φιλολόγου
Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ μεγάλων ἀνακατατάξεων καὶ ἱστορικῶν μετασχη-ματισμῶν ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ παρακολουθήσει τοὺς φρενήρεις ρυθμοὺς τῶν ἀλλαγῶν ποὺ συντελοῦνται γύρω του. Στὴν ἐποχή μας, μέ-σα στὸν κυκεῶνα τῶν πολιτικοκοινωνικῶν ἐξελίξεων, ποὺ λαμβάνουν χώ-ρα παγκοσμίως, ἦρθε νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ λεγόμενη οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ὁ-ποία ἀπειλεῖ τὴ συνοχὴ καὶ τὴν εὐστάθεια, ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας χώρας, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο.
Ἡ ἔννοια τῆς κρίσης εἶναι πολυσήμαντη, καθώς, ἂν ἀνατρέξουμε σὲ ἔγκυρα καὶ ἔγκριτα λεξικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ σημασία τοῦ ὅρου ἐ-κτείνεται σὲ πολλὰ ἐπίπεδα. Ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ν᾿ ἀξιολο-γεῖ ποιοτικὰ πρόσωπα, πράγματα καὶ γεγονότα τοῦ καθημερινοῦ βίου, μέ-χρι τὴν προβολὴ τῆς ἔννοιας σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, ὅταν τὴ χρησιμοποιοῦ-με γιὰ νὰ περιγράψουμε καταστάσεις ἔντασης πολιτικοῦ, οἰκονομικοῦ ἢ διακρατικοῦ χαρακτῆρα. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ ξεχνᾶμε καὶ τὴ θρησκευτι-κὴ διάσταση τοῦ ὅρου, ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἀδια-πραγμάτευτη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης τῶν νεκρῶν καὶ ἡ τελικὴ Κρίση τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἡ-μέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ οἰκονομικὴ κρίση δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὶς προαναφερθεῖσες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τὴν πολιτική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ θρησκευτική, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶναι πολυσύνθετο καὶ συνεπῶς ἡ ἐπίλυσή του θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν προσφυγὴ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ μέτρα οἰκονομικῆς φύσης, ποὺ δυστυχῶς βλέπουμε νὰ μονοπωλοῦν στὶς ἡμέρες μας.
Ἡ ὁλοένα διογκούμενη ἀγανάκτηση τῶν πολιτῶν, ὄχι μόνο στὴν Ἑλ-λάδα ἀλλὰ καὶ διεθνῶς, ἐναντίον πολιτικῶν καὶ κυβερνήσεων, ἀναδεικνύ-ει τὴν ἀπουσία χρηστῆς διοίκησης στὴν ἐποχή μας, γεγονὸς ποὺ πιστοποι-εῖ καὶ ἡ ἐκδήλωση ἔντονων φαινομένων σήψης καὶ παρακμῆς στὸν πολιτι-κὸ βίο. Τὸ πρόβλημα δὲν ἑστιάζεται μόνο σὲ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ τὰ βαθύτερα αἴτια πρέπει νὰ τ᾿ ἀναζητήσει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς στὸν ἐ-σωτερικό του κόσμο, διεξάγοντας ἕναν τίμιο διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀσκώντας μία εἰλικρινὴ αὐτοκριτικὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει νὰ κερδίσει σὲ αὐτογνωσία, ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς κρίσης.
Ἐπειδὴ ἡ κρίση εἶναι ὑπαρκτή, καὶ ὄχι θεωρητική, φρονοῦμε ὅτι καὶ ἡ ἀπόκριση στὴν κρίση πρέπει νὰ ἀντλεῖ ἐπιχειρήματα καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἱστορικὴ καὶ σύγχρονη. Ἐκτὸς τούτου, δὲν πρέ-πει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κρίση μπορεῖ νὰ εἶναι παγκόσμια ἀλλὰ ἡ ἀντιμετώπισή της ἑδράζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν ὡριμότητα καὶ τὰ ἱστορικὰ ἀντανακλαστικά τοῦ κάθε λαοῦ.Ὡς Ἕλληνες μπορεῖ νὰ βιώνουμε σήμερα ἕναν πρωτοφανῆ διεθνῆ δια-συρμὸ ποὺ προκαλεῖ πόνο καὶ ταπείνωση, ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἐφαλτήριο ἀνάκαμψης, ἂν τὸ ἀξιοποιήσουμε σωστὰ ἀν-τλώντας παραδείγματα ἀπὸ τὴν πλούσια ἱστορία μας καὶ ἂν ἀποφύγουμε στὸ μέλλον κακοτοπιὲς καὶ ἐπιλογές, ποὺ μᾶς ὁδήγησαν στὸ σημερινὸ ἀ-διέξοδο. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε πρότυπα ἀν-θρώπους, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο θὰ ἀποτελέσουν γιὰ ἐμᾶς πηγὴ ἔμπνευσης καὶ πορεία προσανατολισμοῦ στὴν μετὰ τὴν κρίση ἐποχή. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρότυπα εἶναι σίγουρα καὶ ἡ πολιτικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἰω-άννη Καπποδίστρια.
