζει.
Μά ξάφνου μέσα στή βοή καί στήν ἀνεμοζάλη,
ἔχασα τίς αἰσθήσεις μου καί μέ σηκῶσαν ἄλλοι.
Μέ πῆραν καί μέ βάλανε ἐπάνω στό φορεῖο,
γιατί εἶχα πληγωθεῖ βαριά στῆς μάχης τό πεδίο.
Ἔτσι λοιπόν μέ δίκασε τῆς τύχης τό γραμμένο,
ἀπό ἔνα βλῆμα ἐχθρικό, ἀνάπηρος νά μένω.
Παρ’ ὅλ’ αὐτά ἐχάρηκα γιά τή μεγάλη νίκη
γι’ αὐτό καί στόν ἀνάπηρο ἡ δόξα τοῦ ἀνήκει.
Τή δόξα αὐτή πού πλήρωσα μέ αἷμα καί μέ πόνο,
πού ὅλα τά θυσίασα γιά τήν Ἑλλάδα μόνο.
Πολέμησα σάν Ἕλληνας, σάν τίμιος στρατιώτης
καί χάρισα εἰς τό βωμό τή λεβεντιά τῆς νιότης.