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776 ἀπὸ ἀρι-στοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε ἐπιμελημένη Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἠπειρώτισσα μητέρα του Ἀδαμαντία καθὼς καὶ ἀπὸ μο-ναχούς τῆς Μονῆς Πλατυτέρας. Ἔπειτα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Ἰτα-λία θὰ γυρίσει στὴν πατρίδα του, ὅπου γιὰ λίγο καιρὸ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική, μέχρι ποὺ ἡ φήμη του ἁπλώθηκε καὶ ἐκτὸς συνόρων μὲ ἀποτέ-λεσμα νὰ κληθεῖ στὴ Ρωσσία προκειμένου ν᾿ ἀξιοποιηθεῖ διπλωματικά.
Οἱ ἐπιτυχίες του στὸ διπλωματικὸ στίβο ἦταν πολὺ μεγάλες μὲ κορυ-φαία ἴσως τὴ συμφιλίωση τῶν ἀντιμαχόμενων κατοίκων τῆς Ἑλβετίας καὶ τὴν κατάρτιση συντάγματος, τὸ ὁποῖο ἰσχύει μέχρι σήμερα καὶ κάνει ὑπε-ρήφανους τοὺς Ἑλβετούς. Ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν ἦταν ν᾿ ἀνα-λάβει τὴν ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας καὶ νὰ προα-σπίζεται ἔτσι ἀποτελεσματικότερα τὸ δίκαιο τοὺ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνα γιὰ τὴ λευτεριά.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1827 ἡ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τὸν ἐκλέγει πρῶτο Κυβερνήτη τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους καὶ στὶς 8 Ἰανουαρίου 1828 καταφθάνει στὸ Ναύπλιο, ὅπου γίνεται πανηγυρικὰ δεκτός. Ἡ πρώτη δια-κήρυξή του στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση :<<Εἰ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡ-μῶν, οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν>> καὶ εἶναι ἐνδεικτική τοῦ ἤθους καὶ τῶν προθέσε-ών του.
Παραλαμβάνει μία κατάσταση κυριολεκτικὰ χαοτικὴ καθὼς οἱ περισ-σότερες περιοχές, ἂν δὲν ἦταν ὑπόδουλες στοὺς Τούρκους, ἦταν κατε-στραμμένες, ἐνῶ ἀπουσίαζε κάθε στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ζωὴ σὲ μία πολιτεία, ὅπως ἡ δικαιοσύνη, ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἡ ἀσφάλεια. Γρήγορα ἐπιδίδεται σὲ ἕνα τιτάνιο ἔργο θεμελίωσης κράτους μὲ τὴν ἵδρυ-ση Σχολείων, βιβλιοθηκῶν τυπογραφείου, ναυπηγείων, δικαστηρίων κα-θὼς καὶ τράπεζας, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος συνεισέφερε 25.000 τάλληρα.
Ἀναδιοργάνωσε τὸ στρατὸ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων, μερί-μνησε γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Μεσολογγίου καὶ τῶν Πατρῶν, ἐνῶ συ-νέβαλε καὶ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου μὲ τὴν παραχώρηση δανείων στοὺς νησιῶτες γιὰ τὴν ἀγορὰ πλοίων κατασκευάζοντας παράλληλα ναυ-πηγεῖα στὸν Πόρο καὶ τὸ Ναύπλιο. Τέλος, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναφερθεῖ ἡ ἵδρυση τοῦ πρώτου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου στὴν Αἴγινα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1829 καθὼς καὶ ἡ δημιουργία τῆς Γεωργικῆς Σχολῆς τῆς Τύρινθας, ἀ-φοῦ ὁ Καπποδίστριας ἐπένδυε πολλὰ στὴν ἀγροτικὴ οἰκονομία καὶ μία ἀ-πὸ τὶς πλέον εὔστοχες ἐνέργειές του στὸν τομέα αὐτό, ἦταν ἡ εἰσαγωγὴ τῆς καλλιέργειας τῆς πατάτας γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα.
Ἂν στοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἐπένδυσε πολλὰ γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας, ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ ἐπέδειξε μεγάλο ζῆλο ἦταν ἡ Παιδεία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἵδρυσε τὸ ἀλληλοδι-δακτικὸ Σχολεῖο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ στὸν Πόρο, καθὼς καὶ τὸ ὀρ-φανοτροφεῖο στὴν Αἴγινα. Ἀνακαίνισε πολλὲς ἐρειπωμένες ἐκκλησίες, ἐ-νῶ ἐπεδίωκε τὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, καθὼς πίστευε στὴν πνευματικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ ἀποστολὴ τῶν κληρικῶν.
Γαλουχημένος μὲ τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἀλλὰ καὶ διορατικὸς ὡς πολιτικός, ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία ὄχι μόνο ὡς κιβωτὸ σωτηρίας τοῦ ἀν-θρώπου, ἀλλὰ καὶ ὡς μία ζωτικῆς σημασίας δύναμη γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Ὁραματιζόταν τὴν ἀναβίωση τῆς Με-γάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ποὺ θὰ συνένωνε κάτω ἀπὸ τὴ θεόπνευστη καθοδήγησή της ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους λαοὺς καὶ θὰ ἀντέτεινε στὴ θρη-σκευτικὴ καὶ πολιτικὴ αὐθαιρεσία τῆς Δύσης τὴ γνήσια ρωμαίϊκη παράδο-ση.
Τὰ μεγαλόπνοα ὁράματά του ὅμως γρήγορα ἔλαβαν τέλος, ὅταν στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε ἀπὸ δύο μέλη τῆς οἰκογένειας Μαυρο-μιχάλη στὸ Ναύπλιο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, ὅπου ἀπὸ νωρὶς πήγαινε νὰ παρακολουθήσει τὸν ὄρθρο καὶ τὴ θεία Λειτουργία, ὅπως ἔκανε πάντοτε ὡς ἀληθινὰ πιστὸς καὶ εὐσυνείδητος χριστιανός. Τὸ κενὸ ποὺ ἄφησε τεράστιο καὶ γιὰ πολλοὺς δυσαναπλήρωτο. Ὁ πιστός του φίλος Ἐϋνάρδος γράφει χαρακτηριστικά: «Ὁ θάνατος τοῦ Κυβερνήτου εἶ-ναι συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι δυστύχημα δι᾿ ὅλην τὴν Εὐρώπην[…]. Τὸ λέγω μὲ διπλὴν θλίψιν: ὁ κακοῦργος, ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν κόμητα Καπποδίστρια, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του».
Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ πολιτικοῦ δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ παραθέσουμε τὰ λόγια του Μέττερνιχ, ἀρχηγοῦ τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας καὶ δεδηλωμένου ἐχθροῦ τοῦ Καπποδίστρια, λόγια ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ τεράστιο πολιτικὸ καὶ ἠθικὸ ἀνάστημα τοῦ Ἕλληνα Κυ-βερνήτη: «Ὁ ἀγώνας ἀνάμεσα στὸν Καπποδίστρια καὶ σὲ μένα μοιάζει μὲ ἀγῶνα ἀνάμεσα σὲ μία θετικὴ καὶ μία ἀρνητικὴ δύναμη. Δύο δυνάμεις τῆς ἴδιας φύσεως θὰ συγχωνεύονταν.
Στὴ δική μας ὅμως περίπτωση, καμμία ἀπὸ τὶς δύο δὲν θὰ μπορέσει νὰ θριαμβεύσει, προτοῦ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀντιπάλους ἐκμηδενιστεῖ. Ἀπὸ πόση ὅμως ὑπομονὴ ἔχω ἀνάγκη γιὰ νὰ κρατηθῶ;… Τότε μονάχα θὰ μπο-ρέσω νὰ κοιμηθῶ ἥσυχα, ὅταν ὁ Καπποδίστριας θὰ ἔχει θανατωθεῖ!… Ἐνόσῳ ζεῖ, θὰ εἶναι πάντοτε ἐπικίνδυνος. Ὅμως, γιὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ πολὺ χρήσιμος ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐγώ; Ὁ μόνος ἀντίπαλος ποὺ δύσκολα ἡττᾶται εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἔντιμος ἄνθρωπος, καὶ τέτοιος εἶναι ὁ Καπποδίστριας!».
Ἡ σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἔγι-νε, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ καταστήσουμε σαφὲς πὼς ἀδιέξοδα στὴ ζωὴ δὲν ὑ-πάρχουν, ὅσο κι ἂν κάποιοι στὶς ἡμέρες μας προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὸ ἀντίθετο. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ὡριμότητα καὶ τὰ κατάλληλα κρι-τήρια γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ὄντως ἱκανῶν καὶ ἀξίων στὶς κρίσιμες θέσεις διακυβέρνησης τοῦ κράτους. Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι, ἂν πραγμα-τικὰ ἔχουμε νηφαλιότητα σκέψης καὶ συνειδησιακὴ ἐγρήγορση στὴ ζωή μας ἢ εἴμαστε βυθισμένοι σ᾿ ἕναν κόσμο ψευδαισθήσεων καὶ πλασματι-κῆς εὐμάρειας. Οἱ τελευταῖες ἐξελίξεις ἀποδεικνύουν ὅτι εἴμαστε πολὺ εὐ-άλωτοι σὲ ἐφήμερες ἀπολαύσεις καὶ ὅτι στὸ ἐγγὺς μέλλον ὑπάρχει σοβα-ρότατος κίνδυνος ἀπώλειας τοῦ θεϊκοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας, ἐξ αἰτίας τῆς ραθυμίας καὶ τραγικῆς μας ἀνεπάρκειας μπροστὰ στὶς προκλήσεις τῶν καιρῶν.
Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ ἐπανασύνδεσή μας, συνολικὰ ὡς λαοῦ, μὲ τὶς πατρογονικές μας ρίζες καὶ ἡ ἄντληση παραδειγμάτων καὶ προτύπων ζωῆς ποὺ μποροῦν ν᾿ ἀναχαιτίσουν τὴ λαίλαπα τοῦ μηδενισμοῦ καὶ ἀμο-ραλισμοῦ ποὺ σαρώνει σήμερα τὴν κοινωνία. Ὡς κατακλείδα τῶν προβλη-ματισμῶν καὶ ἐπισημάνσεων ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω παραθέτουμε τὴ γνώμη ἑνὸς σπουδαίου Ρώσσου φιλοσόφου–στοχαστῆ τοῦ 20ου αἰῶνα, τοῦ Νικολάου Μπερντιάγεφ, σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς κουλ-τούρας στὸν ἄνθρωπο. Λέει χαρακτηριστικά: «Ἡ εὐγένεια κάθε ἀληθινῆς κουλτούρας βρίσκεται σὲ ὅ,τι ἐκφράζει λατρεία στοὺς προγόνους, θρη-σκευτικὸ σεβασμὸ στοὺς τάφους καὶ τὰ μνημεῖα, συνέχεια ἀνάμεσα στοὺς πατέρες καὶ τὰ παιδιά. Στηρίζεται σὲ μία ἱερὴ παράδοση καὶ ὅσο περισσό-τερο εἶναι παλιὰ ἄλλο τόσο εἶναι ἐνεργητικὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη. Εἶναι πάντοτε περήφανη γιὰ τὸ ἀρχαῖο της λίκνο, τὸ ὁποῖο τὴ συνδέει, χωρὶς δι-ακοπὴ τῆς συνέχειας, μὲ ἕνα μεγάλο παρελθόν […]. Μία κουλτούρα πάρα πολὺ νέα, χωρὶς παράδοση, ντρέπεται γιὰ τὸν ἑαυτό της». Ἂς εὐχηθοῦμε τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γίνουν βίωμα ὅλων μας στὶς δύσκολες ἐποχὲς ποὺ ζοῦ-με.